Η
πρωτοβουλία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να απευθύνει δημόσια πρόσκληση για κοινή δράση
προς ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, άλλη αριστερά, τροφοδοτεί μια ενδιαφέρουσα συζήτηση
ανάμεσα σε πολιτικά ρεύματα, κομμουνιστές και αριστερούς αγωνιστές,
δηλωτικό των ευρύτερων διεργασιών ανάμεσα στον μαχόμενο κόσμο.
Στο πλαίσιο αυτό δημοσιεύσαμε ήδη στο ιστολόγιο μας (Διάλογος για την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) , δύο πολύ ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις συντρόφων, αντιπροσωπευτικές σε σημαντικό βαθμό του τρόπου που ένα σημαντικό τμήμα αριστερών ανθρώπων τοποθετείται απέναντι στο ζήτημα της κοινής δράσης ή/και ενότητας της αριστεράς.
Στο σημείωμα αυτό, παρατίθενται ορισμένες σκέψεις, με αφορμή αυτές τις παρεμβάσεις.
Κοινή δράση κομμουνιστών και αριστερών, αγωνιστική ενότητα εργαζομένων-ανέργων, κοινωνική συμμαχία ανατροπής
Πρέπει κανείς να βλέπει πίσω από τα ‘’πλαίσια’’ και τα ‘’προγράμματα’’, με τα θετικά τους και τα ελαττώματα που αυτά έχουν. Το ζήτημα της κοινής δράσης της αριστεράς, ο ανοιχτός διάλογος των κομμουνιστών με ένα πολιτικό πολιτισμό αλληλεγγύης και συντροφικότητας, είναι επείγουσα ανάγκη.
Η
κοινή δράση, αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο, όσο συνδέεται με το ζήτημα
των ζητημάτων: την αγωνιστική ταξική ενότητα των εργαζομένων-ανέργων,
την ευρύτερη κοινωνική συμμαχία για την ανατροπή του κοινωνικού
κανιβαλισμού.
Η αστική τάξη δυσκολεύεται σήμερα να οικοδομήσει κοινωνικές συμμαχίες
στη γραμμή της, καθώς καταβυθίζει μικροαστικά και μεσαία στρώματα,
καθώς και ανώτερα στρώματα της κρατικής γραφειοκρατίας. Αυτό δεν την
κάνει μόνο πιο ανίσχυρη, αλλά και πιο επικίνδυνη και επιθετική. Είναι
μονόδρομος για αυτήν η ανάπτυξη του εμφυλίου εντός των εργαζομένων και των ανέργων, εντός των λαϊκών στρωμάτων, μεταξύ των λαών. Αυτή είναι και η βάση ενός σύγχρονου πολιτικού ολοκληρωτισμού ή/και φασισμού.
Με αυτή την πολιτική ματιά θα πρέπει να δούμε τις ευθύνες της αριστεράς, στην προώθηση ή μη της κοινής αγωνιστικής δράσης.
Εδώ είναι οι μεγάλες ευθύνες του ΚΚΕ, που αποστρέφεται κάθε μορφή διαλόγου και κοινής δράσης.
Εδώ
είναι που πάσχει ο ΣΥΝ, που ασθμαίνοντας αναζητά πολύ διστακτικά και
ανόρεχτα δρόμους απογαλακτισμού με την ενότητα με την ΠΑΣΚΕ και τις
διαφοροποιήσεις των ρεταλιών του ΠΑΣΟΚ.
Εδώ
είναι οι ευθύνες και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και η υποτίμηση
των θετικών διεργασιών, που μπορεί να προκληθούν από δικές της ενωτικές
πρωτοβουλίες, όπως αυτή της ανοιχτής επιστολής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Απλά
τα πράγματα: Η αλληλο-απαξίωση της αριστεράς, υπονομεύει την αγωνιστική
ταξική ενότητα και την κοινωνική συμμαχία ανατροπής.
