Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Καρδίτσα ♥ Οι παροιμιόμυθοι του Δήμου Ιθώμης


Οι παροιμιόμυθοι του Δήμου Ιθώμης *

Του Απόστολου Φλωρίδη
ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ
Τον όρο παροιμιόμυθος χρησιμοποίησε πρώτος ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημ. Λουκάτος. Σημαίνει το παροιμιακό μικροκείμενο το οποίο δίνει ή προϋποθέτει έναν μύθο, μία λαϊκή διήγηση μέσα στη σύνθεση ή στη διατύπωσή του. Θα μπορούσε να λέγεται και μυθοπαροιμία αφού χρησιμοποιείται ως παροιμία στο λόγο μας.
Στην παρούσα μελέτη θα παρουσιάσω 213 παροιμιόμυθους τους οποίους συγκέντρωσα στη γενέτειρά μου , με τη βοήθεια παλιών συγχωριανών . Ο αριθμός των παροιμιόμυθων που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι των γύρω οικισμών, είναι μεγαλύτερος από τους 213 που παρουσιάζω εδώ. Πρόκειται για παροιμιόμυθους που είναι γνωστοί πανελληνίως και γι’ αυτό δεν έκρινα σκόπιμο τη δημοσίευσή τους εδώ.
Στη μελέτη μου δίνω τους παροιμιόμυθους όπως ακούγονται στο χωριό. Στη συνέχεια δίνω το κείμενο στην κοινή νεοελληνική γλώσσα, μέσα σε παρένθεση, εξηγώντας

ΟΙ 213 ΠΑΡΟΙΜΙΟΜΥΘΟΙ
1. Ακόμα δεν τουν είδαμαν Γιάνν’τουν εβγαλάμαν. (Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε). Λέγεται για βιαστικούς και ανυπόμονους.
2. Άλλους χάσκα κι άλλους Πάσχα. (Άλλος χάσκα κι άλλος Πάσχα). Άλλος προετοιμάζεται για κάτι κι άλλος το πετυχαίνει.
3. Άμα γεράσ' η λύκους τούν γαβγάν κι τα κ’ταβάκια. (Άμα γεράσει ο λύκος τον γαβγίζουν και τα κουταβάκια). Τον ανίσχυρο δεν τον υπολογίζει κανένας.
4. Άμα γυρανήσ’ του κάρου κι βλάχους τη γνώμη τ’ λέει. (Άμα γυρανήσει το κάρο κι ο Βλάχους τη γνώμη του λέει). Στις ατυχίες παριστάνουν το σπουδαίο συμβουλάτορα και οι άσχετοι.
5. Άμα δεν βρέξ’ς κώλου ψάρια δεν τρως. (Άμα δεν βρέξεις τον κώλο, ψάρια δεν τρως). Τα αγαθά αποκτούνται με κόπο.
6. Άμα δεν έχ’ς νύχια να ξυθείς, μη πιριμέν’ς να σι ξύσ’ άλλους. (Άμα δεν έχεις νύχια να ξυθείς, μην περιμένεις να σε ξύσει άλλος). Πρέπει να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις και όχι στις δυνάμεις των άλλων.
7. Άμα. δεν σι θέλ' του χουριό, μην ψάχν’ς για τ’ παπά του σπίτ'. (Άμα δεν σε θέλει το χωριό, μην ψάχνεις για του παπά το σπίτι). Όταν είσαι ανεπιθύμητος στον κύκλο σου, μην επιζητάς την πρωτοκαθεδρία.
8. Άμα μπει λύκους στου μαντρί, αλιά από ’χι το’να. (Άμα μπει ο λύκος στο μαντρί, αλίμονο [σ’αυτόν] που έχει το ένα). Οι επιπτώσεις μιας καταστροφής είναι σοβαρότερες για όσους έχουν λίγα.
9. Άμα ξαναγένου νύφ', 'ξέρου να προυσκηνήσου. (Άμα ξαναγίνω νύφη θα ξέρω να προσκυνήσω). Όταν έχεις πείρα, ενεργείς καλύτερα.
10. Άμα σ’έρθ’ ένα κακό, πιρίμινι κι άλλου. (Άμα σου έρθει ένα κακό, περίμενε και άλλο). Ενός κακού μύρια έπονται.
11. Αν άκουι Θιός τα κουράκια, ζουντανό δε θα’μινι. (Αν άκουγε ο Θεός τα κοράκια, ζωντανό δεν θα έμενε). Λέγεται για άτομα που προσπαθούν να κερδίσουν σε βάρος των άλλων ή που έχουν παράλογες απαιτήσεις.
12. Αν δεν κλάψ του κούτσ’κου, μάνα τ’ δεν του β’ζαίν
'. (Αν δεν κλάψει το κούτσικο [μωρό], η μάνα του δεν το βυζαίνει). Πρέπει να επιμένουμε σε κάτι για να πετύχουμε το σκοπό μας.
13. Αν έφκιαναν ούλις οι μέλ’τσσις μέλ', θα’τρουγαν κι οι γύφτ' μι τα χ’λιάρια. (Αν έφκιαναν όλες οι μέλισσες μέλι, θα έτρωγαν και οι γύφτοι με τα χουλιάρια). Εάν ήταν εργατικοί όλοι οι άνθρωποι, η κοινωνία θα ήταν καλύτερη.
14 .Αντί να βουγγίσουν τα βόδια, βουγγά' ταμάξ. (Αντί να βογγίσουν τα βόδια, βογγάει το αμάξι). Αντί να παραπονεθεί αυτός που κουράζεται, παραπονιέται αυτός που δεν κάνει τίποτα.
Ί5. Απιαστος κλέφτσ’ς, καθάριους νοικουκύρ’ς. (Άπιαστος κλέφτης, καθάριος νοι¬κοκύρης). Χωρίς αποδείξεις κανείς δεν ενοχοποιείται.
16. Αποϋ κόρακα κρα θ’ ακούσ’ς. (Από κόρακα κρα θ’ ακούσεις). Ανάλογα με τον άνθρωπο και τα έργα του.
Π.Απ’όξου απ’ του χουρό πουλλά τραγούδια 'ξέρου. (Από έξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρω). Οι ανεύθυνοι δίνουν πολλές συμβουλές.
18. Απ’ούλα τα μυρουθκά καλύτιρα μυρίζ’ η μάνα μ’. (Από όλα τα μυρωδικά καλύτερα μυρίζει η μάνα μου). Η μητρική αγάπη είναι μοναδική.
19. Άπού πού’σι κλαράκ'; Απού κείνου του διντράκ'». (Από πού είσαι κλαράκι; Από εκείνο το δεντράκι). Τα παιδιά μοιάζουν τους γονείς τους.
20 .Απ’τα μιτρημένα τρώ' κι λύκους. (Από τα μετρημένα τρώει και ο λύκος). Παρά τις φροντίδες, οι ζημίες δεν αποφεύγονται.
21. Απ’ τη ζημιά διάφουρου μη πιριμέντ'ς. (Από τη ζημία διάφορο [κέρδος] μην περιμένεις). Όταν σου συμβεί κάποιο κακό. μην περιμένεις να βγεις κερδισμένος.
