Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Οι θέσεις της Κίνησης Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης για το κατατεθέν προς ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων νομοσχέδιο για την Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία.

Προς: 

Καθηγητή Ανδρέα Λοβέρδο, Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων,

Ανδρέα Παπανδρέου 37, 15180 Μαρούσι, minister@minedu.gov.gr


Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Το  νέο  νομοσχέδιο  για  την  Έρευνα,  Τεχνολογική  Ανάπτυξη  και  Καινοτομία  (ΕΤΑΚ)  που
κατατέθηκε  προς  ψήφιση  στη  Βουλή  των  Ελλήνων,  ενώ  υποτίθεται  ότι  θα  έπρεπε  να
εκσυγχρονίζει το Νόμο Πλαίσιο για την Έρευνα 1514/1985, που αποτέλεσε ορόσημο και τροφό για
την  ανάπτυξη  του  δημόσιου  ερευνητικού  συστήματος  της  χώρας ,  έρχεται  να  διαιωνίσει  και  με
ορισμένες ρυθμίσεις του  να  εντείνει σημαντικές παθογένειες της Έρευνας και Καινοτομίας στην
Ελλάδα.
Συγκεκριμένα θα αναφερθούμε στα παρακάτω θέματα, τα οποία θεωρούμε ιδιαιτέρως   σημαντικά
και προβληματικά:
•  Έλλειψη θεσμοθέτησης σταθερού πλαισίου για την ερευνητική χρηματοδότηση
Το νέο  νομοσχέδιο  χάνει την ευκαιρία να κάνει οποιοδήποτε βήμα προς την κατεύθυνση μιας
περιοδικής  χρηματοδότησης  της  έρευνας  με  σταθερό  ρυθμιστικό  πλαίσιο.  Για  κάθε  νέο
χρηματοδοτούμενο  ερευνητικό  πρόγραμμα,  ο  στόχος,  οι  προθεσμίες  κατάθεσης  και
ολοκλήρωσης,  ο  τρόπος  αξιολόγησης,  οι  κανονισμοί  εκτέλεσής  του  ξανά-εφευρίσκονται  από
την αρχή. Οι διαδικασίες παγώνουν με τις αλλαγές του  εκάστοτε Γενικού Γραμματέα Ε&Τ ή του
εκάστοτε  αρμόδιου  Υπουργού.  Ένας  νέος,  ουσιαστικός  νόμος  για  την  ΕΤΑΚ  θα  πρέπει  να
εναρμονίζει  τις  διαδικασίες  χρηματοδοτούμενης  έρευνας  με  το  Ευρωπαϊκό  πλαίσιο ,  όπου
υπάρχει  σχεδιασμός  των  στόχων,  κανόνων,  και  προτεραιοτήτων  σε  βάθος  χρόνου
(πενταετίας  συγκεκριμένα)  και  οι  διαδικασίες  κυλούν  απρόσκοπτα  βάσει  συγκεκριμένου
χρονοδιαγράμματος.
Τα άρθρα που περιέχονται στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο και αφορούν  στην Εθνική Στρατηγική
Έρευνας,  Τεχνολογικής  Ανάπτυξης  και  Καινοτομίας  (ΕΣΕΤΑΚ)  και  την  υλοποίησή  της,  μέσω
σχετικού  Σχεδίου  Δράσης,  παραμένουν  απολύτως  κενά  περιεχομένου.  Σημειωτέον  ότι  ο  Ν.
1514/1985 περιείχε  την  -ανατρεπτική για την εποχή του-  ρύθμιση  που προέβλεπε  τη σύνταξη
2/6
Πενταετούς  Προγράμματος  Ανάπτυξης  Έρευνας  και  τεχνολογίας  (ΠΑΕΤ)  και  την  ψήφιση
μάλιστα  του  Προγράμματος  αυτού  από  τη  Βουλή  των  Ελλήνων,  ρύθμιση  η  οποία  ουδέποτε
εφαρμόστηκε  στην  πράξη,  από  το  1985  έως  σήμερα ,  ακριβώς  διότι  το  κράτος  δεν  απέκτησε
ποτέ σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη χρηματοδότηση της ΕΤΑΚ...
