Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Ρούπελ: Από το έπος του ‘40 στην εποποιία των οχυρών

Στις αρχές Μαρτίου του 1941, λίγο μετά την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στη σύμμαχό τους Βουλγαρία, γερμανοί και βούλγαροι στρατιωτικοί “επισκέφθηκαν” τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα - προφανώς για μια εκ του σύνεγγυς κατόπτευση του χώρου.

Όταν οι ξένοι στρατιωτικοί, για να κάνουν πιο εμφανή την παρουσία τους εκεί, πήγαν να χαιρετήσουν τον έλληνα διοικητή του λόχου, ένας γερμανός αξιωματικός τον ρώτησε σε άπταιστα ελληνικά: “Τι θα κάνετε εάν σας επιτεθώμεν;”.

Και ο έλληνας αξιωματικός απάντησε:....
“Ο Λεωνίδας με τους 300 εις τας Θερμοπύλας υπήρξε δικός μας πρόγονος και ουδενός άλλου και ημείς και οι απόγονοί του είμεθα αποφασισμένοι όπως ακολουθήσωμεν το παράδειγμά του και των μετ’ αυτού πεσόντων εις τας Θερμοπύλας 300 συμπολεμιστών του”.

Αυτό συνέβη ένα μήνα περίπου πριν από τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, και ο λόγος του έλληνα λοχαγού κινδύνευε να θεωρηθεί φτηνός και βερμπαλιστικός, ή έστω να μείνει μετέωρος, αν στη συνέχεια η γενναιότητα και η αυτοθυσία των στρατιωτών μας δεν αποδείκνυε στην πράξη τα λεγόμενά του. Οι έλληνες υπερασπιστές των οχυρών απέδειξαν έμπρακτα πως μπορούσαν με αξιοπρέπεια να υπερασπιστούν τον τόπο τους από οποιαδήποτε επιβουλή. Ακόμη και αν ο πολυάριθμος αντίπαλος στρατός διέθετε τον πλέον υπερσύγχρονο για την εποχή πολεμικό εξοπλισμό, ακόμη και αν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού μας πολεμούσε ήδη πέντε μήνες στο αλβανικό μέτωπο εναντίον των Ιταλών. Αλλά ας δούμε και κάποιους άλλους συσχετισμούς με τις Θερμοπύλες. Ο επικεφαλής του συγκροτήματος “Μολών λαβέ” (!) του οχυρού Ρούπελ σε μία έξαρση ηρωικής αυτοθυσίας έγραψε στον τοίχο: “Στις Θερμοπύλες σκοτώθηκαν οι 300, εδώ θα πεθάνουν οι 80”!

Όταν ανακοίνωσαν στον λοχαγό Αλέξανδρο Κυριακίδη, διοικητή πυροβολαρχίας, πως η θέση τους εντοπίστηκε και έπρεπε να αποχωρήσουν, αυτός είπε, δεν μπορούμε να φύγουμε και να αφήσουμε τους δικούς μας χωρίς την υποστήριξη. Λίγο μετά ο ίδιος και οι λοιποί σύντροφοί του σκοτώθηκαν. Αλλά και ο ίδιος ο διοικητής του Ρούπελ, όταν οι Γερμανοί τον πληροφόρησαν πως ήδη ο στρατός τους παρέκαμψε τα οχυρά και έφτασε μέσω Γιουγκοσλαβίας στη Θεσσαλονίκη και πως έπρεπε να παραδώσει το οχυρό, αυτός απάντησε πως τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται. Ήτοι, “Μολών λαβέ”!


Πολλά ιστορικά γεγονότα του προηγούμενου αιώνα έχουν καταγραφεί και αναλυθεί από γραφίδες ιστορικών και ιστοριοδιφών. Όσο αυτά τα γεγονότα βρίσκονται κοντά στην εποχή μας -για την Ιστορία περίοδοι 30-50 ετών δεν είναι μεγάλες- τόσο συμπληρώνονται από αφηγήσεις, μαρτυρίες και ντοκουμέντα, τα οποία εμπλουτίζουν την ιστορική γνώση και προσφέρουν μια πιο σφαιρική ενημέρωση στο κοινό.

Του Κωνσταντίνου Π. Γκιουλέκα
βουλευτή ΝΔ Α’ Θεσσαλονίκης

Μία περίοδος του ελληνισμού που η ιστορική γραφίδα κατέγραψε εκτενώς είναι η συμμετοχή της χώρας μας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ελληνοϊταλικός και ο ελληνογερμανικός πόλεμος του 1940-41 ή, όπως έμεινε στην ιστορία, το Έπος του 1940-41. Για αυτό το έπος, λοιπόν, αξίζει να δούμε κάποια στοιχεία πιο αναλυτικά και γλαφυρά.

