Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Η ΕΚΤ δημοσιοποίησε έρευνα σχετικά με την οικονομική κατάσταση των Ευρωπαίων. Η Κύπρος μαζί με το Λουξεμβούργο είναι στις πρώτες θέσεις των προνομιούχων, η Ελλάδα λίγο παρακάτω και οι Γερμανοί στις τελευταίες!
Ας μου επιτραπεί να έχω τεκμηριωμένη άποψη, για τις αναπόφευκτες πια συγκρίσεις των Ελλήνων με τους Γερμανούς. Ταξιδεύω συχνά στο Βερολίνο και γνωρίζω καλά την καθημερινότητα και την κουλτούρα των Πρώσων. Βέβαια, πρέπει να επισημάνω ότι άλλο είναι ο..........
Βερολινέζος κι άλλο ο Βαυαρός του Μονάχου. Όπως βέβαια, άλλος είναι κι ο Έλληνας που διαθέτει παιδεία και ωριμότητα και άλλος ο «προλετάριος» Γερμανός που ζει με τα κρατικά επιδόματα. Άλλωστε, οι στατιστικές έρευνες αναφέρονται στο μέσο όρο ενός δείγματος, το οποίο σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να είναι «πρόσωπο» με πολιτικά χαρακτηριστικά ή υπαρκτή οικονομική μονάδα.
Είναι όντως, οι Έλληνες πιο πλούσιοι από τους Γερμανούς; Η απάντηση είναι πως πράγματι, ήταν. Και λέω ήταν, γιατί οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και οι οικονομικές μεταπτώσεις δραματικές.
Μερικά δείγματα, που ακόμα ισχύουν, θα μας διαφωτίσουν. Σε ό,τι έχει σχέση με τις καταθέσεις, σε υποκατάστημα της Alpha Bank των νοτίων προαστίων το 90% των κεφαλαίων ανήκει στο 10% των καταθετών αλλά σε αντίστοιχο της Deutsche Bank στο Zehlendorf του Βερολίνου το 50% των καταθετών έχουν το 90% των καταθέσεων. Η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα φτάνει το 75% και στο Βερολίνο, δεν ξεπερνά το 20%. Στην Ελλάδα, η διαχείριση της γης και της κατασκευής ακινήτων δόθηκε στους «ιδιώτες» αλλά στη Γερμανία στο κράτος, που ανέλαβε να δημιουργήσει ένα χωροταξικό σχέδιο και να χτίσει κτίρια για τους πολίτες (στο Βερολίνο υπάρχουν περίπου οκτώ κρατικές οικοδομικές εταιρίες). Στην Ελλάδα, αναπτύχθηκαν δίκτυα πλουτισμού με «εγγυητή» το κράτος, ενώ στη Γερμανία, η κρατική εξουσία δε μοίρασε ποτέ απλόχερα τον πλούτο στους πολίτες, κρατικοποιώντας κατά κάποιο τρόπο, την ευημερία τους.
Επίσης, οι Έλληνες έχουν μικρότερο χρέος από τους Γερμανούς, δεδομένης της υψηλής ιδιοκατοίκησης. Βέβαια, το χρέος των Ελλήνων ιδιωτών πολλαπλασιάστηκε τελευταία, στους μικρομεσαίους και μεσαίους επιχειρηματίες οι οποίοι, εξαιτίας της επιχειρηματικής ανωριμότητας και της ξαφνικής κρίσης, παραμένουν εγκλωβισμένοι με υψηλές οφειλές, σε τράπεζες και δημόσιο.
Όσον αφορά τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα των ανθρώπων οι διαφορές είναι γνωστές. Στο Βερολίνο, που θεωρείται και κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα, υπάρχουν περιοχές που μπορεί να περπατά κανείς χιλιόμετρα για να βρει ένα καφέ ή εστιατόριο. Αντίθετα σε μας, που «πεινάμε» από την κρίση, ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, καφέ, φούρνοι, ζαχαροπλαστεία και σουβλατζίδικα. Μια γερμανική οικογένεια ξοδεύει το 20% του μισθού για τρόφιμα, το 40% για ενοίκιο ή δάνειο και πολύ λιγότερα από μας σε διασκέδαση, εκδρομές, αυτοκίνητα ή συντήρηση εξοχικών. Μια τεράστια διαφορά στις δαπάνες είναι ο χώρος της παιδείας, όπου εμείς δαπανούμε τεράστια ιδιωτικά ποσά ενώ οι Γερμανοί ελάχιστα (ιδιαίτερα μαθήματα υπάρχουν κι εκεί και τώρα, εμφανίζονται και φροντιστήρια).
