Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

ΘΕΡΟΣ – ΚΟΥΒΑΛΟΣ – ΑΛΩΝΙΣΜΑ & ΛΥΧΝΙΣΜΑ στα Καραγκουνοχώρια ♥

ΕΙΣΗΓΗΣΗ Θ. ΣΤΥΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΜΑΓΟΥΛΑΣ

ΘΕΡΟΣ – ΚΟΥΒΑΛΟΣ – ΑΛΩΝΙΣΜΑ & ΛΥΧΝΙΣΜΑ
στα Καραγκουνοχώρια
(για την Ημερίδα στη Μαγούλα, 23-2-2014)
---------- ● ----------
Στα Καραγκουνοχώρια και γενικά στα καμπίσια χωριά ο Ιούνιος (ο Θεριστής) ήταν ένας ξεχωριστός και πολυάσχολος μήνας. Τον μήνα αυτόν άρχιζε να απλώνεται το χρυσαφένιο χρώμα των σταροχωραφιών σε όλο τον κάμπο με τα ώριμα πλέον στάχυα των σπαρμένων σιτοειδών. Και ο κάμπος στη συνολική του σχεδόν έκταση έμοιαζε με χρυσαφένια θάλασσα που δημιουργούσε κύματα σε κάθε φύσημα του αέρα.
Αμέσως με την αρχική ημερομηνία του «Θεριστή» μήνα άρχιζαν οι συγγενείς και φίλοι Καραγκούνηδες σε κάθε χωριό να δημιουργούν τις ομάδες τους, οι οποίες αμέσως θα έπιαναν δουλειά στα σταροχώραφα με τη σειρά: Πρώτα όλοι μαζί στον ένα συγγενή τους, μετά στον άλλο, και στον άλλο… Στις ομάδες αυτές δημιουργούνταν οι «ειδικότητες» εργασιών θερισμού (όπως οι «κόφτες», που ήταν άτομα με ιδιαίτερη επίδοση και ικανότητα να χειρίζονται το δρεπάνι και που κάθε χεριά από το θερισμένο σιτάρι το τοποθετούσαν πίσω τους και αυτοί προχωρούσαν. Και πίσω τους οι δεματοποιοί που συνέλεγαν τις κομμένες χεριές και τις έκαναν δεμάτια. Και οι δεματοποιοί συγχρόνως «έκλωθαν» βρεγμένες χεριές από σιτάρι σε σχήμα σχοινιού («φασκές») με τα οποία έδεναν τα δεμάτια. Και τις φασκές αυτές πολλοί τις είχαν έτοιμες κλωσμένες από κομμένο προηγούμενα βάλτο (χωρίδια) για εξοικονόμηση χρόνου.
Και δημιουργούνταν διαφωνίες και μικροκαβγάδες μεταξύ του κόφτη και του δεματοποιού, ιδίως όταν το σιτάρι δεν ήταν «όρθιο» αλλά πλαγιαστό από τους αέρηδες (τις «πεσιές»). Και έτσι έμεινε το απόφθεγμα εκείνο «Και εσύ κακά χειρόβολα και εγώ κακά δεμάτια», που έχει εφαρμογή σε πολλές άλλες ανάλογες περιπτώσεις.
Επίσης στο θέρισμα υπήρχαν εκτός αυτών και οι άλλοι που ακολουθούσαν και συγκέντρωναν τα δεμάτια σε τριάδες ή εξάδες ή και μεγαλύτερους σωρούς ώστε να επικαθήσει το φόρτωμα (άλλη ημέρα αργότερα) και το κουβάλημα των δεματιών στον τόπο αλωνίσματος, το αλώνι.  Και ο «κουβάλος» γινόταν πάλι με τη συνδρομή των συγγενών και με τα συγγενικά κάρα , τα «αλογόκαρα» ή «βοϊδόκαρα» πιο παλιά. Το δε φόρτωμα είχε αρχιτεκτονική τοποθέτηση επάνω στα κάρα με σταυροειδή τοποθέτηση των δεματιών σε αρκετό ύψος με ξύλινα ψηλά δικουλιά, το δέσιμό τους γινόταν με τριχιές (σχοινιά) και τοποθέτηση στηριγμάτων ένθεν και ένθεν στο κάρο. Έτσι τα φορτωμένα στη σειρά κάρα οδηγούνταν στο μέρος όπου θα γινόταν το αλώνισμα, στο αλώνι, όπου ξεφορτώνονταν και τοποθετούνταν σε μικρούς σωρούς ή «θημωνιές» ώσπου να φτάσει η ώρα του αλωνίσματος.