Πρώτα από όλα το ελληνικό φρόνημα. Το φρόνημα, το ηθικό των Ελλήνων, το 1940 σφυρηλατήθηκε πρώτα με τη νικηφόρα πορεία του στρατού μας, που ξεκίνησε από τις πρώτες ημέρες του πολέμου, αλλά και με την προσπάθεια που κατέβαλε ο Τύπος να μεταφέρει το πνεύμα του μετώπου στα μετόπισθεν και το πνεύμα των αμάχων στην πρώτη γραμμή. Πέρα από τις αρετές της φυλής, που λειτούργησαν ευεργετικά σε εκείνον τον αγώνα -φιλοπατρία, αγάπη προς την ελευθερία, αξιοπρέπεια- οι Έλληνες αντιμετώπισαν την απειλή με πίστη στο δίκαιο και την ηθική που χαρακτήριζε την προσπάθεια που αναλάμβαναν έναντι ενός σαφέστατα πιο πολυάριθμου και πιο καλά εξοπλισμένου εχθρού, χάρη στον τρόπο με τον οποίο ενισχύθηκε το φρόνημά τους μέσα από τις στήλες των εφημερίδων. Καθημερινά τα φύλλα δημοσίευαν τις ηρωικές πράξεις των στρατιωτών μας, με την περιγραφή των πολεμικών ανταποκριτών που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, όπως ο Σπύρος Μελάς, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Κώστας Ουράνης, ο Κώστας Δημάδης, κ.ά., αποτύπωναν με τους χάρτες τις περιοχές των εχθροπραξιών, τα πεδία των μαχών, ώστε να μπορούν όλοι να παρακολουθούν τις εξελίξεις και μετέδιδαν τις ελπίδες και τις προσδοκίες που είχε εναποθέσει η πατρίδα, ένας ολόκληρος λαός, στους μαχόμενους, με καταχωρήσεις τηλεγραφημάτων και ειδήσεων, που αφορούσαν προσφορές των αμάχων προς τον αγώνα και εξυμνήσεις των ηρώων που πολεμούσαν στο μέτωπο.

Γονείς που έχασαν τα παιδιά τους στον πόλεμο τηλεγραφούσαν και ζητούσαν, κατά παρέκκλιση των ισχυόντων, να επιστρατευθούν οι ίδιοι για να πολεμήσουν και να εκδικηθούν τον θάνατο των παιδιών τους, φτωχοί άνθρωποι προσέφεραν οικογενειακά κειμήλια, λάδι και ό,τι άλλο διέθεταν από το υστέρημά τους για την αγορά πολεμοφοδίων, ιεροί ναοί, όπως ο ναός της Ευαγγελίστριας της Τήνου, εκποιούσαν τα τάματα και τα αφιερώματα, δίνοντας για τον ίδιο σκοπό τα χρήματα από τις εκποιήσεις στις ένοπλες δυνάμεις.

Εκείνος ο πόλεμος είχε γίνει, πέρα από μια εθνική περιπέτεια, και μια υπόθεση προσωπική για κάθε Έλληνα. Σύσσωμο το έθνος στρατεύτηκε και αντιμετώπισε τον εισβολέα Ιταλό. Τον εχθρό, που δεν τον υπολόγισε ορθολογικά, ως πολυπληθέστερο, αλλά με το θάρρος και την αποκοτιά που πήγαζε από το τσαλακωμένο ελληνικό φιλότιμο, από το αίσθημα της πληγωμένης τιμής, της πληγωμένης υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας. Κι έφθασε ο Έλληνας έως του σημείου να διακωμωδήσει τους Ιταλούς και τους Γερμανούς και τους δικτάτορές τους Μουσολίνι και Χίτλερ με σκίτσα, γελοιογραφίες, στίχους και τραγούδια, επιθεωρησιακά θεατρικά νούμερα, μεταβάλλοντας τον πόλεμο σε εθνικό πανηγύρι, γεμάτο έξαρση και μοναδικές στιγμές.

Μέσα στη δικτατορία που είχε επιβληθεί από τον Αύγουστο του 1936 και παρ’ όλη τη λογοκρισία που ίσχυε, τις ημέρες του πολέμου παρατηρήθηκε απόλυτη ταύτιση και σύμπνοια λαού, ηγεσίας, εκδοτών, δημοσιογράφων και γενικότερα του πνευματικού κόσμου, που οδήγησε στα γνωστά αποτελέσματα, στη δημιουργία του νεότερου ελληνικού έπους, του Έπους του 1940-41.

