Ο καφές διατηρείται ως καθημερινή απόλαυση, αλλά η κρίση μάς άλλαξε τις συνήθειες
Η φθηνή... πολυτέλεια του καφέ παραμένει μία από τις σταθερές αναφορές στη συμπεριφορά των καταναλωτών εν μέσω της οικονομικής κρίσης.....
Μάλιστα, η «ανθεκτικότητα» του δημοφιλούς ροφήματος σε μια περίοδο κατά την οποία η κατανάλωση γενικώς περιορίζεται, ισοδυναμεί με την ανθεκτικότητα που έχει το... ψωμί! Βεβαίως, μπορεί η κρίση να μην επηρέασε την κατανάλωση, άλλαξε όμως τις συνήθειες των Ελλήνων. Τη στιγμή που όλο και λιγότεροι απολαμβάνουν τον καφέ τους σε καφετέριες και καφενεία, η κατανάλωση στο σπίτι αυξάνεται.
Με τους καταναλωτές λοιπόν να αναζητούν νέους οικονομικότερους τρόπους για να διατηρήσουν τον καφέ ως μια σταθερή καθημερινή απόλαυση, οι εταιρείες εισαγωγής και επεξεργασίας καφέ αναδιαμορφώνουν τα δίκτυά τους και εφευρίσκουν νέους τρόπους για να «δέσουν» τους καταναλωτές στα προϊόντα τους.
Ο κλασικός φραπέ- παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στην κορυφή της κατανάλωσης- συνεχίζει να παρουσιάζει εμφανή σημάδια κόπωσης, όπως και ο ελληνικός. Αντιθέτως, η κατηγορία του φίλτρουεσπρέσο «τρέχει» με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 15%. Ο εσπρέσο- και η αντίστοιχη «εσπρεσιέρα», η μηχανή με την οποία παρασκευάζεται- είναι κατά βάση ο τύπος του καφέ που διατηρεί επί της ουσίας, με μικρές απώλειες, σταθερή την αγορά μέσα στην κρίση.
Και ο λόγος είναι απλός. Οπως λένε οι άνθρωποι της αγοράς, για να παρασκευαστεί η μερίδα του ελληνικού καφέ χρειάζεται 5 γραμμάρια, του στιγμιαίου 2 γραμμάρια, του εσπρέσο 7,5 γραμμάρια και του γαλλικού περίπου 10 γραμμάρια.
Η μετατόπιση της κατανάλωσης στην κατηγορία γαλλικού - εσπρέσο, όπως αυτή καταγράφεται στις μετρήσεις, «προσφέρει» μεγαλύτερο όγκο και ως εκ τούτου υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στα στοιχεία του 2010. Οπως αναφέρουν πηγές της αγοράς, ενώ η συνολική αγορά καφέ μειώθηκε κατά 5% ως προς την αξία, ο όγκος μειώθηκε μόνο 3%- δηλαδή αρκετοί καταναλωτές μετατοπίστηκαν από τις «ελαφρύτερες» μερίδες του στιγμιαίου και του ελληνικού στις «βαρύτερες» του γαλλικού και του εσπρέσο.
Η πιο ενδιαφέρουσα όμως εξέλιξη είναι η «κλειδωμένη κατανάλωση» καφέ και ροφημάτων όλων των τύπων που λανσάρισαν σε μαζική κλίμακα οι δύο μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι Νestle και Κraft με τις ειδικές μηχανές που δέχονται τις κάψουλες καφέ αποκλειστικά της κάθε εταιρείας.
