Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Νέες δυναμικές καλλιέργειες με μικρό κόστος παραγωγής

της Χριστίνας Καραμανίδου, karamanidou@voria.gr
Την ίδια ώρα που τα τρακτέρ βγαίνουν στους δρόμους και οι αγρότες των μπλόκων περιμένουν ακόμη να «βρέξει» επιδοτήσεις, κάποιοι άλλοι παραγωγοί στη Βόρεια Ελλάδα έχουν ήδη στραφεί σε νέες, δυναμικές καλλιέργειες, οι οποίες προσφέρουν υψηλό εισόδημα και νέα προοπτική στην αγροτική παραγωγή της χώρας μας. Η τρούφα, η στέβια, το ρόδι, το βιομηχανικό τριαντάφυλλο αποτελούν την απάντηση στη μείωση του αγροτικού εισοδήματος εξαιτίας της εγκατάλειψης των παραδοσιακών καλλιεργειών, όπως είναι ο καπνός, και της αποσύνδεσης των επιδοτήσεων από την παραγωγή. Αποτελούν τα προϊόντα με μέλλον της ελληνικής γης, προϊόντα που όχι μόνο διασφαλίζουν το μέλλον του αγρότη και του προσφέρουν διέξοδο στο αδιέξοδο που βρίσκεται, αλλά παρουσιάζουν και θεαματικές αποδόσεις.
Τρούφα: Το μαύρο διαμάντι. Με εκπληκτικές αποδόσεις και μικρό κόστος παραγωγής, η τρούφα -το εδώδιμο «χρυσοφόρο» υπόγειο μανιτάρι- παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια ως η πιο ελπιδοφόρα εναλλακτική καλλιέργεια για τους Έλληνες αγρότες, κυρίως των ορεινών και ημιορεινών περιοχών. Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει η οργανωμένη καλλιέργεια της τρούφας σε Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία, Αιτωλοακαρνανία, Πελοπόννησο, Κρήτη και Εύβοια. Ωστόσο, μοναδική φυτεία στην Ελλάδα που έχει περάσει σε διαδικασία παραγωγής τρούφας και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία βρίσκεται στη Ρητίνη Πιερίας. Η παραγωγή της φυτείας ανέρχεται σε 500 γραμμάρια ανά δέντρο ετησίως με την τιμή πώλησης από τον παραγωγό στον έμπορο να φθάνει τα 800-1.000 ευρώ. Γενικότερα, η τρούφα θεωρείται είδος πολυτελείας και γι’ αυτό το συναντάμε συνήθως σε gourmet εστιατόρια. Ο Γάλλος γαστρονόμος Jean Brillat Savarin είπε ότι η μαύρη τρούφα (Tuber melanosporum) είναι το μαύρο διαμάντι της Γαλλικής κουζίνας. Ωστόσο, πέρα από τη γαστρονομική αξία του φημίζεται και για τις θρεπτικές του δράσεις κυρίως μυϊκών και αρθριτικών πόνων και υψηλών επιπέδων χοληστερόλης. Όλα αυτά δημιουργούν αυξημένη ζήτηση και σε συνδυασμό με τις μικρές ποσότητες που διατίθενται στην αγορά, διατηρούν τις τιμές της τρούφας σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα.
Ο κ. Χρήστος Χρυσόπουλος, ιδιοκτήτης της εταιρίας Troufa.net αποφάσισε το 2006 να επενδύσει στη νέα αυτή καλλιέργεια και να δημιουργήσει την εταιρία του, στο Βόλο του νομού Μαγνησίας, φυτεύοντας σταδιακά 16 στρέμματα τρούφα. «Η καλλιέργεια της τρούφας απαιτεί μικρό κόστος παραγωγής, ενώ επιφέρει εκπληκτικές αποδόσεις, καθώς το κόστος εγκατάστασης φυτείας ανέρχεται σε 1.500 ευρώ ανά στρέμμα, ενώ οι αποδόσεις μπορεί να ξεπεράσουν τα 10.000 ευρώ ανά στρέμμα», αναφέρει και προσθέτει: «η εμπορική τιμή της τρούφας στις ξένες αγορές κυμαίνεται από 200-1.000 ευρώ το κιλό, ανάλογα την ποιότητα, ενώ η παραγωγή στο στρέμμα μπορεί να ξεπεράσει τα 10 κιλά». Η καλλιέργεια τρούφας ενδείκνυται για ημιορεινές και ορεινές περιοχές της χώρας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εγκατάσταση φυτείας σε υψόμετρο 300-700 μέτρα. Απαιτεί έδαφος πλούσιο σε ασβέστιο, με καλή απο στράγγιση και υψηλό pH (7,8-8,5). «Στην Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες χωράφια, τα οποία μένουν ανεκμετάλλευτα, επειδή οι ιδιοκτήτες τους μένουν και εργάζονται σε μεγάλα αστικά κέντρα. Ακόμη και η καλλιέργεια ελιάς ή σιταριού απαιτεί την παρουσία τους εκεί, αρκετές φορές και σε συγκεκριμένο χρόνο. Σε αντίθεση με αυτά, η καλλιέργεια της τρούφας δεν απαιτεί την παρουσία του καλλιεργητή, ο οποίος μπορεί να ασχολείται με την φυτεία του, όποτε αυτός ευκαιρεί», εξηγεί ο κ. Χρυσόπουλος.