Έτσι γράφηκε εκείνο το έπος, που ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου 1940 και συνεχίστηκε, με το δεύτερο ΟΧΙ, που ακούστηκε λίγους μήνες μετά με τη γερμανική επίθεση εναντίον της χώρας μας.

Για τη Μάχη των Οχυρών

6 Απριλίου 1941. Η μνήμη ξαναγυρνάει εκεί πάνω, στις βουνοκορφές των συνόρων, στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Πριν από 70 χρόνια μια μάχη σημάδεψε την ιστορία του πολέμου: η Μάχη των Οχυρών της Γραμμής Μεταξά. Στις 6 Απριλίου 1941, στις 5.30 το πρωί, η χιτλερική Γερμανία επιτέθηκε στη μαχόμενη Ελλάδα. Ένα νέο μέτωπο άνοιγε, μια δοξασμένη σελίδα προστίθετο στην τρισχιλιετή ιστορία μας.

Λαβωμένο το έθνος πολεμούσε Ιταλούς και Γερμανούς μαζί. Το θαύμα που κράτησε έξι μήνες, από τις 28 Οκτωβρίου 1940, δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη. Σε λίγο θα απλωνόταν στην Ελλάδα η μαύρη νύχτα της κατοχής.

Τα έπη, όμως, δεν σβήνουν άδοξα. Τελειώνουν δοξασμένα, όπως ξεκινούν. Στα οχυρά οι Έλληνες συνέχισαν να γράφουν το πιο πρόσφατο έπος τους. Το έγραψαν με το μελάνι της ψυχής και με το αίμα τους. Εκεί, στο Ρούπελ και το Λίσσε, τη Μαλιάγκα, το Περιθώρι, την Παρταλούσκα και την Ποποτλίβιτσα, εκεί στην Κάλη και το Ιστίμπεη ξανακούστηκε, μέσα από το φάτνωμα των πολυβόλων, από χείλη γενναίων μαχητών, από τα χείλη των απογόνων των Σπαρτιατών, το “Μολών λαβέ”.

“Τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται”, φώναζαν οι στρατιώτες μας στα κελεύσματα των Γερμανών για παράδοση. Και το φώναζαν ακόμη κι όταν ο πάνοπλος εχθρός είχε εισέλθει, από άλλη οδό, στη Θεσσαλονίκη. Η πατρίδα συνθηκολόγησε και εκείνοι ακόμη πολεμούσαν. Κι όταν αποφάσισαν να μη συνεχίσουν τη μάταιη θυσία, όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις υπόγειες στοές τους, που ποτέ δεν τις κατέλαβαν οι Γερμανοί, ο εχθρός παρέταξε τιμητικό άγημα, για να διέλθουν από μπροστά του οι μπαρουτοκαπνισμένοι ελάχιστοι υπερασπιστές των σύγχρονων Θερμοπυλών, οι συνεχιστές του άθλου του Λεωνίδα. Έτσι έγιναν οι νικημένοι νικητές και τα λιοντάρια σκλάβοι.

Τα οχυρά πράγματι υπήρξαν οι σύγχρονες Θερμοπύλες της Ελλάδας. Η τρομερή, για την εποχή εκείνη, γερμανική πολεμική μηχανή δεν κατάφερε να βγάλει τους αϊτούς από τις φωλιές τους. Εκεί πάνω γράφηκε το δεύτερο ΟΧΙ, που ακούστηκε στα πέρατα της οικουμένης. Ο Αδόλφος Χίτλερ ομολόγησε μέσα στο Ράιχσταγκ ότι ο πιο γενναίος μαχητής που αντιμετώπισε ο γερμανικός στρατός ήταν ο έλληνας στρατιώτης.

Σήμερα, 70 χρόνια μετά, ας ατενίσουμε και πάλι εκείνες τις βουνοκορφές. Κι ας ορκιστούμε στη θυσία των ηρώων ότι θα κρατήσουμε ψηλά τις σημαίες, όποτε χρειαστεί, οι Πανέλληνες.


Από το αφιέρωμα της εφημερίδας Μακεδονίας: Το Ρούπελ και η Μάχη των Οχυρών
Επιμέλεια αφιερώματος, κείμενο, συνεντεύξεις: Στέλιος Κούκος

http://www.macedoniahellenicland.eu/

http://ksipnistere.blogspot.com/