•  Έλλειψη ρυθμίσεων που θα αντιμετωπίσουν τον κατακερματισμό του δημόσιου ερευνητικού
ιστού
Το  νομοσχέδιο,  ενώ  προβλέπει  τη  δημιουργία  Εθνικού  Μητρώου  Ερευνητών,  Ερευνητικών
Κέντρων  και  των  Υποδομών  τους  (ΕΜΕΥΥ),  διατηρεί  ουσιαστικά  την  -αναποτελεσματική  για
την έρευνα και δαπανηρή για το κράτος-  πολυδιάσπαση του δημόσιου ερευνητικού ιστού,  ο
οποίος,  εκτός  από  τα  οργανωμένα  συστήματα  των  ΑΕΙ  και  των  Ερευνητών  Κέντρων  της  ΓΓΕΤ ,
βρίσκεται  διάσπαρτος  στα  διάφορα  Υπουργεία,  μη  καταγεγραμμένος  συνολικά  και  μη
αξιολογούμενος  (αν  και  σε  ορισμένες  περιπτώσεις  πολύ  αξιόλογος).  Βασικό  πρόβλημα
αποτελεί το γεγονός ότι το θεσμικό πλαίσιο που το υπό συζήτηση νομοσχέδιο εισηγείται, είναι
ιδιαίτερα απωθητικό στο σύνολό του για την εθελούσια ένταξη των ερευνητικών οργανισμών
εκτός  ΓΓΕΤ  στο  ΕΜΕΥΥ  (τους  οποίους,  κατά  τα  άλλα,  οι  συντάκτες  του  νομοσχεδίου
εμφανίζονται  μάλλον  ωσάν  να  ευελπιστούν  να  προσελκύσουν  ιδία  θελήσει,  ώστε  να
εγγραφούν στο ΕΜΕΥΥ).
Αντίθετα,  το  νομοσχέδιο  θα  επιτείνει  τον  κατακερματισμό  του  ερευνητικού  ιστού,  καθώς
προβλέπει  τη  σύσταση,  συγχώνευση,  διάσπαση,  κατάργηση,  τον  ορισμό  και  την
τροποποίηση  του  σκοπού  και  της  νομικής  φύσης  των  ερευνητικών  οργανισμών,  κατά  το
δοκούν,  με  Προεδρικό  Διάταγμα  και  όχι  με  Νόμο,  δίχως  τη  σύμφωνη  γνώμη  του  Εθνικού
Συμβουλίου  Έρευνας  και  Τεχνολογίας,  η  οποία  προβλέπεται  από  υπάρχον  θεσμικό  πλαίσιο.
Την  άποψή  μας  αυτή  ενισχύει  το  γεγονός  των  εξαγγελιών  για  την  ίδρυση  νέων  ερευνητικών
οργανισμών  σε  διάφορες  Περιφέρειες  της  χώρας,  που  δεν  πείθουν  ότι  είναι  αποτέλεσμα
σχεδιασμένης (από ποιον άραγε;) πολιτικής [Βλ. 1, 2, 3].
Επιπρόσθετα,  το  νομοσχέδιο  δεν  περιέχει  καμιά  μέριμνα  για  τους  δημόσιους  εκείνους
ερευνητικούς  οργανισμούς  (και  τους  Ερευνητές)  εκτός  ΓΓΕΤ,  των  οποίων  η  λειτουργία
βασίζεται στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που καταργείται.