22. Απ’ τονΛίβα δρουσιά μην πιριμέντ’ς. (Από τον Λίβα [τον ζεστό άνεμο] δροσιά μην περιμένεις). Από ανάξια άτομα μην περιμένεις τίποτα.
23. Απ’ τ’αλότελα καλή είνι κι η Παναΐώτινα. (Από τα ολότελα καλή είναι και η Παναγιιόταινα). Πρέπει να συμβιβαζόμαστε ιιε ό.τι έχουμε επί του παρόντος.
24. Βάλ’τα να τ’αρμέξουμι. (Βάλε τα να τα αρμε'ξουμε). Λέγεται για ισχυρογνώμονες και πεισματάρηδες.
25. Βγήκι κι η αλ’πού στου παζάρ'. (Βγήκε και η αλεπού στο παζάρι). Λέγεται για άτομα μη κοινωνικά.
26. Βλάχους είσι, τυρί κρατάς. (Βλάχος [κτηνοτρόφος] είσαι, τυρί κρατάς). Λέγεται ειρωνικά για κείνους που ενώ πρέπει να είχαν αποκτήσει περιουσία δεν έχουν τίποτα.
27. Βράζ’ η φακή σ’ αγά μ Όποιους έφαγι του ξέρι. (Βράζει η φακή σου αγά μου; Όποιος έφαγε το ξέρει). Για να έχεις γνώμη για κάτι πρέπει πρώτα να αποκτήσεις εμπειρία.
28. Βρήκ ’ η νύφη μας του υνί πίσ’ απού την πόρτα. (Βρήκε η νύφη μας το υνί πίσω από την πόρτα). Αφελή κατορθώματα από αφελείς ανθρώπους.
29. Βρήκις τοίχου να ξ’θείς. (Βρήκες τοίχο να ξυθείς). Λέγεται για όποιον δεν κάνει καλή εκτίμηση των καταστάσεων.
30. Βριμένους βροχή δε σκιάζιτι. (Ο βρεγμένος βροχή δε σκιάζεται [φοβάται]). Όποιος έχει αποκτήσει εμπειρία δεν φοβάται τίποτα.
31. Βρουντάν τα σίδιρα, βρουντάν κι οι σακουράφις. (Βρουντούν τα σίδερα, βρουντοΰν και οι σακοράφες [μεγάλες βελόνες]). Λέγεται για να δείξουμε τη διαφορά ανάμεσα σε άξιους και ανάξιους.
32. Γέλα μι να σι γιλώ να πιρνούμι τουν κιρό. (Γέλα με [κορόιδεψέ με] να σε γελώ να περνούμε τον καιρό). Λέγεται για κείνους που αλληλοκοροϊδεύονται και περ¬νούν τον καιρό τους χωρίς στενοχώριες.
33. Γιάνν’ς πήγι, Γιάνν’ς γύρ’σι. (Γιάννης πήγε, Γιάννης γύρισε). Λέγεται για κεί¬νον που δεν βελτιώνεται με τίποτα.
34. Γίδα έφαγι του κλαρί, μάνα τ’ς να πιθάν'. (Η γίδα έφαγε το κλαρί, η μάνα της να πεθάνει). Όταν δεν χρειάζεσαι πια κάποιον αδιαφορείς για την τύχη του.
35. Γουμάρ' διμένου, νοικοκύρ' αναπαυμένου. (Γομάρι δεμένο, νοικοκύρη ανα¬παυμένο). Όταν προνοήσεις για το μέλλον σου δεν θα σου συμβούν κακοτυχίες.
36. Γουμαρ’νό πρόσουπου, χαριτουμέν’ ζουή. (Γουμαρινό πρόσωπο, χαριτωμένη ζωή). Ο αδιάντροπος καλοπερνάει.
37. Γρούν1 στον σακί, φίτα του μη μασκαθεί. (Γουρούνι στο σακί, φτύσε το μη βασκαθεί). Κάτι που δε βλέπεις δεν μπορείς να το ζηλέψεις και να το ματιάσεις.
38. ’Γω γιλάου μι δώδικα κι μι μένα δικατρείς. (Εγώ γελώ με δώδεκα και με μένα δεκατρείς). Αυτός που γελάει σε βάρος άλλων είναι περισσότερο άξιος για γέλια από τους άλλους.
39. Δεν είδα απ’ τα μάτια θα δου απ’ τα ματουτσίνουρα; (Δεν είδα από τα μάτια θα δω από τα ματοτσίνορα;). Λέγεται όταν δεν μας βοηθούν οι κοντινοί μας, οπότε δεν πρέπει να ελπίζουμε στη βοήθεια άλλων.
40. Δεν είνι ένα γουμάρ' στον χουριό. (Δεν είναι ένα γομάρι στο χωριό). Λέγεται για κάποιον που θέλει να οικειοποιηθεί κάτι χωρίς αποδείξεις.
41. Δεν ξέρ' να μοιράσ1 σι δυο γουμάρια άχυρου. (Δεν ξέρει να μοιράσει σε δύο γομάρια άχυρο). Λέγεται για άτομα μειωμένων διανοητικών ικανοτήτων.
42. Δεν του ’πα π’θινά, στου μύλου κι στον παζάρι (Δεν το είπα πουθενά, στο μύλο και στο παζάρι). Λέγεται για άτομα που δεν μπορούν να κρατήσουν ένα μυστικό.
43. Δ’λειά δεν είχι η γριά κι αγόρασι γ’ρουνόπ’λου. (Δουλειά δεν είχε η γριά και αγόρασε γουρουνόπουλο). Λέγεται για άτομα που μπλέκονται απερίσκεπτα σε περιπέτειες.
44. Δ’λεύουν τα γονμάρια να ζήσουν τ’ άλουγα. (Δουλεύουν τα γομάρια να ζήσουν τα άλογα). Εργάζονται οι αφελείς και απολαμβάνουν οι έξυπνοι.
45. Δυο γουμάρια μάλουναν σι ξένουν αχυρώνα. (Δύο γομάρια μάλωναν σε ξένον αχυρώνα). Λέγεται όταν δύο άτομα διεκδικούν κάτι που δεν τους ανήκει.
46. Δώσι μι χέρια κι π’λάλα μι πονδάρια. (Δώσε με χέρια και πιλάλα [τρέξε] με ποδάρια). Εάν σπαταλάς απερίσκεπτα την περιουσία σου θα κουρασθείς για να την αποκτήσεις ξανά.
47. Έδισι τ’ γουμάρα τ’. (Έδεσε τη γομάρα του). Λέγεται για εκείνον που κατο¬χύρωσε τη θέση του.
48. Είνι κώλους κι βρακί. (Είναι κώλος και βρακί). Έχουν πολύ καλές σχέσεις.
49. Είνι μ’σό σκ’λί, μ’σό ζαγάρ'. (Είναι μισό σκυλί, μισό ζαγάρι). Πότε είναι φίλος και πότε άστατος.
50. Είπαν τον χαζό να χέσ1, έκατσι κι ξικουλόθ’κι. (Είπαν το χαζό να χέσει, έκα¬τσε και ξεκωλώθηκε). Λέγεται για όσους δεν τηρούν το μέτρο και προβαίνουν σε υπερβολές.