Ενότητα και κοινή δράση σε ποιο πεδίο;
Που και πως θα συναντηθούμε όμως;
Οι βαρύνουσες ευθύνες της κοινοβουλευτική αριστεράς σχετίζονται πρωτίστως με την απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Είναι
το κοινοβούλιο και οι εκλογές, το ‘’σκοτεινό αντικείμενο του πόθου’’
για την κοινή δράση της αριστεράς ή η πλατειά εργατική και λαϊκή δράση;
Δεν είναι ρητορικό το ερώτημα ούτε τίθεται από ιδεολογική σκοπιά.
Πως
θα φύγει η χούντα του κεφαλαίου και η τριπλή κατοχή ΕΕ-ΔΝΤ-ελληνικής
κυβέρνησης/κεφαλαίου; Θα φύγουν, αν δεν τους ρίξουμε με ξεσηκωμό και
εξέγερση; Δεν το πιστεύουμε.
Γιατί λοιπόν θεωρείται ‘’λίγη’’ η κοινή δράση σε ένα κοινωνικό και πολιτικό κίνημα ανατροπής που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ η εκλογική κοινοβουλευτική συνεργασία, θεωρείται το ‘’ανώτερο στάδιο’’ της;
Είναι
άλλο πράγμα η αξιοποίηση της (όλο και πιο υποβαθμισμένης στη λαϊκή
συνείδηση) βουλής στον αγώνα και άλλο πράγμα η αναγόρευση της στο κέντρο
της. Στερείται τεκμηρίωσης αυτή η ιεράρχηση.
‘’Στενό’’ ή ‘’πλατύ’’ πρόγραμμα;
Πριν σχολιάσουμε τις κρίσιμες πλευρές ενός ενδεχόμενου κοινού πολιτικού προγράμματος, ας σταθούμε λίγο μεθοδολογικά.
Σε συνάρτηση πάντα και με το προηγούμενο ερώτημα:
Τι
είναι πιο ενωτικό, πλατύ, ρεαλιστικό και αναγκαίο; Ένας ισοσκελισμός
των πάντων σε ένα ‘’ελάχιστο’’ πολιτικό πρόγραμμα αριστερής εκλογικής
συνεργασίας ή μια χωρίς όρους και όρια σύμπραξη, εδώ και τώρα, σε ένα
μεγάλο μέτωπο αγώνα για ρήξη και ανατροπή της επίθεσης;
Η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ θεωρεί το δεύτερο. Διατυπώνει την λιγότερο δημοφιλή, αλλά την
πιο ρεαλιστική και ενωτική πρόταση, πάνω σε αυτό που έχει ανάγκη ο λαός
σήμερα. Μέτωπο αγώνα για να τους ρίξουμε!
‘’Μα
σε αυτό το μέτωπο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, βάζει πολιτικό πλαίσιο, δεν είναι
αληθές ότι το εννοεί χωρίς όρους’’, μου αντέτεινε ένας φίλος σε μια
συζήτηση. Φυσικά και βάζει ένα αναγκαίο πρόγραμμα, που αναπτύσσεται στην
σχετική επιστολή. Είναι στόχοι που προβάλλονται και υποστηρίζονται επί της ουσίας. Δεν αποτελούν ούτε χρονικές, ούτε τυπικές προϋποθέσεις.
Το
αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής, από τη φύση του, ως μια
διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής σύμπραξης, στον ευρύ λαϊκό αγώνα,
δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να πάρει τη μορφή ενός κλειστού μετώπου, με
περιοριστικό πολιτικό πλαίσιο.
Ας
μη γίνεται λοιπόν αυτή η μεγάλη αντιστροφή. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δέχεται να
παλέψει σε ένα ευρύ πολιτικό μέτωπο με δυνάμεις που (κακώς)
υπερασπίζονται ακόμη το ευρώ, αλλά δεν πρόκειται να δεχτεί (και πολύ
καλά κάνει), να μην υπερασπίζεται μέσα σε αυτό, την έξοδο από την
ευρωζώνη και την ΕΕ που είναι αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε θετική
προοπτική.
Το πρόγραμμα συναρτάται πάντα με τη μορφή του μετώπου και το πεδίο που αυτό κρίνεται και δοκιμάζεται.
