Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ - Ξεμπερδεύοντας τα μπερδεμένα


του Βασίλειου Μαρκεζίνη
Εισαγωγικά
Εδώ και δύο χρόνια προσπαθώ να φέρω στην κοινή συνείδηση τη ση-μασία της ΑΟΖ ως και την κατά την γνώμη μου κακή (αν όχι επικίνδυνη για τα εθνικά συμφέροντα) διαχείριση των τουρκικών προβλημάτων από το υπουργείο των Εξωτερικών .Διακεκριμένοι ακαδημαϊ-κοί συνάδελφοι, όπως π.χ. (κατά αλφαβητι-κή σειρά) οι κ.κ. Καρυώτης, Μάζης, Ροζάκης και Σιουστούρας, αλλά και εξαίρετοι δημο-σιογράφοι (ως ο κ. Σταύρος Λυγερός).....
έχουν εμπλουτίσει σημαντικά τη γνώση του κοινού πάνω σ' αυτό το ζωτικό και όλο και πιο επεί-γον θέμα. Αλλά, δύο χρόνια μετά, το θέμα, από άγνωστο, έχει γίνει αντικείμενο τόσων πολλών άρθρων, αλλά και (ασαφών) δηλώσεων από το υπουργείο μας (βλ. π.χ. http:// www.real.gr/DefaultArthro.aspx?+arthro&id =65173&catlD=1), ώστε ίσως να διευκό-λυνε τους αναγνώστες μια συνοπτική προ-σπάθεια να ξεμπλέξουμε κάπως τη σύγχυ-ση που προκαλεί το αυξανόμενο υλικό. Αυ-τός είναι και ο κύριος λόγος του παρόντος δοκιμίου.
Η εξέλιξη του Δικαίου της Θάλασσας
To Δίκαιο της θάλασσας, από γεννησι-μιού του, πάλευε μεταξύ δύο αντιμαχόμε-νων ιδεών: της ελευθερίας των θαλασσών (που ενθαρρύνει το εμπόριο) και της έκτα-σης της κυριαρχίας των παράκτιων κρατών επί του εγγύς αυτών υδάτινου χώρου. Από τη διαλεκτική αυτή σύγκρουση γεννήθηκε και μια άλλη ιδέα, η αρχή της «αβλαβούς διέλευσης», ακόμη και μέσα από τα «χω-ρικά ύδατα» του παρακτίου κράτους: αρχή που κατά τη γνώμη μου καταχράται (άρθρο 19 της Συνθήκης) η Τουρκία, όταν αναθέτει στα πολεμικά της να κάνουν επανειλημμέ-νες βόλτες στο Σούνιο.
Στην αρχή τα πράγματα ήταν απλά και εντοπίζονταν στο εμπόριο και την αλιεία. Η διευθέτησή τους, λοιπόν, γινόταν βάσει εθι-μικών λύσεων και ακαδημαϊκών προτάσεων, που προέρχονταν κυρίως από τις διαμαχό-μενες χώρες - ειδικότερα την Αγγλία (με το έργο του Τζον Σέλντεν Mare Clausum, 1635) και την Ολλανδία (με το κλασικό έργο

του Ούγκο Γκρότιους Mare Liberum, 1609). Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανεξαρτητοποίηση των αποικιών, η δημιουρ-γία πολλών νέων κρατών, σε συνδυασμό με την τεχνολογική επανάσταση που αργά αλλά σταθερά επέτρεψε την εκμετάλλευση του
υποθαλάσσιου πλούτου, άρχισε να απαιτεί μια πιο σύγχρονη και πιο δίκαιη ρύθμιση των προβλημάτων. Η πρώτη σημαντική γραπτή ρύθμιση έγινε από τις τέσσερις συμβάσεις που υπεγράφησαν στη Γενεύη το 1958 και ρύθμιζαν, αντιστοίχως, την αιγιαλίτιδα ζώνη (χωρικά ύδατα) και τη συνορεύουσα ζώνη, την ανοικτή θάλασσα, την υφαλοκρηπίδα και την αλιεία στην ανοικτή θάλασσα. Εν προ-κειμένω, μας ενδιαφέρει η τρίτη συμφωνία, η σχετική με την υφαλοκρηπίδα.
