Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

H διεπιστημονικότητα στην εκπαίδευση και η ριζοσπαστική ματιά στις κοινωνικές εξελίξεις

Δ. Καλιαμπάκος*
Τι δουλειά μπορεί να έχει ένα θέμα επιστημονικού ενδιαφέροντος σε ένα πολιτικό site; Κι όμως, ο τρόπος που αναπτύσσεται και αναπαράγεται η επιστημονική γνώση, τα αποτελέσματα που αυτή επιφέρει στο κοινωνικό σώμα είναι βαθειά πολιτικά. Η διεπιστημονικότητα, για παράδειγμα, δεν αποτελεί μόνο μια ισχυρή μεθοδολογική προσέγγιση. Αποτελεί και ένα αποτελεσματικότερο τρόπο κατανόησης της πραγματικότητας. Πράγμα που, όλοι ξέρουμε, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της προσπάθειας αλλαγής της.
Τι είναι διεπιστημονικότητα;
Διεπιστημονικότητα είναι μια προσέγγιση η οποία στηρίζεται σε περισσότερα από ένα επιστημονικά πεδία. Ενσωματώνει πληροφορίες, δεδομένα, τεχνικές, εργαλεία, από περισσότερες της μιας επιστημονικές κατευθύνσεις. Επομένως, είναι μια προσέγγιση χρήσιμη για να καταλάβει κανείς καλύτερα την πραγματικότητα, κι αυτό είναι απαραίτητο αν κανείς επιθυμεί την αλλαγή της, τη βελτίωσή της.
Γιατί αυτό; Γιατί πολύ απλά η πραγματικότητα πολύ δύσκολα, πολύ σπάνια, μπορεί να χωρέσει σε ένα επιστημονικό κλάδο. Όλα τα μεγάλα προβλήματα για να αντιμετωπιστούν από μια και μόνη επιστημονική οπτική γωνία, πρέπει να υποστούν κραυγαλέες απλουστεύσεις. Έτσι κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η ίδια η πραγματικότητα επιβάλλει τη διεπιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων.
Διεπιστημονικότητα δεν είναι προφανώς το αθροιστικό αποτέλεσμα των μερικών προσεγγίσεων των διαφόρων επιστημονικών πεδίων. Δεν αρκεί καθόλου, για παράδειγμα, να προσθέσεις την κοινωνική προσέγγιση στην οικονομική και τεχνολογική προσέγγιση για να έχεις μια διεπιστημονική προσέγγιση. Αυτό που χρειάζεται είναι έναν εσωτερικός διάλογος των διαφόρων επιστημονικών πεδίων, μια βαθιά αλληλεπίδραση των διαφόρων πλευρών, μια σύνθεση σε ανώτερο επίπεδο των ισχυρών σημείων που υπάρχουν στα διάφορα  επιστημονικά πεδία.
Αλλά, για σκεφτείτε, φαίνεται σαν η πραγματικότητα να αποτελείται από διαφορετικά πεδία, που αντιστοιχούν και σε διαφορετικές επιστήμες,  και το ζητούμενο να είναι μια νέα πραγματικότητα, «κατασκευασμένη», η οποία θα πρέπει να προκύψει από τη  σύνθεσή τους. Αλλά αυτό είναι μια στρέβλωση, είναι η αλήθεια αντεστραμμένη, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά. Τα  διάφορα επιστημονικά πεδία δεν είναι τίποτα άλλο παρά πλευρές της μιας και ενιαίας γνωσιακής προσπάθειας αντίληψης, κατανόησης, της πραγματικότητας, ως προϋπόθεσης για το μετασχηματισμό της.  Όμως,  πολλές φορές, αυτά τα διαφορετικά επιστημονικά πεδία, που για λόγους ευκολίας αναπτύχθηκαν ξεχωριστά, απέκλιναν τόσο πολύ μεταξύ τους που μοιάζουν σήμερα αυτόνομα και αυθύπαρκτα, αρχίζουμε να τα βλέπουμε σαν διαφορετικές οντότητες, που «χρήσιμο είναι να συνεργάζονται».