51. Εκλασι η νύφ1, σκόλασι& ο γάμους. (Έκλασε η νύφη, σκόλασε [τελείωσε] ο γάμος). Λέγεται όταν σημειώνεται άδοξο τέλος ενός χαρμόσυνου γεγονότος.
52. Έκλασι πίσ’ απ’ τ’ όργανα. (Έκλασε πίσω από τα όργανα). Λέγεται για όσους θορυβούν ή κάνουν κάτι άσχημο καλυπτόμενοι.
53. Εμ μαλάτα, εμ γαλάτα, εμ τ’ αρνιά θηλ(υ)κά. Ο πλεονέκτης τα θέλει όλα δικά του.
54. Ενα καν καένα. [Ένα καν κανένα]. Εάν έχεις μικρή περιουσία είναι σαν να μην έχεις τίποτα.
55. Εφκιασι του κουλουκίθι αγγειό. (Έφκιασε το κολοκύθι αγγειό). Έκανε κάτι πρόχειρα, επιπόλαια.
56. Εχι τ’ κάπατ’ κριμασμέν1. (Έχει την κόπα του κρεμασμένη). Δε νοιάζεται για τίποτα.
57. Η γριά τον μ’σουχείμουνου ξ’λάγγουρου χαλέβ1. (Η γριά το μεσοχείμωνο ξυλάγγουρο χαλεύει [θέλει]). Λέγεται για όσους ζητούν κάτι άκαιρα.
58. Ηθ’κήμ’η μάνα πέθανι, καμία να μη μείν'. (Η δική μου η μάνα πέθανε, καμία να μη μείνει). Εάν καταστραφώ εγώ ας χαθεί όλος ο κόσμος.
59. Ή μικρός παντρέψ’ ή μικρός καλουιρέψ’. (Ή μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου).. ,'Ο^τι έχεις να κάνεις, πρέπει να το κάνεις στην ώρα του.
60. Η νύχτα έχι αφτιά κι η μέρα μάτια. Πρέπει να μιλούμε σιγά τη νΰχτα διότι ακουγόμαστε και τη μέρα να μην κάνουμε ενέργειες που φαίνονται και εκτιθέμεθα.
61. Ήταν του κλίμα στραβό το ’φαγι κι τον γονμάρ1 κι απουγίνγκι. (Ήταν το κλίμα στραβό το έφαγε και το γομάρι και απογίνηκε). Δεν αρκοΰσε που δεν πήγαινε καλά μία υπόθεση συνέβησαν και κάποια απρόοπτα και ολοκληρώθηκε το κακό.
62. Η πρώτ’ σκλάβα κι η δεύτιρ' κυρά. (Η πρώτη [γυναίκα ήταν] σκλάβα και η δεύτερη κυρά). Όποιος δεν μεταχειριζόταν καλά την πρώτη γυναίκα του, μετά το θάνατό της αν νυμφευθεί θα συμπεριφέρεται πολύ καλά στη δεύτερη.
63. Ικατόχρουνών η αλ’πού, ικατόν ένα τ’ αλ’πόπ’λου. (Εκατό χρόνων η αλεπού, εκατόν ένα το αλεπόπουλο). Λέγεται για όσους θέλουν να δείξουν πιο έμπειροι από τους ηλικιωμένους.
64. Κάηκι η γριά στη κουρκούτ', φ’σά' κι στη γιαούρτ1. (Κάηκε η γριά στην κουρ¬κούτη [χυλό], φυσάει και στη γιαούρτη). Όταν πάθεις κάτι από κει που δεν το περι¬μένεις φυλάγεσαι από τα πάντα.
65. Καθένας μι του πόνου τ’ κι ο μυλουνάς τ’ αυλάκι τ’. (Ο καθένας με τον πόνο του και ο μυλωνάς το αυλάκι του). Ο καθένας ενδιαφέρεται για τις προσωπικές του υποθέσεις.
66. Κάθι κόκουτους στη γκουπριά τ’ λαλεί. (Κάθε κόκοτος στην κοπριά του λαλεί). Ο καθένας προβάλλεται στο χώρο του.
67. Κάλλια γλέψ’ς, ψυχή δε γλέψ’ς. (Κάλλια [ομορφιές] γλέπεις [βλέπεις], ψυχή δε γλέπεις). Πολλές φορές η εξωτερική όψη ενός ατόμου μας εξαπατά.
68. Κάλλιου γουμαρόδινι παρά γουμαρουγύριβι. (Κάλλιο γομαρόδενε παρά γομα- ρογύρευε). Η προνοητικότητα μας απαλλάσσει από ταλαιπωρίες και απρόοπτα.
69. Κάλλιου λάχανα κι γέλια, παρά μέλ1 κι γκρίνια. (Κάλλιο λάχανα και γέλια, παρά μέλι και γκρίνια). Καλύτερα φτωχός κι ευτυχισμένος, παρά πλούσιος και δυστυχισμένος.
70. Καλόμαθ1 η γριά στα σύκα θα φά' κι τα σ’κόφ’λλα. (Καλόμαθε η γριά στα σύκα θα φάει και τα συκόφυλλα). Όποιος συνηθίσει στις απολαβές τις ζητάει συνεχώς.
71. Κάνας άγιους δεν άγιασι στουν τόπου τ’. (Κάνας άγιος δεν αγίασε στον τόπο του). Στην πατρίδα του κανένας δεν αναγνωρίζεται ως αξιόλογος.
72. Κατά μάνα, κατά τάτα, κατά γιο κι θυγατέρα. Τα παιδιά κληρονομούν τα γνωρίσματα των γονιών τους.
73. Κει που φτας, μην τρως. (Εκεί που φτύνεις, μην τρως). Να μην είσαι αχάρι¬στος στους ευεργέτες σου.
74. Κει π’ τα ’χαμαν χύμα, μας ήρθαν τσουβαλάτα. (Εκεί που τα είχαμε χύμα, μας ήρθαν τσουβαλάτα). Δεν μας έφθανε η ατυχία προστέθηκαν κι άλλες συμφορές.
75. Κει που μας χρουστούσαν, μας πήραν κι του βόδ'. (Εκεί που μας χρεωστού- σαν, μας πήραν και το βόδι). Αντί να μας αποζημιώσουν για την αδικία που μας έκα¬ναν, προέβησαν σε μεγαλύτερη.
76. Κ’κί ήταν κι έσκασι. (Κουκί ήταν κι έσκασε). Έγινε κάτι ξαφνικά, δεν μπο¬ρούσε να γίνει διαφορετικά.
77. Κινούργιου κονσκινάκι μου κι πού να σι κριμάσου. (Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω). Κάτι το καινούργιο το εκτιμούμε πολύ, αλλά όταν περάσει ο καιρός παγώνει το ενδιαφέρον.
78. Κιρός φέρνει τα λάχανα, κιρός τα παραπούλια. (Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια). Η ζωή μάς επιφυλάσσει εκπλήξεις.
