Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

ΟΙ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΔΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ♥

ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑ,ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑ,'ΣΕΝΑ ΠΡΕΠΟΥΝ ΤΑ ΣΕΓΚΟΥΝΙΑ!!!
Μια από τις πιο παλιές φυλές της Ελλάδας είναι οι Καραγκούνηδες. Ένας θρύλος λέει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε από το Θεσσαλικό κάμπο με το στρατό και ζητούσε οδηγίες προς μια κατεύθυνση. Οι χωρικοί, οι οποίοι ασχολιόντουσαν με τα χωράφια και τα χέρια τους ήταν πιασμένα προσπαθούσαν να τον καθοδηγήσουν με το κούνημα του κεφαλιού τους. Οπότε άλλη μια εκδοχή της λέξης προέρχεται από τις λέξεις κάρα (κεφάλι) και το ρήμα κουνώ. Τους Καραγκούνηδες μπορεί να τους συναντήσει κάποιος στον κάμπο της Καρδίτσας και των Τρικάλων. Δεν έφυγαν ποτέ από τον κάμπο και η καθημερινή ασχολία ήταν η καλλιέργεια της γης και η ιππασία.
Ξεχωριστό ρολό στην καραγκούνικη κοινωνία έπαιζε η γυναίκα. Έχουν γραφτεί πολλά τραγούδια για την ομορφιά, τη χάρη και το παρουσιαστικό της Καραγκούνας. Και πρέπει να τονιστεί ότι γίνονται μελέτες γύρω από την γυναικεία καραγκούνικη φορεσιά, μιας και οι γυναίκες φορούσαν διαφορετικές φορεσιές ως ανύπαντρες, ως νύφες, ως νιόπαντρες και ως παντρεμένες χρόνια, καθώς επίσης οι φορεσιές άλλαζαν ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Εντύπωση μπορεί να προσκαλέσει το βάρος της καραγκούνικης φορεσιάς, η οποία ζυγίζει από εννέα έως και δεκαεννέα κιλά καθώς και τα φλουριά που στόλιζαν το στήθος και το μαντήλι στο κεφάλι της Καραγκούνας.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΔΕΣ
Του Ευάγγελου Στάθη, φιλόλογου
Οι Καραγκούνηδες είναι μια κοινωνική ενότητα του Ελληνικού λαού με ιδιαίτερα και ευδιάκριτα κοινωνικά και πολιτιστικά γνωρίσματα και δικές τους συνήθειες. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι η ενδυμασία, ιδίως των γυναικών. Ζούνε και κατοικούν στα πεδινά μέρη των νομών Τρικάλων και Καρδίτσας.
Τι ακριβώς ήταν, από που προέρχονταν και γιατί ονομάστηκαν έτσι δεν έχει απολύτως εξακριβωθεί. Για το όνομα Καραγκούνηδες έχουν υποστηριχθεί διάφορες απόψεις. Μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι προέρχεται από τις λέξεις κάρα (=κεφαλή) και κινώ (κουνώ)' Είχαν δηλαδή την συνήθεια, ιδίως τα παλιότερα χρόνια, να χρησιμοποιούν για συνεννόηση τις κινήσεις του κεφαλιού τους αντί της ομιλίας ή να κουνούν το κεφάλι τους μιλώντας.
Οι την κάραν κινούντες (κουνούντες) ονομάστηκαν Καρα(γ)κούνηδες.
Άλλη άποψη είναι ότι η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση δυο ξένων λέξεων:
Της Τουρκικής καρά που σημαίνει μαύρος και της σλάβικης (ίσως αλβανικής) λέξης γουν δηλαδή...
γούνας με αποτέλεσμα Καραγκούνηδες να είνα όσοι φορούσαν μαύρη γούνα. Η θεωρία αυτή μάλλον δεν ευσταθεί, γιατί οι κάτοικοι του κάμπου, περισσότερο από κλιματολογική άποψη, ήταν αδύνατο να φορούν μαύρες γούνες, χαρακτηριστικό που αποδίδεται περισσότερο σε όσους ασχολούνται με την κτηνοτροφία σε ορεινά μέρη με χαμηλές θερμοκρασίες.
Άλλη άποψη, επικρατέστερη αυτή, ερμηνεύει το όνομα από τις λέξεις κάρα και Γιουνάν, δηλαδή μαύροι Έλληνες. Μερικοί ερευνητές χρησιμοποιούν κυριολεκτικά τις λέξεις, γιατί τάχα οι Τούρκοι κατακτητές ονόμαζαν έτσι τους κατοίκους του κάμπου από το ηλιοκαμένο χρώμα του προσώπου.
Άλλοι πάλι αποδίδουν μεταφορική σημασία στο όνομα, εννοώντας με τη λέξη μαύρος τον δύσμοιρο, τον βασανισμένο, τον ταλαιπωρημένο δουλευτή της γης του Θεσσαλικού κάμπου.
Ο καθηγητής κοινωνιολογίας κ. Γεώργιος Καββαδίας μελέτησε τους Καραγκούνηδες και διαπίστωσε πανάρχαια την καταγωγή τους. Τα τραγούδια τους και οι χοροί τους είναι όμοιοι σχεδόν με τους άλλους Ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς, αλλά με ρυθμούς αργούς και σταθερούς. Από την άποψη αυτή θυμίζουν Δωριείς.
Σίγουρα οι Καραγκούνηδες αποτελούν ξεχωριστό κομμάτι μες στον Ελληνικό χώρο. Η μοιρολατρική ηρεμία της μονότονης ζωής στον κάμπο φτάνει στις μέρες μας με τους χορούς, τα τραγούδια, τα ήθη και έθιμα των ανθρώπων που ολόκληρη τη ζωή τους πολεμούσαν με τη μαλάρια (= Ελονοσία) και τη λάσπη για λίγο καλαμπόκι κι ένα παράθυρο στον ήλιο. Τυπικό παράδειγμα αυτού του καραγκούνικου ψυχισμού αποτελεί ο χορός της σβαρνιάρας, χορός που αποτελεί πρόγονο της καραγκούνας, η μάνα της, όπως χαρακτηριστικά αποκαλείται. Θεωρείται ότι είναι η παλιότερη οργανική σύνθεση απ' όλους τους χορούς της περιοχής. Ονομάζεται σβαρνιάρα, γιατί οι χορευτές της σβαρνίζουν, σέρνουν κατά κάποιον τρόπο τα πόδια τους υπογραμμίζοντας τον βαρύ χαρακτήρα αυτού του Θεσσαλικού πληθυσμού.

