ο οποίος χαρακτήρισε αντισυνταγματική τη σχετική διάταξη του Προεδρικού Διατάγματος 166/2000 που κάνει διάκριση μεταξύ των δύο φύλων.
Ειδικότερα, ο αρεοπαγίτης εισηγήθηκε να κριθεί αντισυνταγματικό το άρθρο 5 του Προεδρικού Διατάγματος 166/2000 κατά το σκέλος εκείνο που προβλέπει περισσότερες προϋποθέσεις για τον άγαμο γιο, ενώ για τις θυγατέρες αρκεί μόνο να είναι άγαμες, προκειμένου να τύχουν της συνταξιοδότησης από υπάλληλο ή συνταξιούχο του Δημοσίου τομέα ο οποίος απεβίωσε.
Σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο του Προεδρικού Διατάγματος 166/2000 το αγόρι για να συνταξιοδοτηθεί πρέπει να είναι άγαμο μετά το 18ο έτος της ηλικίας του και να είναι ταυτόχρονα ανίκανο για εργασία άνω του 50%. Αντίθετα για τις θυγατέρες δεν προβλέπεται καμία προϋπόθεση.
Σύμφωνα με την εισήγηση η διαφορετική αυτή μεταχείριση μεταξύ των αγοριών και των κοριτσιών είναι αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των δύο φύλων, αλλά και ανίσχυρη, ενώ δεν δικαιολογείται και από λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, κ.λ.π.
Μάλιστα τονίστηκε ότι εν όψει των συγχρόνων αντιλήψεων και των δεδομένων για την απασχόληση των γυναικών η διάκριση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε σαν θετικό μέτρο υπέρ των γυναικών.
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο λόγω των αντίθετων αποφάσεων μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Συγκεκριμένα το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει αντισυνταγματικό το επίμαχο άρθρο του Προεδρικού Διατάγματος 166/2000, ενώ το Ελεγκτικό Συνέδριο το έχει κρίνει συνταγματικό.
Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του.