Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

‘’Μικρότητες’’ και ‘’μεγαλεία’’ στην πολιτική της αριστεράς

 Παναγιώτης Μαυροειδής
 
Ζούμε σε μια ιστορική εποχή με δυο όψεις. Από τη μια, είναι περίοδος τεράστιων κίνδυνων για τον κόσμο της εργασίας. Είναι σε εξέλιξη μια επιχείρηση κοινωνικής καταβύθισης με πρωτεργάτη τον κόσμο του κεφαλαίου. Και θύμα το λαό και τη νεολαία, το παρόν αλλά και το μέλλον.
Από την άλλη,  είμαστε μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση για το εργατικό κίνημα, τους κομμουνιστές, την αριστερά.
Καλούμαστε να δράσουμε μαχητικά όσο ποτέ. Αλλά πρέπει και να στοχαστούμε βαθιά, να δούμε καθαρά. Οι αντίπαλοι μας βλέπουν 10 και 50 χρόνια μπροστά.
Πρέπει και εμείς να τελειώνουμε με το σεχταρισμό του εφήμερου, του συγκυριακού. Με τη θεοποίηση του ελάχιστου, του άμεσου, του εύπεπτου.
 
Τα ‘’μικρά’’ και τα ‘’μεγάλα’’
 
Ακούγεται συνέχεια. Πονηρά, από βολεμένες στα θέσφατά τους ηγεσίες. Καλόπιστα, από αγωνιστές: ‘’Ας ενωθούμε στα ‘’μικρά’’. Γιατί μια ζωή μπαίνουν ‘’μεγάλα’’ για να μας χωρίζουν; Πράγματα που δεν είναι της ώρας;’’. Τέτοια ‘’μεγάλα’’ προσφάτως είναι ‘’η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ’’ και βέβαια ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός του κινήματος. ‘’Μικρά’’ και ενωτικά είναι το ‘’όχι στο μνημόνιο’’ και το ‘’ναι στα δημόσια αγαθά’’.
 
Απίστευτη αντιστροφή! Αυτοκτονική ακύρωση του ρηξικέλευθου επαναστατικού χαρακτήρα του αριστερού κινήματος, πολιτικά, ιδεολογικά, κινηματικά.
 
Η  αριστερά είναι γέννημα του απελευθερωτικού επαναστατικού αιτήματος του εργατικού κινήματος. Αποτελεί  έκφραση του ερωτήματος  ‘’υπάρχει άλλος δρόμος;’’, αλλά και μέρος της απάντησης σε αυτό. Με βάση αυτό την  κρίνει ο εργαζόμενος.
 
Η αριστερά δεν είναι μόνο  για τα ‘’μικρά’’. Οι επαναστάτες δεν φοβούνται, δεν λοιδορούν, δεν απαξιούν  και δεν απεύχονται τα ‘’μεγάλα’’. Δεν γίνεται να θέλουν να λέγονται επαναστάτες, αλλά να φοβούνται όχι απλά την επανάσταση, αλλά και τα ριζοσπαστικά αιτήματα και την λαϊκή εξέγερση. Θα ήταν προτιμότερο σε αυτήν την περίπτωση να προτιμήσουν το δρόμο της Δαμανάκη ή του Κουβέλη.
 
Οι κομμουνιστές δεν περιφρονούν τα ‘’μικρά’’. Δεν αρνούνται να μπουσουλήσουν μαζί με το λαό, όταν χρειάζεται και όταν πρέπει. Δεν γίνεται  να θέλουν να είναι πρωτοπορία του λαού, αλλά να μην είναι μαζί με το λαό.
 
Αρνούμαστε αυτόν τον κουτοπόνηρο ή αφελή διαχωρισμό. Έχει επιζήμιες, καταστροφικές συνέπειες.
 
Η πολιτική χρησιμότητα της αριστεράς κρίνεται στην ικανότητά της να  ενώσει  ξανά και με σύγχρονο τρόπο τα νήματα. Το νήμα της επιβίωσης, με αυτό της αξιοβίωτης ζωής. Της αντίστασης στο μεσαίωνα, με την ελευθερία. Της μετατροπής του εργαζόμενου σε δούλο του κεφαλαίου, με την χειραφέτηση της εργασίας. Της  ανατροπής της καπιταλιστικής επίθεσης,  με μια άλλη κοινωνική πορεία, με τον πλούτο και την εξουσία στα χέρια των εργαζομένων. Της άρνησης και ανατροπής του υπερ-αντιδραστικού καπιταλισμού της εποχής μας, με μια σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική θεμελιωμένη στην εργατική δημοκρατία και εξουσία.
 
Τι θέλει λοιπόν ‘’ο κόσμος’’;
 
Σε πρόσφατο σφυγμομέτρηση της VPRC το 35% των πολιτών δήλωνε αντίθεση στο ευρώ και το 51% (!) αντίθεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποσοστά πολύ μεγαλύτερα και από τα αυθαιρέτως αθροιζόμενα δημοσκοπικά ποσοστά των κομμάτων της αριστεράς.
Και όμως, τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, από αντίθετες αφετηρίες, δηλώνουν πως ‘’η έξοδος από το ευρώ είναι ψευτοδίλημμα’’.
Για τους πρώτους, προηγείται η με μαγικό τρόπο έλευση της ‘’λαϊκής εξουσίας’’. Λες και η κατάχτηση της, ο δρόμος προς αυτήν, το αποφασιστικό βήμα, δεν θα είναι συνάρτηση μιας πολιτικής δράσης του εργατικού και λαϊκού κινήματος γύρω από κομβικά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, που θα κρίνουν την διαιώνιση ή την ανατροπή της αστικής εξουσίας.
 
Για τους δεύτερους, έχει προτεραιότητα  η σωτηρία της ευρωπαϊκής προοπτικής. Υπερβάλουμε; Δυστυχώς καθόλου.  Στην  γνωστή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ των 10 σημείων, όχι μόνο δεν μπαίνει στόχος για έξοδος από την ευρωζώνη, αλλά εκτιμάται (και καταγγέλλεται), ότι ‘οι θυσίες που ζητούν με αφορμή το χρέος δεν αφορούν ούτε τη σωτηρία της χώρας ούτε τη διάσωση του ευρώ ούτε τη βιωσιμότητα του χρέους.’’ Φυσικά και εδώ η διαφυγή από την αναγκαία θέση είναι από την αριστερή πόρτα: ‘ Οι θυσίες απαιτούνται για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου και η εξουσία πάνω στην εργασία.’’.
 
Και τι θα κάνουμε  με το χρέος;
‘’Στη θέση της αδιέξοδης και καταστροφικής διαδικασίας του PSI, αντιπροτείναμε αναστολή πληρωμών προς τους πιστωτές για εύλογο χρονικό διάστημα. Αν αυτό το διάστημα ήταν, π.χ., τρία χρόνια, θα υπήρχε εξοικονόμηση άνω των 50 δις. μόνο από τόκους (…)’’, μας υπενθυμίζει ή ίδια απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ.
 
Αυτό δεν υπονομεύει την θέση για διαγραφή του χρέους;
Δεν  είναι καθόλου λογικό να πιστεύει κανείς ότι το ‘’όχι στο μνημόνιο’’, μπορεί να συνοδεύεται από την παροχή των δανείων της τρόικας. Αφελείς στο άλλο στρατόπεδο δεν υπάρχουν. Εκεί περισσεύουν οι κυνικοί.
Ο αντιμνημονιακός αγώνας, υποχρεωτικά σημαίνει ‘’άρνηση πληρωμών, μονομερής  διαγραφή του χρέους’’. Είναι και αναγκαίο και αναγκαστικό. Και δίκαιο και λαϊκά νόμιμο.
Δεν είναι σοβαρό να πιστεύει κανείς ότι η Ελλάδα δεν θα πληρώνει το χρέος της στις κεντρικές τράπεζες των χωρών μελών της ευρωζώνης, στην ίδια την ΕΚΤ και η ΕΕ την ίδια στιγμή,  θα την δέχεται στις γραμμές της. Αυτό δεν λέγεται ‘’διαπραγμάτευση’’, αλλά διαζύγιο με την κοινή λογική. Και είναι επικίνδυνο σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές.
 
Πώς να αποφύγεις να πάρεις θέση…
 
Εδώ γίνεται μια δεύτερη μεγάλη λογική αντιστροφή.
‘’Δεν χρειάζεται να ξετυλίξουμε αυτό  το κουβάρι των συλλογισμών’’, αντιτείνεται καλόπιστα, από οπαδούς του  αγώνα και του αντι-ΕΕ προσανατολισμού. ‘’Θα ξετυλιχθεί από μόνο του’’, συμπληρώνουν.
Ο προβληματισμός αυτός θα μπορούσε να είναι χρήσιμος ως προφύλαξη, απέναντι σε μια σεχταριστική αγνόηση των βημάτων στη συνείδηση του κόσμου που πρέπει να γίνουν.  Γόνιμος ως κριτική απέναντι σε μια αριστερή φλυαρία που αναφέρεται παραθετικά στα πάντα και κάθε στιγμή, χωρίς ιεράρχηση στόχων και πολιτική τακτική, περιμένοντας να δικαιωθεί σαν το σταματημένο ρολόι.
Ωστόσο, σε στιγμές σαν αυτές, οι ζωντανές πρωτοπόρες δυνάμεις, πρέπει να έχουν την θέληση και την μαεστρία να συνθέσουν τα κομμάτια του πάζλ. Η μισή αλήθεια είναι ένα ψέμα… Μην το ξεχνάμε.
Περιμένουμε άραγε ο κόσμος που αγωνιά, να εμπιστευτεί μια αριστερά που θέλει να αποφύγει τα ερωτήματα ή να κόψει τις αλήθειες στα τέσσερα και να τις δώσει με δόσεις;
 
Τα μισά λόγια στα  κορυφαία ζητήματα της σύγκρουσης με την ευρωζώνη και την ΕΕ, καθώς και της διαγραφής του χρέους, είναι ακριβώς αυτά που ψαλιδίζουν την ενωτική λαϊκή δυναμική, που αποθαρρύνουν την αγωνιστική διάθεση των εργαζομένων. Εδώ θα κριθούν όλα τα ρεύματα, κόμματα και σχηματισμοί. Σε όλα τα πεδία. Και στο μαζικό κίνημα που παίρνει όλο και πιο πολιτικά χαρακτηριστικά, όσο και στην πολιτική αντιπαράθεση σε όλα τα πεδία συμπεριλαμβανομένων και των εκλογών.
 
Η πολιτική διαπάλη είναι αναγκαία μορφή αγώνα
 
Για να υπάρξουν λαϊκές νίκες στο παρόν, για να αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί προς τα αριστερά, για να αλλάξουν οι συνειδήσεις,  απαιτούνται καθαρές και τολμηρές κουβέντες. Ακόμη και στα ζητήματα που η αριστερά, δεν πείθει εύκολα.
 
Γιατί ξεχνάμε; Η αριστερά κατάπιε το παραμύθι της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1990, αποκοίμισε τον κόσμο. Την έπιασε δέος  με την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και την αγορά. Δεν θυμόμαστε τα απίστευτα για τον ‘’σοσιαλισμό της αγοράς’’;  Η δυσκολία του σήμερα, δεν σχετίζεται με τα μασημένα λόγια ή/και τις λαθεμένες θέσεις του χθες; Οι μισές σημερινές κουβέντες, θα ανεχτούμε να οικοδομήσουν την ήττα μας αύριο ή θα είμαστε πιο απαιτητικοί;
 
Ας μας διδάξει και πάλι η άρχουσα τάξη. Πως επιβάλλεται αλήθεια το κεφάλαιο; Μόνο με την οικονομική βία ή την κρατική καταστολή; Δεν είναι καθόλου έτσι. Η ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία είναι βασικό στοιχείο της αστικής εξουσίας. Τα συμφέροντα και προτάγματα της οικονομικής ολιγαρχίας ενσωματώνονται στη λαϊκή συνείδηση ως κοινές αλήθειες, ως αναπόδραστες λογικές, ως κοινωνικοί μονόδρομοι.
 
Αποτελεί αυτοκτονία για την αριστερά το να λοιδορεί από μόνη της την αναγκαία προσπάθεια εμβάθυνσης στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ως άχρηστη δήθεν ‘’θεωρητικολογία’’.
 
Επανάσταση και αντεπανάσταση
 
Ας δούμε ένα ζήτημα πιο ‘’δύσκολο’’.
 
Θεμέλιο του άλλου δρόμου της αριστεράς πρέπει να είναι η δημόσια κοινωνική ιδιοκτησία. Αποτελεί την αναγκαία (αλλά όχι και ικανή) βάση, για την άρση της εκμετάλλευσης της εργασίας, για πλήρη απασχόληση. Για δημοκρατία στην εργασία. Για ανάπτυξη δημόσιων κοινωνικών πολιτικών. Για επανασχεδιασμό του ίδιου του χαρακτήρα της παραγωγής και της οικονομίας, με προσανατολισμό τις κοινωνικές ανάγκες και το σεβασμό του περιβάλλοντος.
 
Πρώτο βήμα για αυτό είναι οι εθνικοποιήσεις με εργατικό κοινωνικό έλεγχο. Όχι μόνο των τραπεζών ή των ξερών κλαδιών που παρατάνε οι επιχειρηματίες. Αλλά και των μεγάλων ζωντανών παραγωγικών μονάδων στους κρίσιμους κλάδους της οικονομίας.
 
Και όμως. Και αυτός ο στόχος δεν διατυπώνεται από τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Το ΚΚΕ κατά τη γνωστή λογική, τον θεωρεί ρεφορμιστικό, προτάσσοντας την γνωστή ρεφορμιστική λογική του για την εξουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζει το ζήτημα στην παραμονή ή στην επιστροφή των  ΔΕΚΟ στο δημόσιο και στην εθνικοποίηση των τραπεζών.
Δεν θα έπρεπε αλήθεια  η αριστερά να βάζει στόχους ενάντια στην αστική τάξη, την μεγάλη ατομική ιδιοκτησία και την ατομική ιδιοποίηση του πλούτου;
 
Ένα  εκ του αντιθέτου παράδειγμα, θα καταδείξει το μέγεθος  του θράσους της αστικής τάξης απέναντι σε ένα λαό που δεν καταφέρνει καλά καλά να ζήσει, αλλά και το βάθος της ατολμίας της αριστεράς.
 
Έως το τέλος του 2012 και εφόσον πάνε ‘’όλα καλά’’ με το PSI, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν πάρει από την αρχή της μνημονιακής ‘’σωτηρίας’’ μας, 170 περίπου δις! Σχεδόν  ένα ΑΕΠ. Η χρηματιστηριακή τους αξία  είναι το πολύ 2 δις και τα ίδια κεφάλαια τους 24 δις. Δηλαδή, το κράτος τις έχει αγοράσει δεκάδες φορές. Και όμως, ενώ προσφέρει το αίμα, ενώ αγοράζει το ρίσκο, δεν θίγει την ιδιοκτησία και αυτή μένει στους τραπεζίτες. Αυτό κάνει η αστική τάξη με  το πολιτικό της σύστημα και τα κόμματα της. Μπροστά στα μούτρα των ανέργων, των νέων με τα 300 ευρώ, των απολυμένων.
 
Και όμως, η αριστερά κόβει και εδώ τις αλήθειες στα τέσσερα. Δεν τολμά να πει ότι δικαιούται ο λαός να πάρει στα χέρια του και την προσωπική και την εταιρική περιουσία των μεγάλων επιχειρηματιών. Ακριβώς για να ζήσει η κοινωνική πλειοψηφία.
 
‘’Μα αυτό και αν είναι άκαιρος κομμουνιστικός στόχος!’’, θα πει κάποιος. ‘’Απαιτεί μεγάλη ταξική και πολιτική σύγκρουση και επανάσταση’’. Γιατί τώρα τι έχουμε; Δεν έχουμε μια επανάσταση με αρνητικό πρόσημο; Δεν έχουμε μια αντεπανάσταση τη στιγμή που καταργούνται από το Υπουργικό Συμβούλιο σε μια νύχτα τα εργατικά δικαιώματα ενός αιώνα, που καταχτήθηκαν με αίμα και επαναστάσεις; Γιατί φοβάται τόσο αυτή η αριστερά, να δει την ευθύνη της απέναντι στην ανάγκη να αλλάξει το βέλος;
 
Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε. Να ανατραπεί η αστική αντεπανάσταση. Να ορθωθεί ξανά η επαναστατική χειραφετητική προοπτική του κόσμου της εργασίας. Η επιβίωση και η αξιοπρέπεια, είναι κίνητρο και δρόμος, αποτέλεσμα και προϋπόθεση  της εξέγερσης, της επανάστασης, της κοινωνικής πορείας έξω και σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Του άλλου δρόμου, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης των λαών.