Γράφει ο
Γ. Βοσκόπουλος *
Η δημοκρατία στη σημερινή Ευρώπη έχει χρώμα γκρι. Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα μπορούμε να κάνουμε μάλλον ασφαλείς προβλέψεις για το χρώμα που θα έχει στο απώτερο μέλλον. Τη δεκαετία του ’60 ο Ε. Haas αξιολόγησε την Ευρώπη ως μία πολιτική κοινότητα εντός της οποίας η έλλειψη της βίας ως μέσο πολιτικής δράσης αποτελεί θεμελιώδες συστατικό δημιουργίας μίας νέας κανονιστικής τάξης πραγμάτων. Αναμφίβολα η ενοποιητική διαδικασία εξομάλυνε τις δια-κρατικές σχέσεις καθιστώντας μία στρατιωτική σύγκρουση μη ορθολογική.
Η παρούσα πολιτική μετάλλαξη της Ένωσης θέτει θεμελιώδη ζητήματα όσον αφορά τη χρήση βίας αλλά κυρίως τη μορφή βίας που χρησιμοποιείται. Σήμερα η έννοια της βίας θα πρέπει να αναλυθεί με όρους θεσμικής αποκρυστάλλωσης μιας ακραίας παρεμβατικής πολιτικής από πλευράς ισχυρών παραγόντων εντός της Ένωσης στα εσωτερικά δρώμενα των κρατών μελών. Αυτή η διεμβολυτική δράση δεν αφορά πλέον το εθνικό αξιακό σύστημα ενός κράτους μέλους αλλά και τη διακριτή μορφή πολιτικής οργάνωσης του. Ονομαστικά και θεσμικά το ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα διαμορφώθηκε με τρόπο που να γίνεται ειρηνική, θεσμοθετημένη διαχείριση της ετερότητας μέσω εθελούσιας, μη βίαιης ολοκλήρωσης εκτός ενός πλαισίου πρακτικών πολιτικής ισχύος. Η νέα παρεμβατική πολιτική των ισχυρών της Ένωσης εκλαμβάνει ασύμμετρες διαστάσεις, αφού οι εθνικοί Δήμοι χάνουν την πολιτική αυτοτέλεια τους. Αυτό συγκαλύπτεται τεχνηέντως ή αιτιολογείται μέσω υπερ-απλουστεύσεων από πανεπιστημιακούς και αναλυτές προκειμένου να αξιολογηθεί από την κοινή γνώμη ως ένα «αναπόφευκτο» αποτέλεσμα της ένταξης της χώρας στην τότε ΕΟΚ. Παράλληλα δεν τονίζεται η επάρκεια των ευρωπαϊκών Συνθηκών στη διαμόρφωση ενός εξισορροπημένου πλαισίου αλληλόδρασης ανάμεσα στις συνιστώσες της Ένωσης, τα κράτη μέλη, και τις Βρυξέλλες.
Στη Συνθήκη της Λισαβόνας υπογραμμίζεται ότι «η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση». Με σαφήνεια η ΕΕ αναγνωρίζει σημαντικές πτυχές της εθνικής μονοπωλιακής κανονιστικής ιδιαιτερότητας, με βάση την εδαφικότητα που συνιστούν τα κράτη μέλη και την πολιτική αυτονομία τους. Με τη σειρά της η απώλεια πολιτικής αυτονομίας στερεί τις συλλογικότητες από εναλλακτικές προτάσεις διακυβέρνησης οδηγώντας σε «μονόδρομους».
