Τσιγάρο;
Κατ’ ευφημισμό! Κομμένο εδώ και πολύ καιρό ξεβρόμισα από την πολύ
φούμα(60 ημερησίως!πω πω φαρμάκι!). Τώρα νιώθω σαν να ξάσπρισα από το
καλοκαιρινό μαύρισμα. Ξέρεις, για να δικαιολογώ την κακοσυνήθεια πάντα
έλεγα πομπωδώς “εγώ το αγαπώ το κάπνισμα”. Έ, δεν αγαπούσα αυτό καθ’
εαυτό το τσιγάρο αλλά τις κακές του συναναστροφές. Ξύρισμα χωρίς
τσιγάρο, ούτε με σφαίρες. Τουαλέτα και άκαπνος; Ούτε… αέρας! Καφές χωρίς
τσιγάρο; Χα! Γάμος χωρίς βιολιά. Σέρνει πίσω του πολλούς ρουφιάνους.
Και ακριβό είναι και βρωμάει. Πως διάολο το ξεφορτώνεσαι;
Ειδικά
για να κοπεί το διαολεμένο θέλει να μπει στο παιχνίδι και ο εγκέφαλος.
Δηλαδή να γίνει η υπόθεση εγκεφαλική. Το βάζεις Αμέτι Μωχαμέτι, σε
κάποιο χρονοδιάγραμμα, να το κόψεις και αυτό αφού ωριμάσει κόβεται… μόνο
του. Ναι έτσι είναι, να μην χαρώ τον Στουρνάρα αν λέω ψέματα. Όχι
ακριβώς μόνο του αλλά με λίγη βοήθεια… κάτι ας πούμε μια πορτοκαλαδίτσα,
επί τη εμφανίσει των συμπτωμάτων, εμπλουτισμένη με κάποιες πρέζες
βότκα(;). Μέχρι και πούρο θα καπνίζεται στον ύπνο σας. Μην επιχειρείτε
βελονισμό ή τσιγαριλίκια και τέτοια περίεργα. Απλά μεθοδεύστε το με
στόχο μια ημερομηνία, τίποτε άλλο. Το τσιγάρο αρχίζει περίπου στα δέκα
οκτώ και πρέπει να έχει ημερομηνία λήξης τα σαράντα χρόνια. Δεν αντέχω
να βλέπω εξηντάχρονο να καπνίζει σαν εικοσάχρονος. Έως απαράδεκτο. Με
στόχο λοιπόν τα σαράντα χρόνια θα το κόψετε σίγουρα στα σαράντα πέντε(αν
δεν είστε ανεπίδεκτοι).
Εγώ
όμως δεν είχα σκοπό να γράψω για το φούμα φούμα στα βοτσαλάκια αλλά για
τον… ρουφιάνο. Τον καφέ! Πριν χρόνια στην Χαλκιδική έψαχνα καφενείο στα
ορεινά χωριά να μου κάνουν έναν Ελληνικό με πολλά βαρύ και όχι και δυό
φουσκάλες στην μέση. Έτσι, θεριακλής είμαι τι να κάνω. Όργωσα τα ορεινά
χωριά από Μ.Παναγιά, Περγαδίκια, Γομάτι κλπ αλλά Ελληνικό όχι, ΔΕΝ
κάνουμε. Μόνο φραπέ! Σήμερα σε γειτονικό αρτοζαχ/στείο ο βλάχος από την
κοντινή ραχούλα ζήτησε να πιει διπλό nespresso! Χα! Ο Τζώρτζ Κλούνευ
κάνει καλή δουλειά αλλά με Ελληνικό καφεδάκι τι γίνεται; Έχουμε; έχουμε!
Με λίγο καφέ, ζάχαρη και χτυπημένο στο ατμόνερο. Καφές ρε γαμώτο είναι
αυτός; Και πως τον θες ρε θεριακλή; Σε στενό μπρούντζινο σφυρήλατο
καφελίκι και ψήσιμο στην χόβολη; Αν είναι να πιεις καφεδάκι
Ελληνικό(Βυζαντινό) τότε να τον πιεις με όλους τους τύπους αλλιώς,
“γιαλαντζή καφέ” που λέει και ο Αντέναος Σουλεϊμάνης ο μεγαλοκαφετζής.
Άσε,
σε λίγο ούτε σουβλάκι θα βρίσκεις. Καλαμάκι Αθηναίϊκο με διπλή πίτα και
μισό κιλό πατάτες. Πάει το Ρωμαίϊκο ξέφτισε, έγινε Ιταλιάνικο espresso
και καϊμακλίδικο cappuccino. Και τώρα τι να λέμε, κάτω από την
κληματαριά μέσα στην ζέστα ένα cappuccino με παγωμένο νερό σε κάνει να
νιώθεις σαν τυχερός Έλληνας; Κουραφέξαλα. Όλα άλλαξαν όλα φύραιναν. Μόνο
Ελλάδα δεν θυμίζουν. Όλα τουρλού, μανιφατούρα. Μόνο κάτι απομονωμένα
μαγαζάκι σαν κι αυτό της κυρά-Δέσποινας με τον πατροπαράδοτο μύλο να
σου τον αλέθει εκείνη την ώρα και το άρωμα να γεμίζει την ατμόσφαιρα και
τα πνευμόνια σου και να νιώθεις Ελλάδα, περικοκλάδα, γιασεμί και
αγιόκλημα.
Γεια
στην Ελλάδα που φεύγει και χάνεται και αρχειοθετείται στα εθιμοτυπικά
μουσεία και γεια στην νέα Ελλάδα που σαν μαρμελάδα έρχεται. Ύστερα από
πενήντα χρόνια; Ένας Θεός ξέρει τι θα έρθει!