Επί της ουσίας έφεραν σε μαζική κλίμακα μια τάση που υπήρχε πολύ περιορισμένα τα τελευταία χρόνια από τις τρεις ιταλικές εταιρείες καφέ, την Ιlly, τη Lavaza και τη Μauro. Οι συγκεκριμένες μηχανές της Κrups, με την οποία συνεργάζεται η Νestle, και της Βosch, με την οποία συνεργάζεται η Κraft, «αναγνωρίζουν» αποκλειστικά και μόνο τις κάψουλες που περιέχουν τη στερεά μορφή του ροφήματος (καφέ κτλ.) της κάθε εταιρείας. Μάλιστα από τον Αύγουστο του 2010 που υπάρχουν μετρήσεις και οι δύο όμιλοι «λανσάρισαν» δυναμικά τις μηχανές με τις αντίστοιχες κάψουλες ως και τον Φεβρουάριο του 2011 οι έλληνες καταναλωτές ήπιαν περίπου 17 τόνους ροφημάτων (κυρίως καφέ) σε κάψουλες. Είναι μάλιστα τόσο δυναμική η ανάπτυξη της συγκεκριμένης κατηγορίας που τον περασμένο Αύγουστο οι μετρήσεις κατέγραψαν κατανάλωση (στο σύνολο των σουπερμάρκετ, συμπεριλαμβανομένης και της Lidl) μόλις 343 κιλών και στο τέλος του εφετινού Φεβρουαρίου σχεδόν 17 τόνων. Οπως σημειώνουν πηγές της αγοράς, οι δύο μεγάλοι όμιλοι επί της ουσίας «επιδοτούν» τις μηχανές, οι οποίες προσφέρονται σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές, κερδίζοντας από τις κάψουλες ροφημάτων. Και απ΄ όλα τα ροφήματα το πιο ισχυρό στην κατανάλωση είναι ο εσπρέσο.
Υπολογίζεται ότι ο όγκος της ετήσιας κατανάλωσης καφέ κυμαίνεται περί τις 29.000 τόνους, από τους οποίους τη μερίδα του λέοντος κατέχει ο ελληνικός καφές, με περίπου 14.500 τόνους, ακολουθεί η κατηγορία του φίλτρου- εσπρέσο, με 8.000
τόνους, και στην τρίτη θέση βρίσκεται ο στιγμιαίος, με 6.500 τόνους.
Στην κατηγορία του ελληνικού καφέ ισχυρή παρουσία τα τελευταία χρόνια έχει το «ιδιωτικής ετικέτας» προϊόν που διακινείται από τις αλυσίδες των σουπερμάρκετ και τούτο λόγω της χαμηλότερης τιμής- πηγές της αγοράς αναφέρουν ότι η διαφορά τιμής μεταξύ του «ιδιωτικής ετικέτας» καφέ και του επωνύμου φθάνει ως και το 35%. Και στην παρούσα συγκυρία, κατά την οποία όλο και περισσότεροι καταναλωτές ψωνίζουν με βασικό κριτήριο την τιμή ενός προϊόντος, αυτή η διαφορά αποτελεί σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Νielsen το διάστημα Ιανουαρίου- Οκτωβρίου 2010 οι πωλήσεις του καφέ «ιδιωτικής ετικέτας» στο σύνολο των σουπερμάρκετ (συμπεριλαμβανομένης της Lidl) ανήλθαν σε 3,4 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας ελαφρά κάμψη κατά 3,8% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2009, και του καφέ φίλτρου στα 3,3 εκατ. ευρώ.
H μεγαλύτερη αλυσίδα καφεκοπτείων στην ελληνική αγορά είναι τα Coffeeway, που ανήκουν στην εταιρεία Coffee Connection ΑΕ του κ. Ι.Μπενόπουλου. Βεβαίως τα τελευταία χρόνια η εταιρεία έχει προχωρήσει σε εξορθολογισμό των σημείων πώλησης, κλείνοντας τα ζημιογόνα καταστήματα, ωστόσο στο δίκτυό της διαθέτει 50 καταστήματα ανά την Ελλάδα, από τα οποία τα 20 ανήκουν στην εταιρεία και τα άλλα 30 λειτουργούν με τη μέθοδο του franchise.
Μιλώντας προς «Το Βήμα», ο κ. Μπενόπουλος σημειώνει: «Τη δεκαετία 1998-2008 η αγορά του καφέ στην Ελλάδα παρουσίασε σημαντική άνοδο, κυρίως μέσω κατανάλωσης ροφημάτων που παράγονται με βάση τον εσπρέσο. Η συγκεκριμένη αγορά δείχνει να έχει μεγάλη ανθεκτικότητα στην κρίση, καθώς ο καφές αποτελεί μια “αυτονόητη” καθημερινή απόλαυση με χαμηλό κόστος».