ΣΒΑΡΝΙΑΡΑ - ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑ
Ένας από τους κυριότερους χορούς της Θεσσαλίας, που χορεύεται όμως και σε άλλες περιοχές είναι η ΣΒΑΡΝΙΑΡΑ-ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑ. Είναι χορός που αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι των πεδινών των νομών Τρικάλων-Καρδίτσας, αλλά αγαπήθηκε και υιοθετήθηκε και από άλλες ομάδες ανθρώπων. Είναι στρωτός στα δυο με βήματα σβαρνιστα γι αυτό και η ονομασία. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό με μέτωπο προς το κέντρο. Η λαβή είναι του Καλαματιανού. Ο χορός αποτελείται από τρία χορευτικά μοτίβα, καθένα από τα οποία έχει διαφορετικό αριθμό βημάτων που εκτελούνται σε ισόχρονο κανονικό ρυθμό.

1ο ΜΟΤΙΒΟ
1: Το δεξί πόδι δεξιά
2: Το αριστερό πόδι δεξιά
3: Το δεξιό πόδι δεξιά με τα δάκτυλα προς το κέντρο
4: Το αριστερό σε προεκβολή, ελαφρά στα δάκτυλα
5: Το αριστερό πόδι ενώνεται πίσω σε προσοχή με το δεξιό. Μέτωπο προς το κέντρο.
6: Το δεξί σε προεκβολή πίσω, ελαφρά στα δάκτυλα.
7: Το δεξί σε προεκβολή εμπρός ελαφρά στα δάκτυλα.
8: Όπως το 6

2ο ΜΟΤΙΒΟ
1: Το δεξί βήμα δεξιά, λίγο πίσω και με τα δάκτυλα προς το κέντρο
2: Το αριστερό μισό βήμα δεξιά, με τη φτέρνα μπροστά από τα δάχτυλα του δεξιού και τα δάχτυλα προς το κέντρο.
Τα βήματα αυτά, που είναι τα ίδια με του «Ρόβα», επαναλαμβάνονται συνολικά τέσσερις φορές.

