γραφει ο αρισταρχος
Αυτή την στιγμή στην Ελληνική κοινωνία και με τις κοινωνικές
ανακατατάξεις που γίνονται δημιουργούνται κάτι περίεργες καταστάσεις που
έχουν την βάση τους σε ένα πράγμα. Τον τρόπο που έμαθε ο καθένας να ζει
τα πράγματα που έρχονται και όπως έρχονται. Για παράδειγμα μια γενιά
μεταπολεμική, μια γενιά μεταπολιτευτική και μια γενιά μετά το ενενήντα.
Ξεκινώντας από την μεταπολεμική γενιά που έμαθε να ζει την φτώχεια και
την ανέχεια χωρίς να διαμαρτύρεται. Είχε να φάει, έτρωγε. Δεν είχε να
φάει, δεν έτρωγε και δεν διεκδικούσε το φαγητό γιατί απλά δεν το
θεωρούσε δεδομένο. Είχε, αν είχε, μια φορεσιά για τις καλές και επίσημες
μέρες και μια δυό για τις καθημερινές, αν είχε, και δεν είχε απαιτήσεις
για να έχει δεύτερη ή τρίτη και δεν διεκδικούσε. Όλα ήταν μέσα στο
παιχνίδι των δεδομένων. Και στάνταρ δεδομένο δεν υπήρχε. Όλα ρευστά και
δυνατά ή αδύνατα. Η ανεργία στο μάξιμουμ και τα πολιτικά μέσα παντού
απαραίτητα, ακόμη και για κρεβάτι στο νοσοκομείο. Γινόταν σλόγκαν της
εποχής “Ποιόν πολιτικό έχετε εσείς;”. Σ’ όσους θεωρούσαν την διαδικασία
άδικη επιβραβεύονταν με την … αδικία!
Η δεύτερη γενιά η μεταπολιτευτική ήταν τα παιδιά της προηγούμενης γενιάς
που ότι αυτοί στερήθηκαν, από λεφτά, φαγητό, σπουδές, περιουσία
φρόντισαν να μην τα στερηθούν τα παιδιά τους. Αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν
με μεγαλύτερη δημοκρατική διάθεση και απαιτήσεις. Με το πρωινό τους, το
μεσημεριανό τους και το βραδινό τους. Τα ρούχα με επώνυμο χαρακτήρα, τις
σπουδές, τα φροντιστήρια. Το φαγητό έγινε ένα πάγιο δεδομένο. Το ψυγείο
πάντα γεμάτο και οι διαφορές εντοπίζονταν μόνο μεταξύ των τάξεων που
άρχισαν ήδη και αναπτύσσονταν και ξεχώριζαν.
Η τρίτη γενιά είναι η πλέον απαιτητική. Δεν έλειψε ποτέ της και από
τίποτα. Ρούχα επώνυμα και πανάκριβα, έτοιμα φαγητά, σπουδές σε ιδιωτικά
κολέγια και ύστερα ασχέτου ικανότητας σπουδές πληρωμένες στην αλλοδαπή.
Διασκέδαση σε όλους τους τομείς και σε όλα. Διακοπές σε εξωτικά μέρη με
δαπανηρές διαμονές. Ακριβά αυτοκίνητα και διπλά σπίτια. Υπερπολυτελή
σκάφη μέχρι και αεροπλάνα.
Κι όλα αυτά εξυπηρετούνταν από πολλαπλούς μισθούς, μαύρο χρήμα και
αφορολόγητο. Από μια ροή χρήματος από αμέτρητες πηγές με διαβολικούς
δρόμους και εφευρέσεις για να μην ανευρίσκεται η προέλευση. Αλλά το
χρήμα φωνάζει και βγάζει μπόχα. Δεν κρύβεται, όπως και ο βήχας. Τα
παράγωγά του φωνάζουν, κραυγάζουν. Το θέμα είναι όμως ποιος ακούει.
Τώρα στην κατηφόρα με αντίστροφη φορά.
Και η πρώτη μεταπολεμική γενιά κάνει μια απλή σκέψη “Τι είχες Γιάννη τι
είχα πάντα, δεν βαριέσαι το πολύ πολύ να καθίσουμε πάλι σε μια φέτα
πλαστό αλειμμένη με σάλτσα ή λάδι και ρίγανη. Ένα βρακί του γιού
μπαλωμένο και μια παλιά φόρμα από αυτές που ευτυχώς δεν πέταξε η ξέφρενη
αφθονία της μιας χρήσης. Και στην τελική βρίσκομαι πιο κοντά στην
αποδημία. Δεν θα υποφέρω και πολύ.
Η δεύτερη μεταπολιτευτική δεν νομίζω να αποδεχτεί εύκολα αυτή την
κατηφόρα με παράλληλη στέρηση όλων αυτών που μεγάλωσε. Θα διεκδικήσει
μέχρις ενός σημείου κάποια δικαιώματα. Αλλά κοντά στον κουρασμένο μπαμπά
και μαμά εθίστηκε στην αναπαυτικότητα του καναπέ και δυσκολεύεται να
τον εγκαταλείψει. Άλλωστε δεν χρειάστηκε να το ξανακάνει και η πρώτη
φορά πάντα είναι δύσκολη
Και τέλος έρχεται η νέα γενιά που δεν θα συμβιβαστεί με τίποτε από αυτά
που επιχειρούν να της στερήσουν. Αυτή είναι η γενιά που θα απαρνηθεί τον
καναπέ γιατί απλά ποτέ δεν κάθισε επάνω του. Ζούσε πιο ψηλά και από
καναπέδες και συμβιβασμούς. Και καλά κάνει
Το ότι άνθρωποι προερχόμενοι από την πρώτη γενιά παλεύουν να μας
επαναφέρουν στον καιρό της πρώτης γενιάς ΔΕΝ μπορεί να είναι αποδεκτό.
Από τον μεταπόλεμο μέχρι σήμερα πέρασαν εξήντα τόσα χρόνια ικανά να
διαμορφώσουν άλλες συνθήκες ζωής εντελώς άσχετες με αυτές της δεκαετίας
του πενήντα. Η επιστροφή πενήντα και εξήντα χρόνια πίσω απασχολεί μόνον
την έρευνα της επιστήμης για χωροχρονικά ταξίδια.
ΑΡΑ: Η χάραξη της πολιτικής για τα επόμενα χρόνια πρέπει να γίνει από
την μεταπολιτευτική γενιά συνεπικουρούμενη από την επόμενη. Η
προηγούμενη μεταπολεμική δυστυχώς ούτε για πολιτικός σύμβουλος δεν
κάνει. Ας σταθεί στο περιθώριο και να κάνει τους αντικειμενικούς της
απολογισμούς και να τους αποτυπώσει γραπτά για τις επερχόμενες γενιές.
Κι ας αφήσει τους νέους να χαράξουν το παρόν και το μέλλον τους.
Περισσότερο αυτούς αφορά
Τα πράγματα επιδεινώνονται ταχύτατα και ο χρόνος τρέχει ασταμάτητα προς
τον μηδενισμό του. Ύστερα τα πάντα θα σιγήσουν γιατί θάναι η ώρα του
θρήνου. Ποιος θα προλάβει τί, και τι θα κάνει. Οψόμεθα. Αλλά ας
αφήσουμε τουλάχιστον ένα περιθώριο δράσης σ’ αυτές τις γενιές που στο
κάτω κάτω το δικαιούνται και μόνο από την αποτυχία της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς.
Θέλει απλά γαλαντομία Υπάρχει τέτοια;