Και προσθέτει: «Παρατηρείται μια αύξηση της κατανάλωσης καφέ στο σπίτι, και ταυτόχρονα οι καταναλωτές γίνονται πιο απαιτητικοί, και επιθυμούν να μπορούν να παρασκευάσουν και να απολαύσουν στο σπίτι καφέ άριστης ποιότητας που έχουν συνηθίσει να καταναλώνουν και εκτός σπιτιού».
Τ α παραδοσιακά καφεκοπτεία, αυτά που έχουν γράψει τη δική τους, ξεχωριστή σελίδα στην ελληνική ιστορία του καφέ και λειτουργούν ακόμη στο κέντρο της Αθήνας, είναι πια μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και- κατά σύμπτωσηπρόκειται για καταστήματα που δημιουργήθηκαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Το κατάστημα του κ. Γ.Μισεγιάννη, στην οδό Λεβέντη, στο Κολωνάκι, συμπληρώνει εφέτος 97 χρόνια συνεχούς λειτουργίας, από όπου πέρασαν όλοι οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης. Ο σημερινός ιδιοκτήτης του είναι η τρίτη γενιά στο καφεκοπτείο.
Οπως λέει ο κ. Μισεγιάννης, «η κίνηση τα τελευταία χρόνια έχει πέσει,προτού ξεσπάσει η σημερινή κρίση.Από τους παραδοσιακούς πελάτες των καφεκοπτείων, τα καφενεία πολλά έχουν κλείσει. Στις καφετέριες οι ιταλικές μάρκες προσφέροντας παντός είδους παροχές κατόρθωσαν να εκτοπίσουν τα καφεκοπτεία. Ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος. Και με την κρίση έχει περιοριστεί η κατανάλωση».
Ωστόσο ο ίδιος καθώς και άλλοι τέσσερις-πέντε παλαιοί καφεκόπτες στο κέντρο της Αθήνας- οι οποίοι πριν από 20 χρόνια ήταν 25- συνεχίζουν να επιμένουν στην ποιότητα και στην ποικιλία, δίνοντας όμως και το χρώμα της παράδοσης.
http://www.on-news.gr/2011/03/blog-post_6446.html
Η φθηνή... πολυτέλεια του καφέ παραμένει μία από τις σταθερές αναφορές στη συμπεριφορά των καταναλωτών εν μέσω της οικονομικής κρίσης.....
Μάλιστα, η «ανθεκτικότητα» του δημοφιλούς ροφήματος σε μια περίοδο κατά την οποία η κατανάλωση γενικώς περιορίζεται, ισοδυναμεί με την ανθεκτικότητα που έχει το... ψωμί! Βεβαίως, μπορεί η κρίση να μην επηρέασε την κατανάλωση, άλλαξε όμως τις συνήθειες των Ελλήνων. Τη στιγμή που όλο και λιγότεροι απολαμβάνουν τον καφέ τους σε καφετέριες και καφενεία, η κατανάλωση στο σπίτι αυξάνεται.
Με τους καταναλωτές λοιπόν να αναζητούν νέους οικονομικότερους τρόπους για να διατηρήσουν τον καφέ ως μια σταθερή καθημερινή απόλαυση, οι εταιρείες εισαγωγής και επεξεργασίας καφέ αναδιαμορφώνουν τα δίκτυά τους και εφευρίσκουν νέους τρόπους για να «δέσουν» τους καταναλωτές στα προϊόντα τους.
Ο κλασικός φραπέ- παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στην κορυφή της κατανάλωσης- συνεχίζει να παρουσιάζει εμφανή σημάδια κόπωσης, όπως και ο ελληνικός. Αντιθέτως, η κατηγορία του φίλτρουεσπρέσο «τρέχει» με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 15%. Ο εσπρέσο- και η αντίστοιχη «εσπρεσιέρα», η μηχανή με την οποία παρασκευάζεται- είναι κατά βάση ο τύπος του καφέ που διατηρεί επί της ουσίας, με μικρές απώλειες, σταθερή την αγορά μέσα στην κρίση.
