Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας πολύ πρόσφατης μελέτης που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στην επιθεώρηση “Journal of the American Medical Association” η ταχύτητα περπατήματος μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο προγνωστικό παράγοντα για το πόσο θα ζήσει ένα...
άτομο μεγαλύτερης ηλικίας. Όσα άτομα βημάτιζαν με ταχύτητα ίση ή μεγαλύτερη του 1 μέτρου/ δευτερόλεπτο ζούσαν περισσότερο σε σχέση με άλλα που περπατούσαν πιο αργά, ανεξάρτητα από την ηλικία ή το φύλο.
Προσοχή ωστόσο χρειάζεται στην ερμηνεία των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Όπως τονίζει ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο Dr. Stephanie Studenski, καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Pittsburgh, “έχουμε καταφέρει να αποδείξουμε πως η ικανότητα ενός ατόμου να κινείται γρήγορα αντικατοπτρίζει υγεία και ευεξία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως όποιος αρχίσει να περπατάει πιο γρήγορα θα ζήσει και περισσότερο”. “Το σώμα μας επιλέγει την ταχύτητα βηματισμού που του ταιριάζει καλύτερα και αυτή η ταχύτητα συνιστά το δείκτη υγείας του καθένα. Και αυτό είναι που πραγματικά είναι: ένας δείκτης”, προσθέτει.
Έτσι, οι ερευνητές απέδειξαν πως μπορούν να προβλέψουν το ποσοστό επιβίωσης των επόμενων 10 ετών μιας ομάδας ατόμων ανάλογα με το πόσο γρήγορα βημάτιζαν μία απόσταση 4 μέτρων. Η ταχύτητα βηματισμού που χαρακτήριζε τα άτομα που είχαν το μέσο όρο ζωής ήταν τα 0,8 μέτρα/ δευτερόλεπτο, με τους αριθμούς να είναι πιο ακριβείς για τους ενήλικες που ήταν μεγαλύτεροι των 75 ετών. Τα συγκεκριμένα ευρήματα προέκυψαν από την ανάλυση των δεδομένων 34.500 ατόμων.
Ο τρόπος αλλά και η ταχύτητα βηματισμού ενός ατόμου εξαρτώνται από την ενέργεια, αλλά και τον έλεγχο και συντονισμό των κινήσεών του, τα οποία με τη σειρά τους προϋποθέτουν τη σωστή λειτουργία πολλών συστημάτων του σώματος, συμπεριλαμβανομένων του καρδιαγγειακού, του νευρικού και τέλος του μυοσκελετικού.
Έτσι, είναι αναμενόμενο η ταχύτητα βηματισμού να αποτελεί ένα δείκτη υγείας. Η αξία των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων έγκειται στο ότι θέτουν τη βάση για τη δημιουργία ενός απλού και πρακτικού εργαλείου εκτίμησης του ποσοστού επιβίωσης των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας.