Ητανε δυο γνωστοί που μένανε σε ένα προάστιο μίας πόλης και η
δουλειά και των δύο ήτανε στο κέντρο της. Κάθε πρωί έπαιρναν το
αυτοκίνητο τους και πήγαιναν στη δουλειά τους. Κάποια περίοδο έπρεπε του
ενός το αυτοκίνητο να μείνει στο συνεργείο, για λίγες μέρες οπότε
προσφέρθηκε ο άλλος να τον πηγαίνει στη δουλειά του. Το πρώτο πρωί ενώ
πηγαίνουν στη δουλειά τους, σε μια απότομη στροφή που είχε γκρεμό από
κάτω ,πετάγεται ο συνοδηγός και λέει στα πεταχτά «κιχ-κιχ». Ο οδηγός το
άκουσε αλλά δεν έδωσε σημασία. Στο γυρισμό το μεσημέρι ενώ περνούσαν από
την ίδια στροφή, πετάγεται πάλι ο συνοδηγός και λέει πάλι «κιχ-κιχ».
Αυτή τη φορά ο οδηγός δεν άντεξε και τον ρώτησε γιατί το κάνει αυτό.
-Να μωρέ, του απαντά ο άλλος ,τις προάλλες περνούσε από εδώ ένας
ξάδερφος μου και του έφυγε το αυτοκίνητο και πήγε στον γκρεμό και γίναν
όλα τόσο γρήγορα που ούτε κιχ δεν πρόλαβε να κάνει.