Και ο λόγος είναι απλός. Οπως λένε οι άνθρωποι της αγοράς, για να παρασκευαστεί η μερίδα του ελληνικού καφέ χρειάζεται 5 γραμμάρια, του στιγμιαίου 2 γραμμάρια, του εσπρέσο 7,5 γραμμάρια και του γαλλικού περίπου 10 γραμμάρια.
Η μετατόπιση της κατανάλωσης στην κατηγορία γαλλικού - εσπρέσο, όπως αυτή καταγράφεται στις μετρήσεις, «προσφέρει» μεγαλύτερο όγκο και ως εκ τούτου υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στα στοιχεία του 2010. Οπως αναφέρουν πηγές της αγοράς, ενώ η συνολική αγορά καφέ μειώθηκε κατά 5% ως προς την αξία, ο όγκος μειώθηκε μόνο 3%- δηλαδή αρκετοί καταναλωτές μετατοπίστηκαν από τις «ελαφρύτερες» μερίδες του στιγμιαίου και του ελληνικού στις «βαρύτερες» του γαλλικού και του εσπρέσο.
Η πιο ενδιαφέρουσα όμως εξέλιξη είναι η «κλειδωμένη κατανάλωση» καφέ και ροφημάτων όλων των τύπων που λανσάρισαν σε μαζική κλίμακα οι δύο μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι Νestle και Κraft με τις ειδικές μηχανές που δέχονται τις κάψουλες καφέ αποκλειστικά της κάθε εταιρείας.
Επί της ουσίας έφεραν σε μαζική κλίμακα μια τάση που υπήρχε πολύ περιορισμένα τα τελευταία χρόνια από τις τρεις ιταλικές εταιρείες καφέ, την Ιlly, τη Lavaza και τη Μauro. Οι συγκεκριμένες μηχανές της Κrups, με την οποία συνεργάζεται η Νestle, και της Βosch, με την οποία συνεργάζεται η Κraft, «αναγνωρίζουν» αποκλειστικά και μόνο τις κάψουλες που περιέχουν τη στερεά μορφή του ροφήματος (καφέ κτλ.) της κάθε εταιρείας. Μάλιστα από τον Αύγουστο του 2010 που υπάρχουν μετρήσεις και οι δύο όμιλοι «λανσάρισαν» δυναμικά τις μηχανές με τις αντίστοιχες κάψουλες ως και τον Φεβρουάριο του 2011 οι έλληνες καταναλωτές ήπιαν περίπου 17 τόνους ροφημάτων (κυρίως καφέ) σε κάψουλες. Είναι μάλιστα τόσο δυναμική η ανάπτυξη της συγκεκριμένης κατηγορίας που τον περασμένο Αύγουστο οι μετρήσεις κατέγραψαν κατανάλωση (στο σύνολο των σουπερμάρκετ, συμπεριλαμβανομένης και της Lidl) μόλις 343 κιλών και στο τέλος του εφετινού Φεβρουαρίου σχεδόν 17 τόνων. Οπως σημειώνουν πηγές της αγοράς, οι δύο μεγάλοι όμιλοι επί της ουσίας «επιδοτούν» τις μηχανές, οι οποίες προσφέρονται σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές, κερδίζοντας από τις κάψουλες ροφημάτων. Και απ΄ όλα τα ροφήματα το πιο ισχυρό στην κατανάλωση είναι ο εσπρέσο.
Υπολογίζεται ότι ο όγκος της ετήσιας κατανάλωσης καφέ κυμαίνεται περί τις 29.000 τόνους, από τους οποίους τη μερίδα του λέοντος κατέχει ο ελληνικός καφές, με περίπου 14.500 τόνους, ακολουθεί η κατηγορία του φίλτρου- εσπρέσο, με 8.000
τόνους, και στην τρίτη θέση βρίσκεται ο στιγμιαίος, με 6.500 τόνους.