«Ποιος είναι ο εχθρός, ποιος είναι ο στόχος;»
Ο σύντροφος (και συντοπίτης μου!) Γ. Μαρκόπουλος, θέτει πολύ εύστοχα το βασικό κριτήριο: ‘’Αρκεί να συμπράξουν οι αριστερές δυνάμεις στο «ποιος είναι ο εχθρός, ποιος είναι ο στόχος;»’’. Ποια όμως είναι η απάντηση στο ερώτημα;
Τον εχθρό
δεν τον διαλέγεις, είναι απέναντι. Σε περιγελά και σου επιτίθεται. Μόνο
η στρουθοκάμηλος κάνει πως δεν τον βλέπει. Εδώ θέλει καθαρή ματιά,
καθαρή απάντηση, συζήτηση με τεκμηρίωση και επιχειρήματα.
Εμείς βλέπουμε απέναντι μας ένα καπιταλισμό σε παροξυσμό κρίσης, μια ειδική μορφή εκδήλωσης της μέσω της κρίσης και της πολιτικής της ευρωζώνης και της ΕΕ και φυσικά μια αστική τάξη
δεμένη σε σώμα ένα με την λεγόμενη ‘’ευρωπαϊκή προοπτική’’. Αυτό είναι
που καθορίζει τον στόχο και το πρόγραμμα. Δεν καθορίζεται υποκειμενικά.
Για
αυτό, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναζητεί μια διέξοδο ενάντια στην λογική του κεφαλαίου
και του καπιταλισμού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, με συγκεκριμένα
πολιτικά αιτήματα-κόμβους. Να κρίνουμε τον ‘’στόχο’’, το ‘’πρόγραμμα’’,
ξεκινώντας από την εκτίμηση του ‘’εχθρού’’. Εδώ δυστυχώς, ειδικά ο ΣΥΝ,
αρνείται να συζητήσει επί της ουσίας. Απλά διατυπώνει κατηγορίες περί
‘’στενού’’ προγράμματος.
Χωρίζει το ζήτημα του ευρώ; Ποιους και από τι;
Ο παλαιόθεν φίλος και σύντροφος Δ. Οικονομίδης, απασχολείται ιδιαίτερα με το αίτημα για ‘’αποχώρηση από την Ευρωζώνη και την ΕΕ’’, θεωρώντας ότι είναι ένα ζήτημα που ‘’χωρίζει’’.
Ποιους όμως και από τι;
Όπως πολύ σωστά ο ίδιος υπενθυμίζει, ‘’το 35% του πληθυσμού, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις είναι υπέρ της εξόδου από το ευρώ’’. Υπενθυμίζουμε
και κάτι άλλο από την ίδια δημοσκόπησης: 51% είναι ενάντια στην ΕΕ!.
Και τα δύο (συνεχώς ανερχόμενα) ποσοστά, δεν αποτελούν φυσικά το 90%,
αλλά είναι και πολύ ευρύτερα από τα θεωρητικά, δημοσκοπικά και ανοήτως
αθροιζόμενα εκλογικά ποσοστά της αριστεράς.
Δεν
θα έπρεπε επομένως να τίθεται το ερώτημα γιατί η ‘’μικρή’’ ΑΝΤΑΡΣΥΑ,
προτάσσει την ανάγκη ανταπόκρισης της αριστεράς σε αυτήν την ελπιδοφόρα
τάση και παραπέρα ανάπτυξής της σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, αλλά
το αν οι ηγετικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ προτίθενται να αναθεωρήσουν την
θέση τους.
Ας
το θέσουμε αλλιώς: Αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ, για χάρη της ενότητας,
αποσύρουν αυτή τη θέση, αυτό θα είναι θετική ή αρνητική συμβολή και
απόκριση απέναντι στις λαϊκές διαθέσεις και τάσεις ή αυτό δεν έχει
κάποια σημασία, μια και θα έχει επιτευχθεί η εκλογική ενότητα της
αριστεράς;
Είναι χρήσιμο για την αριστερά να ξεγλιστράει;
‘’Δεν
χρειάζεται να ξετυλίξουμε αυτό το κουβάρι των συλλογισμών’’,
αντιτείνεται καλόπιστα. Πολύ χαρακτηριστικά ο Δ. Οικονομίδης σημειώνει:
‘’Θεωρώ κι εγώ ότι στην πορεία θα φανεί ότι σε μια ανοικτή και
δημόσια συζήτηση η αντίληψη ότι οι άνεργοι θα αρχίσουν να απολαμβάνουν
κοψίδια μέσα στην Ευρωζώνη με μια κυβέρνηση ας πούμε «αριστερή» δεν θα
μπορέσει να σταθεί ούτε λεπτό. Και η ανάγκη να υπάρξει κοινή επεξεργασία
για μια προοδευτική στρατηγική εξόδου θα γίνει από όλους δεκτή’’.
