του Ραφαήλ Μεν.
Μαϊόπουλου
1. ΕΙΝΑΙ
ΓΝΩΣΤΟ το
φαινόμενο πολιτικοί
να επιχειρούν, με
δημόσιες
δηλώσεις τους, να
επηρεάσουν τις
αποφάσεις
δικαστικών
λειτουργών για ζητήματα
γενικότερου
–πολιτικού,
οικονομικού
κ.λ.π.– ενδιαφέροντος,
με πρόσχημα την
άσκηση “κριτικής”.
Παλιότερα,
είχαμε ακούσει
τον αρχηγό
της αξιωματικής
αντιπολίτευσης
Γ. Παπανδρέου
να προτρέπει τους
δικαστές: “Μην
αφήνετε μία
μειψηφία
επίορκων
δικαστών να εκτελούν
ως κομματικές
μαριονέτες τα
σχέδια που
σχεδιάζονται
σε κομματικά
υπόγεια” (“Καθημερινή”, 3.7.08).
Πρόσφατα,
ακούσαμε τον υπουργό Ν.
Δένδια και τον
κοινοβουλευτικό
εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ
Δ. Παπαδημούλη
να “διαπιστώνουν”:
- Ο κ.
Δένδιας: “Mία
μειοψηφία
λειτουργών της
Θέμιδος
επιλέγει να εθελοτυφλεί,
απέναντι στην
πρόκληση που
συνιστά για το
πολίτευμα και
τη ζωή των
πολιτών η ένοπλη
τρομοκρατική δράση”
(“Καθημερινή”, 20.1.13).
- Ο κ.
Παπαδημούλης: “Ορισμένοι
δικαστικοί δεν
περιορίζονται
στα καθήκοντά
τους που τους
ορίζει το
Σύνταγμα και
οι νόμοι, αλλά
θεωρούν ότι
μπορούν να
κάνουν και
πράγματα πέρα από
όσα τους
ορίζουν οι
αρμοδιότητές
τους” (Ραδιόφωνο
Alpha, 25.1.13).
Θαυμαστή
η διαχρονική διακομματική
ομοφωνία για ένα
προνόμιο των
πολιτικών, να “κρίνουν” με
δημόσιες
δηλώσεις δικαστικές
αποφάσεις και
δικαστές, εφαρμόζοντας
τον διακομματικό
κανόνα:
“Επαινούμε τις
δικαστικές
αποφάσεις όταν
μας αρέσουν
και τις
κατακρίνουμε
όταν δεν μας
αρέσουν”!
2. ΤΕΤΟΙΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ
δεν αποτελούν
“κριτική” και είναι
ανεπίτρεπτες σε
μια
δημοκρατική
χώρα.
Δεν
αποτελούν
“κριτική” δικαστικών
χειρισμών ή
αποφάσεων:
- οι
αόριστες
αναφορές σε “μια μειοψηφία
δικαστών” ή σε “ορισμένους
δικαστές”,
- ο προσβλητικός
διαχωρισμός
των δικαστών
σε “δικαστές
που τιμούν το
αξίωμά τους” και
σε “επίορκους
δικαστές”,
- η ατεκμηρίωτη
απόδοση
προθέσεων σε
δικαστές…
Ποιοι απαρτίζουν
την κατά
Παπανδρέου “μειοψηφία
των δικαστών”, ποιοι
την κατά Δένδια
και ποιοι είναι
οι κατά Παπαδημούλη “ορισμένοι
δικαστικοί”;
Γιατί
οι δηλούντες
πολιτικοί δεν
πράττουν όσα ο
Νόμος
επιτάσσει, αν
όντως υπάρχουν
δικαστές που
ενεργούν όπως οι
ίδιοι ισχυρίζονται;
Όταν
δεν το πράττουν, δεν
προσβάλλουν ολόκληρο
το δικαστικό
σώμα και δεν παραβαίνουν
τον Νόμο;
Είναι
φανερό πως όλα
αυτά τα
αορίστως
δηλούμενα –χωρίς
γνώση, μελέτη και
αξιολόγηση των
“δεδομένων της
υπόθεσης” και
του “σκεπτικού”
του δικαστή– σκοπεύουν
στη
δημιουργία
εντυπώσεων και, κυρίως,
στον εκφοβισμό
ή τον επηρεασμό των
δικαστών, με
τελικό στόχο
να τους κάνουν
να είναι
“προσεκτικοί”
όταν
χειρίζονται
τέτοιες
“ευαίσθητες”
υποθέσεις.
3. ΤΟ
ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ
είναι ότι η
Χώρα έχει εθιστεί
σ’ αυτή τη
χρόνια
διακομματική
συμπεριφορά
απέναντι στους
δικαστές.
Το
δικαστικό σώμα
αρκείται σε κάποιες
δηλώσεις, και σ’ αυτές
κάπου κάπου, οι
καθηγητές των
Νομικών Σχολών
και το
δικηγορικό
σώμα συνήθως σιωπούν,
ενώ οι
δημοσιογράφοι
των ΜΜΕ ανταγωνίζονται
τους
πολιτικούς στο
άθλημα της, τέτοιων
στόχων και
ποιότητας, “κριτικής” των
δικαστών.