Αν τα εθνικά κράτη αποτύχουν να προασπιστούν τα συμφέροντα των συλλογικοτήτων που δημοκρατικά εκπροσωπούν, τότε η παγκόσμια οργανωτική, οικονομική και πολιτική δομή θα οδηγήσει σε μη δημοκρατικές μορφές πολιτικής οργάνωσης και στην επιτακτική ανάγκη αναζήτησης ενός νέου οργανωτικού μοντέλου το οποίο να προασπίζεται το τοπικό έναντι του απρόσωπου παγκόσμιου. Οι νεοφιλελεύθερες παραδοχές για τη σημασία των κρατών ως δρώντες στο οικονομικό πεδίο και η αντικειμενική ικανότητά να ελεγχθεί η διεμβολυτική δράση διεθνικών οικονομικών παραγόντων ενέχουν ιδιαίτερη αξία. Με όρους δομής του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος απεικονίζουν μία πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα ενισχύουν τις απόψεις όσων προασπίζονται το εθνικό κράτος ως τον υπέρτατο και πλέον νομιμοποιημένο εκφραστή συλλογικών συμφερόντων και ανάχωμα μετα-νεωτερικών, μερκαντιλιστικών αντιλήψεων που έμμεσα ή άμεσα παραπέμπουν σε νέο-αποικιοκρατικές δομές. Ουσιαστικά εδώ υποστηρίζεται ότι ακόμα κι αν το εθνικό κράτος δεν υφίστατο, δεν υπήρχε, θα έπρεπε να δημιουργηθεί ή θα προέκυπτε ως μία αναπόφευκτη ιστορική εξέλιξη της ανάγκης προάσπισης της διαφοροποίησης σε πολιτικό, οργανωτικό και πολιτισμικό επίπεδο. Ο ντετερμινισμός της πρότασης αφορά την ανάγκη προάσπισης της διαφορετικότητας η οποία συνιστά μία επιθυμητή κανονικότητα του διεθνούς γίγνεσθαι.
Η Ευρώπη αλλάζει θεμελιωδώς, αφού υπερκαλύπτονται δύο πρωτογενή συστατικά της επιτυχίας της σε οργανωτικό και πολιτειακό επίπεδο: η δημοκρατία και το κοινωνικό κράτος. Οι νέες αυτές εισροές συνιστούν μία θεσμική, κοινωνική και οργανωτική κοσμογονία για την Ένωση. Η πρόσφατη δήλωση του Μ. Ντράγκι στην Wall Street Journal ότι «το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο έχει ήδη ξεπεραστεί» περιγράφει με σαφήνεια μία νέα κοινωνική πραγματικότητα η οποία μόνο βιαίως μπορεί να επιβληθεί. Η ελληνική περίπτωση και ο τρόπος διαχείρισης της δημοσιονομικής κρίσης αποτελεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα για μία νέα οικονομική, θεσμική, αξιακή και κοινωνική πραγματικότητα στην ΕΕ. Σήμερα μπορεί να μην είναι όλοι Έλληνες αλλά σύντομα θα γίνουν.
Γ. Βοσκόπουλος
Επίκουρος Καθηγητής
Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
http://logia-starata.blogspot.com/
Η δημοκρατία στη σημερινή Ευρώπη έχει χρώμα γκρι. Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα μπορούμε να κάνουμε μάλλον ασφαλείς προβλέψεις για το χρώμα που θα έχει στο απώτερο μέλλον. Τη δεκαετία του ’60 ο Ε. Haas αξιολόγησε την Ευρώπη ως μία πολιτική κοινότητα εντός της οποίας η έλλειψη της βίας ως μέσο πολιτικής δράσης αποτελεί θεμελιώδες συστατικό δημιουργίας μίας νέας κανονιστικής τάξης πραγμάτων. Αναμφίβολα η ενοποιητική διαδικασία εξομάλυνε τις δια-κρατικές σχέσεις καθιστώντας μία στρατιωτική σύγκρουση μη ορθολογική.
Η παρούσα πολιτική μετάλλαξη της Ένωσης θέτει θεμελιώδη ζητήματα όσον αφορά τη χρήση βίας αλλά κυρίως τη μορφή βίας που χρησιμοποιείται. Σήμερα η έννοια της βίας θα πρέπει να αναλυθεί με όρους θεσμικής αποκρυστάλλωσης μιας ακραίας παρεμβατικής πολιτικής από πλευράς ισχυρών παραγόντων εντός της Ένωσης στα εσωτερικά δρώμενα των κρατών μελών. Αυτή η διεμβολυτική δράση δεν αφορά πλέον το εθνικό αξιακό σύστημα ενός κράτους μέλους αλλά και τη διακριτή μορφή πολιτικής οργάνωσης του. Ονομαστικά και θεσμικά το ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα διαμορφώθηκε με τρόπο που να γίνεται ειρηνική, θεσμοθετημένη διαχείριση της ετερότητας μέσω εθελούσιας, μη βίαιης ολοκλήρωσης εκτός ενός πλαισίου πρακτικών πολιτικής ισχύος. Η νέα παρεμβατική πολιτική των ισχυρών της Ένωσης εκλαμβάνει ασύμμετρες διαστάσεις, αφού οι εθνικοί Δήμοι χάνουν την πολιτική αυτοτέλεια τους. Αυτό συγκαλύπτεται τεχνηέντως ή αιτιολογείται μέσω υπερ-απλουστεύσεων από πανεπιστημιακούς και αναλυτές προκειμένου να αξιολογηθεί από την κοινή γνώμη ως ένα «αναπόφευκτο» αποτέλεσμα της ένταξης της χώρας στην τότε ΕΟΚ. Παράλληλα δεν τονίζεται η επάρκεια των ευρωπαϊκών Συνθηκών στη διαμόρφωση ενός εξισορροπημένου πλαισίου αλληλόδρασης ανάμεσα στις συνιστώσες της Ένωσης, τα κράτη μέλη, και τις Βρυξέλλες.