Έλλειψη ρυθμίσεων για τη δημιουργία Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρ ευνας
Ο  Ενιαίος  Χώρος  Ανώτατης  Εκπαίδευσης  και  Έρευνας,  ο  οποίος  θεμελιώθηκε  με  το  Νόμο
4009/2011 για την Ανώτατη Εκπαίδευση, επιδιώκοντας την ισοτιμία, ελευθεροεπικοινωνία και
συνέργεια  σε  ισότιμη  βάση  των  ΑΕΙ  και  των  Ερευνητικών  Κέντρων,  αντί  να  εμβαθύνεται  στο
υπό συζήτηση νομοσχέδιο, αντιμετωπίζεται με μέτρα που επιτείνουν τη διακριτή μεταχείριση
μεταξύ των Ερευνητών και των Ερευνητικών Κέντρων, σε σχέση με τους Καθηγητές και τα ΑΕΙ,
καθώς το νομοσχέδιο:
(α)  Εξαιρεί  τους  Ερευνητές  από  την  κατηγορία  των  Δημοσίων  Λειτουργών,  υποβαθμίζοντάς
τους  σε  συμβασιούχους,  μη  προσδιορίζοντας  επιπλέον  την  κατάσταση  του  εργασιακού
καθεστώτος των ήδη υπηρετούντων (μετά την ψήφιση του υπό συζήτηση νομοσχεδίου σε νόμο
του κράτους) και μη διασφαλίζοντας τη μισθοδοσία τους από τον κρατικό προϋπολογισμό.
(β)  Δεν περιλαμβάνει ρύθμιση για τη μονιμότητα των Ερευνητών Α’ και Β’ βαθμίδας ,  ανάλογη
με  αυτήν  του  Ν.  4009/2011  για  τους  Καθηγητές   ΑΕΙ,  καθώς  των  Νόμων  1514/1985  και  3653
/2008 για τους Ερευνητές. 
3/6
(γ)  Δεν  επικαιροποιεί,  ούτε  επεκτείνει,  ως  όφειλε,  το  άρθρο  42  του  Ν.  4009/2011  που
προβλέπει τα της συνεργασίας μεταξύ ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων.
(δ)  Παρεμβαίνει  στην  αυτοτέλεια  των  Ερευνητικών  Κέντρων,  σε  σχέση  με  τα  Ιδρύματα
Ανώτατης Εκπαίδευσης, καθώς επιτρέπει σε  «συνεργαζόμενα μέλη ΔΕΠ(sic)»  να  ψηφίζουν και
να ψηφίζονται στα πολυπρόσωπα όργανα των Ερευνητικών Κέντρων.
(ε)  Δεν  αναβαθμίζει  ουσιαστικά  τη  συμμετοχή  των  Ερευνητών  στην  εκλογή  των
μονοπρόσωπων οργάνων των Ερευνητικών Κέντρων.
(στ)  Τελευταίο,  αλλά  όχι  έλασσον  ως  προς  την προχειρότητα  που αναδεικνύεται  στο  κείμενο
του  νομοσχεδίου,  χρησιμοποιεί  τον  ορισμό  «μέλη  ΔΕΠ»,  ο  οποίος  καταργήθηκε  με  το  Ν.
4009/2011, αντί του ορθού πλέον Καθηγητές πανεπιστημίου.
•  Υποβάθμιση του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤ)
Με βάση το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, το υπάρχον ΕΣΕΤ, ένα όργανο που έπρεπε να βρίσκεται
στην κορυφή του συστήματος διακυβέρνησης της Έρευνας και Καινοτομίας,  υποβαθμίζεται και
από  γνωμοδοτικό  στον  Υπουργό,  γίνεται  γνωμοδοτικό  στον  ΓΓΕΤ.  Η  επιλογή  των  μελών  του
ΕΣΕΤ επίσης δεν αναβαθμίζεται (π.χ.,  μέσω διαδικασίας  ανοικτής  διεθνούς  προκήρυξης), ενώ
οι  αρμοδιότητες  του  οργάνου  σχεδόν  εκμηδενίζονται,  δίχως  να  περιλαμβάνουν  τη
γνωμοδότηση  για  τη  σύσταση,  συγχώνευση,  διάσπαση,  κατάργηση,  τον  ορισμό  και  την
τροποποίηση  του  σκοπού  και  της  νομικής  φύσης  των  ερευνητικών  οργανισμών ,  την  υψηλή
εποπτεία ή/και επιστημονική διαχείριση των ερευνητικών προγραμμάτων  του ΥΠΑΙΘ, κλπ.