Και κανείς
δεν διερωτάται
τι θα γινόταν
σε οποιαδήποτε
χώρα της
Ευρώπης ή της
Αμερικής, αν ποτέ
διεννοείτο
ένας πολιτικός
ή
δημοσιογράφος
να πει για τους
δικαστές κάτι
σαν κι αυτά που
λέγονται εδώ!
Εκεί
όπου βλέπουμε τον
(εν ενεργεία)
πρόεδρο
Κλίντον να τιμωρείται
από
δικαστή
Δικαστηρίου
χαμηλού βαθμού
για “ασέβεια
προς το
Δικαστήριο” (με
πρόστιμο 93
χιλιάδων
δολαρίων), τον Αλ Γκορ (με
περισσότερο από 500
χιλιάδες
ψήφους διαφορά
από τον Μπους) να χάνει
την προεδρία
των ΗΠΑ με απόφαση
του Ανωτάτου
Δικαστηρίου*
(με ψήφους 5 προς 4), τους
(εν ενεργεία) πρωθυπουργούς
Μπλερ της
Βρεττανίας και
Βιλπέν της
Γαλλίας να ανακρίνονται
από δικαστές
και τόσα άλλα. Χωρίς
κανείς, στις
χώρες αυτές, να
αμφισβητεί τις
προθέσεις των
δικαστών, να εκφράζεται
ανοίκεια γι’
αυτούς, να τους
υβρίζει ή να τους
ειρωνεύεται.
4. Η
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΥΤΗ
δεν μπορεί να
συνεχιστεί
άλλο!
Αποτελεί
αδήριτη
ανάγκη,
ιδιαίτερα
σήμερα που η
Χώρα
δοκιμάζεται
σκληρά:
Οι
έλληνες
πολιτικοί να συμπεριφέρονται
στους δικαστικούς
λειτουργούς
όπως οι
πολιτικοί όλων
των
ευνομούμενων
χωρών.
Να
συμφωνήσουν σε
ένα νέο
διακομματικό κανόνα
συμπεριφοράς
απέναντι στους
δικαστές: “Δεν
προβαίνουμε σε
αόριστα σχόλια
ή κρίσεις για
ενέργειες και
αποφάσεις των
λειτουργών της
Δικαιοσύνης. Αν
θεωρούμε πως ένας
λειτουργός της έπραξε
κάτι που δεν
έπρεπε,
εφαρμόζουμε,
γι’ αυτόν τον συγκεκριμένο
λειτουργό, ό,τι
ο Νόμος ορίζει”.**
Οι
δικαστές να
αποφασίζουν µε
µοναδικό
γνώµονα το
Σύνταγμα, τους Νόµους
και τη
συνείδησή
τους, αγνοώντας “προσδοκίες”
πολιτικών ή ΜΜΕ,
πολιτικές
σκοπιµότητες, το
“κοινό αίσθημα”,
δηµοσκοπήσεις
κ.τ.τ. Με τη
βεβαιότητα ότι
ουδείς
μπορεί να στερήσει
την
ανεξαρτησία του
δικαστή, αν ο
ί́διος δεν το
επιτρέψει! (ΟΜΩΣ: Με
µοναδικό
γνώµονα το
Σύνταγμα “για
όλα”, που θα πει και
και για
τις δικές τους
οικονομικές, ή
άλλες,
διεκδικήσεις).
Όλοι να
προβληματιστούμε
πάνω σ’ αυτό που πρόσφατα
επισήμανε ο
υπουργός
Δικαιοσύνης Αντ.
Ρουπακιώτης: “Το
πρόβλημα και της
ελληνικής
δικαιοσύνης
δεν είναι
μόνον πρόβλημα νομοθετικών
αλλαγών,
διαχειριστικών
ικανοτήτων ή
υποδομών, αλλά
κυρίως είναι
ένα πρόβλημα
νοοτροπίας. Και,
φυσικά, αυτή η
νοοτροπία
αφορά
πρωτίστως το
πολιτικό
σύστημα…”.
5. Αν η μέχρι
σήμερα ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ
του πολιτικού
κόσμου σχετικά
με τη Δικαιοσύνη
δεν αλλάξει
ριζικά, η χώρα
μας δεν θα
γίνει ποτέ “κράτος
Νόμου”.
Και
αν δεν γίνουμε “κράτος
Νόμου”, ούτε
σύγχρονο
κράτος, ούτε
αποδοτική
οικονομία ούτε
δίκαιη
κοινωνία θα μπορέσουμε
να έχουμε!
* Τα
μέλη του είναι
ισόβια, ορίζονται
από τον Πρόεδρο
των ΗΠΑ (ο
ορισμός τους
επικυρώνεται
από τη Γερουσία και σε περίπτωση
άρνησης της
επικύρωσης, ο Πρόεδρος
ορίζει άλλον)
και
απομακρύνονται
από τη θέση τους μόνο
με τη
διαδικασία της
καθαίρεσης (impeachment), που
πρέπει να
εγκριθεί και
από τα δύο
σώματα του
Κογκρέσου.
** Η
δικαστική
εξουσία
διαθέτει,
περισσσότερο
από κάθε άλλη,
τις αναγκαίες
διαδικασίες
για τον έλεγχο
και τη
διόρθωση αποφάσεων
των οργάνων
της.
Από τους ΑΝΤΙΛΟΓΟΥΣ (www.antilogoi.gr) ενότητα ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Από τους ΑΝΤΙΛΟΓΟΥΣ (www.antilogoi.gr) ενότητα ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