79. Κι τα πρόβατα σουστά κι ο λύκος χουρτάτους; (Και τα πρόβατα σωστά και ο λύκος χορτάτος;). Δεν μπορείς να τα έχεις όλα.
80. Κι την πίτα σουστή κι του σκ’λί χουρτάτου; (Και την πίτα σωστή και το σκυλί χορτάτο;). Δεν μπορείς να τα έχεις όλα.
81. Κλαιν οι χήρις, κλαιν κι οι παντριμένις. (Κλαιν οι χήρες, κλαιν και οι παντρε¬μένες). Δεν παραπονιούνται μόνο όσοι έχουν ανάγκη, αλλά και μερικοί άλλοι αδι¬καιολόγητα.
82. Κοίτα μι μι τό’να μάτ1 να σι κοιτάξου μι τα δυο. (Κοίτα με με το ένα μάτι να σε κοιτάξω με τα δύο). Αν μου κάνεις ένα καλό θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο.
83. Κούριβι αβγό κι άρμιγι χιλώνα. (Κούρευε αβγό κι άρμεγε χελώνα). Μην κάνεις λόγο για πράγματα που δεν μπορεί να γίνουν.
84. Κρύψ’κι φώναζι. (Κρύψου και φώναζε). Μην κάνεις αντιφατικές ενέργειες.
85. Κύλ’τσι ο τέντζιρις κι βρήκι του καπάκι. (Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι). Όταν δύο άνθρωποι ταυτίζονται απόλυτα.
86. Κώλου έβαλις να μαειρέψ, σκατά θα φας. (Τον κώλο έβαλες να μαγειρέψει, σκατά θα φας). Ανάλογα με την επιλογή του προσώπου που έκανες θα είναι και το αποτέλεσμα.
87. Λούσι μι κι χτέντζι μι, 'ξέρου ’γώ τη μάνα μ’. (Λούσε με και χτένισέ με, ξέρω εγώ τη μάνα μου). Όσο κι αν μας καλοπιάνουν κάποιοι καιροσκόποι, εμείς γνωρί¬ζουμε τους ευεργέτες μας.

88. Μάθι τέχν' κι άσ’ την, κι αν πεινάσ’ς πιάσ’ την. (Μάθε τέχνη και άσε την, και αν πεινάσεις πιάσε την). Ο πολύπειρος άνθρωπος είναι έτοιμος για όλα.
89. Μάθι τέχν' να ζήσ’ς κι πραματιά να καζαντζήσ’ς. (Μάθε τέχνη [για] να ζήσεις και πραματιά να καζαντήσεις). Η τέχνη σου εξασφαλίζει τα απαραίτητα για τη ζωή, αλλά το εμπόριο είναι αυτό που σου φέρνει τα πλούτη.
90. Μαυρουμάτα, τσιμπλουμάτα, θα φέξ1 κι θα σι δου. (Μαυρομάτα, τσιμπλο- μάτα, θα φέξει και θα σε δω). Το ποιος είσαι μαθαίνεται σύντομα.
91. Μ’ ένα βόδ ζιβγάρ' δε γένιτι. (Με ένα βόδι ζευγάρι δεν γίνεται). Με τη συνερ¬γασία προκύπτουν καλύτερα αποτελέσματα.
92. Μέχρι κει που ψτάν’ η βιλέντζανσ’να απλών’ς τα πουδάρια σ’. (Μέχρι εκεί που φθάνει η βελέντζα σου να απλώνεις τα πουδάρια σου). Να μην αναλαμβάνεις υποχρεώ¬σεις πέρα από τις δυνατότητες σου.
93. Μη βλέπ’ς του στραβό μ’ του πουδάρ', την τύχη μ’ τήρα. (Μη βλέπεις το στραβό μου το ποδάρι, την τύχη μου τήρα). Η προκοπή ενός ατόμου δεν εξαρτάται από τη σωματική του εμφάνιση αλλά και από την τύχη του.
94. Μιά μάνα ζει δέκα πιδιά. Δέκα πιδιά δεν ζουν μια μάνα. Η αφοσίωση της μάνας στα παιδιά της είναι μεγαλύτερη από αυτή των παιδιών της προς αυτήν.
95. Μιγάλα καράβια, μιγάλα κίνδυνα■ μικρά καράβια, μικρά κίνδυνα. Για μεγάλες επιδιώξεις υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι και για μικρές επιδιώξεις μικροί κίνδυνοι.
96. Μι γκαβόν πλάιασις του προυί θα γκαλιουρίζ’ς. (Με γκαβόν πλάγιασες το πρωί θα γκαλιορίζεις). Η επίδραση της κακής συναναστροφής είναι μεγάλη.
97. Μικρά πιδιά, μικρά φαρμάκια• τρανά πιδιά, τρανά φαρμάκια. Όσο μεγαλώ¬νουν τα παιδιά, τόσο μεγαλώνουν και οι δυσκολίες και οι στενοχώριες των γονιών.
98. Μι του κόσκινου δεν κρύβιτι ο ήλιους. (Με το κόσκινο δεν κρύβεται ο ήλιος). Η αξία ενός καλού ανθρώπου δεν αμαυρώνεται με συκοφαντίες.
99. Μι τουν ήλιου τα βάνου, με τουν ήλιου τα βγάνου, τ’ έχ’ν τα έρ’μα κι ψουφάν; (Με τον ήλιο τα βάνω [τα ζώα στο μαντρί], με τον ήλιο τα βγάνω [στη βοσκή], τι έχουν τα έρημα και ψοφάν;). Λέγεται για όσους δεν φροντίζουν τις δουλειές τους όσο πρέπει και εργάζονται όποτε και όσο θέλουν.
100. Μουνό δεν φτάν1, διπλουμένου πιρ’σεύει. (Μονό δε φθάνει, διπλωμένο περισσεύει). Εάν μία δουλειά δεν γίνει έγκαιρα, έπειτα θα στοιχίσει διπλά.
101. Μπιχταβά δούλιψι, μπιχταβά μη κάθισι. (Μπιχταβά δούλεψε, μπιχταβά μην κάθεσαι). Καλύτερα να δουλεύεις με μικρή αμοιβή παρά να τεμπελιάζεις.
102. Νύφ' που δεν θέλ' να ζ’μώσ1, ούλι μέρα κουσκ’νά. (Η νύφη που δε θέλει να ζυμώσει, όλη μέρα κοσκινάει). Όποιος δε θέλει να κάνει κάτι βρίσκει διαρκώς προ¬φάσεις.
103. Ξένου ρούχου δεν ζισταίν1. (Ξένο ρούχο δεν ζεσταίνει). Μην οικειοποιείσαι ξένη περιουσία διότι δεν θα έχεις καλό αποτέλεσμα.
104. Ξηρά σκατά στουν τοίχου δεν κουλλάν. (Ξηρά σκατά στον τοίχο δεν κολλούν). Ο ξοφλημενος δεν μπορεί να βλάψει ούτε να ωφελήσει κανέναν.
105. Ξιότι ικεί που’ δεν Τουν τρώ1. (Ξιόται [ξύνεται] εκεί που δεν τον τρώει). Λέγεται για όσους μπλέκονται σε υποθέσεις που δεν τους αφορούν.