Τριαντάφυλλο: Ρόδινος χρυσός. Η καλλιέργεια του βιομηχανικού τριαντάφυλλου ξεκίνησε από το νομό Κοζάνης με πρωτοβουλία του βουλευτή της ΝΔ και γεωπόνου στο επάγγελμα, Γιώργου Κασαπίδη. Η ποικιλία του βιομηχανικού τριαντάφυλλου που καλλιεργείται στην Κοζάνη είναι ίδια με εκείνη που καλλιεργείται στη Βουλγαρία, την Τουρκία, τη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα, πρόκειται για τη Rosa Damascene.
Είναι μια ανθεκτική ποικιλία και δεν χρειάζεται πολλή περιποίηση και πότισμα. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές, κυρίως σε υψόμετρα από 600 έως 800 μ. και αποδίδει καλύτερα σε ηλιόλουστα, ευάερα χωράφια με «ελαφρά» χώματα. «Σε ένα στρέμμα μπορούν να φυτευτούν περίπου 400-500 τριανταφυλλιές, παρά το γεγονός ότι από το πρώτο χρόνο υπάρχει παραγωγή, η πλήρης άνθιση επιτυγχάνεται τον τέταρτο χρόνο και διατηρείται μέχρι και τον εικοστό», επισημαίνει στη Voria.gr, ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού αρωματικών φυτών Κοζάνης, κ. Νίκος Ξανθόπουλος. Από τα τριαντάφυλλα παράγεται το ροδέλαιο και το ροδόνερο, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως στην παραγωγή καλλυντικών και αρωμάτων, στη ζαχαροπλαστική, στη μαγειρική καθώς και στη φαρμακευτική. Το ροδέλαιο είναι περιζήτητο και πανάκριβο, καθώς η τιμή πώλησής του μπορεί να φτάσει και τα 5.000 ευρώ το κιλό. Ωστόσο, για να παράγει κανείς ροδέλαιο χρειάζεται αρκετά κιλά τριαντάφυλλα. «Για να αποστάξεις ένα κιλό ροδέλαιο χρειάζεσαι περίπου 4.000 κιλά τριαντάφυλλα. Εμείς την πρώτη χρονιά καταφέραμε να παράγουμε 700 γραμμάρια», τονίζει ο κ. Ξανθόπουλος. Το ροδόνερο, που είναι πιο εύκολο να αποσταχθεί, πωλείται από 6 έως 7 ευρώ.
Στέβια: το φυτό της νέας χιλιετίας. Η στέβια είναι ένα εντελώς καινούργιο είδος φυτού για την Ελλάδα, άγνωστο στη χώρα μας μέχρι το 2005, όταν το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας άρχισε συστηματική επιστημονική έρευνα την οποία και συνεχίζει σε συνεργασία με διάφορους φορείς. Είναι ένα πολυετές, πολύκλαδο και ποώδες φυτό, που ζει και καλλιεργείται αλλού ως ετήσιο και αλλού για 3-7 χρόνια, όπως και στην Ελλάδα. «Η καλλιέργεια στέβιας μοιάζει πολύ με εκείνη του καπνού, ως προς τις εδαφοκλιματικές και τις καλλιεργητικές πρακτικές, μόνο που είναι πιο προσοδοφόρο», αναφέρει στη Voria.gr ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Πέτρος Λόλας.
Σύμφωνα με τον κ. Λόλα ένα στρέμμα μπορεί να επιφέρει 100-600 κιλά ζάχαρη και η τιμή της κυμαίνεται από 30 έως 150 ευρώ το κιλό, ανάλογα από την ποιότητα και την καθαρότητά της. Όπως αναφέρει ο καθηγητής, για την κάλυψη των πρώτων αναγκών σε στεβιοσίδη από τις πολυεθνικές (κυρίως εταιρίες αναψυκτικών) που πήραν έγκριση χρήσης της «ζάχαρης της στέβιας» θα χρειασθούν πάνω από 8 εκατομμύρια στρέμματα. Σήμερα, η κύρια χρήση της στέβιας είναι η εξαγωγή από τα φύλλα της, χλωρά ή ξηρά, των φυσικών γλυκαντικών ουσιών στεβιοσίδη, ρεμπαουδιοσίδη κ.ά.. Η στεβιοσίδη μόνη της ή μαζί με τις άλλες γλυκαντικές ουσίες (αναφερόμενη ως στεβιοσίδη) είναι μία λευκή, μικροκρυσταλλική ουσία, όπως και η κοινή ζάχαρη, αλλά με μηδενική θερμιδική αξία και 200-300 φορές πιο γλυκιά, ανάλογα με την συγκέντρωση κάθε μιας από τις γλυκαντικές ουσίες. Τα στελέχη και τα υπολείμματα των φύλλων, μετά την εξαγωγή της «ζάχαρης», αποτελούν ζωοτροφή. Οι μεγαλύτεροι χρήστες της στεβιοσίδης είναι η βιομηχανία τροφίμων, ποτών, ζαχαροπλαστική (υποκαθιστά τη ζάχαρη και την πράσινη χρωστική) και η Ιατρική (για τους διαβητικούς τύπου 2). Με τις σημερινές τιμές που ισχύουν για τα φύλλα ή τη ζάχαρη, διευκρινίζει ο κ. Λόλας, το νέο αυτό προϊόν εξασφαλίζει ικανοποιητικό εισόδημα και απασχόληση, χωρίς καμιά επιδότηση, ενώ δημιουργεί πολλές νέες θέσεις εργασίας και εκτιμάται ότι θα στηρίξει και άλλες δραστηριότητες.