Στην κατηγορία του ελληνικού καφέ ισχυρή παρουσία τα τελευταία χρόνια έχει το «ιδιωτικής ετικέτας» προϊόν που διακινείται από τις αλυσίδες των σουπερμάρκετ και τούτο λόγω της χαμηλότερης τιμής- πηγές της αγοράς αναφέρουν ότι η διαφορά τιμής μεταξύ του «ιδιωτικής ετικέτας» καφέ και του επωνύμου φθάνει ως και το 35%. Και στην παρούσα συγκυρία, κατά την οποία όλο και περισσότεροι καταναλωτές ψωνίζουν με βασικό κριτήριο την τιμή ενός προϊόντος, αυτή η διαφορά αποτελεί σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Νielsen το διάστημα Ιανουαρίου- Οκτωβρίου 2010 οι πωλήσεις του καφέ «ιδιωτικής ετικέτας» στο σύνολο των σουπερμάρκετ (συμπεριλαμβανομένης της Lidl) ανήλθαν σε 3,4 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας ελαφρά κάμψη κατά 3,8% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2009, και του καφέ φίλτρου στα 3,3 εκατ. ευρώ.
H μεγαλύτερη αλυσίδα καφεκοπτείων στην ελληνική αγορά είναι τα Coffeeway, που ανήκουν στην εταιρεία Coffee Connection ΑΕ του κ. Ι.Μπενόπουλου. Βεβαίως τα τελευταία χρόνια η εταιρεία έχει προχωρήσει σε εξορθολογισμό των σημείων πώλησης, κλείνοντας τα ζημιογόνα καταστήματα, ωστόσο στο δίκτυό της διαθέτει 50 καταστήματα ανά την Ελλάδα, από τα οποία τα 20 ανήκουν στην εταιρεία και τα άλλα 30 λειτουργούν με τη μέθοδο του franchise.
Μιλώντας προς «Το Βήμα», ο κ. Μπενόπουλος σημειώνει: «Τη δεκαετία 1998-2008 η αγορά του καφέ στην Ελλάδα παρουσίασε σημαντική άνοδο, κυρίως μέσω κατανάλωσης ροφημάτων που παράγονται με βάση τον εσπρέσο. Η συγκεκριμένη αγορά δείχνει να έχει μεγάλη ανθεκτικότητα στην κρίση, καθώς ο καφές αποτελεί μια “αυτονόητη” καθημερινή απόλαυση με χαμηλό κόστος».
Και προσθέτει: «Παρατηρείται μια αύξηση της κατανάλωσης καφέ στο σπίτι, και ταυτόχρονα οι καταναλωτές γίνονται πιο απαιτητικοί, και επιθυμούν να μπορούν να παρασκευάσουν και να απολαύσουν στο σπίτι καφέ άριστης ποιότητας που έχουν συνηθίσει να καταναλώνουν και εκτός σπιτιού».
Τ α παραδοσιακά καφεκοπτεία, αυτά που έχουν γράψει τη δική τους, ξεχωριστή σελίδα στην ελληνική ιστορία του καφέ και λειτουργούν ακόμη στο κέντρο της Αθήνας, είναι πια μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και- κατά σύμπτωσηπρόκειται για καταστήματα που δημιουργήθηκαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Το κατάστημα του κ. Γ.Μισεγιάννη, στην οδό Λεβέντη, στο Κολωνάκι, συμπληρώνει εφέτος 97 χρόνια συνεχούς λειτουργίας, από όπου πέρασαν όλοι οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης. Ο σημερινός ιδιοκτήτης του είναι η τρίτη γενιά στο καφεκοπτείο.
Οπως λέει ο κ. Μισεγιάννης, «η κίνηση τα τελευταία χρόνια έχει πέσει,προτού ξεσπάσει η σημερινή κρίση.Από τους παραδοσιακούς πελάτες των καφεκοπτείων, τα καφενεία πολλά έχουν κλείσει. Στις καφετέριες οι ιταλικές μάρκες προσφέροντας παντός είδους παροχές κατόρθωσαν να εκτοπίσουν τα καφεκοπτεία. Ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος. Και με την κρίση έχει περιοριστεί η κατανάλωση».
Ωστόσο ο ίδιος καθώς και άλλοι τέσσερις-πέντε παλαιοί καφεκόπτες στο κέντρο της Αθήνας- οι οποίοι πριν από 20 χρόνια ήταν 25- συνεχίζουν να επιμένουν στην ποιότητα και στην ποικιλία, δίνοντας όμως και το χρώμα της παράδοσης.
http://www.on-news.gr/2011/03/blog-post_6446.html