106. Ο διακουνιάρ’ς κουμμάτια θέλ1• τ’ δρόιμ τ’ξέρ'. (Ο διακονιάρης [ζητιάνος] κομμάτια θέλει- τους δρόμους τους ξέρει). Εάν απορείς να βοηθήσεις κάποιον, κάνε το και μην τον συμβουλεύεις.
107. Ο καλός, καλό δε βλέπ1. (Ο καλός καλό δε βλέπει). Πολλές φορές ο καλός άνθρωπος αντιμετωπίζει κακία και αδικία.
108. Ο καλός μύλους ούλα τ’ αλέθ1. (Ο καλός μύλος, όλα τα αλέθει). Ο ικανός μπο- ρεί να κάνει οποιαδήποτε δουλειά.
109. Ο λουγαριασμός τ’ σπιτιού δε βγαίν1 στον παζάρ'. (Ο λογαριασμός του σπιτιού δε βγαίνει στο παζάρι). Οι προβλέψεις μου πολλές φορές δεν πραγματοποιούνται.
110. Ο λύκος τρίχα αλλάζ1, τον χούι δεν τ’ αλλάζ1. (Ο λύκος τρίχα [μαλλί] αλλάζει, το χούι [συνήθεια] δεν το αλλάζει). Τα ελαττώματα του δεν τα χάνει κανείς ακόμα κι αν γεράσει.
111. Όμοιους στονν όμοιου κι η κουπριά στα λάχανα. (Όμοιος στον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα). Ο καθένας συναναστρέφεται τον όμοιό του.
112. Όπ’ ακούς πουλλά κιράσια, πάρι κι μικρό καλάθ'. (Όπου ακούς πολλά κερά¬σια, πάρε και μικρό καλάθι). Μη δίνεις βάση στις μεγάλες υποσχέσεις.
113. Όποιους αμπδά' πουλλά παλούκια Τουν μπαίν1 κι ένα στουν κώλου. (Όποιος πηδάει πολλά παλούκια του μπαίνει και ένα στον κώλο). Ο ριψοκίνδυνος κάποια στιγμή τιμωρείται.
114. Όποιους δεν έχ' μυαλό, έχι πουδάρια. (Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια). Ο προγραμματισμός μάς απαλλάσσει από χρονοτριβές και τρεξίματα.
115. Όποιους δεν πινέβ' τ’ καλύβα τ’, πέφτ' κι Τουν πλακών1. (Όποιος δεν παινεύει την καλύβα του, πέφτει και τον πλακώνει). Πρέπει να τιμούμε αυτά που έχουμε.
116. Όποιους έχι πουλύ πιπέρ' βάν' κι στα λάχανα. (Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάνει και στα λάχανα). Όποιος έχει πολλά μπορεί να κάνει σπατάλες.
117- Όποιους καβαλκέβ' ξένου άλουγου γρήγουρα 'ξιπιζέβ. (Όποιος καβαλικεύει ξένο άλογο γρήγορα ξεπεζεύει). Πρέπει να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις.
118. Όποιους τ’ μύγα κυνηγά1 στην κουπριά τουν πααίν'. (Όποιος τη μύγα κυνηγάει στην κοπριά θα τον πηγαίνει). Εάν η παρέα σου δεν είναι καλή θα έχεις άσχημα αποτελέσματα.
119. Όσα μύθια τόσ’ αλήθεια. Ό,τι διαδίδεται έχει δόση αλήθειας.
120. Όσον αρέβ’ν τα σκόρδα, τόσου χουντραίν1. (Όσο αρεύουν [αραιώνουν] τα σκόρδα, τόσο χοντραίνουν). Όσο λιγότεροι είμαστε, τόσο μεγαλύτερο μερίδιο μας τυχαίνει.
121. Όσου να σκιφτουν οι γνουστ'κοί πιρνονν τον κιρό οι παλαβοί. (Όσο να σκε- φθούν οι γνωστικοί περνούν τον καιρό οι παλαβοί). Η έλλειψη αποφασιστικότητας δεν είναι καλή. Οι τολμηροί επιβραβεύονται.
122. Όσου ο νους μου στου χουράφ. τόσου να βριθούν τα βόδια. (Όσο ο νους μου στο χωράφι, τόσο να βρεθούν τα βόδια). Όποιος δεν έχει όρεξη για δουλειά προφα¬σίζεται πως έχασε τα εργαλεία του.
123. Όσου τα σκαλνάς, τόσου βρουμάν. ■ Οσο τα σκαλνάς [εξετάζεις] τόσο βρο¬μάνε). Τις βρόμικες υποθέσεις όσο τις εξετάζεις τόσο περισσότερο βρόμικες παρου¬σιάζονται.
124. Όταν τα πιδιά είνι κούτσ’κα δεν σ’αφίν - να π/λϊάσ’ς. Άμα τρανέψουν δεν σ’ ακουλλά1 ύπνονς. (Όταν τα παιδιά είναι κούτσικα [μικρά] δε σε αφήνουν να πλαγιά¬σεις [ξεκουρασθείς]. Άμα τρανέψουν δεν σε κολλάει ύπνος). Τα προβλήματα των γονιών είναι ανάλογα με την ηλικία των παιδιών τους.
125. Ούλ' αντάμα κι ψουριάρ’ς αχώρια. (Όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια). Οι καλοί συνεννοούνται και συνεργάζονται, ο δύστροπος δεν συνεργάζεται με κανέναν.
126. Ούλα τα δάχ’λα δεν είνι το ίδιου. (Όλα τα δάχτυλα δεν είναι το ίδιο). Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι.
127. Ούλα τα στραβά καρβέλια η νυφ' τα φκιάν1. (Όλα τα στραβά καρβέλια [του ψωμιού] η νύφη τα φκιάνει). Λέγεται όταν επιρρίπτουμε πάντοτε τις ευθύνες σε άτομα που δεν φταίνε.
128. Ούλου του κόσμον ρώτα κι απ’ του μυαλό σ’ μη βγαίν’ς. (Όλο τον κόσμο ρώτα και από το μυαλό σου μη βγαίνεις). Πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου.
129. Ούτι διάουλου να δεις ούτι του σταυρό σ’ να κάν’ς. (Ούτε διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις). Ούτε δυσκολίες να έχεις στη ζωή ούτε να χρειάζεται να τις ξεπεράσεις.
130. Ούτι είχι αγάς γ’ρούν' ούτι θ’ απουχτήσ1. (Ούτε είχε αγάς γουρούνι ούτε θα αποχτήσει). Λέγεται για τους κλασικούς τεμπέληδες.
131. Ούτι μέλ' έφαγα ούτι η κ’λιά μ’ κλώθ'. (Ούτε μέλι έφαγα ούτε η κοιλιά μου κλώθει). Δεν έκανα κάτι παράνομο κι έτσι δεν έχω προβλήματα.
132. Ούτι παράδις στη σακούλα μ’ ούτι ντέρτι στην γκαρδούλα μ’. (Ούτε παράδες [χρήματα] στη σακούλα μου ούτε ντέρτι [στενοχώρια] στην καρδούλα μου). Λέγεται για τους ολιγαρκείς ανθρώπους που δεν αγχώνονται για να αποχτήσουν χρήματα.