Δε χρειάζονται περισσότερα στοιχεία για να καταλάβουμε ότι τα χαρακτηριστικά του δικού μας ιδιωτικού πλούτου είναι τελείως διαφορετικά από αυτά των Γερμανών.
Η ελληνική οικονομία παραδόθηκε από την αρχή του νεοελληνικού κράτους, σε δίκτυα ιδιωτών που επέβαλλαν τους δικούς τους όρους: μεταπρατική οικονομία, κατακερματισμό της γης σε μικρές ιδιοκτησίες για την αποφυγή προλεταριοποίησης και ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων μεταξύ πολιτικής, οικονομικής και τοπικής εξουσίας. Όλες οι προσπάθειες για δημιουργία αστικής τάξης με σταθερά χαρακτηριστικά απέτυχαν, προσαρμόζοντας τη διαδικασία απόκτησης πλούτου στον τυχοδιωκτισμό και στην εκμετάλλευση του δημόσιου χρήματος. Δεν είναι υπερβολή να θεωρήσει κανείς πως το νεοελληνικό κράτος λειτούργησε ως ένα πολιτικό μόρφωμα που έδινε τις απαραίτητες εγγυήσεις, για να εξασφαλίζουν αντιπαραγωγικό πλούτο κάποιοι ιδιώτες. Μετά το 1981 όμως, η ένταξη στην ΕΟΚ πολλαπλασίασε τις «ευκαιρίες» για όλους τους Έλληνες, που έπεσαν με τα μούτρα στο μέλι των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Αντίθετα, ο απλός Γερμανός δεν μπόρεσε ποτέ να απολαύσει τα «προνόμια» των Ελλήνων. Το δημόσιο ταμείο ήταν κλειδωμένο καλά και ποτέ δεν άνοιξε για τους πολλούς. Οι Γερμανοί ολιγάρχες είχαν αποκτήσει από την εποχή του Μπίσμαρκ, παραγωγική κουλτούρα και ανέπτυξαν διαφορετικά δίκτυα εξάρτησης με την πολιτική εξουσία. Δε χρειάστηκε ποτέ να ανοίξουν τις πόρτες του χρήματος για τον πολύ κόσμο. Έπαιξε ρόλο βέβαια σ΄ αυτό, και η προτεσταντική ηθική που δημιούργησε άλλες δομές του κράτους, στηριγμένες σε μία πανίσχυρη μεσαία τάξη με ευδιάκριτα αστικά χαρακτηριστικά και διάθεση για πολιτισμική εξέλιξη.
Ακόμα και τώρα, μετά από τρία χρόνια κρίσης και με την ανεργία να καλπάζει, ο Έλληνας είναι θεωρητικά πιο «πλούσιος» από το Γερμανό. Δεν είναι όμως πιο ευκατάστατος. Απολαμβάνει ακόμα, τη μεγάλη ιδιοκτησία, την έστω και περιορισμένη διασκέδαση, την εξωστρέφεια και την αίσθηση της ελευθερίας σε ένα περιβάλλον παραοικονομίας που συνεχίζει να λειτουργεί. Ο Γερμανός, από την άλλη είναι ευκατάστατος αλλά δεν είναι πλούσιος. Η περιουσία του μέσου αστού δεν ξεπερνάει τις 100.000 ευρώ αλλά οι δημόσιες παροχές είναι ισχυρές και προσφέρουν ασφάλεια. Ο ιδιωτικός πλούτος του Έλληνα «αιωρείται» μεταξύ φθοράς και φαντασίωσης (τα ακίνητα δεν έχουν πια προσδιορίσιμες τιμές παρά μόνο στις φαντασιώσεις των ιδιοκτητών τους...). Του Γερμανού, όμως, είναι περιορισμένος αλλά συνδεδεμένος με ήπιες προσδοκίες υπεραξίας.