Διεπιστημονικότητα δεν είναι μόνο η συνέργεια των διαφορετικών επιστημονικών πεδίων. Διεπιστημονικότητα σημαίνει και συνέργεια μεταξύ των διαφόρων επιστημόνων, σημαίνει και μια διαφορετικού τύπου ομαδικότητα. Είναι σε τελευταία ανάλυση μια συνολικά διαφορετική επιστημονική κουλτούρα. Αλλά τώρα, όπως τα παρουσιάζω, φαίνεται σαν να είναι τα πλεονεκτήματα της διεπιστημονικότητας προφανώς ορατά. Ακόμη περισσότερο φαίνεται σαν η «τιμαριοποίηση» της επιστήμης να αποτελεί εξώφθαλμο λάθος. Έτσι, η διεπιστημονική προσέγγιση θα έπρεπε να ήταν η κυρίαρχη κατεύθυνση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Είναι όμως έτσι;
Γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα αποστρέφεται την διεπιστημονικότητα;
Κι όμως, η διεπιστημονικότητα είναι παρίας των εξελίξεων, όσον αφορά  τα ζητήματα της εκπαίδευσης διεθνώς. Για καθόλου αμελητέους λόγους. Για λόγους πολύ ισχυρούς. Ίσως ο ισχυρότερος, ή μάλλον ο πιο προφανής απ’ αυτούς, να είναι ότι ο περίφημος Homo Universalis της εποχής της αναγέννησης είχε να διαχειριστεί πολύ πιο μικρό όγκο συνολικών πληροφοριών. Σήμερα ο όγκος της γνώσης, ο όγκος των πληροφοριών, είναι απίθανα μεγάλος.
Ας δούμε κάποια στοιχεία που εξηγούν με πειστικό τρόπο πως ο τεράστιος όγκος των γνώσεων ωθεί στην εξειδίκευση. Μεταξύ 1900 και 1960 το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης, διπλασιαζόταν κάθε περίπου 40 χρόνια. Από το 1970 έως το 2000, ο χρόνος διπλασιασμού ήταν μόλις 10 χρόνια. Σήμερα, ο όγκος της πληροφορίας που βρίσκεται στο διαδίκτυο  διπλασιάζεται κάθε 6 μήνες. Ο όγκος της έντυπης γνώσης, ό,τι έχει τυπωθεί από όταν ανακαλύφθηκε η τυπογραφία μέχρι σήμερα, διπλασιάζεται κάθε 8 χρόνια. Η τεχνική γνώση, που μας ενδιαφέρει άμεσα, διπλασιάζεται κάθε 3 χρόνια. Δηλαδή, στο προσδόκιμο του χρόνου να ολοκληρώσει ένας φοιτητής τις σπουδές του θα έχει διπλασιαστεί ο όγκος των γνώσεων στο αντικείμενό του, μιλώντας με μέσους όρους. Σήμερα, είναι γενικότερα αποδεκτό ότι το σύνολο της γνώσης διπλασιάζεται κάθε 2-3 χρόνια.
Οπότε ποια επιλογή φαίνεται ως η μόνη ρεαλιστική; Για να μην φλυαρούμε, για να μην ασχολούμαστε επιδερμικά με τα πράγματα, το καλύτερο είναι να επιλέξουμε ένα στενό  επιστημονικό πεδίο, να εξειδικευθούμε σε αυτό, και αν τα καταφέρουμε να συνεισφέρουμε εκεί με την παραγωγή νέας γνώσης. Επομένως, η ειδίκευση φαίνεται να είναι αναγκαία εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας γνώσης.
Αλλά η εξειδίκευση δεν απορρέει μόνο από εκεί. Η εξειδίκευση είναι γενικότερο φαινόμενο που συνδέεται βαθιά με την εργασία, σε όλες τις μορφές της. Ο καταμερισμός όμως της εργασίας γίνεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο, είναι σύμφυτος με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η υπερβολική ειδίκευση, μάλιστα, εκτόξευσε την παραγωγικότητα της εργασίας στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε τέτοια επίπεδα που η ανθρωπότητα ποτέ δεν είχε επιτύχει  στο παρελθόν. Μιλάμε για το περίφημο φαινόμενο του φορντισμού- τεϋλορισμού.
Δηλαδή, παίρνουμε μια εργασία –ας πούμε την κατασκευή ενός αυτοκινήτου- τη κατατέμνουμε  σε πολύ μικρά κομμάτια. Κάθε εργαζόμενος  αναλαμβάνει ένα συγκεκριμένο μικρό τμήμα. Επαναλαμβάνει την εργασία αυτή σχεδόν  μηχανικά, επομένως την κάνει πολύ πιο γρήγορα. Έτσι το  σύνολο των εργαζομένων σε μια αυτοκινητοβιομηχανία παράγει πολύ περισσότερα αυτοκίνητα στον ίδιο συνολικό χρόνο εργασίας, απ’ αυτά που θα μπορούσαν να φτιάξουν εργαζόμενοι που κάνουν όλες τις δουλειές. Η διαδικασία αυτή βρίσκεται στον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η ίδια αυτή διαδικασία επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό και στην ίδια την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης. Δηλαδή, η επιστημονική γνώση για να μπορεί να αναπτύσσεται γρήγορα και αποτελεσματικά, κατατέμνεται σε αντικείμενα - να η πηγή της ειδίκευσης σε διαφορετικούς τομείς-, ο καθένας παράγει ότι καλύτερο μπορεί στο συγκεκριμένο αντικείμενο, και όλες αυτές οι ανεξάρτητες δραστηριότητες με κάποιο «μαγικό» τρόπο ενοποιούνται.
