Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Αναπροσανατολισμός του ΕΣΠΑ ή της γραμμής πλεύσης του εκπαιδευτικού κινήματος;

Γιώτα Ιωαννίδου*
Σχετικά με τη συζήτηση περί έκθεσης εφαρμογής 2011 του ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ» (ΕΠΕΔΒΜ)
Δημοσιεύτηκε στις 25/6/2012 η αιτιολόγηση καταψήφισης της ετήσιας έκθεσης εφαρμογής 2011, στην επιτροπή παρακολούθησης του ΕΠΕΔΒΜ (προς την Ειδική Γραμματέα ευρωπαϊκών πόρων του Υπ. Παιδείας), του εκπροσώπου της ΟΛΜΕ και ΓΓ του ΔΣ της (μέλους των ΣΕΚ – παράταξης ΣΥΡΙΖΑ – στους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης). Το βασικό αίτημα που τοποθετεί εκεί, ο εκπρόσωπος της ΟΛΜΕ, είναι ο «αναπροσανατολισμός του ΕΣΠΑ και η αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων στην κατεύθυνση της στήριξης και της αναβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης», αίτημα των παρατάξεων ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ΣΕΚ στο ΔΣ της ΟΛΜΕ, με συμφωνία των οποίων, αποφασίστηκε και η εκπροσώπηση της ΟΛΜΕ, στην επιτροπή παρακολούθησης του ΕΠΕΔΒΜ.
Τελικά τι συμβαίνει με τα πακέτα χρηματοδότησης της ΕΕ και τα εκάστοτε ΕΣΠΑ; Είναι χρήματα της ΕΕ, που μας δίνονται από τους μηχανισμούς της και το μόνο πρόβλημα είναι η απορρόφησή τους από το «μπαχαλοποιημένο» ελληνικό δημόσιο; Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να διαπραγματευτεί τον αναπροσανατολισμό τους με την ΕΕ, να μην υπηρετούν π.χ. το «πρότυπο του σχολείου της αγοράς» και να πάρουμε και επιτέλους κάποια χρήματα για τις υποδομές της εκπαίδευσης ή την επιμόρφωση, όπως πρόσφατα δήλωσε ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ; Ποια η αναγκαιότητα συμμετοχής εκπροσώπου της ΟΛΜΕ, από τη σκοπιά των αναγκών του κινήματος των εκπαιδευτικών, σε μια επιτροπή παρακολούθησης της πορείας του ΕΠΕΔΒΜ;
Μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει από παλιότερα, για την προέλευση και την σκοπιμότητα των χρημάτων του ΕΣΠΑ. Πρόκειται για χρήματα που παρακρατούνται από τους λαούς των χωρών της ΕΕ, μέσω εισφορών, ΦΠΑ κι όχι από τη φορολόγηση κάποιου πλεονάσματος επιχειρηματικών κερδών. Προπαγανδίστηκε έντονα από την πλευρά των μηχανισμών της ΕΕ αλλά και κυβερνήσεων ότι το ‘’κοινοτικό χρήμα’’ αφορούσε στην ενίσχυση των φτωχότερων λαών της Ευρώπης.
Στην αρχή του «έργου» υπήρχαν οι γελαστοί αγρότες που έπαιρναν επιδοτήσεις για να ξεριζώσουν ελιές, αμπέλια και ζαχαρότευτλα. Στην προχωρημένη σήμερα συνέχειά του, υπάρχει η χώρα που δυσκολεύεται να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες των ανθρώπων της και εισάγει ζάχαρη από τις γερμανικές πολυεθνικές.
Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία η εισροή χρημάτων μέσω ΜΟΠ, ΚΠΣ συμπεριλαμβανομένου και του ΕΣΠΑ, την περίοδο 1986 – 2013 προβλεπόταν σε 65 δις ευρώ (μέχρι το τέλος του 2009 είχαν εκταμιευτεί 43 δις ευρώ). Αφετέρου, την περίοδο 1980 – 2009, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας, με την εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ, έφτασε στα 254 δις ευρώ. Δηλαδή δώσαμε για εισαγωγές από τις πολυεθνικές χωρών της ΕΕ 254 δις, για να πάρουμε 43 δις, με τα οποία μάλιστα εδραιωνόταν από άποψη πολιτικών η ίδια συνέχεια. Η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» που ανέβαζε το ποσό των εισροών στα 120 δις, δηλαδή το μισό σχεδόν του εμπορικού ελλείμματος, διαπίστωνε ωστόσο ότι τα 51,3 δις επιστράφηκαν στις πολυεθνικές της Ευρώπης, για προμήθεια μηχανημάτων – εξοπλισμού. Επιπλέον σε όλα αυτά υπάρχει και μια εθνική συμμετοχή (συνήθως της τάξης του 25% για δράσεις ΕΚΤ) που είναι ζεστό χρήμα από τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι.
Από άποψη Δημοσίων Έργων, το 50% των χρημάτων του Γ ΚΠΣ, πήγε σε συγκοινωνιακούς άξονες με βάση τα συμφέροντα τεχνικών εταιρειών – πολυεθνικών για εμπορικούς δρόμους ή σε προγράμματα κατάρτισης για την αναδιάρθρωση της παραγωγής με μείωση του εργατικού κόστους.  
Τα επιχειρησιακά προγράμματα ήταν οδηγός εφαρμογής της απασχολησιμότητας, της επιχειρηματικότητας, της ευελασφάλειας και των νέων, ελαστικών εργασιακών σχέσεων, σε ιδιωτικό αλλά και δημόσιο τομέα. Μέσω π.χ. της «κοινωνικής οικονομίας», μια σειρά τομείς κοινωνικής μέριμνας, όπως η βοήθεια στο σπίτι, δημιουργική απασχόληση κλπ περνούν από τη δικαιοδοσία του Δημοσίου, ή των Δήμων και τις αντίστοιχες εργασιακές σχέσεις, σε  ευέλικτες δομές ιδιωτικού χαρακτήρα. Έτσι είχαμε τους εκπαιδευτικούς, που μπορεί να προσλαμβάνονται από τους Δήμους στις επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, με μπλοκάκι, αλλά και αυτούς που δούλευαν στα σχολεία με καθεστώς αναπληρωτή ΕΣΠΑ.  Μια από τις τελευταίες ανακοινώσεις του ΕΣΠΑ, αφορά στην μαθητεία για 8.475 αποφοίτους της Τεχνικής Εκπαίδευσης (των τελευταίων 2-3 ετών) σε επιχειρήσεις, για 5 ημέρες, 6 ώρες ημερησίως, με 300 ευρώ το μήνα.
Μέσω, του ΕΣΠΑ, προωθούνται οι αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις σε όλη την εκπαίδευση, αφού υιοθετήθηκε σε όλες τις βαθμίδες, ως «αναπτυξιακή στρατηγική για την εκπαίδευση», ο σχεδιασμός, εισαγωγή, εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, προκειμένου να αυξηθεί η απασχολησιμότητα, να βελτιωθεί η συνάφεια της εκπαίδευσης / κατάρτισης προς την αγορά εργασίας και να προσαρμοστούν οι δεξιότητες του εκπαιδευμένου προσωπικού σε μια ανταγωνιστική οικονομία βασισμένη στην «κοινωνία της γνώσης».