Η «ηπειρωτική» υφαλοκρηπίδα ορίστη-κε (στο άρθρο 1 της Σύμβασης, το 1958) ως καλύπτουσα: «α) τον βυθό της θάλασσας και το υπέδαφος των υποθαλασσίων περι-οχών [...] μέχρι βάθους 200 μέτρων ή (β) έξω από το όριο αυτό, μέχρι το σημείο που το βάθος των υπερκειμένων υδάτων επιτρέ-πει την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των περιοχών αυτών». To δεύτερο αυτό κρι-τήριο , γνωστό ως το «κριτήριο της εκμεταλ-λευσιμότητας», ήταν μεταβλητό και, ως εκ τούτου, καθιστούσε δύσκολη την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Οι συμφωνίες της Γενεύης έκρυβαν και μία ακόμη ασάφεια, η οποία μετριάστηκε
με τον χρόνο. Έτσι, ενώ αναγνώριζαν υφα-λοκρηπίδα σε κατοικημένες η κατοικήσιμες νήσους, δεν ήταν απολύτως ξεκάθαρο αν ο όρος αυτός ήταν νομικός ή γεωλογικός. 0 όρος «ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα», συνδυα-ζόμενος με τη σχετικά μικρή απόσταση από το έδαφος -ηπειρωτικό ή νησιωτικό-, προ-σλάμβανε μια ορισμένη γεωλογική χροιά, αυτή δε την άποψη εξακολουθεί να υποστη-ρίζει σήμερα η Τουρκία με ιδιαίτερη έμφαση. Έτσι, η Τουρκία επιμένει ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου -τα οποία, σημειωτέον, δεν αποκαλεί ποτέ «ελληνικά», αλλά «αιγαι-ακά»- αποτελούν γεωλογική προέκταση της εγγύς ευρισκόμενης τουρκικής ηπειρωτικής περιοχής, με συνέπεια να επικάθηνται επί τουρκικής υφαλοκρηπίδας και, ως εκ τού-του, να ανήκουν μεν στην Ελλάδα, αλλά να μην έχουν υφαλοκρηπίδα πέραν των έξι (ή λιγότερων) μιλίων, που ισοδυναμούν με τα χωρικά μας ύδατα, μια και η Τουρκία δεν μας άφησε, με το περίφημο Κάζους Μπέλι, να τα επεκτείνουμε στα 12 μίλια, όπως μας επι-τρέπει το Διεθνές Δίκαιο.
Από πλευράς Ελλάδας, τα προβλήμα-τα αυτά βελτιώθηκαν από τη μεταγενέστε-ρη Σύμβαση του Μοντέγκο Μπέι της Τζα-μάικας, το 1982, η οποία ετέθη σε ισχύ το 1994 και υπεγράφη από 157 κράτη πλην της Αμερικής, του Ισραήλ, της Βενεζουέλας και της Τουρκίας. Έτσι, είναι πλέον σαφές ότι και τα νησιά που είναι σε θέση να στηρίξουν ανθρώπινη ζωή έχουν Αποκλειστική Οικονο-μική Ζώνη, όπως και υφαλοκρηπίδα και ότι αμφότερες εκτείνονται μέχρι 200 ναυτικά μίλια από το σημείο όπου αρχίζουν τα χω-ρικά ύδατα. Η προέκταση και ανάδειξη του κριτηρίου της απόστασης -200 μίλια- μει-ώνει έτσι ουσιαστικά, (αλλά δεν ακυρώνει εντελώς), τη σημασία του γεωλογικού κριτη-ρίου. Η «μετακίνηση» αυτή ενισχύεται πλέ-ον και από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Χάγης του 1985 σχετικά με την υπόθε-ση Μάλτας-Λιβύης: μια νομολογιακή «με-τακίνηση» προς την ανωτέρω ιδέα, η οποία άρχισε να διαφαίνεται ήδη από την απόφαση του δικαστηρίου, εν έτει 1982, για την υφα-λοκρηπίδα Λιβύης-Τυνησίας.
