Η εκστρατεία Τσίπρα στην αυλή των «τοκογλύφων δανειστών», η άνεση με την οποία εμφανίζεται ως φυσιολογικό να μην βλέπει τους Φούχτελ και Τόμσεν στην Αθήνα, αλλά να τους βλέπει στο Βερολίνο και στην Ουάσιγκτον, η ευκολία με την οποία υποστηρίζει πως το ενδιαφέρον του για «διεθνοποίηση» του ελληνικού προβλήματος και η ανάγκη του για απόκτηση «νέων εμπειριών», τον έβαλε να κινείται τον τελευταίο καιρό μεταξύ των περονιστών της Αργεντινής και της «κοιλιάς του κήτους», υποδηλώνουν έναν πολιτικό τυχοδιωκτισμό που όμοιό του έχει να ζήσει η Ελλάδα από τον καιρό του Δηλιγιάννη.
Μετά τα τελευταία γεγονότα, τη διγλωσσία και την διπροσωπία που αφυπνίζουν και τον πλέον αποκοιμισμένο, αλλά και μετά την «γκάφα» περί 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα και την άτσαλη «διόρθωσή» της από την Κουμουνδούρου – και επειδή ως γνωστόν η διόρθωση είναι χειροτέρα του λάθους – μπορούμε πια να αποκρυπτογραφήσουμε το πρωτοφανές αυτό τυχοδιωκτικό φαινόμενο.
Ας υποθέσουμε πως οι μεγάλες ομάδες (Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ κλπ), έχουν τιμωρηθεί και αποκλείονται για ένα διάστημα από το πρωτάθλημα.
Ο κόσμος, όμως, θέλει να δει ποδόσφαιρο. Μαθαίνει, λοιπόν, πως σε ένα λασπωμένο γήπεδο χωρίς γκαζόν και άλλες διευκολύνσεις, με προπονητές και διαιτητές πέμπτης κατηγορίας, παίζει η ομάδα της Άνω-Κάτω Κρύας Βρύσης.
Τρέχει στο γήπεδο, κάθεται στις κερκίδες και παρακολουθεί. Παίκτες και θεατές λαμβάνουν μέρος στην εμπειρία με την ορμή του νεοφώτιστου.
Γρήγορα, όμως, οι θεατές συνειδητοποιούν πως στο γήπεδο παίζεται οτιδήποτε άλλο εκτός από ποδόσφαιρο:
Οι τερματοφύλακες έχουν τρύπια χέρια, οι προπονητές τρέχουν πάνω-κάτω στέλνοντας αλλοπρόσαλλες εντολές, οι διαιτητές σφυρίζουν μόνο και μόνο επειδή τους έδωσαν μια σφυρίχτρα, οι παίκτες ασυντόνιστοι, απροπόνητοι και αταίριαστοι είτε σέρνουν τα πόδια τους, είτε επιδίδονται σε επιθέσεις βαρώντας στον γάμο του καραγκιόζη.
Οι θεατές μουδιασμένοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα γελοίο θέαμα.
Συνειδητοποιούν πως έχασαν τα λεφτά τους πληρώνοντας το αντίτιμο του εισιτηρίου για ένα θέαμα που μάλλον έπρεπε να τους πληρώνουν.
Και – το χειρότερο – πως διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους.
Δεν έχουν το κουράγιο ούτε να σφυρίξουν την απογοήτευσή τους. Και αμήχανα εγκαταλείπουν το γήπεδο.
Στο ποδόσφαιρο όλα αυτά είναι εύκολα. Αρκεί να σηκωθείς και να φύγεις, ξεγράφοντας την ομάδα που ήθελε να αλλάξει κατηγορία μέσα σε μια μέρα, εκμεταλλευόμενη το κενό.
Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τη ζωή και την πολιτική.
Εκεί τα λάθη πληρώνονται πολύ πιο ακριβά από ένα αντίτιμο εισιτηρίου.
Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα και με τον ΣΥΡΙΖΑ:
Μια μεγάλη ομάδα του ελληνικού λαού, απογοητευμένη ή οργισμένη ή φοβούμενη ότι θα χάσει προνόμια και πάντως «θολωμένη», πήγε στην ομάδα της πέμπτης κατηγορίας που νόμιζε πως μπορούσε να μεταπηδήσει στην πρώτη εν μια νυκτί.
Η ομάδα αυτή (ο ΣΥΡΙΖΑ), βρέθηκε εν ριπή οφθαλμού από το 3% στο 26%, καθώς προσέτρεξε σ’ αυτή το 20% του εκλογικού σώματος που ψήφιζε ΠΑΣΟΚ – μαζί με τους συνδικαλιστές και μάλιστα μαζί και με τους Κολλάδες, που επανήλθαν, με αφορμή τις απεργίες στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ξυπνώντας τις πιο εφιαλτικές μνήμες.