•  Μετατροπή της ΓΓΕΤ σε Υπερυπουργείο
Με  τις  σχετικές  ρυθμίσεις  του  νομοσχεδίου,  η  υπάρχουσα  Γενική  Γραμματεία  Έρευνας  και
Τεχνολογίας  «αναβαθμίζεται»,  ως  δια  μαγείας,  με  υπεραρμοδιότητες  Υπουργείου  σε  ρόλο
ρυθμιστή και ελεγκτή των πάντων και  -σε αρκετές περιπτώσεις-  ταυτόχρονα ελεγχόμενου,  και
με  πολυποίκιλους  ρόλους  που  περιλαμβάνουν  ακόμη  και  την  εκπαίδευση  (π.χ.  η  ΓΓΕΤ  θα
οργανώνει  σπουδές  και  θα  δίνει  διπλώματα  σε  δικηγόρους  ευρεσιτεχνίας!).  Η  «αξιολόγηση»
δε  της  ΓΓΕΤ  θα  γίνεται  ανά  τριετία,  από  τριμελή  επιτροπή  διορισμένη  από  τον  προϊστάμενο
ΥΠΑΙΘ...
•  Δημιουργία  νέου ΝΠΙΔ και ασάφεια στο καθεστώς των ΕΛΚΕ
Το  νομοσχέδιο  ορίζει ως δημόσιο ερευνητικό οργανισμό ιδιωτικού δικαίου αυτόν που « είναι
φορέας  σκοπών  που δεν  άπτονται  της  άσκησης δημόσιας  εξουσίας  (fiscus)  και  έχει  συσταθεί
και  λειτουργεί  ως  νομικό  πρόσωπο  ιδιωτικού  δικαίου  ή  ως  ανώ νυμη  εταιρία  του  δημοσίου
τομέα, ή ως ειδικός λογαριασμός κονδυλίων έρευνας, ή ως ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
ή  ως  ερευνητικό  κέντρο  και  ανεξαρτήτως  του  τρόπου  σύστασής  του»  (!).  Επίσης,  σε  άλλο
σημείο,  καθορίζει  ξανά  ότι  οι  Ειδικοί  Λογαριασμοί  Κονδυλίων  Έρευνας  (ΕΛΚΕ)  των  ΝΠΔΔ
Ερευνητικών  Κέντρων  και  τα  ΝΠΙΔ  Ερευνητικά  Κέντρα  «επιτελούν  δραστηριότητες  που  δεν
εμπίπτουν  στο  πεδίο  άσκησης  δημόσιας  εξουσίας,  λειτουργούν  με  ιδιωτικό-οικονομικά
κριτήρια...»,  ενώ  οι  ΕΛΚΕ  και  τα  ΝΠΙΔ  Κέντρα  διαχειρίζονται  ως  επί  το  πλείστον  δημόσια
κονδύλια (ευρωπαϊκά και εθνικά).