Τι είναι καλύτερο; Δεν υπάρχει απάντηση ξεκάθαρη. Το βέβαιο είναι πως πλούσιος είναι αυτός που χρησιμοποιεί το χρήμα για να καλύπτει τις ανάγκες του με τον καλύτερο τρόπο. Αν σε όλους τους ανθρώπους η βασική ανάγκη είναι η ασφάλεια, τότε ο Γερμανός μοιάζει καλύτερος. Αν όμως η ασφάλεια απορρέει από την αλληλεγγύη της οικογένειας τότε ο Έλληνας πρέπει να αισθάνεται πιο σίγουρος.
Το ζήτημα είναι να ζει κανείς σε μια κοινωνία, όπου θα αισθάνεται ελεύθερος μέσα από την αναζήτηση των αξιών του. Κι αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο πρόταγμα, για τη φύση του ανθρώπου. Η αίσθηση του μέτρου και η διάκριση μεταξύ ευημερίας και ευμάρειας είναι απαραίτητες συνθήκες για τη σωστή διαχείριση του πλούτου. Γι΄ αυτό το λόγο, ο τέως «εύπορος» Έλληνας θα πρέπει να καταλάβει ότι το χρήμα τον απελευθερώνει πραγματικά, μόνο μέσα στα πλαίσια μιας οικονομικά ανεξάρτητης πολιτείας. Κι ο «φτωχός» Γερμανός επιβάλλεται να γνωρίζει πως, καμιά φορά, και τα πιο ισχυρά κράτη χάνουν τη δύναμή τους, βυθίζοντας στην ανασφάλεια την «κρατικοποιημένη» κοινωνία τους.
Έχω την εντύπωση πως μια μεγάλη ευρωπαϊκή πατρίδα θα ενώσει συνήθειες, κουλτούρες και οικονομίες, φτιάχνοντας ένα Ευρωπαίο, που θα συνδυάζει οικονομικά ανεξάρτητους ιδιώτες με παραγωγικές ομόσπονδες πολιτείες. Ο καθένας ξέρει ότι το μυαλό της Ευρώπης, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται βόρεια αλλά από την άλλη, όλοι θέλουν να σώσουν την ψυχή τους στο Νότο...!!!
Η ΕΚΤ δημοσιοποίησε έρευνα σχετικά με την οικονομική κατάσταση των Ευρωπαίων. Η Κύπρος μαζί με το Λουξεμβούργο είναι στις πρώτες θέσεις των προνομιούχων, η Ελλάδα λίγο παρακάτω και οι Γερμανοί στις τελευταίες!
Ας μου επιτραπεί να έχω τεκμηριωμένη άποψη, για τις αναπόφευκτες πια συγκρίσεις των Ελλήνων με τους Γερμανούς. Ταξιδεύω συχνά στο Βερολίνο και γνωρίζω καλά την καθημερινότητα και την κουλτούρα των Πρώσων. Βέβαια, πρέπει να επισημάνω ότι άλλο είναι ο..........
Βερολινέζος κι άλλο ο Βαυαρός του Μονάχου. Όπως βέβαια, άλλος είναι κι ο Έλληνας που διαθέτει παιδεία και ωριμότητα και άλλος ο «προλετάριος» Γερμανός που ζει με τα κρατικά επιδόματα. Άλλωστε, οι στατιστικές έρευνες αναφέρονται στο μέσο όρο ενός δείγματος, το οποίο σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να είναι «πρόσωπο» με πολιτικά χαρακτηριστικά ή υπαρκτή οικονομική μονάδα.
Είναι όντως, οι Έλληνες πιο πλούσιοι από τους Γερμανούς; Η απάντηση είναι πως πράγματι, ήταν. Και λέω ήταν, γιατί οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και οι οικονομικές μεταπτώσεις δραματικές.