Ας δούμε λίγο με ποιο τρόπο ενοποιούνται: εκατομμύρια, δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη, κάνουν καλά τη δουλειά τους, χωρίς να σκέφτονται τη συνολική παραγωγή, χωρίς να έχουν την εικόνα της συνολικής οργάνωσης της κοινωνίας, αρκεί να ενστερνίζονται ορισμένες βασικές αξιακές αρχές. Για παράδειγμα, η δουλειά μου είναι χρήσιμη, αν παράγει ένα εμπόρευμα, αρκεί κάτι να πωλείται και να αγοράζεται. Είναι άραγε το υπέρτατο αυτό κριτήριο, από μόνο του, σωστό; Λίγοι μπαίνουν στον κόπο να σκεφτούν πάνω σε αυτό. Ο καπιταλισμός εν πολλοίς ενοποιεί το αποτέλεσμα της εργασίας δισεκατομμυρίων ανθρώπων, μ’ έναν άδηλο τρόπο, μη εμφανή. Έτσι, ταυτόχρονα αποκρύπτεται η συνολική εικόνα του, η λειτουργία του. Ποιος διοικεί; Πως παράγονται τα αγαθά; Πως κατανέμονται τα αγαθά αυτά;
Η εξειδίκευση αυτή (και στο πεδίο της επιστήμης) έχει όμως σημαντικές επιπτώσεις. Δύο από αυτές είναι εξαιρετικά σοβαρές και θα τις σχολιάσουμε. Πρώτον,  παράγει επιστήμονες που έχουνε σοβαρή αδυναμία χειρισμού πολύπλοκών φαινομένων. Σοβαρότατη αδυναμία. Οι επιστήμονες γίνονται «καλύτεροι», διαλέγοντας ολοένα κι ένα μικρότερο πεδίο στο οποίο ξέρουν σχεδόν τα πάντα. Μέχρι να μάθουν «τα πάντα για το τίποτα». Περιορισμός της σφαίρας στην οποία κινούνται, εμβάθυνση στο συγκεκριμένο, αλλά και απώλεια της συνολικής αίσθησης της πραγματικότητας, της μακρινής όρασης. Δεύτερον, η εξειδίκευση προκαλεί τεράστια έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των διαφορετικών επιστημονικών πεδίων. Ουσιαστικά, μιλάμε για μια σύγχρονη «επιστημονική Βαβέλ», κάθε κλάδος αποκτά το δικό του «κώδικα επικοινωνίας» (ορολογία), πολύ δύσκολα μπορεί να επικοινωνήσει με τους άλλους κλάδους, σχεδόν είναι κόσμοι που ζουν και αναπτύσσονται χωριστά. Υποτίθεται, μάλιστα, για να εξυπηρετήσουν την ίδια ενιαία και αδιαίρετη πραγματικότητα, την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων που έχουν εγγενώς πολλαπλή φύση.
Υπάρχουν όμως και σημαντικές πολιτικές, κοινωνικές συνέπειες της υπερβολικής ειδίκευσης. Η κύρια συνέπεια αυτού είναι τι είδους πολίτες διαμορφώνονται. Ένας άνθρωπος που κινείται σε ένα συγκεκριμένο, στενό πλαίσιο (απλά «κάνει τη δουλειά του») είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχει μια αποσπασματική και τελικά λαθεμένη θεώρηση της πραγματικότητας. Η ανάπηρη αυτή προσέγγιση, που δημιουργείται απ’ την υπερβολική γνώση στο επιμέρους και την άγνοια της συνολικής εικόνας, προφανώς εξυπηρετεί την ισορροπία του υφιστάμενου συστήματος, αφού δεν επιτρέπει ερεθίσματα που να γεννούν μεγάλα ερωτήματα.  Έτσι, δεν αμφισβητούνται οι  θεμέλιοι λίθοι του συστήματος. Αν κανείς διαβάσει αντίστροφα την τελευταία παρατήρηση θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι  η διεπιστημονικότητα, όχι από μόνη της προφανώς και εν σπέρματι αναμφίβολα, έχει έντονα αντισυστημικά στοιχεία,  γιατί φέρνει στο προσκήνιο τη συνολική εικόνα.