4/6
•  Απαίτηση ανεξάρτητων και εκκρεμών πνευματικών δικαιωμάτων
Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο  εκχωρεί τις  «ανεξάρτητες και εκκρεμείς»,  κατά την ψήφιση του
νόμου,  εφευρέσεις  και  τα  σχετικά  πνευματικά  δικαιώματα  στα  ερευνητικά  ιδρύματα  με  τα
οποία έχει συμβληθεί ένας Ερευνητής ή «μέλος ΔΕΠ» (άρθρο 21, παρ. 5 και 6). Πρακτικά, αυτό
σημαίνει ότι ένας Καθηγητής ΑΕΙ ή Ερευνητής που έχει εν εξελίξει μία ανεξάρτητη εφεύρεση, η
οποία  δεν  υπάγεται  στη  σύμβαση  του,  χάνει  τα  πνευματικά  δικαιώματα  με  τη  ψήφιση  του
νόμου! Επίσης, αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης κάνει μια  «ανεξάρτητη»  εφεύρεση, δηλαδή
άσχετη με το περιεχόμενο της σύμβασης που έχει υπογράψει και χωρίς να χρησιμοποιεί τους
πόρους του ιδρύματος, τα δικαιώματα ανήκουν στο ίδρυμα. Οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι
απαράδεκτες, άδικες και ενάντια στην επιστημονική ελευθερία και αποτελούν τροχοπέδη για
κάθε Καθηγητή που θέλει να συνεργαστεί με ερευνητικό ίδρυμα και κάθε Ερευνητή.
•  Απόδοση υπερεξουσιών σε Διευθυντές Ερευνητικών Ιδρυμάτων
Το  νομοσχέδιο  συνεχίζει  να  επιτρέπει  και  επεκτείνει  την  σχεδόν  απόλυτη  εξουσία  της
διοίκησης  πάνω  στους  εργαζόμενους,  στους  Ερευνητές  και  στους  συνεργαζόμενους  με  τα
Ερευνητικά  Κέντρα  Καθηγητές.  Ο  εκάστοτε  Διευθυντής  αποφασίζει  για  το  ύψος  των
επιμισθίων,  την  υπογραφή  συμβάσεων  ανάθεσης  έργου,  την  προέγκριση  ή  όχι  καινούργιων
προτάσεων  για  χρηματοδοτούμενα  έργα  και  όλες  τις  πτυχές  υλοποίησης  των  έργων  και  της
έρευνας,  όχι  στη  βάση  προσυμφωνημένων  κανονισμών  και  πλαισίου,  αλλά  σε  προσωπική
βάση  και  κατά  περίπτωση.  Οι  συνεργαζόμενοι  Καθηγητές  και  οι  Ερευνητές  είναι
απροστάτευτοι  από  τις  αυθαιρεσίες  της  διοίκησης.  Κυρίως,  ο  εκάστοτε  Διευθυντής  έχει  τον
πλήρη έλεγχο της διαχείρισης του αποθεματικού του Ερευνητικού Ινστιτούτου. Δεδομένου ότι
του επιτρέπεται να ασκεί και ερευνητικό έργο (άρθρο 16, παρ. 13) καταλαβαίνει κανείς ότι  η
διοικητική ιδιότητα  του Διευθυντή  συγκρούεται άμεσα με την ερευνητική,  καθώς μπορεί να
χρησιμοποιεί  όλους  τους  πόρους  του  ιδρύματος  ανεξέλεγκτα  για  να  προωθεί  την  έρευνά
του.
Το  νομοσχέδιο  έχει  δύο  τρόπους  υποτιθέμενου  περιορισμού  αυτών  των  υπερεξουσιών,  οι
οποίοι  όμως,  επί  της  ουσίας,  στην  πράξη  καθίστανται  διακοσμητικοί:  (α)  τον  «Εσωτερικό
Κανονισμό»,  που  όμως  δεν  υποχρεούται  να  καθορίζει  το  πλαίσιο  λειτουργίας  για  αποφυγή
αυθαιρεσιών  και  διακρίσεων  σε  προσωπική  βάση.  Το  νομοσχέδιο  συνεχίζει  να  επιτρέπει
εσωτερικούς κανονισμούς που συνοψίζονται στην φράση «ό,τι αποφασίσει ο Διευθυντής». (β)
το  «Επιστημονικό  Συμβούλιο»  (Ινστιτούτου)  με  γνωμοδοτικό  και  συμβουλευτικό  μόνο
χαρακτήρα. Η γνώμη του Επιστημονικού Συμβουλίου δεν είναι δεσμευτική για τη διοίκηση , και
μόνο αν συμφωνήσουν τα 3/4  των μελών του το θέμα  «συζητείται»  και στο ΔΣ. Δεδομένης  της
μη προστασίας των μελών του από αυθαιρεσίες του Διευθυντή  καταλαβαίνει κανείς ότι είναι
πολύ δύσκολο στα μέλη του να ασκήσουν οποιαδήποτε κριτική στη διοίκηση.