133. Ούτι στου σακί είνι ούτι στου σακ λάκ'. (Ούτε στο σακί είναι ούτε στο σακου¬λάκι). Λέγεται για όσους έχουν πολλές απαιτήσεις και δεν συμβιβάζονται με τίποτα.
134. Παλιό γουμάρ1 κινούρια πιρπατ’σιά; (Παλιό γομάρι καινούρια περπατησιά;). Ο ηλικιωμένος δύσκολα αλλάζει συνήθεια.
135. Παπά πιδί, διαόλ’ αγγόν1. (Παπά παιδί, διαβόλου αγγόνι). Πολλές φορές έντι¬μοι γονείς αποκτούν κακά παιδιά.
136. Παπάς στη μπόλ1, παπαδιά μουλουγά1. (Ο παπάς [πήγε] στην πόλη, η παπαδιά μολογάει [διηγείται]). Λέγεται για κείνους που παριστάνουν τους κατατοπισμένους ενώ δεν είναι.
137. Πάρι γέρου σνμβουλή κι πιδημένον γνώμ1. (Πάρε γέρου συμβουλή και παιδε¬μένου [έμπειρου] γνώμη). Η πείρα πρέπει να συνδυάζεται με τη γνώση.
138. Πάρι νύφ' απού σειρά κι σκύλα απου κουπάδ1. (Πάρε νύφη από σειρά και σκύλα από κοπάδι). Ό,τι επιλέγεις, φρόντιζε να είναι το καλύτερο.
139. Πάρ’ το αβγό κι κούριψ’ το. (Πάρε το αβγό και κούρεψέ το). Λέγεται όταν δεν πρόκειται να αποκομίσεις κάτι από κάποιον που δεν διαθέτει τίποτα.
140. Πάρ’ τουν ένα κι βρόντα τουν άλλον (Πάρε τον ένα και βρόντα τον άλλο). Ο ένας είναι χειρότερος από τον άλλο.
141. Πείσμουσι η καλόηρους κ’ έκουψι τα γένεια. (Πείσμωσε ο καλόγερος και έκοψε τα γένεια του). Λέγεται για όσους θυμώνουν και βλάφτουν τον εαυτό τους.
142. Πέντι βόδια, δυό ζιβγάρια. (Πέντε βόδια, δύο ζευγάρια). Λέγεται για κείνον που έχει άγνοια των πάντων.
143. Πέραση η σκύλα του λαγό. (Πέρασε η σκύλα το λαγό). Όταν προσπαθείς μπο- ρείς να ξεπεράσεις τον επιδιωκόμενο σκοπό.
144. Πέρ'σ' έκ'/λασι. φέτους βρόμ’σι. (Πέρυσι έκλασε. φέτος βρόμισε). Λέγεται για κείνον που θυμήθηκε να διεκδικήσει το δίκιο του με πολλή καθυστέρηση.
145. Πέσι πίτα να σι φάου. (Πέσε πίτα να σε φάω). Λέγεται για τους τεμπέληδες που τα περιμένουν όλα έτοιμα.
146.
Ό,τ' παρ’ η νύφ1 απ’ τη Δευτέρα. (Ό,τι πάρει η νύφη από τη Δευτέρα). Μετά το κλείσιμο μιας συμφωνίας δεν αλλάζει τίποτα
147. Πιάσ’ τουν ξυπόλ’του κι πάρ’τουν τα παπούτσια. (Πιάσε τον ξυπόλητο και πάρε του τα παπούτσια). Από κάποιον που δεν έχει τίποτα δεν μπορείς να πάρεις κάτι.
148. Πίν’ η κότα νιρό, τηρά' κι τουν Θιό. (Πίνει η κότα νερό τηράει και το Θεό). Δεν πρέπει να είμαστε αχάριστοι.
149. Πίσ’ απ’ του δάχ’λουσ’ δεν κρύβισι. (Πίσω από το δάχτυλό σου δεν κρύβεσαι). Μη στρουθοκαμηλίζεις, είναι μάταιο.
150. Πνίκι σι μια χ’λιαριά νιρό. (Πνίγηκε σε μία χουλιαριά νερό). Πανικοβλήθηκε με τις πρώτες δυσκολίες.
151. Ποιός σ’ έβγαλι του μάτ'; Ο μεγάλουςμ’ αδιρφός. (Ποιος σου έβγαλε το μάτι; Ο μεγάλος μου αδερφός). Οι στενοί συγγενείς μάς προξενούν, πολλές φορές, μεγάλο κακό.
152. Ποιος στραβός δε θέλ' τα μάτια τ’; (Ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του;). Όλοι οι δυστυχείς επιθυμούν να απαλλαγούν από τη συμφορά τους.
153. Πόριψι ξηρή κ’λοιά, όσου να’ρθ’ η Πασχαλιά. (Πόρεψε ξηρή κοιλιά, όσο να έρθει η Πασχαλιά). Κάνε υπομονή ώσπου να έρθουν καλύτερες μέρες.
154. Πότι Γιάννς δεν μπουρεί, πότι κώλους του πουνεί (Πότε ο Γιάννης δεν μπο- ρεί, πότε ο κώλος του πονεί). Λέγεται όταν κάποιος προφασίζεται τον άρρωστο.
155. Πρέπ1 να το ’χ’ η κούτρασ’ για να κατιβάζ1 ψείρις. (Πρέπει να το έχει η κού¬τρα [κεφάλι] σου για να κατεβάζει ψείρες). Εάν δεν έχεις ικανότητες δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.
156. Πριν, βλάχι μ’, τ’ άλουγου. (Πριν, βλάχε μου, το άλογο). Πρέπει να είμαστε προνοητικοί.
157. Σάββατου κουντονγιονρτή, έφτασι κι η Κυριακή. (Σάββατο κοντή γιορτή, έφτασε και η Κυριακή). Λέγεται για όσους βιάζονται.
158. Σαν του μπόι μ’ βρήκα-σαν την καρδιά μ’ δε βρήκα. (Σαν το μπόι μου βρήκα- σαν την καρδιά μου δε βρήκα). Μπορούμε να βρούμε ανθρώπους που μας μοιάζουν εξωτερικώς, όχι όμως και στα αισθήματα.
159. Σι καρφί που φτάν’ς να κριμάς του σάκουσ’. (Σε καρφί που φτάνεις να κρε¬μάς το σάκο σου). Μη βάζεις στόχους πέρα από τις δυνατότητές σου.
160. Σι ξέν1 πλάτ' δέκα βιτσιές είνι λίγις, στη θ’κή μ’ καμία. (Σε ξένη πλάτη δέκα βιτσιές είναι λίγες, στη δική μου καμία). Λέγεται για κείνους που ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους.
161. Σι ξένου φαΐ αλάτ1 μη βάν’ς. (Σε ξένο φαί αλάτι μη βάνεις). Να μην επεμβαί¬νεις σε ξένα ζητήματα.
162. Σι τάβλα που δεν έστρουσες χέρ1 μην απλών’ς. (Σε τάβλα [τραπέζι] που δεν έστρωσες χέρι μην απλώνεις). Μην ιδιοκοπιείσαι ξένα πράγματα.