Σε αυτό το πλαίσιο εκπονήθηκε ο νέος νόμος πλαίσιο για τα ΑΕΙ, η σύνδεση της έρευνας και της καινοτομίας με τις επιχειρηματικές ανάγκες κερδοφορίας. Οι Δράσεις του ΕΣΠΑ στηρίζουν και προωθούν την λογική του «νέου σχολείου» της Διαμαντοπούλου. Είναι η εκπόνηση του νέου προγράμματος σπουδών για τα σχολεία στη λογική των δεξιοτήτων, η πιλοτική εφαρμογή τους, το σκάνδαλο της μείζονος επιμόρφωσης, η αξιολόγηση και αυτοαξιολόγηση, το πλαίσιο των προτύπων και τα δίκτυα καινοτομίας και αριστείας. Στις προσκλήσεις του ΕΣΠΑ συμπεριλαμβάνονται η αναδιάρθρωση της τεχνικής κι επαγγελματικής εκπαίδευσης με σύστημα πιστωτικών μονάδων και μαθητεία, οι ψηφιακές παρεμβάσεις με τους σκανδαλώδεις όρους επιχορηγήσεις των ιδιωτικών εταιρειών, για τα netbook και τους διαδραστικούς πίνακες, οι ζώνες προτεραιότητας και τα 800 πιλοτικά κλπ
Η ίδια πιο αντιδραστική λογική, διαπερνά και την «διαβούλευση» που ξεκίνησε για το επόμενο ΚΠΣ, στο πλαίσιο μνημονίων, τρόικας και της πιο αντιδραστικής μετάλλαξης της ΕΕ, του δημοσιονομικού Συμφώνου, των μη ελλειμματικών προϋπολογισμών (δηλ. της μη δυνατότητας άσκησης κοινωνικής πολιτικής). Γιατί κάθε ΚΠΣ και αντίστοιχο εθνικό «ΕΣΠΑ», που αποτελεί τη βάση για τα επιχειρησιακά προγράμματα και την χρήση των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ, από το εθνικό κράτος, αποτελούσε και αποτελεί, εξειδίκευση των βασικών πολιτικών της ΕΕ, όπως διαμορφώνονται μέσα από τις συνόδους κορυφής, υπουργών κλπ Εν προκειμένω, η βάση της διαβούλευσης, όπως ανακοινώθηκε από την 1η εγκύκλιο, της Εθνικής Αρχής Συντονισμού για το επόμενο ΚΠΣ, είναι η στρατηγική «Ευρώπη 2020», το Εθνικό πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων και το Κοινό Στρατηγικό Πλαίσιο – Μνημόνια Οικονομικής Πολιτικής.
Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» επικεντρώνει στους στόχους της εξόδου από την κρίση, μέσω ανταγωνιστικότητας και «διατηρήσιμης»(!) ανάπτυξης, επιδιώκοντας την διαμόρφωση ενός «υγιούς και ενεργά γηράσκοντος πληθυσμού». Θεωρεί ότι οι ευρωπαίοι εργάζονται κατά 10% λιγότερες ώρες από εργαζόμενους σε ΗΠΑ, Ιαπωνία και το 50% των μαθητών αποκτούν ένα μεσαίο επίπεδο δεξιοτήτων, που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς.
Μέσα από τις λεγόμενες «εμβληματικές πρωτοβουλίες» επιδιώκεται ευελιξία, προσαρμογή νομοθετικού πλαισίου της εργασίας σ’ αυτήν (βλέπε καταργήσεις συμβάσεων, αύξηση  χρόνου εργασίας κλπ), κινητικότητα εργαζομένων. Για την εκπαίδευση και κατάρτιση, υπάρχει η επιμονή στην εφαρμογή των αρχών της Δια Βίου Μάθησης, των ευέλικτων διαδρομών μάθησης και της «ανάπτυξης εταιρικών σχέσεων ανάμεσα στους κύκλους εκπαίδευση – κατάρτιση – εργασία» με συμμετοχή των επιχειρήσεων στον προγραμματισμό της εκπαίδευσης.
