Στην Αθήνα ζω με δόσεις. Είναι η μόνη πόλη της ζωής μου που της χρωστάω. Από την πρώτη άφιξή μου το 1998 μέχρι την τελευταία φορά που την απαρνήθηκα το 2011 βρισκόμαστε σ’ ένα διαρκές συναισθηματικό αλισβερίσι. Μετά από τέσσερα χρόνια στη Θεσσαλονίκη ήθελα σαν τρελός να την ξαναδώ. Και μετά τη χακί experience στην Κύπρο δεν σκεφτόμουν να πάω πουθενά αλλού. Όσο για τα δύο χρόνια στην καρτποσταλικής ομορφιάς Ιρλανδία με τα γεμάτα νεράιδες δάση, το μόνο που έκανα ήταν να μαζεύω λεφτά για να τα ξοδέψω όταν θα ερχόμουν στην Αθήνα. Ακόμα και τώρα, ένα χρόνο μετά, που χόρτασα από τους ιριδισμούς του ηλιοβασιλέματος στην καλντέρα της Σαντορίνης η μηνιαία εβδομάδα μου στην Αθήνα είναι γεμάτη καινούργια πράγματα. Και πάντα απορώ, πως μπορώ και φεύγω όταν ξέρω ότι θα γυρίσω. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Κακά τα ψέματα… η Αθήνα δεν έχει καμία σχέση όταν δουλεύεις και όταν την επισκέπτεσαι. Μετά από τουλάχιστον 8 ώρες δουλειά και μιας ώρας στους δρόμους για το πήγαινε έλα δεν βλέπεις τίποτα άλλο από το πόσα λεπτά θέλει για να φτάσει ο επόμενος συρμός του μετρό για να σε πάρει και να σε πάει σπίτι. Τα ποτά και οι καφέδες ακόμα και με τους πιο αγαπημένους είναι γρήγορα και με περιγραφές μιας πραγματικότητας που μοιράζονται σχεδόν την ίδια θεματολόγια με τα δελτία του Σταρ και του Μέγκα. Ενώ, όταν την επισκέπτεσαι οι φίλοι σού περιγράφουν τα βασικά, τα καυτά τους θέματα (ο δεύτερος γκόμενος και το πότε θα σε επισκεφθούν) και εσύ ακούς μεταφέροντας μια πραγματικότητα που η λέξη κρίση είναι ακόμα μια ξένη, αλλά όχι μια άγνωστη.
Γιατί… δεν είναι μυστικό κρυμμένο στης Αθήνας τα βάθη, ότι την κρίση τη βιώνει πιο έντονα απ’ όλους αυτή η πόλη. Όχι γιατί στην επαρχία έχουν τις κοτούλες τους και τις φυτεμένες πατάτες τους στα χωράφια ή ακόμα καλύτερα γιατί ο τουρισμός πάει καλά. Αλλά γιατί στην επαρχία η ζωή είναι τζάμπα αν διανοηθείς να τη συγκρίνεις με το κόστος διαβίωσης στην Αθήνα. Γιατί στην επαρχία πόσες φορές θα πας σινεμά, θέατρο… έως μία. Πόσες φορές θα πας για καφέ, ποτό, φαγητό στα ίδια και στα ίδια, που και να μην πας, ξέρεις ότι δεν χάνεις και τίποτα. Δε μ’ ενδιαφέρει να αναλύσω τα θετικά και τα αρνητικά για τη ζωή εντός και εκτός… αν και αυτές οι δύο λέξεις τα λένε όλα.
Η Αθήνα αλλάζει… χωρίς το «ζει» γραμμένο με κεφαλαία (για λόγους ευρηματικότητας σε εορταστικές αφίσες) γιατί παρόλη την κρίση, τις αναμενόμενες φλόγες που ξετρυπώνουν κάτι βράδια από όμορφα διατηρητέα και τις σκούρες αποχρώσεις στα πρόσωπα όλων των κατοίκων της δε σταματάει να προσφέρει μια νυχτερινή ζωή που σέβεται απόλυτα τις ανάγκες τους. Ανανεώνει τις πιάτσες της ανοίγοντας πανέμορφα μπαρ σε προ κρίσης ημι- άγνωστα σημεία του κέντρου που δίνουν στην έξοδο ένα μαγευτικό νυχτερινό αέρα. Βρέθηκα στην Κολοκοτρώνη και δεν το πίστευα. Τα αγαπημένα μου μπαρ στη Λέκκα, είχαν αποκτήσει αδερφάκια, όπως το Faust, το 42, το Tailor Made, το Booze που έγινε τεράστιο και μια σειρά από άλλα «δορυφορικά» μπαρ κρυμμένα σε στοές που κάποτε ήταν σκοτεινές ή χρησιμοποιούνταν για ουρητήρια. Αυτά δεν υπήρχαν πέρσι. Και πέρσι είχαμε κρίση. Και ένα βράδυ για να τα γυρίσεις δεν είναι αρκετό και εγώ που ήθελα να τα δω όλα δεν άφηνα τα παγάκια να λιώσουν καθόλου στο ποτό μου.