Ωστόσο,
σε στιγμές σαν αυτές, οι ζωντανές πρωτοπόρες δυνάμεις, πρέπει να έχουν
την θέληση και την μαεστρία να συνθέσουν τα κομμάτια του πάζλ. Η μισή
αλήθεια είναι ένα ψέμα… Μην το ξεχνάμε.
Περιμένουμε
άραγε ο κόσμος που αγωνιά, να εμπιστευτεί μια αριστερά που θέλει να
αποφύγει τα ερωτήματα ή να κόψει τις αλήθειες στα τέσσερα και να τις
δώσει με δόσεις, απλά και μόνο για να βολέψει το δογματισμό ορισμένων
κομματιών της και την εμμονή τους σε μια από τις πιο λαθεμένες ιστορικά
επιλογές της, την υποστήριξη στην ΕΕ;
Τα
μισά λόγια στα κορυφαία ζητήματα της σύγκρουσης με την ευρωζώνη και
την ΕΕ, καθώς και της διαγραφής του χρέους, είναι ακριβώς αυτά που
ψαλιδίζουν την ενωτική λαϊκή δυναμική, που αποθαρρύνουν την αγωνιστική
διάθεση των εργαζομένων. Εδώ θα κριθούν όλα τα ρεύματα, κόμματα και
σχηματισμοί. Σε όλα τα πεδία. Και στο μαζικό κίνημα που παίρνει όλο και
πιο πολιτικά χαρακτηριστικά, όσο και στην πολιτική αντιπαράθεση
συμπεριλαμβανομένων και των εκλογών.
Η εξουσία και η κυβέρνηση
Πρέπει
να συζητήσουμε με τεκμηριωμένα επιχειρήματα, στηριγμένα στα ιστορικά
παραδείγματα, το θεωρητικό κεκτημένο και την επιστημονική πολιτική
έρευνα για το ζήτημα της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος και την
σχέση που αυτό έχει με την οικονομική βάση.
Η
αριστερά πρέπει να θέσει εξουσίας, με ότι αυτό σημαίνει. Η κυβέρνηση
είναι μέρος της εξουσίας, όχι η απάντηση στο ζήτημα της εξουσίας.
Το
παράδειγμα της κυβέρνησης Τσάβες που συνήθως προβάλλεται για να
γλυκάνει την πρόταση της ‘’αριστερής κυβέρνησης’’ και της ‘’παραγωγικής
ανασυγκρότησης’’, ελέω καπιταλιστικής οικονομικής βάσης, αστικού κράτους
και υποταγής στους μηχανισμούς της ΕΕ, παραβλέπει ακριβώς την ανάγκη
‘’συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης’’.
Τελείως
διαφορετική συγκρότηση του αστικού στρατοπέδου, ιστορική πολιτική
εμπειρία, πλοκή με το διεθνές καπιταλιστικό πλέγμα, άλλη κοινωνική δομή,
άλλα ερωτήματα.
Ναι,
πρέπει, να εξετάσουμε το θέμα της αριστερού κυβερνητισμού, πρωτίστως με
βάση την εμπειρία της Γαλλίας και της Ιταλίας που διέλυσαν πολιτικά και
ιδεολογικά τα ισχυρότερα κομμουνιστικά κινήματα στην Ευρώπη, αλλά και
την ξεχασμένη σκληρή εμπειρία του 1989-1990 με τις συγκυβερνήσεις
Τζανετάκη και Ζολώτα, που το ΚΚΕ τις υποτιμάει ακόμη και τώρα,
χαρακτηρίζοντας τες ‘’βραχύβιες’’.