\63.Σ’μά σι κώλου έκατσις, κλανιές θ’ακούσ’ς. (Σιμά σε κώλο έκατσες, κλανιές θα ακούσεις). Οι κακές συναναστροφές έχουν κακά αποτελέσματα.
164. Σόι-σόι πάι του βασίλειου. (Σόι-σόι πάει το βασίλειο). Οι απόγονοι κληρονο¬μούν το χαρακτήρα των προγόνων τους.
165. Σπ’ρί που δε σι τρώ1 μη του ξύν’ς. (Σπυρί που δε σε τρώει μην το ξύνεις). Μην ασχολείσαι με ζητήματα που δεν σε αφορούν.
166. Στου σπίτ1 βοηθά1 κι η κιραμίδα. (Στο σπίτι βοηθάει και η κεραμίδα). Όταν κάποιος είναι με την οικογένειά του δέχεται κάθε βοήθεια και προστασία.
167. Στου τέλους ξουρίζουν του γαμπρό. (Στο τέλος ξυρίζουν1 το γαμπρό). Η τελευ¬ταία πράξη έχει αποφασιστική σημασία.
168. μη• τάζ’ς. (Τον άγιο τάξε Σύρι μι νουνέ κι φέρι μι κουμπάρι. (Σύρε με νουνέ και φέρε με κουμπάρε). Λέγεται για όσους επινοούν τρόπους για να εξυπηρετηθούν.
169. Σώσι λιβέντη μ’του χουρό. (Σώσε [τελείωσε] λεβέντη μου το χορό). Δώσε πια τέλος στο γεγονός αυτό.
170. Τα λεν στ’ πιθιρά να τ’ ακού1 η νύφ'. (Τα λένε στην πεθερά να τα ακούει η νύφη). Λέγεται όταν απευθυνόμαστε έμμεσα για κάποιο ζήτημα σε ένα άτομο.
171. Τα ξένα είνι καρύδια κι βρουντάν, τα θ’κά μας είνι σύκα. (Τα ξένα είναι καρύ¬δια και βροντάνε, τα δικά μας σύκα [και δεν βροντάνε]). Τα σφάλματα των άλλων είναι μεγάλα ενώ τα δικά μας ασήμαντα.
172. Τα ξένα παίνιψ’ τα κι μι τα πιρπατάς. (Τα ξένα παίνεψε τα και μην τα περπα¬τάς). Όσο καλά κι αν είναι στα ξένα μην τα προτιμάς. Καλύτερα είναι στον τόπο σου.
173. Τα πιδιά τρων κουρόμπλα, τουν γουνιών μουδιάζ’ν τα δόντια. (Τα παιδιά τρώνε κορόμηλα, των γονιών μουδιάζουν τα δόντια). Τα σφάλματα των παιδιών προσβάλλουν τους γονείς.
174. Τ’ αψύ του ξύδ1 κι τ’ αγγειό χαλά. (Το αψύ το ξύδι και το αγγειό χαλάει). Ο δύστροπος άνθρωπος βλάπτει ακόμα και τον εαυτό του.
175. Τ’ έχ’ς Γιάνν1; Ο,τ1 είχα πάντα. (Τι έχεις Γιάννη; Ό,τι είχα πάντα). Λέγεται όταν μία κατάσταση μένει αμετάβλητη.
176. Τι Γιάνν’ς, τι Γιαννάκ’ς. [Τι Γιάννης, τι Γιαννάκης], Λέγεται όταν κάποιος θέλει να αλλάξει με αλχημείες την άσχημη κατάσταση.
177. Τι κάν’ς Γιάνν1; Κ’κιά σπέρνου. (Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω). Λέγεται όταν κάποιος έχει παντελή άγνοια για το τι συμβαίνει.
178. Του ανταμ’κό κι του έρ’μου του ίδιου είνι. (Το ανταμικό και το έρημο το ίδιο είναι). Το συνεταιρικό και το εγκαταλειμμένο είναι ένα και το αυτό. Κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά.
179. Του γέρου τη γνώμ1 ν’ ακούς, τη μπορδή τ’ ν’ απουφέγ’ς. (Του γέρου τη γνώμη να ακούς, την πορδή του να αποφεύγεις). Καλό είναι να συμβουλεύεσαι τους γέρους όχι, όμως, και να ταυτίζεσαι μαζί τους.
180. Του διαμάντ1 κι στ’ κουπριά λάμπ1. Το διαμάντι και στην κοπριά λάμπει). Η αξία ενός ατόμου ποτέ δε χάνεται.
181. Του ήμιρου τ’ αρνίβ’ζαίν1 απού δυο μανάδις. (Το ήμερο το αρνί βυζαίνει από δύο μανάδες). Ο φρόνιμος και ο συνετός βγαίνει από παντού κερδισμένος).
182. Του ινάτ' σ’ να του κρατάς για τ'ν άλλ1 μέρα. (Το ινάτι [πείσμα] σου να το κρα- τάς για την άλλη μέρα). Η αυτοσυγκράτηση προφυλάσσει από απρόοπτα.
183. Του κλάσιμου κι ο βήχας δεν γκρύβουντι. (Το κλάσιμο και ο βήχας δεν κρύβο¬νται). Τα ελαττώματα του ανθρώπου δεν κρύβονται.
184. Του κρύου μπαίν1 μι του τσιουβάλ κι βγαίν με τον βιλόν1. (Το κρύο μπαίνει με το τσουβάλι και βγαίνει με το βελόνι). Το κακό γίνεται πολύ εύκολο, αλλά η διόρ¬θωσή του αργεί πολύ.
185. Του λύκου τουν έγδιρναν κι αυτός ρουτουσι• πού ’ν’ τα πρόβατα; (Τον λύκο τον έγδερναν κι αυτός ρωτούσε- πού είναι τα πρόβατα;). Λέγεται για τον αμετα¬νόητο.
186. Του μυρμήγκ1 π’ θέλ1 να χαθεί βγάζ' φτιρά. (Το μυρμήγκι που θέλει να χαθεί [ψοφήσει] βγάζει φτερά). Όταν πάρουν αέρα τα μυαλά κάποιου η ζημιά που θα υποστεί θα είναι πολύ μεγάλη.
Τουν άγιου τάξΐ' κούτσ’κου κι γαμπρό - κούτσικο και γαμπρό μην τάζεις). Οι υποσχέσεις στα παιδιά και στους γαμπρούς πρέπει να πραγ¬ματοποιούνται οπωσδήποτε.
188. Τουν λείπ' μάνα κι όχι λαγκιόλ1. (Τον λείπει μάνα [μεγάλο τμήμα της φουστα¬νέλας], και όχι λαγκιόλι [μικρό τμήμα]). Αυτός είναι εντελώς τρελός.
189. Του πουντίκ' δεν χουρά1 στ’ν τρύπατ’ σέρν1 κι κουλουκύθια. (Το ποντίκι δε χωράει στην τρΰπα του, σέρνει και κολοκύθια). Λέγεται για κείνον που δεν βολεύε¬ται μόνος του στο σπίτι του και φέρνει και φιλοξενούμενους.