Αλήθεια, ποιος «σκότωσε» τα προάστια… ποιος έχει όρεξη να τρέχει στις Γλυφάδες και τις Κηφισιές πια; Εδώ και πολλά – προ κρίσης- χρόνια κανένας. Το κέντρο όχι μόνο κέρδισε πανηγυρικά, αλλά ακόμα και τα καλοκαιρινά πρότζεκτ μαγαζιών λειτουργούν χειμώνα καλοκαίρι στο κέντρο. Ευτυχώς, πάντως, όταν πρέπει να επισκεφθείς φίλους σε προάστια υπάρχουν αξιοπρεπέστατα μαγαζιά που καθόλου δεν μετανιώνεις τη βενζίνη και τις αστρονομικές διπλές ταρίφες. Αλλά πλέον δεν υπάρχει λόγος να τρέχεις. Ακόμα και οι «προαστιακοί» φίλοι στο κέντρο έρχονται.
Όχι η Αθήνα δεν είναι παράδεισος… με κρίση ή χωρίς, είναι τέτοιοι οι ρυθμοί και οι απαιτήσεις της που σε εξαντλούν ακόμα και σε μία ημέρα. Αλλά ποτέ δεν προσποιήθηκε για κάτι. Είναι εντελώς take it or leave it πόλη αλλά σου δίνει τόσο απλόχερα την ευκαιρία του live it, που δεν μπορεί, πάντα τη συγχωρείς για την άθλια μέρα που σου χάρισε.
Μετά την άλωση του Γκαζιού… και τη μετατροπή του σε μια αισχρής αισθητικής περιοχή της νυχτερινής Αθήνας χωρίς καμία ταυτότητα και γεμάτο ενοχλητικά μαγαζιά- αηδίες, οι άνεργοι (ή οι εργαζόμενοι για τριψήφιο ποσό μισθού) κάτοχοι μεταπτυχιακού αυτής της πόλης δημιουργούν νέα στέκια, νέες πιάτσες ή ξαναγαπούν τις παλιές. Τα Εξάρχεια δεν έχουν χάσει τετραγωνικό από τη νυχτερινή γοητεία τους και το Κολωνάκι μάζεψε πάλι αυτούς που έπρεπε. Και τα βράδια εκεί έχουν νόημα γιατί τα μέρη που πρέπει να «πνίξεις» την σκληρή καθημερινότητα είναι γεμάτα με όμορφες φάτσες, έξυπνες διακοσμήσεις και ναι – όσο και αν ακούγεται λέξη απ’ άλλο πλανήτη- κεφάτα!
Δεν είμαι 18 χρονών… να βλέπω την Αθήνα σα μαγεμένο από τα πολλά νυχτερινά φώτα χωριατόπουλο. Ξέρω και τις παγίδες και τις τρικλοποδιές και το τριπάκι της. Αλλά δεν είναι υπέροχο μια πόλη να έχει τα unisex σημεία της, εκεί που όλα τα προάστια, τα ντυσίματα και οι νοοτροπίες χωράνε κάτω από την ίδια στέγη και μοιράζονται την ίδια αγωνία ακούγοντας τα ίδια τραγούδια, μασουλώντας τα ίδια πατατάκια και είναι έτοιμοι να γίνουν κομμάτι της παρέας και του εαυτού σου.
Και μη ξεχνάτε… σε όλες τις πόλεις των πλούσιων δανειστών μας τα ρολά κατεβαίνουν στις 5 το απόγευμα. Και τότε αρχίζει να «βρέχει» μιζέρια και αποχαύνωση. Τι να τους πω και εγώ που στις 17 Φλεβάρη ανακάτευα με το καλαμάκι το gin μου καθήμενος έξω, καπνίζοντας και φλερτάροντας κάτω από τη ζέστη και το διακριτικό φως ενός θερμαινόμενου «μανιταριού»; Πως θα τολμούσα, άλλωστε, όταν οι καταθέσεις μου στην τράπεζα φτάνουν τα 3,90 ευρώ και το μεταπτυχιακό μου κάνει παρέα τις κρύες νύχτες του χειμώνα στη μάνα μου στις ακτές της λίμνης Τριχωνίδας!
Μόνη ένσταση… οι άστεγοι. Δεν ξέρω ποιος πρέπει να κάνει κάτι (αλλά αν ήξερα θα του έχωνα τη μούρη στο θερμαινόμενο μανιτάρι), αλλά είναι αδιανόητο να αφήνεις ένα τέτοιο θέμα να διογκώνεται. Είναι αδύνατον να περπατάς δίπλα σε ανθρώπους που κοιμούνται έξω. Είναι άδικο να αισθάνεσαι ένα τσίμπημα στην καρδιά και μια απέραντη ενοχή γιατί εσένα σε περιμένει ένα σπίτι, γιατί υπερτερείς ως προς ένα πάπλωμα.