Για αυτό στην εμβληματική πρωτοβουλία «νεολαία σε κίνηση» προβλέπεται εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης με αξιολόγηση, επιχειρηματικότητα, προσανατολισμό στη μαθητεία και στην εργασιακή κινητικότητα (!). Επιπλέον, αναγνωρίζεται ότι η κρίση και τα δυσβάστακτα βάρη των πολιτών,  μπορεί να οδηγήσουν σε αντιδράσεις που σκόπιμα τις βαφτίζει «οικονομικούς εθνικισμούς», γι αυτό απαιτείται η μείωση των ελλειμμάτων κάτω από το 3% του ΑΕΠ ως το 2013, την διαμόρφωση φορολογικών συστημάτων φιλικών προς την Ανάπτυξη (βλέπε επιχειρήσεις), την βαθύτερη – ευρύτερη εποπτεία των χωρών της ζώνης του ευρώ και την δημοσιονομική πειθαρχία.  
Για όλα αυτά, προβλέπει την έκδοση συστάσεων προς τα κράτη μέλη που ολιγωρούν στην εφαρμογή των μέτρων και αμέσως μετά την χρησιμοποίηση των «μέσων προειδοποίησης πολιτικής» (άρθρο 121.4). Θυμίζω ότι τέτοια ήταν η σύσταση του Συμβουλίου προς την Ελλάδα στις 16 Φεβρουαρίου του 2010 «προκειμένου να τερματιστεί η ασυνέπεια με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών στην Ελλάδα και να εξαλειφθεί ο κίνδυνος υπονόμευσης της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομικής και νομισματικής ένωσης». Εκεί η ΕΕ πρότεινε συγκεκριμένα μέτρα, όπως τη μείωση του μισθολογικού κόστους, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, διαδικασίες διευκόλυνσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα κλπ (η οποία προετοίμασε το μνημόνιο του 2010). Η εγκύκλιος της Εθνικής Αρχής Συντονισμού, στην Ελλάδα, αποδέχεται το παραπάνω πλαίσιο και για την εκπαίδευση προτάσσει ως στόχο για το νέο ΕΣΠΑ, την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος με έμφαση στις δεξιότητες, στη ΔΒΜ, για την ανταγωνιστικότητα και κινητικότητα των εργαζομένων.
Με βάση όλα τα παραπάνω θα διαβουλευτούν οι περίφημοι «κοινωνικοί εταίροι», δηλ. οι εκπρόσωποι εργαζομένων κι εργοδοτών, η κυβέρνηση, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, ο ΣΕΒ και η ΓΣΣΕ. Αρκετοί μπορεί να προσέλθουν, κομίζοντας επιμέρους διαφωνίες τους με την αυταπάτη (για να μην χρεώσουμε πρόθεση σε όλους, αν και σε τέτοιους καιρούς σπανίζει) ότι οι τίγρεις των ευρωπαϊκών αλλά και των ντόπιων πολυεθνικών, μπορεί να γίνουν και χορτοφάγες από περιβαλλοντική ευαισθησία για την επιβίωση της εργαζόμενης πανίδας, των χωρών τους στα πλαίσια της αειφορικής ανάπτυξης. Η ΕΕ, οι κυβερνήσεις, το κεφάλαιο υπερθεματίζουν σε αυτή τη διαδικασία. Ξέρουν ότι η σταθερότητα των συμφερόντων τους δεν περνά μόνο μέσα από την επιβολή των δικών τους προτεραιοτήτων έναντι των κοινωνικών αναγκών. Η μακροημέρευση των συμφερόντων τους εξασφαλίζεται όταν αυτό γίνεται μέσα από διαδικασίες που να φαίνεται ότι αφορούν όλη την κοινωνία. Όταν την θέση της ταξικής πάλης παίρνει η ταξική συνεργασία, πάνω στο δικό τους πλαίσιο.
Τα εργαλεία χρηματοδότησης και τα αντίστοιχα επιχειρησιακά προγράμματα και ΕΣΠΑ (Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς) έχουν σαφή προσανατολισμό. Αυτόν τον εξασφαλίζουν με μια σφικτή διαδικασία παρακολούθησης, όπου αναζητούν την συμμετοχή των «κοινωνικών εταίρων» ως μέσο νομιμοποίησής του. Είναι τρόποι υλοποίησης των αντιδραστικών πολιτικών της ΕΕ σε συμφωνία με τις κυβερνήσεις, σε κάθε χώρα και αναδιανομής του πλούτου που παράγεται από τους λαούς της Ευρώπης, προς όφελος κατά βάση του κεφαλαίου και των ηγεμονικών του μερίδων.
