γραφει ο αρισταρχος
“Τι ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή” (Ματθ. ιστ’26)
Καλά εν τάξει, είσαι μικρής ηλικίας. Όχι; Ωραία, είσαι κάποιας ηλικίας.
Όχι και τόσο; Πόσο με υπολογίζεις; Πόσο σε υπολογίζω; Πάνω κάτω …χμ,
άστο. Πάμε παρακάτω. Άσε τα χαζά και δώσε λίγη ώθηση στο ηθικό. Κάνε …
ας πούμε …θετικές σκέψεις. Καλά τρίχες κατσαρές, είπα κοτσάνα. Τι
θετικές σκέψεις να κάνεις παρέα με την μοναξιά. Κι εγώ τι είμαι ρε. Άσε
εσύ είσαι το άλλο μου εγώ. Ε τότε, πάρε το αποβλακωμένο σου σαρκίο και
πάντο μια βόλτα. Πούου; Εγώ θα σου πώ;
Έξω, περπάτα στο πεζοδρόμιο, στην πλατεία, γνώρισε κανέναν άνθρωπο.
Βλέπεις; Έχει ένα σωρό κόσμο. Φώτα πολύχρωμα, βιτρίνες, παιδιά. Τι καλά
νάχα ένα παιδί, νάχα ένα σύντροφο. Πόσο αλλιώτικα θάταν όλα. Ούφ, δεν
γεμίζω με τίποτα. Κι αυτό το περίεργο βάρος μπαστακώθηκε εδώ στο στήθος
μου και δεν λέει να φύγει όσο κι αν προσποιούμαι για το αντίθετο. Καλά
έχεις πάθει πλάκα εσύ. Δες βρε μούτρο τον κόσμο, χαμογέλασε και συ, κάνε
κάτι. Φλέρταρε! Ναι φλέρταρε.
Κοίτα πως σε κοιτάζει πλαγίως. Αν ήθελε θα με κοίταζε στα ίσια. Σκέτη
μαυρίλα είσαι θα σε παρατήσω. Όχι, που πας; Έλα εδώ τώρα που σε
χρειάζομαι. Πάμε, κάτι μπορεί να βγεί. Το σιγούρεψες; Εμάς κοιτάει; Μην
γίνουμε ρεζίλι. Όρμα ρε σου λέω, η θρασύτητα κερδίζει πάντα. Φτου να
πάρει θα γίνω ρεζίλι. Μ’ αυτό το χάλι θέλεις να βρεις και σύντροφο. Όχι
ρε. Παρά λίγο, δεν σου τώπα. Δεν κοίταζε εμένα. Ωχ παρά λίγο. Ρε γαμώτο
γιατί δεν πήρα τηλέφωνο; Μπορεί και να τα βρίσκαμε. Άσε, αν ήταν έτσι
δεν θα τα χαλούσατε. Πάνε τώρα την βόλτα σου . Άααα να ένα
fast-φουτάδικο. Κάτσε και πάρε μια μπύρα κι ένα με διπλή πίττα. Και
πούσαι, η μπύρα όχι παγωμένη. Τα λαιμά μας έλειπαν τώρα. Γαμώτο άρχισα
να σκέφτομαι σαν την μάνα μου. Τι είπες για την μάνα σου; Πες του να
βάλει κέτσαπ και μουστάρδα στο σάντουϊτς, όχι κρεμμύδια μην και βγεί εν
τω μεταξύ τίποτα και μυρίζεις σαν ….
Κάνε όνειρα. Σε γυράδικο με φτηνιάρικια μπύρα και βρωμόγυρο θες και
έρωτες. Βρωμοκοπάς τώρα σαντουϊτσίλα. Γαμώτο, δεν ξέρω τι θέλω. Σαν
φρικιό πάω από δω κι από κει. Δεν πάω στο σπίτι να κλαφτώ να δω και λίγη
τηλεόραση; Ά τώρα τα βρήκαμε τα λεφτά. Με το χαζοκούτι μωρέ θα την
βγάλεις; Για δες πόσα λεφτά έχεις. Έχω ένα εικοσάρι αλλά που να πάω
χωρίς παρέα. Χάλασε και η ερωτική σχέση που είχα και είμαι τώρα ένα
τούβλο μοναχό. Χα! Πάντα έτσι ήσουνα ένα φοβισμένο τούβλο. Μην λες
βλακείες, φοβούνται τα τούβλα; Γιατί νιώθουν μοναξιά; Η αγριάδα που
πουλάω είναι για να με φοβούνται. Αλλά εσύ ρε ξόμπλι φοβάσαι
περισσότερο. Αυτό είναι αλήθεια.
Για δες τι ωραία βιτρίνα. Έχει από όλα. Και τι φώτα τι μουσικές.