Η οριοθέτηση της ΑΟΖ
Η υφαλοκρηπίδα υπάρχει αφ' εαυτής και δεν χρειάζεται να διακηρυχθεί. Χρειάζεται όμως να οριοθετηθεί μεταξύ όμορων κρατών και, σε περίπτωση διαφωνίας, να παρα-πεμφθεί με κοινό συμφωνητικό στο αρμόδιο διεθνές δικαστήριο προς απόφαση. Η ΑΟΖ, από την άλλη πλευρά, πρέπει να διακηρυ-χθεί και ακολούθως να οριοθετηθεί από τα ενδιαφερόμενα κράτη.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ΑΟΖ που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι με την Κύπρο και, μετά, με την Αίγυπτο και τη Λι-βύη. Η οριοθέτηση της απαιτεί διακρατι-κή συμφωνία. Τυχόν αμφισβήτησή της από την Τουρκία ως τρίτο κράτος θα σήμαινε κατ' ουσίαν αμφισβήτηση των οριοθετήσεων δύο κρατών, όχι ενός. Επιπλέον, για να γί-νει αυτό νομίμως (και όχι manu militari), θα απαιτείτο μονομερής προσφυγή της Τουρκίας στη Χάγη, με σκοπό την αμφισβήτηση των όποιων ρυθμίσεων θα είχαμε κάνει με την Κύπρο. Μια τέτοια προσφυγή είναι μεν δυ-νατή , αλλά όχι και εύκολη γιατί: (α) θα έπρεπε να είναι ad hoc, μια και η Τουρκία δεν έχει αποδεχθεί τη γενική δικαιοδοσία της Χάγης, (β) η Τουρκία δεν έχει αποδεχθεί τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας και (γ) η αμφισβήτηση της ελληνοκυπριακής οριο-θέτησης θα έπρεπε να αρχίσει με την αμφι-σβήτηση της «αρχής της μέσης γραμμής» -μεταξύ Καστελόριζου και Τουρκίας- μια και, κατά κοινή ομολογία, αποτελεί το πρώτο βή-μα στη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ.
Οι αρχές που μπορεί να επικαλεστεί η Τουρκία για να στηρίξει τις θέσεις της είναι τρεις (κατ' αύξουσα σειρά σημασίας): (α) η ιδέα ότι η σύμβαση του 1982/1994 ενθαρ-ρύνει συζητήσεις/συμφωνία ως βάση οριο-θετήσεων μεταξύ όμορων κρατών, (β) πα-ρέκκλιση από τη «μέση γραμμή» λόγω «ει-δικών περιστάσεων» και λόγω «τοπικών ιδι-ομορφιών» ή, προκειμένου για κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες -οπότε μπορεί να ληφθεί υπόψη μια πολύ μεγαλύτερη δέσμη παραμέτρων (π.χ, γεωπολιτικά, γεωμορφολογικά, πληθυσμιακά και οικονομικά κριτή-ρια)- βάσει της αρχής της «ευθυδικίας» και (γ) την αρχή της αναλογικότητας.
Ως νομικός, γνωρίζω ότι στο Δίκαιο δεν υπάρχουν πανάκειες και ότι τα πάντα είναι αβέβαια, ιδίως όταν έχει κανείς να κάνει με ένα πολιτικό δικαστήριο όπως της Χά-γης. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ουδέπο-τε χρησιμοποίησα -σε αντίθεση με την Κυ-βέρνηση- τη λέξη «πανάκεια» αναφορικά με την ΑΟΖ. θεωρώ, όμως, ότι τα επιχειρήματα της Τουρκίας είναι ευάλωτα, ιδίως εάν λά-βει κανείς υπόψη του ότι, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στη Σύμβαση του 1982, τα επιχειρήματα αυτά, ή άλλα ανάλογα, προβλήθηκαν πολλάκις, αλ-λά ανεπιτυχώς από τη γείτονα, στο πλαίσιο της προσπάθειάς της -ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 70- να περιορίσει τα ελλη-νικά δικαιώματα. Ιδού λοιπόν μερικά αντεπι-χειρήματα:
Πρώτον: οι αρ-χές που επικαλείται η Τουρκία δεν έχουν στη νομολογία του δικαστηρίου τον απόλυτο και ανατρεπτικό χαρακτήρα που της αποδίδουν οι Τούρκοι, αλλά δι-καιολογούν αποκλί-σεις από τη μέση γραμμή. Κατά την ορολογία του κ. Ρο-ζάκη, η μέση γραμμή μπορεί να υποστεί ορισμένες «διορθω-τικές» μεταβολές, αλλά αυτές δεν μπο-
ρούν να ακυρώσουν το πνεϋμα της οριοθέ-τησης που, κατά τη Σύμβαση, βασίζεται στη μέση γραμμή. Στα αγγλικά, οι λέξεις που εμ-φανίζονται συχνότερα στη σχετική νομολο-γία είναι «adjustment» και «modification». Δεύτερον: η απόκλιση από τη μέση γραμμή δεν δικαιολογείται από το επιχεί-ρημα ότι το Αιγαίο είναι κλειστή ή ημίκλει-στη θάλασσα και γιατί επειδή οι πραγματικά κλειστές θάλασσες είναι πολύ λίγες -π,χ. η Κασπία, η θάλασσα της Γαλιλαίας, η Αρά-λη κ.λ.π,- αλλά και γιατί οι ημίκλειστες θά-λασσες είναι, αντιθέτως, τόσο πολλές -π.χ. θάλασσα της Κελέβης (μεταξύ Ινδονησί-ας, Φιλιππίνων και Μαλαισίας), Κόλπος της Άκαμπας (μεταξύ Αιγύπτου, Ισραήλ και Σα-ουδικής Αραβίας), θάλασσα του Σιάμ (μετα-ξύ Ταϋλανδης, Καμπότζης, Νοτίου Βιετνάμ και Μαλαισίας) κ.ο.κ -, ώστε η γενναιόδωρη χρήση του όρου, προς αποφυγή της βασικής αρχής της Σύμβασης, θα ήταν καταχρηστική καθότι θα αντιτίθετο στο πνεύμα της, οδη-γώντας σε μεγάλο αριθμό εξαιρέσεων του Δικαίου της θάλασσας.
Τρίτον: η ίδια η Τουρκία οριοθέτησε την ΑΟΖ της στη Μαύρη θάλασσα με βάση τη «μέση γραμμή», και τούτο, παρ' όλο που δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση!
Τέταρτον: Τις οριοθετήσεις στη Μαύρη θάλασσα εκ πονηρίας η Τουρκία τις αποκά-λεσε οριοθετήσεις βασιζόμενες «στην αρ-χή της ευθυδικίας». Υπάρχει όμως όριο στα λεκτικά παιχνίδια που μπορεί να παίζει ακό-μη και ο τουρκικός καιροσκοπισμός. Δεδο-μένης της στάσης που κράτησε η χώρα αυτη καθ' όλη την εννεαετή περίοδο που συζη-τείτο η Σύμβαση του Μοντέγκο Μπέι, φρονώ ότι το Δικαστήριο της Χάγης θα δυσκολευό-ταν να αποδεχθεί αυτό που εκατόν πενήντα και πλέον κράτη αρνήθηκαν να δεχθούν κα-τά τις διαπραγματεύσεις.
To επιχείρημα περί αναλογικότητας αποτελεί προσθήκη του δικαστηρίου στις περιπτώσεις που δικαιολογούν απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής. Πρωτο-εμφανίστηκε στην απόφαση του δικαστηρίου της 3ης Φεβρουαρίου 2009 για την ρουμα-νοουκρανική διαφορά σχετικά με το αν έχει ή όχι ΑΟΖ η ουκρανική Νήσος των Όφεων που επικάθηται όμως επί ρουμανικής υφα-λοκρηπίδας.
Στην περίπτωση του Καστελόριζου, ισχυρίζονται οι Τούρκοι, η αναλογικότητα δεν θα επέτρεπε στη μεσολαβούσα νήσο -το Καστελόριζο- να στερήσει την πολύ με-γαλύτερη τουρκική ακτή, που κείται όπισθεν της ελληνικής νήσου, από την ΑΟΖ που της δίδει η μέση γραμμή.