Τα κονδύλια των ΚΠΣ και του ΕΣΠΑ, πέρα από τις διαχειριστικές λαμογιές ελληνικής πατέντας, δεν αναμένουν ήρεμα την εναλλακτική ‘’αξιοποίηση΄΄ τους, δεν «αναπροσανατολίζονται». Μπορεί να προσαρμοστούν κατά τη διάρκεια της εφαρμογής τους αλλά ποτέ δεν αναιρούν τις αρχικές τους στοχεύσεις. Για να μην υπόκεινται, εξάλλου, σε καμιά πίεση αγωνιστικής διεκδίκησης, αλλά ούτε και να υπακούουν σε κάποιο εθνικό κεντρικό σχεδιασμό, δεν δίνονται μέσω των κρατικών προϋπολογισμών, ούτε προκαταβάλλονται. Η περίφημη «εκταμίευσή» τους, προϋποθέτει την επιτυχή αξιολόγηση των παραδοτέων τους, σύμφωνα με τις αρχικές προδιαγραφές τους.
Βασική προϋπόθεση εκταμίευσης πόρων, είναι η εξασφάλιση ότι η συνδρομή από τα Ταμεία συμβαδίζει με τις κοινοτικές γραμμές, για τη συνοχή και σύνδεση με τις κοινοτικές προτεραιότητες και το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.  Τα χρήματα από την περίφημη ψηφιοποίηση των σχολείων μέσω αγοράς netbook με κουπόνι από εταιρείες, από τον κάθε γονιό, δεν θα δινόντουσαν κεντρικά για την αγορά Η/Υ πιο φτηνά αλλά και πραγματικής, στοιχειώδους αναβάθμισης των σχολικών υποδομών. (αυτή είναι η συμφωνία κυβέρνησης – ΕΕ, που αποτυπώνεται στο ΕΣΠΑ).
Τα τεράστια ποσά που δίνονται σε μελέτες και συμβούλους, είναι αρχή όλων των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και απαραίτητοι όροι επιλεξιμότητας (εμπλέκουν μελετητικά γραφεία, αμοιβές προσώπων κλπ που προσδένονται με όρους υλικού συμφέροντος στις ευρωπαϊκές πολιτικές κι άρα τα πορίσματά τους έχουν προδιάθεση να «τις εξυπηρετούν»). Τα χρήματα για τις δράσεις  διάχυσης των αποτελεσμάτων και δημοσιότητας, είναι επίσης βασική αρχή των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και χρησιμοποιούνταν εξ αρχής, σαν ιδεολογικά – προπαγανδιστικά εργαλεία της ΕΕ για την «ανάδειξη του ρόλου της κοινότητας στο ευρύ κοινό, προβολή της προστιθέμενης αξίας της κοινοτικής συμμετοχής στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα».
Θυμίζω ότι υπάρχει μέχρι και συγκεκριμένος Οδηγός Δημοσιότητας, που πρέπει να τηρείται επακριβώς, μέχρι και το χρώμα ανάρτησης των ευρωπαϊκών σημάτων.  (θυμηθείτε την διευθύντρια δημοτικού σχολείου που απειλήθηκε με δίωξη, με αφορμή την μη  ανάρτηση του έγχρωμου σήματος της ΕΕ). Τέλος τα παραδοτέα αξιολογούνται για το αν καλύπτουν όλες τις προδιαγραφές, από εξωτερικό αξιολογητή – εταιρεία (για το τρέχον ΕΣΠΑ 2007 – 13, η ανάδοχος εταιρεία είναι η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.)