190. Του πρώτου ψέμα, του δεύτερου κλάμα. (Το πρώτο ψέμα, το δεύτερο κλάμα). Ο ψεύτης γρήγορα τιμωρείται για τις πράξεις του.
191. Του σκλί ικεί που τρώ1 γαβγά1. (Το σκυλί εκεί που τρώει γαβγάει). Ο καθένας πορεύεται ανάλογα με το συμφέρον του.
192. Το στραβό του ξύλου στ’ φουτιά ισιών'. (Το στραβό το ξύλο στη φωτιά ισιώ¬νει). Οι δοκιμασίες φρονιματίζουν τους δύστροπους.
193. Του τάξιμου σπίτ' δε χαλνά1, του δόσιμου χαλνά1. (Το τάξιμο σπίτι δεν χαλάει, το δόσιμο χαλάει). Οι υποσχέσεις δεν έχουν κόστος, ενώ οι παροχές έχουν.
194. Του χούι είνι κάτ’ απ’ την ψυχή. Πρώτα βγαίν’ η ψυχή κι ύστιρα του χούι. (Του χούι [συνήθεια] είναι κάτω από την ψυχή. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι). Οι κακές συνήθειες συνοδεύουν τον άνθρωπο μέχρι το θάνατό του.
195. Τράβα με, λαλά μ’, κι ας κλαίου. (Τράβα με, λαλά [θείε] μου κι ας κλαίω). Λέγεται όταν έχουμε ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης.
196. Τράνιψι του γουμαράκ1, μίκρινι του σαμαράκ1. (Τράντεψε το γομαράκι, μίκραινε το σαμαράκι). Λέγεται όταν τα πράγματα αυξάνονται αντιστρόφως ανάλογα.
197. Τρεις λαλούν κι δυο χορεύουν. (Τρεις λαλούν και δύο χορεύουν). Λέγεται όταν σε κάποια εκδήλωση συμμετέχουν ελάχιστοι.
198. Τρία π’λιά κι ένα τσιόν'. (Τρία πουλιά κι ένα τσιόνι [σπουργίτης]). Λέγεται όταν κάποιος δεν μπορεί να διακρίνει το ουσιώδες από το επουσιώδες.
199. Φάι' νύφί ζαϊρέ. Καλά ’ίνι κι τα κουψίδια. (Φάε νύφη ζαϊρέ [ζουμί]. Καλά είναι και τα κοψίδια). Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει πάντοτε το καλύτερο.
200. Φ’λάξι του φίδ1 του χειμώνα να σι φάι του καλουκαίρ1. (Φύλαξε το φίδι το χει¬μώνα να σε φάει το καλοκαίρι). Πολλές φορές ο ευεργετούμενος κάνει κακό στον ευεργέτη του.
201. Φταί1 του γουμάρ1, βαρούν του σαμάρ1. (Φταίγει το γομάρι, βαρούν το σαμάρι). Όταν δεν μπορούμε να τιμωρήσουμε τον ένοχο, λόγω ισχύος του, τιμωρούμε τον ανί¬σχυρο αθώο.
202. Χάθ'κ' η Πόλ1 απού βιλόν'. (Χάθηκε η Πόλη από βελόνι). Ευτελή πράγματα τα βρίσκεις παντού.
203. Χάλασι του υνί κι έφκιασι βιλόν1. (Χάλασε το υνί και έφκιασε βελόνι). Λέγε¬ται όταν κάποιος καταστρέφει κάτι σημαντικό για να κάνει άλλο ασήμαντης αξίας.
204. Χατήρ' του κουμπάρου, χατήρ1 του γείτουνα, κάνα πιδί απ' τουν άντρα μ’. (Χατήρι τον κουμπάρο, χατήρι τον γείτονα, κανένα παιδί από τον άντρα μου). Δεν πρέπει να είμαστε πολύ φιλότιμοι παραμελώντας το συμφέρον μας.
205. Χέσκι’ η φουράδα μες στ’ αλών1. (Χέστηκε η φοράδα μέσα στο αλώνι). Ό,τι συνέβη δεν έχει καμία αξία.
206. Χλίβιτι του καβαλάρ' που κρέμουντι τα πουδάριατ. (Χλίβεται [θλίβεται] τον καβαλάρη που κρέμονται τα ποδάρια του). Λεν πρέπει να στενοχωριούμαστε για όσους βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση.
207. Χουριό δίχους σκ’λί κι διακουνιάρ’ς χουρίς ματσούκα δεν γίνιτι. (Χωριό δίχως σκυλί και διακουιάρης χωρίς ματσούκα δεν γίνεται). Κάθε δουλειά χρειάζεται τα απαραίτητα σύνεργα.
208. Χουριό που φαίνιτι κουλαούζου δε θέλ1. (Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει). Τα ευκολονόητα δεν χρειάζονται εξήγηση.
209. Χουρταίν’ η αρκούδα μι τα κράνα; (Χορταίνει η αρκούδα με τα κράνα;). Τα ημίμετρα δε λύνουν τα προβλήματα.
210. Χουρτάτους νηστ’κό δεν πιστέβ'. (Χορτάτος νηστικό δεν πιστεύει). Όποιος έχει λύσει τα προβλήματά του δε νοιάζεται για τους άλλους που έχουν ανάγκες.
211. Ψάλλι, δέσπουτα, μι πουνεί του δάχ’λου. (Ψάλε, δέσποτα, με πονεί το δάχτυλο). Λέγεται για όσους βρίσκουν γελοίες δικαιολογίες για να αποφύγουν μία δουλειά.
212. Ψηλέμ’ κι λιγνέ μ’ κι τι θα φά,μι βράδ1; (Ψηλέ μου και λιγνέ μου και τι θα φάμε βράδι;). Τα νιάτα και η ομορφιά δεν είναι αρκετά για να ζήσουμε. Πρέπει να εργαζόμαστε.
213. Ψόφ’σι του βόδ1 ξισιμπριάσαμαν. (Ψόψησε το βόδι ξεσεμπριάσαμαν [χαλά¬σαμε το συνεταιρισμό]). Σε πήρε η κάτω βόλτα, δε σε θέλω για σέμπρο (συνέταιρο).


*Η δημοτική ενότητα (πρώην δήμος) Ιθώμης καταλαμβάνει έκταση 80.491 στρέμματα και έχει συνολικό πληθυσμό 3.140 κατοίκους. Ο πρώην δήμος λειτούργησε από το 1999 έως το 2010 με έδρα το χωριό Φανάρι.
Περιλαμβάνει τις παρακάτω τοπικές κοινότητες και οικισμούς:
Κοινότητα Φαναρίου
Κοινότητα Αγίου Ακακίου
Κοινότητα Ελληνοπύργου
Κοινότητα Καναλίων
Κοινότητα Καππάς - η Καππά
Κοινότητα Λοξάδας - η Λοξάδα
Κοινότητα Πύργου Ιθώμης - ο Πύργος Ιθώμης
Κοινότητα Χάρματος - το Χάρμα

Πηγή: https://el.wikipedia.org/