Χριστούγεννα μεθαύριο ξημερώνει, ντύσε την μοναξιά σου τουλάχιστον με
ένα δωράκι. Δες, πόσο ωραίο είναι αυτό εκεί. Καλά, είναι ακριβό. Έχω
μόνο είκοσι ευρώ. Τι θα φάω τι θα πιώ, να πάρω και δωράκι; Μην
τρελαθούμε. Σούρχονται κάτι ιδέες, μα κάτι ιδέες. Τι μιλώ μαζί σου, εσύ
είσαι εκτός ζωής και απλά δεν σου τόπαν. Είμαι ρε; Λες;
Δες, να ένα παιδάκι σαν κι αυτό που πεθύμισες να έχεις. Είναι ένα
κοριτσάκι. Πλησίασέ το, ρώτησε πως το λένε. Γιατί; Αφού δεν το ξέρω. Δες
το μωρέ, είναι το φουκαριάρικο λυπημένο πολύ. Ρώτα το, γιατί είναι
έτσι. Αϊ παράταμε ρε, όλο διαταγές και μπερδέματα είσαι. Έ καλά, τράβα
σπίτι πάρε μια ασπιρίνη ξάπλωσε και περίμενε να δεις άμα σηκωθείς ξανά
χωρίς εμένα. Φυτό, έ φυτό! Εγώ φυτό μωρέ; Τι λες;
-Έϊ μικρή, πως σε λένε;
-Γιατί θα μου πάρεις συνέντευξη;
-Όχι, πως σε λένε;
-Ελένη, εσένα;
-Γιατί είσαι τόσο λυπημένη;
-Κι εσένα τι σε νοιάζει; Θα με κάνεις ευτυχισμένη;
-Που ξέρεις; Μπορεί και ναι.
-Έ τότε μάθε. Μούδωσε η μάνα μου είκοσι ευρώ να πάρω τα φάρμακά της και γω η έξυπνη τάχασα.
-Σώπα μην κλαίς, με σπαράζεις. Είναι άρρωστη η μάνα σου;
-Ναι και τάχει ανάγκη αυτά τα φάρμακα.
-Έλα πάρε. Νά, πάρε το εικοσάρικο και πάνε στο Φαρμακείο.
Χαχαχαχα, τι κατάλαβες που τόδωσες ρε βλάκα . Πάει και το τελευταίο σου
χαρτονόμισμα. Τώρα πως θα την βγάλεις; Όπως την έβγαζα πάντα. Χα! Είδες
το ζεστό φιλάκι που μούδωσε; Νιώθω ακόμη το άγγιγμα. Τι ωραίο που ήταν
Θεέ μου. Άξιζε για είκοσι ευρώ βρε φρούτο;. Άξιζε και παράξιζε. Και τώρα
πως νιώθεις; Χαρά; Σίγουρα είσαι εσύ και όχι εγώ; Τρέχεις; Χοροπηδάς; Η
ευτυχία σε τρελαίνει;
Λάθος, εγώ είμαι που τα κάνει αυτά. Εσύ δεν είσαι τίποτε άλλο παρά ένα
σώμα. Ένα βιολογικό κατασκεύασμα, τέλειο δεν λέω, αλλά πολύ ανάξιο για
τέτοια υψηλά συναισθήματα. Λάθος πράγματα λες και δεν θα μου χαλάσεις
την διάθεση. Τέτοια χαρά και πλήρωση δεν την ξανάνιωσα. Έπρεπε να σ’
ακούω συχνότερα. Όταν είσαι στα καλά σου είσαι μανούλα αλλά όταν
φεύγεις, πεθαίνω! Με κάνεις και ντρέπομαι.
Είμαι το αποτύπωμα του δημιουργού πάνω στο καβούκι σου Και συ με λες
ψυχούλα γιατί; Έτσι με νιώθεις σαν πνοή; Πνοή; Χμ … Η αλήθεια είναι πως
είμαι η ζωντάνια σου. Η αλήθεια είναι πως μπήκα σε σένα για να σε κάνω
σαν κι εμένα. Λίγο δύσκολο γιατί η θάλασσα που βουτάμε λέγεται θέληση
και συ δεν την έχεις. Παρ’ όλα αυτά το πνεύμα σου σήμερα ήταν αντάξιο
της αποστολής σου, και η χαρά η πληρωμή σου. Και η αξία ήταν θεόρατη
γιατί δεν έγινε με προτροπή μου, ήταν όλο δικό σου.
Έτσι γίνεται πράξη το πέρασμά σου απ’ την ζωή. Να ταυτιστείς με μένα, κι
γω με σένα. Να γίνουμε ένα. Αυτό είναι το χρέος του ανθρώπου, κι αυτή η
πορεία. Κι όταν φτάσεις στο τέρμα αυτής της πορείας σου θα χαίρομαι,
γιατί θα έχω κάτι δικό σου να πάρω μαζί μου να δείξω στον Θεό. Καλά
Χριστούγεννα.