Όλα τα παραπάνω ταυτόχρονα καλλιεργούν και τη λογική της ευελιξίας και την πρακτική της αρπαχτής, των έργων περιορισμένου χρόνου ζωής (όσου και του εκάστοτε ΕΣΠΑ). Οι ζώνες εκπαιδευτικής προτεραιότητας θα αφήσουν στη μέση την υποστήριξη των ευαίσθητων κοινωνικά ομάδων μαθητών, όταν τελειώσει το ΕΣΠΑ, αλλά και γι αυτό οι δράσεις τους είναι ευκαιριακές. Η επιμόρφωση θα γίνει στο φτερό, νέα αναλυτικά προγράμματα θα εκπονηθούν πριν καλά – καλά εφαρμοστούν τα παλιότερα, τα έργα από Ολυμπιακές εγκαταστάσεις μέχρι δημοτικές, θα χάσκουν χωρίς συντήρηση.
Η αποδοχή της παραπάνω διαδικασίας λειτουργίας των ευρωπαϊκών κονδυλίων ως αναπότρεπτης και η ενασχόληση με την ορθολογικοποίησή της ή την απόσπαση και κάποιων κονδυλίων για τις κοινωνικές ανάγκες, είναι καταστροφική. Είναι αυτή η λογική που εκχωρεί ολόκληρη την πίτα για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι. Η λογική της διαχείρισης, των ψίχουλων που πέφτουν από το τραπέζι των πολιτικών Κυβέρνησης – ΕΕ – κεφαλαίου και η αποδοχή του κοινωνικού εταιρισμού και της θεωρίας της κοινωνικής συνοχής, με συμμετοχές συνδικαλιστών στα τραπέζια διαβούλευσης και παρακολούθησης, έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την γραφειοκρατικοποίηση, ενσωμάτωση του συνδικαλιστικού κινήματος και την σημερινή του αδυναμία να επιβάλλει μέτρα για τις κοινωνικές – λαϊκές ανάγκες. Έχει ευθύνες για τον ιδεολογικό παροπλισμό του εργατικού κινήματος, μέσα από την αποδοχή των κυρίαρχων αξιών της ανταγωνιστικότητας, της προτεραιότητας των αναγκών της αγοράς, της ευελιξίας και της αξιολόγησης, της συμμετοχής στη διαχείρισης προαποφασισμένων επιλογών, έναντι της αμφισβήτησης και της ταξικής πάλης. Η ΟΛΜΕ δεν έχει καμιά δουλειά στην επιτροπή παρακολούθησης του ΕΠΕΔΒΜ.  Με την συμμετοχή της, νομιμοποιεί τις αντιδραστικές επιλογές της ΕΕ στην εκπαίδευση.
Η κρίση όμως έβγαλε πάλι το βασιλιά γυμνό στους δρόμους. Το κεφάλαιο, η ΕΕ, οι πολιτικές της τρόικα, του ΔΝΤ και των μνημονίων, δείχνουν τα δόντια τους. Θα οπλίσουμε το κίνημα για την σύγκρουση και έξοδο από αυτές ή θα συνεχίσουμε να βαυκαλιζόμαστε και να σπέρνουμε αυταπάτες, ολέθριες για την αποτελεσματικότητα της αναμέτρησής μας με την αστική πολιτική; Θα τα βάλλουμε με την «βασιλική οικογένεια» των καιρών μας ή θα μένουμε δέσμιοι των φιλοΕΕ ιδεοληψιών μεγάλων κομματιών της ΕυρωΑριστεράς, εξαργυρώνοντας την αγωνιστικότητα και το ριζοσπαστισμό των αριστερών ανθρώπων στις διαβουλεύσεις, τις διαπραγματεύσεις και τα αθροίσματα των κοινωνικών εταίρων που φιλοδόξησαν να καταργήσουν την «μονομερή» ταξική πάλη;
*Μέλος ΔΣ Α ΕΛΜΕ Δυτ. Αττικής και μέλος των Παρεμβάσεων