Στη Συνθήκη της Λισαβόνας υπογραμμίζεται ότι «η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση». Με σαφήνεια η ΕΕ αναγνωρίζει σημαντικές πτυχές της εθνικής μονοπωλιακής κανονιστικής ιδιαιτερότητας, με βάση την εδαφικότητα που συνιστούν τα κράτη μέλη και την πολιτική αυτονομία τους. Με τη σειρά της η απώλεια πολιτικής αυτονομίας στερεί τις συλλογικότητες από εναλλακτικές προτάσεις διακυβέρνησης οδηγώντας σε «μονόδρομους».
Αν τα εθνικά κράτη αποτύχουν να προασπιστούν τα συμφέροντα των συλλογικοτήτων που δημοκρατικά εκπροσωπούν, τότε η παγκόσμια οργανωτική, οικονομική και πολιτική δομή θα οδηγήσει σε μη δημοκρατικές μορφές πολιτικής οργάνωσης και στην επιτακτική ανάγκη αναζήτησης ενός νέου οργανωτικού μοντέλου το οποίο να προασπίζεται το τοπικό έναντι του απρόσωπου παγκόσμιου. Οι νεοφιλελεύθερες παραδοχές για τη σημασία των κρατών ως δρώντες στο οικονομικό πεδίο και η αντικειμενική ικανότητά να ελεγχθεί η διεμβολυτική δράση διεθνικών οικονομικών παραγόντων ενέχουν ιδιαίτερη αξία. Με όρους δομής του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος απεικονίζουν μία πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα ενισχύουν τις απόψεις όσων προασπίζονται το εθνικό κράτος ως τον υπέρτατο και πλέον νομιμοποιημένο εκφραστή συλλογικών συμφερόντων και ανάχωμα μετα-νεωτερικών, μερκαντιλιστικών αντιλήψεων που έμμεσα ή άμεσα παραπέμπουν σε νέο-αποικιοκρατικές δομές. Ουσιαστικά εδώ υποστηρίζεται ότι ακόμα κι αν το εθνικό κράτος δεν υφίστατο, δεν υπήρχε, θα έπρεπε να δημιουργηθεί ή θα προέκυπτε ως μία αναπόφευκτη ιστορική εξέλιξη της ανάγκης προάσπισης της διαφοροποίησης σε πολιτικό, οργανωτικό και πολιτισμικό επίπεδο. Ο ντετερμινισμός της πρότασης αφορά την ανάγκη προάσπισης της διαφορετικότητας η οποία συνιστά μία επιθυμητή κανονικότητα του διεθνούς γίγνεσθαι.
Η Ευρώπη αλλάζει θεμελιωδώς, αφού υπερκαλύπτονται δύο πρωτογενή συστατικά της επιτυχίας της σε οργανωτικό και πολιτειακό επίπεδο: η δημοκρατία και το κοινωνικό κράτος. Οι νέες αυτές εισροές συνιστούν μία θεσμική, κοινωνική και οργανωτική κοσμογονία για την Ένωση. Η πρόσφατη δήλωση του Μ. Ντράγκι στην Wall Street Journal ότι «το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο έχει ήδη ξεπεραστεί» περιγράφει με σαφήνεια μία νέα κοινωνική πραγματικότητα η οποία μόνο βιαίως μπορεί να επιβληθεί. Η ελληνική περίπτωση και ο τρόπος διαχείρισης της δημοσιονομικής κρίσης αποτελεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα για μία νέα οικονομική, θεσμική, αξιακή και κοινωνική πραγματικότητα στην ΕΕ. Σήμερα μπορεί να μην είναι όλοι Έλληνες αλλά σύντομα θα γίνουν.
Γ. Βοσκόπουλος
Επίκουρος Καθηγητής
Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
http://logia-starata.blogspot.com/