Μερικά δείγματα, που ακόμα ισχύουν, θα μας διαφωτίσουν. Σε ό,τι έχει σχέση με τις καταθέσεις, σε υποκατάστημα της Alpha Bank των νοτίων προαστίων το 90% των κεφαλαίων ανήκει στο 10% των καταθετών αλλά σε αντίστοιχο της Deutsche Bank στο Zehlendorf του Βερολίνου το 50% των καταθετών έχουν το 90% των καταθέσεων. Η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα φτάνει το 75% και στο Βερολίνο, δεν ξεπερνά το 20%. Στην Ελλάδα, η διαχείριση της γης και της κατασκευής ακινήτων δόθηκε στους «ιδιώτες» αλλά στη Γερμανία στο κράτος, που ανέλαβε να δημιουργήσει ένα χωροταξικό σχέδιο και να χτίσει κτίρια για τους πολίτες (στο Βερολίνο υπάρχουν περίπου οκτώ κρατικές οικοδομικές εταιρίες). Στην Ελλάδα, αναπτύχθηκαν δίκτυα πλουτισμού με «εγγυητή» το κράτος, ενώ στη Γερμανία, η κρατική εξουσία δε μοίρασε ποτέ απλόχερα τον πλούτο στους πολίτες, κρατικοποιώντας κατά κάποιο τρόπο, την ευημερία τους.
Επίσης, οι Έλληνες έχουν μικρότερο χρέος από τους Γερμανούς, δεδομένης της υψηλής ιδιοκατοίκησης. Βέβαια, το χρέος των Ελλήνων ιδιωτών πολλαπλασιάστηκε τελευταία, στους μικρομεσαίους και μεσαίους επιχειρηματίες οι οποίοι, εξαιτίας της επιχειρηματικής ανωριμότητας και της ξαφνικής κρίσης, παραμένουν εγκλωβισμένοι με υψηλές οφειλές, σε τράπεζες και δημόσιο.
Όσον αφορά τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα των ανθρώπων οι διαφορές είναι γνωστές. Στο Βερολίνο, που θεωρείται και κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα, υπάρχουν περιοχές που μπορεί να περπατά κανείς χιλιόμετρα για να βρει ένα καφέ ή εστιατόριο. Αντίθετα σε μας, που «πεινάμε» από την κρίση, ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, καφέ, φούρνοι, ζαχαροπλαστεία και σουβλατζίδικα. Μια γερμανική οικογένεια ξοδεύει το 20% του μισθού για τρόφιμα, το 40% για ενοίκιο ή δάνειο και πολύ λιγότερα από μας σε διασκέδαση, εκδρομές, αυτοκίνητα ή συντήρηση εξοχικών. Μια τεράστια διαφορά στις δαπάνες είναι ο χώρος της παιδείας, όπου εμείς δαπανούμε τεράστια ιδιωτικά ποσά ενώ οι Γερμανοί ελάχιστα (ιδιαίτερα μαθήματα υπάρχουν κι εκεί και τώρα, εμφανίζονται και φροντιστήρια).
Δε χρειάζονται περισσότερα στοιχεία για να καταλάβουμε ότι τα χαρακτηριστικά του δικού μας ιδιωτικού πλούτου είναι τελείως διαφορετικά από αυτά των Γερμανών.
Η ελληνική οικονομία παραδόθηκε από την αρχή του νεοελληνικού κράτους, σε δίκτυα ιδιωτών που επέβαλλαν τους δικούς τους όρους: μεταπρατική οικονομία, κατακερματισμό της γης σε μικρές ιδιοκτησίες για την αποφυγή προλεταριοποίησης και ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων μεταξύ πολιτικής, οικονομικής και τοπικής εξουσίας. Όλες οι προσπάθειες για δημιουργία αστικής τάξης με σταθερά χαρακτηριστικά απέτυχαν, προσαρμόζοντας τη διαδικασία απόκτησης πλούτου στον τυχοδιωκτισμό και στην εκμετάλλευση του δημόσιου χρήματος. Δεν είναι υπερβολή να θεωρήσει κανείς πως το νεοελληνικό κράτος λειτούργησε ως ένα πολιτικό μόρφωμα που έδινε τις απαραίτητες εγγυήσεις, για να εξασφαλίζουν αντιπαραγωγικό πλούτο κάποιοι ιδιώτες. Μετά το 1981 όμως, η ένταξη στην ΕΟΚ πολλαπλασίασε τις «ευκαιρίες» για όλους τους Έλληνες, που έπεσαν με τα μούτρα στο μέλι των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Αντίθετα, ο απλός Γερμανός δεν μπόρεσε ποτέ να απολαύσει τα «προνόμια» των Ελλήνων. Το δημόσιο ταμείο ήταν κλειδωμένο καλά και ποτέ δεν άνοιξε για τους πολλούς. Οι Γερμανοί ολιγάρχες είχαν αποκτήσει από την εποχή του Μπίσμαρκ, παραγωγική κουλτούρα και ανέπτυξαν διαφορετικά δίκτυα εξάρτησης με την πολιτική εξουσία. Δε χρειάστηκε ποτέ να ανοίξουν τις πόρτες του χρήματος για τον πολύ κόσμο. Έπαιξε ρόλο βέβαια σ΄ αυτό, και η προτεσταντική ηθική που δημιούργησε άλλες δομές του κράτους, στηριγμένες σε μία πανίσχυρη μεσαία τάξη με ευδιάκριτα αστικά χαρακτηριστικά και διάθεση για πολιτισμική εξέλιξη.