‘’Βέβαιη απόρριψη’’; Γιατί παρακαλώ;
Καλό το γράμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά ‘’η απόρριψή του είναι βέβαιη’’, εκτιμά και προειδοποιεί ο Δ. Οικονομίδης. Εννοεί προφανώς την στάση των ηγεσιών του ΣΥΝ και του ΚΚΕ.
Έτσι
απλά; Προκαταβολικά και χωρίς επιχειρήματα; Και θα προσπεραστεί
ανέφελα; Δεν νομίζουμε ότι οι κομμουνιστές συζητούν με αυτό τον τρόπο.
Αναζητώντας δηλαδή απλά τα ‘’κοινά σημεία’’, διαδικαστικά και με
συμψηφισμούς ή με μέσους όρους.
Αριστερά
σημαίνει σύγκρουση, διαλεκτική αντιπαράθεση, όχι θέσφατα και παζάρια.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα γυρίσουμε σελίδα. Αριστεροί αγωνιστές και
κομμουνιστές γυρίζουν σελίδα.
Οι
διεργασίες είναι ελπιδοφόρες και πρέπει να επιταχυνθούν. Πρέπει να
ανταποκριθούν και οι ηγεσίες. Και εδώ, έχει ο καθένας την ευθύνη του με
τη στάση του να συμβάλλει. Διαφορετικά, η αριστερά θα βλέπει τον κόσμο
να της γυρίζει την πλάτη.
Σφαγμένοι ή προετοιμασμένοι;
Είναι σε εξέλιξη μια μεγάλη κοινωνική σύγκρουση, που αργά ή γρήγορα θα πάρει ανεπανάληπτες και οξύτατες μορφές.
Δεν
αποφεύγεται αυτή η σύγκρουση. Θα έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Το ίδιο και
οι απαντήσεις της κομμουνιστικής αριστεράς. Η αγωνία της
‘’διευθέτησης’’ και της ‘’διαχείρισης’’ των διαφορών, δεν θα προσφέρει
πολλά.
Ή θα πάμε σφαγμένοι
σε αυτή τη σύγκρουση, προσπαθώντας να παντρέψουμε στρατηγικές
ανεπάρκειες με τη σύγχρονη ανάγκη της ανατροπής και της επανάστασης ή θα
την δώσουμε προετοιμασμένοι, υπερβαίνοντας, όχι απλά λάθη και ελλείμματα, αλλά και το ίδιο μας τον εαυτό.
Ποιος ακριβώς φοβάται και τι;
Ακούγεται συχνά πως πρέπει ‘’να το φέρουμε λάου-λάου στον κόσμο. Είναι θέμα τακτικής. Για να μην τρομάξει.’’
Ποιος φοβάται ακριβώς;
Με
όλο τον κίνδυνο σχηματικότητας, θα λέγαμε πως ο εργατόκοσμος, οι
άνεργοι, οι σκοτωμένοι κοινωνικά, οι ξεκληρισμένοι αγρότες, ζουν εξ
ορισμού μέσα στον φόβο, την δυσκολία, το απίστευτο ζόρι.
Αυτοί
ξέρουν ότι εύκολα πράγματα δεν υπάρχουν. Όποιος ζει τίμια και από τη
δουλειά του, ξέρει ότι πρέπει να κοπιάσει. Σήμερα κοπιάζει διπλά και
τριπλά λόγω της τυραγνίας του κεφαλαίου και δεν μπορεί καν να επιβιώσει.
Ο
κόσμος της εργασίας δεν έχει να χάσει. Έχει μόνο να κερδίσει από μια
πολιτική στρατηγική έντασης της ταξικής πάλης με επαναστατικό
κομμουνιστικό χειραφετητικό ορίζοντα. Δεν φοβάται. Φοβάται ο αστικός
κόσμος, διότι ζει από τη δουλειά αυτών που εξουσιάζει.
