Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Η Λαϊκή Μουσική και το "περιβάλλον" της Καρδίτσας ♥

Ο Ιορδάνης Τσομίδης (μπουζούκι στο κέντρο) με το συγκρότημά του στην Καρδίτσα, περί το 1956. Κέντρο «Προπύλαια», Φωτό «Καραπαναγιώτη». Άγνωστοι οι υπόλοιποι μουσικοί.
Πηγή φωτογραφίας: https://kaliviotis.wordpress.com/

Η περιοχή της Καρδίτσας είχε το φυσικό προνόμιο να αποτελεί την "πύλη" της Δυτικής Θεσσαλίας προς την οροσειρά της Ν. Πίνδου και ειδικότερα προς το ορεινό σύμπλεγμα των Αγράφων. Έτσι, στην Αγορά της, μαζί με τα προϊόντα που απλώνονταν κάθε Τετάρτη στα πεζοδρόμια, συναντιούνταν και τα πολισμικά ιδιώματα της περιοχής. Ο Πολιτισμός του σταριού (Κάμπος) με τον πολιτισμό του τυριού (κτηνοτρόφοι των υψιπέδων) και τον πολιτισμό του κρασιού (ημιορεινές περιοχές αυτάρκειας). Γύρω από την αγορά αναπτύχθηκαν τα διάφορα μικροεπαγγέλματα βοηθητικά της διακίνησης των προϊόντων και της διαμονής και διατροφής των επισκεπτών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια κινητικότητα στην κουλτούρα της πόλης η οποία από πολύ νωρίς ξέφυγε από τα όρια της υπαίθριας παράδοσης αναζητώντας νέους τρόπους έκφρασης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Και στη μουσική αυτό εκφράστηκε με την κατακλυσμιαία επιβολή του Ρεμπέτικου τραγουδιού στο μουσικό ρεπερτόριο της πόλης. 
Πολύ νωρίς, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, το θέατρο και η ζωγραφική θα δημιουργήσουν ένα προηγούμενο αυτής της "εξωστρεφούς" αναζήτησης με μεγάλους εκπροσώπους τον Πωλ, το Βαλταδώρο κ. ά. που διέπρεψαν εντός και εκτός Ελλάδας΄. 

Όμως η Λαϊκή Μουσική ήταν αυτή που βρήκε τον πλέον κατάλληλο χώρο να ευδοκιμήσει. Μεγάλοι καλλιτέχνες (που κρίμα, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους) έπαιζαν, βιολί, Σαντούρι, Μπαγλαμά (Π. Πεδής - τον αναφέρει και ο Τ. Σχορέλης), Λαούτο (Μπουρλιάσκος), στις ταβέρνες "Παυσίλυπο΄" κ. α. και σε ανώνυμα μικρά οινοπωλεία (Μανώλης) πίσω από το παλιό (γκρεμισμένο σήμερα) Νοσοκομείο στην αγορά και στη συνοικία των Καμινάδων. Όποιο παιδί κατέβαινε για σχολείο ή δουλειά στην Πόλη από τα γύρω χωριά ήταν αδύνατο να μην γοητευτεί μ' αυτό τον απέραντο κόσμο της αθωότητας, του "μισού καφέ" και της μιάς δραχμής μεζέ (μισό αυγό, 4 ελιές, και 1/4 κρεμμύδι ή 2 σκελίδες σκόρδο). 
Μετά τον πόλεμο και το δράμα του εμφυλίου οι περίοικοι ορεινοί και ημιορεινοί πληθυσμοί εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους προς τις πεδινές περιοχές με το πρόσχημα της πιθανής τροφοδοσίας των ανταρτών. Οι καταδιωκόμενοι ορεσείβιοι κτηνοτρόφοι και οι "κρασάδες" των ημιορεινών περιοχών έφεραν νέες γαστρονομικές συνήθειες στην αναγκαστική τους συμβίωση με τους ανθρώπους της πόλης και του κάμπου. Στις καθημερινές απολαύσεις μπήκε το "τσίπουρο" το οποίο προϋπήρχε βέβαια πριν τον πόλεμο, πάντα όμως παράνομα. Μαζί με το τσίπουρο εμφανίζονται και τα τσιπουράδικα άλλοτε ως εξελιγμένα καφενεία (καφενεία που διέθεταν μια γκαζιέρα για την παρασκευή μεζέδων για τσίπουρο) κι άλλοτε ως μικρά ταβερνεία που μπορούσαν να σερβίρουν κι ένα φτηνό πιάτο φαγητό. Στα τσιπουράδικα και τα ταβερνεία αυτά συνωστίζονται κυρίως εργατουπάλληλοι της πόλης και φτωχοί μεροκαματιάρηδες επειδή το τσίπουρο ως ποτό μπορούσε να σερβιριστεί και σκέτο (χωρίς μεζέ) αλλά επειδή σε κάθε περίπτωση ήταν το φτηνότερο ποτό με τα σπουδαιότερα αποτελέσματα (αυτό όμως είναι μια συζήτηση που θέλει πολύ χρόνο και χώρο). 
Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον δημιουργούνται ονομαστά ουζερί όπως του Λάκη Καβάλα, του Μπαλογιάννη, του Τσικρίκη, του Κουκουρίκου στο σταθμό των τρένων κ.α. (Εκτός από του Τσικρίκη τα υπόλοιπα υπάρχουν με ένα σχετικό "εκσυχρονισμό" και λειτουργούν ακόμα στα ίδια περίπου πρότυπα. Το μουσικό ρεπερτόριο των μαγαζιών ήταν το σπουδαίο τους πλεονέκτημα. Ο Καβάλας διέθετε γραμόγωνο και πικ απ με μουσική και τραγούδια από Μάρκο μέχρι και Καζαντζίδη. Ο Λ. Τσικρίκης αυστηρά ρεμπέτικα κυρίως προπολεμικά, ο Μπαλογιάννης με εξειδίκευση στη δεκαετία του 50 και 60 και ο Κουκουρίκος στο τζουκ μποξ τα ίδια περίπου με τον Καβάλα. Εκεί λοιπόν μαθητές στο γυμνάσιο τη δεκαετία του 70 θα κοινωνήσουμε τις μεγάλες στιγμές του Λαϊκού μας τραγουδιού είτε από δίσκους 78 στρ. (Τσικρίκης, Καβάλας) ή 45 στρ. κ.ο.κ. Οι "λαμπάτοι ενισχυτές απέδιδαν τον όγκο του μπουζουκιού π.χ. του Χιώτη όταν με το τρίχορδο έπαιζε και τραγούδαγε μαζί με τον Σπαγκαδώρο το "Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω" ή τον Κυριαζή στα "Μινόρε της Ταβέρνας", ή τον Καζαντζίδη στο "Ξέχασε με ξέχασέ με πριν μετανοήσεις", μέχρι που το ρολόϊ του Αγίου Κωνσταντίνου σήμενε τον όρθρο και μεις ζαλισμένοι μετακομίζαμε για τις μαθητικές φτωχοκάμαρες στη "Λάκκα του Μαντζιάρα" με τη γλυκειά γεύση που μας άφηνε πάντα στο στόμα το "Χαράματα η ώρα τρείς" του Μάρκου. Μέσα από ένα τέτοιο περιβάλλον ξεπήδησε κι μεγάλος συνθέτης Μπάμπης Μπακάλης κι οι Τρικαλινοί Τσιτσάνης Χρήστος και Βασίλης, ο Σαμολαδάς, ο πολύς Απόστολος Καλδάρας και πολλοί άλλοι ανώνυμοι μουσικοί.

Alexandros Z.