•  Έλλειψη αξιολόγησης του διοικητικού έργου
Το  νομοσχέδιο  δίνει  έμφαση  στην  αξιολόγηση  εργαζομένων  και  Ερευνητών  καθώς  και
Ιδρυμάτων. Οι μόνοι που εξαιρούνται από την αξιολόγηση του έργου τους είναι τα μέλη του
Διοικητικού  Συμβουλίου  του  Ιδρύματος.  Ο  νέος  νόμος  οφείλει  να  συμπεριλάβει  και  την
εμπιστευτική  αξιολόγησή  τους  από  τους  νυν  αλλά  και  πρώην  υφισταμένους  τους  (που  ίσως
έχουν  απομακρυνθεί  σκοπίμως),  η  οποία  θα  λαμβάνεται  υπόψη  κατά  τις  μελλοντικές
υποψηφιότητες των μελών του για συνέχιση των θητειών τους στο ίδιο ή σε άλλο Ίδρυμα.
5/6
•  Καθιέρωση του «θεσμού» των «Ισόβιων Διευθυντών»
Ο  νέος  νόμος  επεκτείνει  τις  τριετείς  (βάσει  του  Ν.  1514/85)  θητείες  των  Διευθυντών
Ερευνητικών  Κέντρων  και  Ινστιτούτων  σε  πενταετείς.  Προβλέπει,  επίσης,  ότι  οι  διαδικασίες
εκλογής νέου Διευθυντή ξεκινούν έξι μήνες πριν την λήξη της θητείας του νυν Διευθυντή.  Δεν
ορίζει  όμως  το  χρονικό  διάστημα  στο  οποίο  η  εκλογή  πρέπει  να  έχει  ολοκληρωθεί.  Στο
ενδιάμεσο (απροσδιόριστο) διάστημα,  ο νυν Διευθυντής συνεχίζει «κανονικά» το διοικητικό
του  έργο.  Έτσι,  όπως  και  στο  παρελθόν,  θα  επιτρέπεται  οι  «πενταετείς»  πλέον  θητείες  να
διαρκούν έξι, επτά ή και περισσότε ρα έτη. Σε συνδυασμό με τη  «μεταβατική διάταξη του νέου
νόμου» που «επιτρέπει και τρίτη θητεία των νυν Διευθυντών» (ενώ μέχρι σήμερα επιτρέπονται
μόνο δύο) καταλαβαίνει κανείς ότι θητείες των 18-20 συνεχόμενων ετών είναι δυνατές. Τέλος,
έχει εξαφανιστεί η πρόβλεψη ορίου ηλικίας στους Διευθυντές!
Παρά τις επιφανειακά καλές του προθέσεις  το νομοσχέδιο  βρίθει ύποπτων, ασαφών και εν γένει,
επικίνδυνων διατάξεων ή παραλείψεων. Παρόμοια με τα παραπάνω σχόλια τέθηκαν στην δημόσια
διαβούλευση,  που  όμως  αγνοήθηκαν.  Η  ίδια  η  Έκθεση  της  Δημόσιας  Διαβούλευσης  που
συνοδεύει  το  υπό  συζήτηση  νομοσχέδιο,  παραδέχεται  ότι  «το  νομοσχέδιο  δεν  αποτελεί  μια
ριζοσπαστική πρωτοβουλία».  Δυστυχώς  όμως,  το νομοσχέδιο  όχι απλά δεν έρχεται σε ρήξη με
τις παθογένειες του συστήματος αλλά τις επιτείνει.
