Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Γλωσσικές περιπέτειες των Ρομά


γράφει ο Γιώργος Καλογερόπουλος
Διάφορες Ονομασίες των Ρομά:
Αθίγγανος : Αρχική σημασία της λέξης είναι ο ανέγγιχτος, ο άθικτος και προέρχεται από το στερητικό «α» και το ρήμα «θιγγάνω» που σημαίνει αγγίζω, ψαύω. Είναι το ίδιο ρήμα από το οποίο προέρχεται το σημερινό «θίγω» (πιο συγκεκριμένα από το θέμα του αορίστου β’ του θιγγάνω : ἔθιγον). Κατά τη βυζαντινή περίοδο, και περί του 4ου – 5ου μ.Χ. αιώνα, αθίγγανοι καλούνταν τα μέλη μιας χριστιανικής αίρεσης (μανιχαϊστών), γνωστά επίσης ως Μελχισεδεκίτες (προσηλωμένοι στον ιερέα Μελχισεδέκ). Πολλά από τα δεισιδαιμονικά και μαντικά χαρακτηριστικά της αίρεσης αυτής, οδήγησαν ύστερα από την παρακμή της, στη σύνδεση της ονομασίας των αθιγγάνων με την ινδικής καταγωγής νομαδική φυλή των Ρομ ή αλλιώς Ρομά (=άνδρας), όπως οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται. Από τη λέξη «ἀθίγγανος» προήλθε το μετέπειτα «ἀτσίγγανος» και εν συνεχεία το γνωστό μας «τσιγγάνος». Η λέξη «τσιγγάνος» πέρασε αργότερα στην τουρκική γλώσσα ως «çingene», αποκτώντας επιπλέον τη σημασία του φιλάργυρος, και ακολούθως επέστρεψε στην Ελληνική, ως αντιδάνειο, η λέξη «τσιγγούνης». Από το «ἀθίγγανος»  προήλθαν και τα: «Athinganus» της μεσαιωνικής Λατινικής, «Zingano» της Ιταλικής, «Cigano» της Πορτογαλικής, «Zigeuner» της Γερμανικής και Δανικής, «Cigany» της Ουγγρικής, «Zigenare», «Cingan» και «Cigan» της Σουηδικής, «Athinganinu», «Atsiganinu» της παλαιάς Σλαβικής και «Atzigan» της Βουλγαρικής.

Γύφτος : Το τόσο συνηθισμένο αυτό προσωνύμιο ενός μέλους της φυλής των Ρομ, προέρχεται από τη λέξη «Αἰγύπτιος» (με αποβολή του αρκτικού ατόνου φωνήεντος και ανομοίωση διαρκείας ptàft). Αιτία αυτής της ονομασίας αποτελεί το γεγονός ότι το εν λόγω φύλο έφτασε στην περιοχή της Μεσογείου μέσω της Αιγύπτου ή όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν μέσω της Μικράς Αιγύπτου, δηλαδή της Κιλικίας στη νοτιανατολική Μικρά Ασία (έναντι της Κύπρου). Από τη λέξη «Αἴγυπτος»* λαμβάνουμε τα λατινικά «Aegyptus»(=Αίγυπτος), «Aegyptius»(=Αιγύπτιος) και «Aegyptiacus»(=Αιγυπτιακός), και από αυτά το «Egyptien» της παλαιάς γαλλικής και εν συνεχεία τα παλαιά «egypcian» και «gypcian» της Αγγλικής, και το «gypsy» ή «gipsy» της σύγχρονης Αγγλικής. Από το λατινικό «Aegyptus» και ειδικότερα από το  «Aegyptanus» της ύστερης λατινικής (ή ισοδύναμα της παλαιότερα καθομιλουμένης από τον απλό κόσμο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας λατινικής), προέρχεται και το ισπανικό και πορτογαλικό «gitano», χρησιμοποιούμενο πλέον και στην αγγλική, καθώς και το γαλλικό «gitan». Άλλες ονομασίες που μαρτυρούν αυτήν την εξ Αιγύπτου έλευση των Ρομά είναι οι:  «Phora nejuk» (=λαός του Φαραώ) της Ουγγρικής, «Farawni» και «Qibti» (=Αιγύπτιος) της Τουρκικής
Μποέμ : Προέρχεται από το γαλλικό «Bohème» (=Βοημία, περιοχή που εκτείνεται στη σημερινή δυτική Τσεχία καταλαμβάνοντας περί των δύο τρίτων της όλης έκτασής της – η λέξη Bohème παράγεται από τη λατινική ονομασία της εν λόγω περιοχής «Boiohaemum»), και δηλώνει τον νομά εκ της Βοημίας, καθώς, λανθασμένα θεωρήθηκε κατά τον 15ο περίπου αιώνα ότι η φυλή των Ρομά καταγόταν από το βασίλειο της Βοημίας, ενώ στην πραγματικότητα, αυτό ήταν απλά το πέρασμά μέσα από το οποίο έφτασαν στη δυτική Ευρώπη, και όχι η καταγωγή της φυλής. Σημειώνεται ότι η Βοημία κατοικήθηκε αρχικά από κελτικά φύλα, αργότερα από γερμανικά, και ύστερα από την προς τα νοτιοδυτικά μετανάστευση των τελευταίων από σλάβους.

Κατσίβελος : Ανάγεται στο αρωμουνικό «captivel», που με τη σειρά του έχει προέλθει από το λατινικό «captivus»(=αιχμάλωτος), μέσω της μεταφορικής σημασίας άθλιος και δυστυχής.
Άλλες ονομασίες που απαντώνται είναι: «Nubiani» της μεσαιωνικής Λατινικής, «Zingaro» της Ισπανικής, Ιταλικής και Αγγλικής (πιθανόν δάνειο από το ιρανικό «asinkar»=σιδηρουργός), «Karami» (=δουλοπάροικος ή παλιάνθρωπος) της Αραβικής, «Karachi» (=μελαμψός) της Περσικής, «Heiden»(=ειδωλολάτρης) της Ολλανδικής, Tater και Tatare (=Τάταροι) της Δανικής και Σουηδικής αντίστοιχα.
*Αξίζει να αναφέρουμε ότι η αρχαία ελληνική λέξη «Αἴγυπτος», που απαντάται ήδη από τον Όμηρο και χρησιμοποιούταν για την ευρύτερη περιοχή του Νείλου, ανάγεται στο ακκαδικό «Hakaptah»(=ναός της ψυχής του Φθά) που αποτελούσε μια από τις ονομασίες της πόλης της Μέμφιδος. Η αρχαία αιγυπτιακή ονομασία της χώρας ήταν «Kemet»(=μαύρη χώρα), ενώ η σημερινή αραβική ονομασία είναι «Misraim».

Πηγές:
·    The Century Dictionary and Cyclopedia, 1897
·    Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη,2010
·    A Comprehensive Etymological Dictionary of the English Language, Ernest Klein, 1966
·    Oxford Latin Dictionary, 1968
·    An American Dictionary of the English Language, Noah Webster, 1828
·    A Dictionary of the English Language, Samuel Johnson, 1785
·    Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης, Δ. Δημητράκος, 1950
·    Dictionnaire de L’Académie Française, 1879

http://www.24grammata.com/