Και άρχισαν τα όργανα:
Θα καταργήσουμε το μνημόνιο με ένα νόμο και ένα άρθρο, αλλά δεν θα σκίσουμε τη δανειακή σύμβαση.
Το μνημόνιο είναι νεκρό, αλλά η ακύρωσή του δεν συνεπάγεται ακύρωση της προσπάθειας για δημοσιονομική εξυγίανση.
Ο δρόμος δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να λύσει αμέσως όλα τα συσσωρευμένα προβλήματα αλλά θα δώσει από την αρχή δείγματα γραφής, είμαστε έτοιμοι να αντιπαρατεθούμε ακόμη και με την χειρότερη έκβαση.
Το κοινό, όμως, δεν δείχνει να είναι καθόλου προετοιμασμένο για κάποια ακόμη χειρότερη έκβαση.
Αισθάνεται εγκλωβισμένο, καθώς η ψήφος δεσμεύει, δεν μπορείς να παραδεχθείς τόσο εύκολα πως την έδωσες σε ομάδα πέμπτης κατηγορίας, η ψήφος είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό από το αντίτιμο ενός εισιτηρίου ποδοσφαιρικού αγώνα.
Εδώ βρισκόμαστε σήμερα.
Όλα αυτά καταδείχθηκαν με τον πιο διάφανο τρόπο όταν ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να δώσει τα διαπιστευτήριά του στους «τοκογλύφους δανειστές», την ώρα που εντός συνόρων οι προπαγανδιστές του πιπίλιζαν το μυαλό του κοινού πως πήγε για να αποκομίσει εμπειρίες και να τους τρίξει τα δόντια, να τους κάνει τα μούτρα κρέας.
Η δε υπόθεση περί 13ου και 14ου μισθού αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με μια ομάδα πέμπτης κατηγορίας, που παριστάνει ότι παίζει στην πρώτη εθνική, ενώ παράλληλα αναπτύσσει στην κορυφή της μια ομάδα εξουσίας που ασκεί αυτή την εξουσία επιχορηγούμενη από τους θεατές της.
Οι θεατές έχουν πληρώσει εισιτήριο (έχουν ψηφίσει) και ακούνε τον προπονητή από την Ουάσιγκτον, να δηλώνει (με υποβολέα):
«Δεν υπήρξε ποτέ επιλογή του ΔΝΤ η περικοπή μισθών στον ιδιωτικό τομέα, του 13ου και 14ου μισθού, συγκεκριμένα…», αλλά «…τους έκαναν το χατίρι να κόβουν τον 13ο και 14ο μισθό, προκειμένου να μειώσουν και τα έξοδά τους».
Λίγο μετά έρχεται η «διόρθωση» από την «διοίκηση» της Κουμουνδούρου:
«Δεν υπήρξε ποτέ επιλογή του ΔΝΤ, η περικοπή του 13ου και του 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα…», ενώ «επίσης τους κάνανε το χατίρι να κόβουν τον 13ο και τον 14ο μισθό στο δημόσιο, προκειμένου να μειώσουν και τα έξοδά τους».
Τι συμβαίνει, λοιπόν, εδώ;
Έτσι αποκαλύφθηκε ο «προπονητής των ατάκτων»
Πρώτον, ότι ο προπονητής των ατάκτων Τσίπρας και ο υποβολέας – οικονομικός επιτελής του δεν γνώριζαν πως ο 13ος και 14ος μισθός στον ιδιωτικό τομέα ΔΕΝ έχουν περικοπεί – πρόσφατες είναι οι ανακοινώσεις περί ποινικού αδικήματος σε περίπτωση μη καταβολής του δώρου των Χριστουγέννων.
Κάτι το εντελώς αδιανόητο για κάποιους που θέλουν να κυβερνήσουν.
Δεύτερον, ότι ξαφνικά οι μονίμως καταγγέλλοντες τους «τοκογλύφους δανειστές» προσπαθούν να αθωώσουν και να δικαιολογήσουν το ΔΝΤ, χτυπώντας έτσι την Ευρώπη και ανεβάζοντας στα ύψη τις ΗΠΑ και το Ταμείο, για το οποίο ο Νόαμ Τσόμσκι έχει πει πως αποτελεί παράρτημα του αμερικανικού υπουργείου των Οικονομικών.
Τρίτον, ότι δεν ισχύει ούτε αυτό που ειπώθηκε στην Ουάσιγκτον, ούτε αυτό που «διορθώθηκε» στην Αθήνα – δηλαδή ότι το ΔΝΤ δεν ήθελε την περικοπή του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, αλλά τελικά (κατά την Κουμουνδούρου) ούτε και την περικοπή στου 13ου και του 14ου μισθού και σύνταξης στον δημόσιο τομέα, αλλά απλώς «τους έκαναν το χατίρι», ώστε να μην χρειαστεί να εξασφαλίσουν έσοδα από άλλες πηγές, δηλαδή από τους φοροφυγάδες προστατευόμενους της εξουσίας.