Με  βάση  τα  παραπάνω  ζητάμε  την  απόσυρση  του  εν  λόγω  νομοσχεδίου  από  τη  Βουλή  των
Ελλήνων  και  την  έναρξη  νέου,  ειλικρινούς  κύκλου  συζήτησης  με  την  ερευνητική  κοινότητα,
(όπως ζητούσαμε και  στο Υπόμνημα που σας στείλαμε στις 26 Αυγούστου 2014 –  Βλ. [4]),  ώστε να
συνθέσουμε  από  κοινού  ένα  νέο,  «καινοτόμο»  θεσμικό  πλαίσιο  για  την  ΕΤΑΚ,  το  οποίο  θα
μπορέσει  να  υιοθετηθεί  τόσο  από  την  ακαδημαϊκή/ερευνητική  όσο  και  από  την  καινοτόμο
επιχειρηματική  κοινότητα της χώρας μας  και να ωθήσει πραγματικά  την ΕΤΑΚ στην Ελλάδα σε ένα
«άλμα προς τα εμπρός».
Δηλώνουμε επίσης ότι συνυπογράφουμε το κείμενο διαμαρτυρίας και συλλογής υπογραφών της
Ένωσης  Ελλήνων  Ερευνητών  για  την  απόσυρση  του  νομοσχεδίου  και  την  αλλαγή  της
«Ερευνοκτόνας»  πολιτικής  που  εντείνεται  τους  τελευταίους  μήνες  στη  χώρα  μας  και  καλούμε
τους  συναδέλφους  μας  καθηγητές  να  πράξουν  το  ίδιο  (το  κείμενο  βρίσκεται  αναρτημένο  στο
https://secure.avaaz.org/el/petition/Elliniki_Kyvernisi_Hellenic_Government_Gouvernement_Helle
nique_Petition_for_withdrawal_of_the_Greek_Draft_Law_for_RTI/?naXCwib).
Επίσης  συνυπογράφουμε  την  ανοικτή  επιστολή  που  ερευνητές  από  τον  Ευρωπαϊκό  Νότο
απευθύνουν  προς  τους  φορείς  χάραξης  πολιτικής  για  την  Έρευνα  στην  Ε.Ε.
(http://openletter.euroscience.org/open-letter-greek/).  Στην  επιστολή  αυτή  διαμαρτυρίας  που
δημοσιεύτηκε  στο  Nature  και  αναδημοσιεύτηκε  ταυτόχρονα  σε  πολλές  ευρωπαϊκές  εφημερίδες
[«The  Guardian»  (Βρετανία),  «Le  Monde»  (Γαλλία),  «La  Reppublica»  (Ιταλία),  «Publico»
(Πορτογαλία),  «El  Pais»  (Ισπανία)  και  «Le  Soir»  (Βέλγιο),  «ΤΑ  ΝΕΑ»,  «Το  Βήμα»  (Ελλάδα)],  οι
ερευνητές  περιγράφουν  ότι,  παρά  την  ετερογένεια  στην  κατάσταση  της  επιστημονικής  έρευνας
στην κάθε χώρα, υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες στις καταστροφικές πολιτικές που ακολουθούνται,
και καλούν τους πολίτες να υπερασπιστούν τον ουσιαστικό ρόλο της επιστήμης στην κοινωνία.
Ε Κ Τ Ε Λ Ε Σ Τ Ι Κ Η Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ε Ι Α
της
Κ Ι Ν Η Σ Η Σ Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Α Κ Η Σ Α Ν Α Β Α Θ Μ Ι Σ Η Σ