To νέο αυτό επιχείρημα μπορεί να μας προκαλέσει δυσχέρειες, αν και η διαφο-ροποίηση μεταξύ, αφενός, της Νήσου των Όφεων (που είναι απομονωμένη, έγινε «τε-χνητά» κατοικήσιμη από το 2007 -με 100 περίπου στρατιώτες και τις οικογένειές τους- και είναι και πολύ μικρή σε επιφάνεια: 0,17 τ.χλμ) και, αφετέρου, του Καστελόρι-ζου (που είναι πολύ μεγαλύτερο, από αιώ-νων κατοικημένο -με πληθυσμό 406 κατοί-κων κατά την απογραφή του 2001- και απο-τελεί λειτουργικό τμήμα των Δωδεκανήσων) θα αδυνάτιζε το τουρκικό επιχείρημα. Εύκο-λα όμως καταλαβαίνει κανείς για ποιο λόγο η Τουρκία προσπαθεί με τόση επιμονή να δι-αχωρίσει το Καστελόριζο από το Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα, να το εμφανίσει ως απο-κομμένη νησίδα και να το τοποθετήσει στη Μεσόγειο.
Η κακή διαπραγμάτευση του Πρωθυπουργού
To θέμα μου, εν προκειμένω, δεν εί-ναι ούτε το Καστελόριζο ούτε η ΑΟΖ. Θέλωωστόσο να δείξω πόσο κακώς διαπραγμα-τεύεται η Κυβέρνηση εφ' όλης της ύλης τις υποθέσεις μας, μεταβάλλοντας πολλές φο-ρές τα προβλήματα σε κρίσεις. Ιδού λοιπόν εν περιλήψει οι αντιρρήσεις μου για τους χειρισμούς του ελληνικού Υπουργείου Εξω-τερικών:
Πρώτον: σύμφωνα με τα Ουίκι λίκς, ο Πρωθυπουργός δήλωσε εξαρχής στον κ. Ερντογάν ότι «διαπραγματεύεται τα πάντα πλην της κυριαρχίας των νήσων μας>>. Τι σημαίνει «τα παντα»;
Σημαίνει:
- τη διεκδίκηση υφαλοκρηπί-δας, αγνοώντας το αντίστοιχοδικαίωμα των νησιών-
  • την απεμπόληση, από ελληνι-κής πλευράς, του δικαιώματοςεπέκτασης της χωρικής θάλασ-σας, ενώ δεν αναγνωρίζεται το
    τμήμα του ελληνικού εναέριου
    χώρου μεταξύ έξι και δέκα μι-λίων
  • την αμφισβήτηση της ελληνι-κής κυριαρχίας σε νησίδες τουΑιγαίου-
  • τον έλεγχο του συνόλου του εναέριου χώ-ρου του Αιγαίου ανατολικά του 25ου Μεσημ-βρινού-

  • την αποστρατιωτικοποίηση των νησιώνμας.
  • τον περιορισμό πλόων και πτήσεων ελλη-νικών πολεμικών στο Ανατολικό Αιγαίο.
Διαπραγματευτικά, μια δήλωση με τό-σο σοβαρές συνέπειες, πριν καλά καλά αρ-χίσουν οι συνομιλίες, αποτελεί γκάφα, έν-δειξη έλλειψης διαπραγματευτικής πείρας, ίσως ακόμη και εγκληματικής αμέλειας.
Πέραν αυτών όμως, αν ο Πρωθυπουρ-γός όντως επιθυμεί διαπραγματεύσεις για τα πάντα, χωρίς καν να εξηγήσει στη Βουλή γιατί εγκαταλείπει την πάγια πρακτική όλων των προηγουμένων κυβερνήσεων, γιατί δεν εντάσσει και αυτός στις διαπραγματεύσεις τα θέματα των αποζημιώσεων των δημευ-θεισών ελληνικών περιουσιών της Κωνστα-ντινούπολης, της Χάλκης, των παραβιάσεων της Συνθήκης της Λωζάννης σχετικά με την Ίμβρο και την Τένεδο κ.ο,κ. Διότι, χωρίς αυ-τήν τη διεύρυνση των θεμάτων, ο Πρωθυ-πουργός δεν διαπραγματεύεται τα ελληνο-τουρκικά θέματα, αλλά μόνο τις τουρκικές απαιτήσεις επί ελληνικών δικαίων. Αυτό όμως δεν είναι διαπραγμάτευση, αλλά εξαρ-χής και εξ ορισμού παράδοση!
Αυτές οι σκέψεις, σε μένα τουλάχιστον, δημιουργούν απέραντη μελαγχολία, μια και δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για την ικανότητα, αλλά και τους σκοπούς των ηγε-τών μας.