Ροδιά: Η «καλότυχη» καλλιέργεια. Η ροδιά παρουσιάζεται ως το παλαιότερο καλλιεργημένο καρποφόρο δέντρο. Πρωτοεμφανίστηκε στην περιοχή μεταξύ του Ιράν και της βόρειας Ινδίας και έχει καλλιεργηθεί από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου μέχρι την Ινδία. Σήμερα, στη ροδιά στρέφονται όλο και περισσότεροι Έλληνες παραγωγοί, οι οποίοι βρήκαν ένα εναλλακτικό προσοδοφόρο προϊόν, το οποίο μπορεί να αντικαταστήσει τις παλαιές τους καλλιέργειες, βαμβάκι, καπνά και καλαμπόκι, αφού μπορεί να αναπτυχθεί τόσο σε άγονα μειονεκτικά χωράφια όσο και σε πρώην καπνοχώραφα. Είναι σχετικά ανθεκτική στο ψύχος, ενώ δεν απαιτεί ιδιαίτερες εδαφικές συνθήκες. Ωστόσο, μεγαλύτερες και ποιοτικότερες αποδόσεις επιτυγχάνονται σε εδάφη πλούσια, βαθιά, που αρδεύονται συχνά.
Η Ρόδι Ελλάς του ομίλου Κασσίδη ιδρύθηκε το 2006 και μέχρι σήμερα έχει κλείσει συμφωνίες με παραγωγούς για 8.500 στρέμματα με δέντρα ροδιάς (ποικιλίας wonderful) σε όλη την Ελλάδα. «Το ρόδι είναι ένα νέο δυναμικό προϊόν, το οποίο λείπει από την Ελληνική αγορά. Η χώρα μας απορροφά περίπου 1.000 τόνους εκ των οποίων οι 800 τόνοι εισάγονται κυρίως από την Τουρκία, το Ιράν, την Ινδία, την Αίγυπτο και το Ισραήλ», επισημαίνει ο διευθυντής της εταιρίας Σίμος Παυλίδης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρίας, η πρώτη παραγωγή το 2008 έφτασε τους 300 τόνους και απορροφήθηκε από τη χώρα μας και ο τζίρος της εταιρίας έφτασε περίπου το 1,5 εκατ. ευρώ. Το 2009 η εταιρία κατάφερε να έχει παραγωγή 650 τόνους, πραγματοποίησε εξαγωγές και στη Ρωσία, ενώ αύξησε τον κύκλο εργασιών της κατά 50%. «Το θετικό με τις ροδιές είναι ότι υπάρχει προοδευτική αύξηση του τζίρου, καθώς όσο μεγαλώνουν τα δέντρα τόσο αυξάνεται και η παραγωγή», αναφέρει ο κ. Παυλίδης. Η τιμή πώλησης κυμαίνεται από 30 λεπτά έως και 1,10 ευρώ/κιλό. Σε πλήρη ανάπτυξη το project της Ρόδι Ελλάς αφορά σε καλλιέργεια της ροδιάς σε 15.000 στρέμματα με μια μέση απόδοση 3-3,5 τόνους/στρέμμα. Η εταιρία έχει προχωρήσει σε επένδυση συνολικού προϋπολογισμού 10 εκατ. ευρώ για την κατασκευή μιας πρωτότυπης μονάδας επεξεργασίας ροδιού, η οποία στεγάζεται σε ιδιόκτητη έκταση 32 στεμμάτων στο νομό Πέλλας. Η δομημένη έκταση ανέρχεται σε 9.900 τμ στα οποία θα εγκατασταθούν τα μηχανήματα διαλογής και προεπεξεργασίας ροδιού 20.000 κιλών ανά ώρα, το μηχάνημα αποφλοίωσης και συσκευασίας του ροδιού σε μορφή σπυριού, το μηχάνημα χυμοποίησης και τα ψυγεία συνολικής έκτασης 3.600 τμ.