Κάποια “παρά”-ιστορικά γεγονότα για τον μεγάλο ήρωα της Επανάστασης, που θυμήθηκα βλέποντας ένα blog και που δεν μπορούμε να τα μαθαίνουμε στο σχολείο, αλλά δείχνουν ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά κάποιοι απλοί καθημερινοί άνθρωποι με ψυχή. Με αδυναμίες και πάθη όπως όλοι μας…
Ενημερώνω ότι η γλώσσα παραείναι τολμηρή…
Τις προάλλες εκεί που έψαχνα να βρώ κάτι για την Επανάσταση του ’21 έπεσα σε μια αναφόρά σχετικά με τον θάνατο του Καραϊσκάκη
Λέγεται ότι χτυπήθηκε απο φιλικό χέρι (χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί) οτι είδε ποιός τον βάρεσε και τα τελευταία του λόγια του αθυρόστομου Καραϊσκάκη ήταν: “αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτσο “
Μπορεί η εικόνα που έχουμε για τους ήρωες του ’21 να είναι κομμάτι εξωραισμένη απο τα σχολικά βιβλία , η αλήθεια είναι ότι επρόκειτο για απλούς ανθρώπους που στην επικοινωνία τους δεν ήταν με το “σας” και με το “σείς” αλλα άνθρωποι όπως όλοι μας που σε κάθε ευκαιρία το έριχναν το γαμωσταυρίδι τους .
Εκείνος, όμως, από τούς αρχηγούς του ’21 που χαρακτηριζόταν περισσότερο απ’ όλους για την ανεξέλεγκτη γλώσσα του ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ορεσίβιος και αδρός, άνθρωπος που έζησε μέχρι τέλους της ζωής του τη φτηνή ειρωνεία όσων ήθελαν να θυμούνται πως ήταν «ο μούλος» «γιος της καλογριάς», βρήκε διέξοδο, για να ξεπεράσει την οργή του και να επιβληθεί σ’ ένα δύσκολο γι’ αυτόν κοινωνικό περιβάλλον, στον παραληρηματικό Βωμολοχικό λόγο.Η Βωμολοχία του ήταν τόσο
συνεχής και έντονη που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμα του αυτό ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του.
Η αυτοσυγκράτηση αυτή δεν επιτυγχανόταν, πάντως, απ’ όλους τούς συμπολεμιστές του και σ’ όλες τις περιστάσεις. Να πώς απαντά ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε αδελφέ καπ. Νικόλα, …είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…». Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτζος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει…».
Πραγματικό, όμως, ρεσιτάλ ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας περίμενε τους Οθωμανούς συνομιλητές του, όταν αυτοί έρχονταν σε επαφές μαζί του σε περιόδους που ο Καραϊσκάκης δεν βρισκόταν στις συνηθισμένες μέχρι το 1825 γι’ αυτόν συνδιαλλαγές μαζί τους για να κρατήσει το αρματολίκι των Αγράφων. Έτσι, στα 1823 ο Καραϊσκάκης λέει απευθυνόμενος στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Έλα, σκατότουρκε… έλα
Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους έλα ν’ ακούσεις τα κερατά σας, -γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε “από ημάς” συνθήκην με “έναν” κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!» (αντιγραφή απο το Ε της Ελευθεροτυπίας )
Κάποτε στα χρόνια του εμφυλίου τον πέρασαν απο δίκη:
…και όταν εκείνος αρματωμένος παρουσιάστηκε μπροστά τους για να δικαστεί τους είπε: «Γιατί μωρέ με φέρατε εδώ; Ποιο παράνομο έκανα;» Εκείνοι κίτρινοι από ντροπή σαν είδαν την περήφανε ια του, δειλά του είπαν: «Για τη γλώσσα σου θα σε δικάσουμε Καραϊσκάκη». Τότε εκείνος απήντησε: «Φτου σας μωρέ, γιατί αν με δικάσετε για τη γλώσσα μου, εφτά ζωές να είχα, δεν θα τη γλύτωνα. Το έχω χούϊ μωρέ. Δεν είμαι όμως κακός Έλληνας εγώ».
Τότε ένας δικαστής του είπε: «Καραϊσκάκη σου είπαμε να το κόψεις αυτό το χούϊ».