Δεύτερον: απαράδεκτη ήταν επίσης η απόφαση που ανήγγειλα εγώ πρώτος για τον χωρισμό Αιγαίου και Ανατολικής Μεσο-γείου. Την πληροφορία αυτή η Κυβέρνηση την αρνήθηκε κατ' επανάληψη, αν και επαναλαμβανόταν με αυξανόμενη έμφαση μέ-χρις ότου τελικά την επιβεβαίωσε και ο κ, Νταβούτογλου. Εξήγησα ήδη γιατί μια τέτοια παραχώρηση αποτελεί στρατηγικό λάθος.
Τρίτον: εσφαλμένη επίσης είναι η από-φαση να προχωρήσουμε με βάση την υφα-λοκρηπίδα και όχι την ΑΟΖ. Η καταφυγή στη Χάγη δεν θα αποβεί προς όφελός μας και με κοινό συμφωνητικό μπορεί να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερο και διαρκές κακό σε όλη την περιοχή του Αιγαίου και των ανατολικών μας νήσων. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά η σκέψη αυτή με βασανίζει: πάμε στη Χάγη γιατί, όποιος αναγγείλει το αποτέλεσμα που θα μας επιβάλουν οι Τούρκοι, θα καταδικα-στεί αιώνια από την ιστορία. Ας αφήσουμε λοιπόν τη Χάγη να ανακοινώσει το ίδιο απο-τέλεσμα και... έτσι θα γλιτώσουν την ευθύ-νη οι υπεύθυνοι! Δεν γλιτώνουν όμως τόσο εύκολα όσοι συμμετέχουν σε μια τέτοια δι-αδικασία.
Τέταρτον: η όλη διαδικασία, όπως άλ-λωστε και η διαχείριση της οικονομικής κρί-σης, χαρακτηρίζεται από μυστικότητα, έλ-λειψη ειλικρίνειας στις δηλώσεις που γίνο-νται, συνεχείς μεταβολές στα επιχειρήματα και στις αποφάσεις, καθώς και εκτόξευση δυσφημιστικών κατηγοριών εναντίον όσων έχουν το θάρρος να διατυπώνουν αντίθετα επιχειρήματα προς εξυπηρέτηση του δημό-σιου συμφέροντος.
Είναι δύσκολο να δεχθώ ότι πίσω από μερικά από αυτά τα λάθη δεν κρύβονται και ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι, που με ασυγ-χώρητη υπεροψία θεωρούν ότι μόνο το τω-ρινό ιερατείο του υπουργείου τους έχει το μονοπώλιο της σοφίας και της γνώσης και που νομίζουν, επίσης, ότι η κλασική δημοσι-οϋπαλληλική ασυλία θα τους προστατεύσει στο μέλλον και θα συγκαλύψει τη συμμετο-χή τους σε πράξεις που μπορεί μια μέρα να έχουν τραγικές συ-νέπειες για τη χώρα.
Επ' αυτού δεν θα μπω σε λεπτομέρειες νομικής φύσεως, αλλά θα τονίσω ότι το αυ-ξανόμενο, αν όχι ανέλεγκτο πλέον μένος εναντίον των πολιτικών μας, πιθανόν μια μέρα να εξαπλωθεί και να αγγίξει και συμμέτοχους δημόσιους υπαλ-λήλους.
Επιμένω σε αυτό, διότι οι καθ' όλα απαράδεκτοι προπηλακισμοί πολιτικών, που χαρακτηρίζουν τη σημερινή πολιτική ζωη της χώρας, κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να κάνουν πολλούς να αρχίζουν να σκέπτονται ότι, σήμερα, καθώς οι κρίσεις μας πολλαπλασιάζονται και βαθαίνουν, κανείς δεν βρίσκεται πλέον στο απυρόβλητο.
Η μόνη προστασία τους είναι ο εχέφρων πατριωτισμός, η πλήρης διαφάνεια ένα-ντι της Βουλής και του λαού, και η πολιτι-κή ομόνοια στη διαμόρφωση των βασικών δι-απραγματευτικών οδηγιών, Κατά τη γνώμη μου, και μπορεί να σφάλλω, όλες αυτές οι προϋποθέσεις χρηστής διοίκησης, επί του παρόντος, ελλείπουν.