Τα προβλήματα αυτά είναι γνωστά πια στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, γι αυτό και  συνεχώς κερδίζει έδαφος μιας νέας προσέγγιση, η διεπιστημονική προσέγγιση. Ας σκεφτούμε ορισμένα εξαιρετικά παραδείγματα αυτής της όσμωσης των διαφορετικών επιστημονικών πεδίων. Σκεφτείτε ότι ο Hawking για να απαντήσει στο κοσμολογικό πρόβλημα, δηλαδή σε προβλήματα πολύ μεγάλων διαστάσεων, δανείζεται ιδέες απ’ την κβαντική φυσική, τη φυσική του μικρόκοσμου. Ή, πόσο εντυπωσιακό είναι το γεγονός  ότι ο Prigogine, φρέσκαρε ακόμα και τις μαρξιστικές αντιλήψεις για τον περίφημο «συσχετισμό δυνάμεων», μέσα από τη θεωρία του χάους και τις τεράστιες συνέπειες που μπορούν να προκληθούν ακόμη και από ελάχιστες παρεμβολές.   Αυτό το πάντρεμα διαφορετικών επιστημονικών πεδίων που γεννάει νέες πραγματικότητες, είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι. Πραγματικά συναρπαστικό.
Παρεμπιπτόντως,  αναρωτιέται κανείς αν υπήρχε μια ενιαία επιστημονική γλώσσα, έτσι ώστε κάθε κλάδος να γίνονταν κοινωνός των επιτευγμάτων όλων των υπολοίπων, ποια θα ήταν η σημερινή πραγματικότητα και τι θα ξέραμε γι’ αυτήν;
Διεπιστημονικότητα και μηχανικοί
Ιδιαίτερη αξία έχει για τις πολυτεχνικές σχολές ο εμπλουτισμός των σπουδών των μηχανικών με στοιχεία από τις κοινωνικές επιστήμες. Το επάγγελμα του μηχανικού είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό επάγγελμα. Απαντάει σε οικονομικά και κοινωνικά ερωτήματα. Παράγει οικονομικά και κοινωνικά αποτέλεσμα. Όμως, οι σπουδές μας πολύ συχνά προσανατολίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην ενδιάμεση τεχνολογική φάση, χωρίς να ασχολούνται με τα ερωτήματα και χωρίς να εξετάζουν τα αποτελέσματα. Αλλά αυτό είναι όμως μια εξαιρετικά μερική, αποσπασματική διαδικασία.
Και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο κυριαρχείται απ’ την κατεύθυνση της ειδίκευσης. Η ειδίκευση, η πορεία απ’ το γενικό στο μερικό, είναι το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό των σπουδών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Οι σπουδές στα δύο πρώτα ενιαία πάνω-κάτω χρόνια σπουδών δίνουν έμφαση στα βασικά μαθήματα (φυσική, μαθηματικά, υπολογιστές, με ελάχιστες άλλες συμπληρωματικές γνώσεις) με περισσότερα μαθήματα ειδίκευσης στη συνέχεια. Και μετά το πτυχίο, μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, 19 των αριθμό, όλα στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης ειδίκευσης, σε σχέση με το βασικό αντικείμενο σπουδών, εκτός από ένα, το οποίο στηρίζεται και καλλιεργεί τη διεπιστημονικότητα.