Και ο Καραϊσκάκης απάντησε: «Κυρ – Πάνο είσαι περίπου 70 χρονών. Σου έχω πεί πολλές φορές να κόψεις το χούϊ που έχεις να γκαστρώνεις τις τσούπρες. Εσύ όμως δεν τόκοψες». Και συνέχισε: «Εσείς μωρέ δεν βλέπετε τις προστυχιές που κάνετε με τους αγάδες και τους μπέηδες;» Έκανε μεταβολή και έφυγε.
Η δίκη γελοιοποιήθηκε αλλά απόφαση έβγαλε. Να πως αναφέρεται στα Ελληνικά Χρονικά. (Είχαν βάλει την χερούκλα τους ο Μαυροκορδάτος και ο Γιαννης ο Ράγκος) .
«ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκοισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδος από τον Ομέρ πασάν εζήτησε μπουγιουρντί δια να γίνει καπετάνιος των Αγράφων. υπόσχετο εις τον εχθρόν να πιάσει την Τατάραιναν (το μοναστήρι της Τατάρνας) με χιλίους στρατιώτας και ευμβούλευε να έβγη ο αποστάτης Βαρνακιώτης μαζί με χιλίους εις το Ξηρόμερον; «υπέσχετο εις τον εχθρόν να τραβήξη προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον της πατρίδος.»
για να απαντήσει με επιστολή ο Καραϊσκάκης κάνοντας τους και πλάκα απο πάνω.
«έμένα η κακή τύχη μου και αρρώστησα οπίσω. Δεν ηξεύρω κιόλα από τα κρύα τα πολλά ήταν ή από τους αφορισμούς όπου μου εκάμετε, και σας παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί και να μου σταλεί και μια ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως..»
Λόγια του
-Ήταν στα 1823. Ύστερα απ τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο φέρνουν νεκρό τον ήρωα Μάρκο Μπότσαρη στο Μοναστήρι. Ο Καραϊσκάκης, που ήταν άρρωστος στο Μοναστήρι, σηκώθηκε απ το κρεβάτι του και ασπάστηκε το νεκρό με τούτα τα λόγια.:
«Άμποτε, Μάρκο ήρωά μου, να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο».
Και ύστερα συμπλήρωσε μπρος στο νεκρό ήρωα:
«Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε μυαλό όσο κανείς άλλος. Καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκηα σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δέ φτάνουμε εμείς»
-Στη διάρκεια μιας εκστρατείας που έκανε ο Καραϊσκάκης στη Ρούμελη το 1826 πιάνει χιονοθύελλα και οι στρατιώτες του έρχονται σε δύσκολη θέση από τρόφιμα. Τα παλικάρια αρχίζουν να διαμαρτύρονται στον αρχηγό τους και εκείνος, που συχνά έκανε αστεία, για να τους ξεγελάσει τους φωνάζει:
“Σφίξτε ορέ εσείς το ζωνάρι σας και βαρείτε την κοιλιά σας”.
Γέλασαν οι Έλληνες πολεμιστές στο αστείο του Καραϊσκάκη και ξεχνώντας τη πείνα τους άρχισαν όλοι να φωνάζουν:
«Βαρούμε τη κοιλιά Καραϊσκάκη, βαρούμε τη κοιλιά Καραϊσκάκη»
-Στο μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στο κρεβάτι απ’ τη φυματίωση κατά το 1823 ο Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε από κάποιο καλόγερο να τάξει στην Προυσιώτισσα ένα δώρο για να γίνει καλά.
“Τι να δώσω ορέ!… Δεν έχω τίποτε άλλο απ’ το μουλάρι μου και το τάζω,” είπε χαμογελώντας πικραμένα. Αφού βελτιώθηκε κάπως η υγεία του και του έπεσε ο πυρετός έδεσε το μουλάρι απ’ την πόρτα της εκκλησίας χάρισμα στην Παναγία κι όπως’ πάντα είπε τ’ αστείο του:
«Που νά’ ξερα εγώ Παναγιά μ’ πως ήθελες του μπλάρι μ’ για να με γιάν’ς τόσο καιρό».
-”Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο”.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν μοναδικός ο Μακρυγιάννης τον περιγράφει τέλεια νομίζω.
“‘Οταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε δια ψυχογυιόν δεν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς.”
iansta
http://aienaristeyein.com/