Τρέμουν
και φοβούνται τα ανώτερα μεσαία στρώματα μπροστά σε μια ορατή προοπτική
κοινωνικής καθίζησης. Ονειρεύονται δρόμους βολής, να την
‘’σκαπουλάρουν’’. Τα όρια φυσικά είναι πορώδη, το γνωρίζουμε.
Ωστόσο,
είναι σαφές ότι η ελληνική αριστερά, διασχίζεται από τις παραπάνω
αντιφάσεις, όχι γιατί έχει προδοτικές ηγεσίες ή ‘’άσχετα’’ στελέχη, αλλά
γιατί δεν είναι μια εργατική κοινωνική αριστερά, τόσο σε ότι αφορά την
κοινωνική ταξική της σύνθεση, όσο και σε ότι αφορά τα πολιτικά
προτάγματά της. Για αυτό και ο επαναστατικός της χαρακτήρας είναι το
δραματικό ζητούμενο, για το οποίο αντί να πασχίζει, συχνά, αθέλητα ή
μη, το λοιδορεί η ίδια.
Όλα ή τίποτα λοιπόν;
Θα
τα κρεμάσουμε λοιπόν στο ερώτημα ‘’αριστερή εκλογική συνεργασία της
σύνολης αριστεράς ή τίποτα;’’ Αν το θέσουμε έτσι, δεν εννοούμε την κοινή
δράση, ούτε την ενότητα, ούτε με τακτικούς ούτε με στρατηγικούς όρους.
Μιλώντας
με εκλογικούς όρους, ας μην κοροϊδευόμαστε, τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΝ
έχουν αποφασίσει την πορεία τους. Θα κατέβουν κανονικότατα ο καθείς
μόνος του. Η δημαγωγία δεν θα λείψει. Το απαραίτητο εμπόριο
‘’ιστορίας-μοναδικότητας’’ ή ‘’ενότητας’’ αντίστοιχα, είναι …στο
πρόγραμμα.
Καθόλου
λοιπόν ρεαλιστική δεν είναι μια εκλογική συμπόρευση. Ούτε πολύ
περισσότερο μια ‘’αριστερή κυβέρνηση’’, ανεξάρτητα από την γνώμη που
έχουμε εμείς για αυτήν. Δεν θα ήταν ρεαλιστική, ακόμη και αν με κάποιο
μαγικό τρόπο υπήρχε κοινή εκλογική κάθοδος ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε ένα
ελάχιστο πρόγραμμα που δεν θα έβγαζε τσιμουδιά για το ζήτημα της
ευρωζώνης ή τα μασούσε για το χρέος.
Αντίθετα,
τολμούμε να πούμε, πως η εκλογική επίδοση μιας τέτοιου τύπου
συνεργασίας, θα ήταν πίσω αθροιστικά και από τις σημερινές αυξητικές
τάσεις (για κοινούς, αλλά και για διαφορετικούς λόγους) που υπάρχουν
για ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ακριβώς διότι με την αφωνία της ή τα μισά
της λόγια θα έπειθαν πως δεν μπορεί να αναλάβει τις ευθύνες της για ένα
άλλο δρόμο της ελληνικής κοινωνίας.
Χάθηκε
ο χρόνος λοιπόν; Αν το κέντρο και το ορόσημο είναι οι εκλογές και η
βουλή που θα προκύψει, τότε ναι. Ευτυχώς όμως κάθε άλλο παρά ισχύει
αυτό.
Το
εκλογικό αποτέλεσμα θα παίξει σημαντικό ρόλο, για αυτό η αριστερά και
ειδικά η αντικαπιταλιστική πρέπει να ενισχυθεί σημαντικά και να
αδυνατίσει το μαύρο μέτωπο. Τον Ιούνιο, έρχεται νέα μεγάλη επίθεση.
Είναι
πιο ρεαλιστικό και αναγκαίο, να συναντηθεί η αριστερά στον δρόμο, στην
ανατροπή, για να πάρουν δρόμο συγκυβερνήσεις, ΕΕ, ΔΝΤ και πολιτική του
κεφαλαίου.
Αν το εννοούμε, μπορούμε μια χαρά. Έχουμε τόσα πολλά και όμορφα να κάνουμε μαζί, μαζί με το λαό και την αγωνία του.