Ακόμα και τώρα, μετά από τρία χρόνια κρίσης και με την ανεργία να καλπάζει, ο Έλληνας είναι θεωρητικά πιο «πλούσιος» από το Γερμανό. Δεν είναι όμως πιο ευκατάστατος. Απολαμβάνει ακόμα, τη μεγάλη ιδιοκτησία, την έστω και περιορισμένη διασκέδαση, την εξωστρέφεια και την αίσθηση της ελευθερίας σε ένα περιβάλλον παραοικονομίας που συνεχίζει να λειτουργεί. Ο Γερμανός, από την άλλη είναι ευκατάστατος αλλά δεν είναι πλούσιος. Η περιουσία του μέσου αστού δεν ξεπερνάει τις 100.000 ευρώ αλλά οι δημόσιες παροχές είναι ισχυρές και προσφέρουν ασφάλεια. Ο ιδιωτικός πλούτος του Έλληνα «αιωρείται» μεταξύ φθοράς και φαντασίωσης (τα ακίνητα δεν έχουν πια προσδιορίσιμες τιμές παρά μόνο στις φαντασιώσεις των ιδιοκτητών τους...). Του Γερμανού, όμως, είναι περιορισμένος αλλά συνδεδεμένος με ήπιες προσδοκίες υπεραξίας.
Τι είναι καλύτερο; Δεν υπάρχει απάντηση ξεκάθαρη. Το βέβαιο είναι πως πλούσιος είναι αυτός που χρησιμοποιεί το χρήμα για να καλύπτει τις ανάγκες του με τον καλύτερο τρόπο. Αν σε όλους τους ανθρώπους η βασική ανάγκη είναι η ασφάλεια, τότε ο Γερμανός μοιάζει καλύτερος. Αν όμως η ασφάλεια απορρέει από την αλληλεγγύη της οικογένειας τότε ο Έλληνας πρέπει να αισθάνεται πιο σίγουρος.
Το ζήτημα είναι να ζει κανείς σε μια κοινωνία, όπου θα αισθάνεται ελεύθερος μέσα από την αναζήτηση των αξιών του. Κι αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο πρόταγμα, για τη φύση του ανθρώπου. Η αίσθηση του μέτρου και η διάκριση μεταξύ ευημερίας και ευμάρειας είναι απαραίτητες συνθήκες για τη σωστή διαχείριση του πλούτου. Γι΄ αυτό το λόγο, ο τέως «εύπορος» Έλληνας θα πρέπει να καταλάβει ότι το χρήμα τον απελευθερώνει πραγματικά, μόνο μέσα στα πλαίσια μιας οικονομικά ανεξάρτητης πολιτείας. Κι ο «φτωχός» Γερμανός επιβάλλεται να γνωρίζει πως, καμιά φορά, και τα πιο ισχυρά κράτη χάνουν τη δύναμή τους, βυθίζοντας στην ανασφάλεια την «κρατικοποιημένη» κοινωνία τους.
Έχω την εντύπωση πως μια μεγάλη ευρωπαϊκή πατρίδα θα ενώσει συνήθειες, κουλτούρες και οικονομίες, φτιάχνοντας ένα Ευρωπαίο, που θα συνδυάζει οικονομικά ανεξάρτητους ιδιώτες με παραγωγικές ομόσπονδες πολιτείες. Ο καθένας ξέρει ότι το μυαλό της Ευρώπης, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται βόρεια αλλά από την άλλη, όλοι θέλουν να σώσουν την ψυχή τους στο Νότο...!!!