Παρακολουθήσατε λίγο πριν την ομιλία του Νίκου Μαρκάτου. Ο Νίκος είναι εξαιρετικός ομιλητής, χρησιμοποιεί πολύ ζωντανά παραδείγματα. «Έχετε δει κανέναν όταν πέφτει το μήλο απ’ τη μηλιά», είπε, «να καταριέται το Νεύτωνα γιατί έπεσε το μήλο, όπως πιθανόν θα έκανε σε κάποιον οικονομολόγο για κάποιες απόψεις του»;  Άρα, να συμπεράνουμε έμμεσα από αυτό ότι η Φυσική είναι επιστήμη και η Οικονομία δεν είναι; Ο Νίκος το είπε αυτό σαν ευφυολόγημα, ξέρω ότι δεν έχει αυτή την αντίληψη, αλλά αυτό αποτελεί μια κλασική άποψη εντός της Πολυτεχνειακής κοινότητας. Επιστήμη είναι ό,τι καταλαβαίνει ο μηχανικός, τα υπόλοιπα είναι δεύτερης κλάσης επιστήμη, στην καλύτερη περίπτωση. Τώρα αν λέγαμε ότι ακόμα και ο Νεύτωνας θα έμενε άναυδος αν έλεγες «στέλνω ένα μικροσωματίδιο από μια μικρή οπή ενός διαφράγματος να πάει στο απέναντι διάφραγμα, αλλά υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να κάνει πρώτα μια βόλτα στον Άρη και ίσως πάει απέναντι»; Και ότι θα πρέπει να αναμορφώσουμε τη σχέση αιτίου- αποτελέσματος, εισάγοντας οργανικά την αβεβαιότητα; Ότι όλα τα πράγματα δεν αποδεικνύονται μέσα από τυπικά πειράματα; Ότι στις κοινωνικές επιστήμες η ίδια η ιστορία είναι το μεγάλο της εργαστήριο; Ξέρετε πόσο ισχυρή (αν και άρρητη τις περισσότερες φορές) είναι η άποψη μεταξύ των μηχανικών που λέει ότι μόνο ό,τι  περιγράφεται σε μια εξίσωση είναι επιστήμη. Αγνοώντας ότι για να χωρέσουμε την πραγματικότητα σε μια εξίσωση κάνουμε πολλές φορές κραυγαλέες παραδοχές,  που συνήθως τις ξεχνάμε μετά. Νομίζουμε ότι έχουμε εγκλωβίσει την πραγματικότητα σ’ έναν τύπο. Μια προσέγγιση κάνουμε, πολλές φορές λίγο καλύτερη από μια προηγούμενη. Αλλά είναι μόνο μια προσέγγιση. Μας ξεγελάνε οι διαφορικές εξισώσεις, τα πολύπλοκα μαθηματικά. Είναι μια προσέγγιση. Πολύ σημαντικά πράγματα τα αφήνουμε εκτός, πρέπει να το θυμόμαστε  αυτό.
Τα πανεπιστήμια ως θερμοκοιτίδα ριζοσπαστικών ιδεών
Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι συνώνυμη με τη διακίνηση των ιδεών. Το γεγονός ότι οι ριζοσπαστικές απόψεις βρίσκουν καταφύγιο και κάπως ευνοϊκότερες συνθήκες ανάπτυξης (άραγε, για πόσο ακόμη;) στα πανεπιστήμια, δεν είναι «χάρη», ούτε «εύνοια» προς τους φορείς τους. Ωφελεί ολόκληρη την κοινωνία. Αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για τη συνεχή κοινωνική πρόοδο και εξέλιξη.  Ας  θυμηθούμε ότι ακόμα και αυτό που σήμερα συνιστά  κυρίαρχη άποψη, εμφανίστηκε αρχικά ως μειοψηφική ριζοσπαστική άποψη. Σ’ ένα προηγούμενο βήμα της κοινωνίας, ήταν μια ιδέα ριζοσπαστική που την υπερασπίζονταν πολύ λίγοι. Έζησε, όμως, κυριάρχησε έναντι λιγότερο αποτελεσματικών, στις συγκεκριμένες συνθήκες, απόψεων για να έρθει η ώρα το ίδιο να αμφισβητηθεί. Έτσι, το να είναι τα πανεπιστήμια φορείς- θερμοκοιτίδες διαφορετικών απόψεων, πολλών απ’ αυτές ριζοσπαστικών και μειοψηφικών, ουσιαστικά είναι ο καλύτερος δρόμος για την προετοιμασία της αυριανής κοινωνίας. Δεν εννοώ με αυτό ότι οποιαδήποτε ριζοσπαστική ή μειοψηφική πρόταση σήμερα είναι χρήσιμη. Οι πιο πολλές απ’ αυτές  θα πάνε στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Όμως, κάποιες απ’ αυτές που μέλλει να αλλάξουν τον κόσμο θα εμφανιστούν αρχικά σαν μειοψηφικές απόψεις. Έτσι, με το να έχουμε τα πανεπιστήμια ανοιχτά στις απόψεις αυτές αφήνουμε στην κοινωνία το δρόμο ανοιχτό για το μέλλον της.
* Οι σκέψεις που αναπτύσσονται στο κείμενο, προέρχονται από  ομιλία στην εκδήλωση προς τιμήν του Ομότιμου Καθηγητή Δ. Ρόκου,  που έγινε στις 22 Ιουνίου 2011. Για όποιον ενδιαφέρεται για περισσότερα στοιχεία, ας ανατρέξει στο παρακάτω συνημμένο αρχείο.