Η αλήθεια είναι πως οι περικοπές τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του Ταμείου:
Μείωση μισθολογικού κόστους στον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, ελεύθερες απολύσεις με κατάργηση του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων και αντικατάστασή τους από ατομικές συμβάσεις – συμβόλαια μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, περικοπή στο ήμισυ των αποζημιώσεων λόγω απόλυσης.
Και μείωση των κονδυλίων που το κράτος καταβάλλει για τον δημόσιο τομέα με απολύσεις, περικοπές και κατάργηση των δώρων για εργαζόμενους και συνταξιούχους.
Δεν υπάρχει έκθεση του ΔΝΤ (από το 2003), που να μην αναφέρεται και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα – με έμφαση στον ιδιωτικό, λόγω της ιδεοληψίας του ΔΝΤ περί ανταγωνιστικότητας, που, σύμφωνα με το Ταμείο, επιτυγχάνεται με την συμπίεση των αποδοχών των εργαζομένων, ώστε να παρέχονται φθηνότερες υπηρεσίες και προϊόντα.
Άλλωστε, λίγο πριν από την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό, στις 30 Μαρτίου 2010, ο τότε επικεφαλής του Ταμείου, μιλώντας στο πρακτορείο Μπλούμπεργκ υπήρξε επιθετικά σαφής:
«Αν η Ελλάδα ζητήσει στήριξη, θα της προσφέρουμε στήριξη όπως κάνουμε με όλα τα μέλη μας. Θα είναι ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ, αποφασισμένο από το ΔΝΤ, όπως συμβαίνει με όλες τις χώρες. Το ΔΝΤ θα καθορίσει τους όρους, όπως κάνουμε σε κάθε χώρα».
Επομένως, τι είναι αυτά τα περί των επιλογών του ΔΝΤ, για τα οποία μίλησε ο κ. Τσίπρας και…διόρθωσε η Κουμουνδούρου;
Τι άλλο από ένα επικίνδυνο μίγμα άγνοιας και τυχοδιωκτισμού;
Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να ανοίξουν την πόρτα στο ΔΝΤ (από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Νοεμβρίου 2008, παρακαλώ), επειδή, όπως άλλωστε το έχουν δηλώσει, ήθελαν την «τεχνογνωσία» τους – τρομάρα τους;
Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το πρόγραμμα εκπονήθηκε από το ΔΝΤ;
Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι, αν και με πολύ μικρότερη συμμετοχή, το ΔΝΤ έχει το πάνω χέρι, γι’ αυτό και ο Τόμσεν είναι ο επικεφαλής της τρόικας;
Υπάρχει αμφιβολία ότι στην Ελλάδα έχουν ακολουθηθεί κατά γράμμα όλα όσα αποτελούν την πολιτική του ΔΝΤ, όπως εκφράζεται σε όλες τις εκθέσεις του από καταβολής Ταμείου;
Υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτό ακριβώς αποτελεί την εκπορευόμενη από το ΔΝΤ «εσωτερική υποτίμηση», που προκρίθηκε στην περίπτωση της χώρας μας, ακριβώς επειδή δεν μπορούσε (λόγω συμμετοχής μας σε νομισματική ένωση) να υποδειχθεί υποτίμηση νομίσματος;
Αλλά για να δούμε, τι συμβαίνει εδώ; Τι συμπεράσματα εξάγονται από την «Υπόθεση Τσίπρας στην Ουάσιγκτον» - στο πλαίσιο της εκστρατείας του στην αυλή των «τοκογλύφων δανειστών»;
Όταν η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία
Μπορώ να φανταστώ τη συζήτηση στο ΔΝΤ, παρόντος του κ. Τόμσεν, τον οποίο ο κ. Τσίπρας αρνείται να συναντήσει στην Αθήνα (επειδή είναι ένας απλός υπάλληλος), αλλά τον συναντά στην Ουάσιγκτον (αν και ακούσαμε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζουν σε τηλεοπτικές εκπομπές πως ο κ. Τόμσεν περίπου παρεισέφρησε στη συνάντηση, ήταν της… προσκολλήσεως!)
Εκεί, λοιπόν, που κουβέντιαζαν όλοι μαζί, φαίνεται ότι ο… της προσκολλήσεως κ. Τόμσεν, για να σπάσει τον πάγο, θυμήθηκε διάφορες «στιγμές» από την ταραχώδη παραμονή του στην Ελλάδα, όταν συχνά γινόταν μύλος, είτε λόγω της διαρροής των παρεμβάσεών του, είτε επειδή η τότε κυβέρνηση του φόρτωνε όλα τα στραβά, προκειμένου να εμφανιστεί προπαγανδιστικά ότι δόθηκε μεγάλη μάχη και τελικά δεν του πέρασε του «κακού του ΔΝΤ».
