Να την ξαναδώ ακόμα μια φορά ήθελα. Την Ελληνίδα που φορά το μαύρο μαντήλι για να πενθεί τις χαρές που δεν έζησε και αυτές που έφυγαν ανεπιστρεπτί. Να κουβαλά το ταψί με το ξεροψημένο από φούρνο ψωμί στο κεφάλι ισορροπώντας τα τσακισμένα πόδια της στο καλντερίμι κρατώντας το μέτωπο ψηλά σαν Καρυάτιδα που ακόμα και γερασμένη είναι εκεί για να κρατά τη μετόπη της αξιοπρέπειας.
Να τον ξαναδώ ακόμα μια φορά ήθελα. Να χώνει το τσαπί τόσο βαθιά στην γη σκοτώνοντας το χώμα για να σπείρει με τα χέρια του ζωή. Να τον δω να σταματά και να ξαποσταίνει κοιτώντας τον ήλιο που κονταροχτυπιόταν από τα γεννοφάσκια του για το ποιος θα αντέξει πιο πολύ μέχρι να πέσει το σκοτάδι.
Να τα ξαναδώ ακόμα μια φορά ήθελα. Τα παιδιά να παίζουν μπάλα στις αλάνες με τα λιτά παντελονάκια τους και ένα κομμάτι ψωμί στο χέρι. Να ματώνουν τα γόνατά τους και να σηκώνονται χωρίς δάκρυα σαν γεννημένοι πολεμιστές έτοιμα για τις μάχες που θα έρχονταν.
Να τους ξαναδώ ήθελα. Τους πικραμένους αυτής της χώρας . Να κάθονται στις ξεχαρβαλωμένες καρέκλες ενός καφενείου κάπου στα σύνορα και να κοιτούν μέσα από τα βρώμικα τζάμια την Ελλάδα να τους αποχαιρετά όπως έκανε κάθε μέρα, κάθε εποχή, κάθε χρόνο κι αυτοί να είναι εκεί να την κοιτούν μόνο για να την βλέπουν να φεύγει.
Να τις ξαναδώ ήθελα. Τις κοπέλες να απλώνουν τις μπουγάδες στον ήλιο με τα ιδρωμένα φορέματά τους και να κοιτούν στον δρόμο για το ταίρι που θα γυρίσει από το μεροκάματο. Να έχουν στην κατσαρόλα φακές και το κρεμμύδι έτοιμο στο πιάτο και σαν βασίλισσες των γκρεμισμένων ελπίδων να σφίγγουν το χέρι του οικοδόμου που κάθεται σκεφτικός στο κουτσό από ένα πόδι τραπέζι.
Να το ξαναδώ ήθελα. Εκείνο το πρωινό που οι καμπάνες χτυπούσαν και τα παλικάρια είχαν στα χέρια τους κορίτσια με σημαίες να ανεμίζουν. Τότε που όλοι ήταν φτωχοί, ακρωτηριασμένοι, προδομένοι, τσακισμένοι και ελλιπείς αλλά με την σιγουριά ότι εκείνη τουλάχιστον την στιγμή ήταν ελεύθεροι.
Να σε ξαναδώ ήθελα. Να ανεβαίνεις στα βουνά αρματωμένος γνωρίζοντας ότι ίσως να ήταν η τελευταία σου ανάβαση και να το χαίρεσαι. Να είσαι ευτυχής που ζούσες για να πεθάνεις για μένα. Για σένα. Για όλα αυτά που ήθελα να ξαναδώ.