Εν τω μεταξύ όλοι οι κάτοικοι κάθε χωριού με ειδικές ξύστρες («αξάλες») έξυναν και έφτιαχναν αλώνια σε κοινόχρηστους χώρους με σκληρό έδαφος (τα «τσαΐρια») και περίμεναν να αλωνιστούν τα δεματοποιημένα στάρια, πάλι με το κάθε ένα κομμάτι στη σειρά, όπως θερίστηκαν. Και τότε απλώνονταν, κόβονταν τα δεσίματα στα πρόχειρα αυτά «αλώνια», απλώνονταν στο αλώνι τα θερισμένα φυτά και έμπαιναν σε κίνηση τα ζώα, πάνω από τα κομμένα δεμάτια με κυκλική κίνηση. Δηλαδή στη μέση του κύκλου δενόταν ένας ψηλός πάσσαλος  και κάθε ζώο με μακρύ σχοινί – συνήθως βόδια παλιότερα, αργότερα άλογα και γαϊδούρια- έκανε κυκλική κίνηση πάνω στα δεμάτια («τσιατμάς») ώσπου να τριφτούν οι καλαμιές. Και μετά έμπαιναν οι «αδοκάνες», ξύλινες μικρές σχεδίες που είχαν κάτω μικρά μεταλλικά οδοντωτά κομμάτια ή μικρές σκληρές κοφτερές πέτρες (τσακμακόπετρες). Όλα τα εργαλεία τα κατασκεύαζαν μόνοι τους οι γεωργοί. Έτσι σιγά σιγά γινόταν η τριβή των θερισμένων καλαμιών ώσπου διαλύονταν σε άχυρο, που περιείχε και τον καρπό. Οι πολύωρες κυκλικές κινήσεις των ζώων στο αλώνι, ιδίως των γαϊδάρων, ευθύνονταν για την ακράτεια των ζώων, που έκαναν την ανάγκη τους την ώρα που γύριζαν… Άσχημο και μπελαλίδικο πράγμα, οπότε έμεινε το «Χέστηκε γάιδαρος στ’ αλώνι» !
Το τριμμένο υλικό στο αλώνι μαζευόταν με τα ξύλινα φτυάρια,  γινόταν μακρύς σωρός (τα «λαμιά»), έτοιμος να λιχνιστεί όταν θα φύσαγε σχετικά δυνατός αέρας, οπότε ξεχώριζε ο καρπός από τα άχυρα. Και με το πρώτο λίγο δυνατότερο αεράκι (συνήθως με λίβα) άρχιζε στ’ αλώνια το λίχνισμα με τα «καρπολόγια», τα ξύλινα φτυάρια και οδοντωτά δικούλια. Και μετά τα «κότσιλα» (τις χοντρές εναπομείνασες ξένες ύλες και τους καλαμένιους κόμπους), τα κοσκίνιζαν με τα μεγάλα κόσκινα («δερμόνια») έχοντας για στηρίγματα ξύλινες φούρκες και δικούλια.
Ο καθαρός καρπός σιταριού που απέμενε μαζευόταν σε ανάλογους μακρουλούς σωρούς μέσα στο αλώνι και μεταφερόταν με τα σακιά ή με «τσιόλια» και τοποθετούνταν μέσα σε πανύψηλες πλεγμένες και παλαμισμένες με λάσπη καλαθοειδείς «κόφες» που ήταν μόνιμα τοποθετημένες στα μεγάλα δωμάτια («ντάμια») ή σε ξύλινα τετράγωνα «αμπάρια», προτού τα μεταφέρουν για άλεσμα.
Και όταν αποθήκευαν το στάρι (τον καρπό) στα αμπάρια ή στις κόφες το μετρούσαν με τις «βιδούρες», ξύλινα στρόγγυλα δοχεία που χρησίμευαν ως μονάδες μέτρησης και το υπολόγιζαν σε «σταμπόλια». Δεν θυμάμαι το κάθε «σταμπόλι» πόσες οκάδες ήταν… νομίζω ότι η «βιδούρα» έπαιρνε 12 οκάδες. Αυτά και λόγω του περιορισμένου χρόνου δεν μπορούμε να κάνουμε άλλη ανάλυση.
Σας ευχαριστώ όλους
και είμαι διαθέσιμος για κάθε άλλη πληροφορία.