Κατά την έναρξη, λοιπόν, των διαπραγματεύσεων με το ΔΝΤ, είχαμε ένα πινγκ-πονγκ σχετικά με τον 13ο και 14ο μισθό στον ιδιωτικό τομέα μεταξύ της τότε κυβέρνησης και του κ. Τόμσεν.
Σύμφωνα με τον Τύπο εκείνης της περιόδου (Μάιος 2010), το θέμα ετέθη κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων (21 Απριλίου), αλλά διαφώνησαν κυβέρνηση και ΣΕΒ.
Μετά, σύμφωνα πάντα με τον Τύπο, η τρόικα υπαναχώρησε, μετατρέποντας τους δύο επιπλέον μισθούς σε μπόνους.
Και τελικά (σύμφωνα πάντα με δημοσιεύματα), οι τροϊκανοί εγκατέλειψαν την πρότασή τους όταν τους δόθηκαν στοιχεία που έδειχναν ότι οι αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα δεν αυξήθηκαν πάνω από την αύξηση του ΑΕΠ.
Ακολούθως, ο κ. Παπακωνσταντίνου είπε πως η κυβέρνηση έδωσε μάχη για να μην κοπούν οι δύο μισθοί στον ιδιωτικό τομέα.
Στις 2 Μαΐου 2010 ο Πολ Τόμσεν, χαρακτήρισε τελικά «περιττή τη σύσταση για μισθολογικές περικοπές», καθώς «υπάρχουν μεγάλα περιθώρια προώθησης της ανταγωνιστικότητας στον ιδιωτικό τομέα μέσω των διαρθρωτικών αλλαγών».
Δόθηκε τότε η εντύπωση (προφανώς αυτό ήθελε ο κ. Τόμσεν) πως το Ταμείο δεν έθεσε το θέμα.
Ακολούθησε χαμός και διαμαρτυρίες της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα ο Τόμσεν να υποχρεωθεί σε αναδίπλωση.
Έτσι, την επομένη, στις 3 Μαΐου 2010, μιλώντας στο Μέγκα, ο κ. Τόμσεν παραδέχθηκε πως το θέμα συζητήθηκε από την αρχή, αλλά τελικά η κυβέρνηση τους έπεισε ότι δεν χρειάζεται.
Άλλωστε, ήδη από τον Απρίλιο του 2010 είχε κατ’ αρχήν αναγγελθεί πως ο 13ος και 14ος μισθός στον ιδιωτικό τομέα θα ενσωματώνονταν στους 12 μισθούς, αλλά ως «επίδομα παραγωγικότητας», ενώ θα καταργούνταν η 13η και 14η σύνταξη στον ιδιωτικό τομέα, εκτός και αν επετυγχάνετο ισοδύναμο οικονομικό αποτέλεσμα με την περικοπή των μεγαλυτέρων συντάξεων.
Τα «Νέα» του τριημέρου 30 Απριλίου – 2 Μαΐου 2010, αναφέρθηκαν στην κατάργηση του 13ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, ο 14ος θα ετίθετο στην ευχέρεια του εργοδότη, ενώ θα περιεκόπτετο στο ήμισυ η αποζημίωση για απόλυση και θα καταργείτο η 13η και η 14η
σύνταξη τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Εκείνη την περίοδο, είχε γίνει μεγάλος μύλος με το θέμα, άλλοι υποστήριζαν πως επρόκειτο για προπαγανδιστικό τρυκ της τότε κυβέρνησης για να εμφανιστεί ότι διαπραγματεύεται σκληρά και άλλοι ότι το θέμα ήταν υπαρκτό – με τον κ. Τόμσεν να παραδέχεται πως συζητήθηκε από την αρχή, αλλά πείστηκε πως δεν είναι αναγκαίο μέτρο.
ρέθηκε δηλαδή ο Τόμσεν στη δίνη του κυκλώνα από την πρώτη στιγμή και εκείνο ακριβώς το κομφούζιο φαίνεται πως θυμήθηκε στην πρόσφατη συνάντηση με τον κ. Τσίπρα στο ΔΝΤ και αναφέρθηκε σ’ αυτό – έτσι για να χαλαρώσουν.
Το άκουσαν Τσίπρας και οι περί αυτόν, δεν καλοκατάλαβαν και τυχοδιωκτικά το πέταξαν ως… δεδομένο!
Κάτι άλλο, δεν μπορώ να φανταστώ!
Αλλά και αυτό είναι αρκετό για να αρχίσουν οι θεατές να εγκαταλείπουν το μπουλούκι που νόμισε πως έγινε ομάδα πρώτης κατηγορίας.