3ο ΜΟΤΙΒΟ
1: Το δεξί σε προεκβολή εμπρός ελαφρά στα δάκτυλα.
2: Αναπήδηση στο αριστερό και άρση του δεξιού, μπροστά, λυγισμένου.
3: Το δεξί έρχεται και πατά αριστερά, σταυρωτά, μπροστά από το αριστερό.
4: Το αριστερό πόδι κοντά στη φτέρνα του δεξιού, ελαφρά στα δάχτυλα.
5: Το αριστερό σε προεκβολή προς το κέντρο, ελαφρά στα δάχτυλα.
6: Αναπήδηση στο δεξί με άρση του αριστερού, μπροστά λυγισμένου.
7: Το αριστερό πόδι έρχεται και πατά δεξιά, σταυρωτά μπροστά από το δεξί.
8: Το δεξί κοντά στο αριστερό στην προσοχή.

Είναι ο ίδιος χορός η σβαρνιάρα με την καραγκούνα που συναντιέται με διάφορα τραγούδια. Ο ρυθμός του είναι τετράσημος.
Το γνωστότερο τραγούδι που το συνοδεύει είναι η «ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑ»:
«Άιντε Καραγκού- ούνα Καραγκούνα
Άιντε με σαγιά, –
σαγιά και με σεγκούνια
Κι αμ πως ’δα, κι αμ τι ’δα,
Την προκοπη σ’ την είδα
Κι αμ πως ’δα, κι αμ τι ’δα,
Καν’α καλό δεν είδα
Άιντε πέρασε ένα καλοκαίρι
Άιντε και δεν μου –
δε μου ‘στειλες χαμπέρι
Κι αμ πως ’δα, κι αμ τι ’δα,
Στο μπαλκονάκι σ’ είδα
Κι αμ πως ’δα, κι αμ τι ’δα,
Σε γέλασα σε πήρα
Άιντε τι χαμπέ- χαμπέρι να σου στείλω,
Άιντε που ‘πιασες
καινούργιο φίλο.
Κι αμ πως ’δα, κι αμ τι ’δα,
Στο παραθύρι σ’είδα.
Κι αμ πως ’δα, κι αμ τι ’δα,
Καν’α καλό δεν είδα.»
AVACUM
Μορφωτικός Σύλλογος Μητρόπολης-Φωτο.:Eleftheria Karkaletsou‎
Σεργιάνι , Χορός στο ομώνυμο έθιμο στη Θεσσαλία
-[Σταθοπούλου 1984, 89] Περιοχή Καρδίτσας: Στην κυριολεξία χορός "σεργιάνι" δεν υπάρχει. Συμβατικά μόνο ονομάζεται έτσι. Στο σεργιάνι λοιπόν αυτό χόρευαν μονάχα οι γυναίκες, στις παραπάνω καθορισμένες γιορτές. Ο χορός Σεργιάνι είναι χορός απλός, ιδιόρρυθμος, μονότονος, χωρίς σκέρτσα και τσακίσματα, ο ίδιος περίπου - με μικροδιαφορές μόνο - στις διάφορες περιοχές. Δε χορεύεται με όργανα αλλά με τραγούδια που τραγουδούν οι ίδιες οι χορεύτριες. Ο χορός του Σεργιανιού είναι χορός αργός, με εφτά ή πέντε βήματα μπρος και δύο πίσω, φτιαγμένος έτσι ώστε να δείχνει όλο το μεγαλείο της φορεσιάς της Καραγκούνας, που χορεύει σεμνά, ταπεινά και καμαρωτά. Με το πίσω-μπρος της χορεύτριας - το μόνο σκέρτσο που έχει ο χορός - κουνιούνται (σιένται) οι φούντες και κυματίζουν τα λαγκιόλια, έτσι ώστε να δίνουν μια εικόνα φαντασμαγορική και γραφική στο σύνολό της. Δε χορεύεται κυκλικά αλλά σε ευθεία μέχρι μια ορισμένη απόσταση και μετά γυρίζει σε γωνία για να ακολουθήσει πάλι ευθεία κ.ο.κ. Πάντα όμως μες στον κύκλο που σχηματίζουν αυτοί που κάνουν σεργιάνι. Για την ευθεία του αυτή, ο χορός ονομάζεται γαϊτάνι (Δουλειά-δουλειά κι ο χορός γαϊτάνι). Στο Σεργιάνι πιανόταν όλες οι Καραγκούνες: πρώτα οι παντρεμένες με τα σκουδράνια - έτσι έλεγαν τη φορεσιά τους - έπειτα οι νιόπαντρες και μετά οι ανύπαντρες κοπέλες με τις πολύχρωμες και φανταχτερές φορεσιές τους. Το χορό έσερνε η "πρώτη" και ήταν αυτή η ίδια σ' όλους τους χορούς. Την έλεγαν και "γκεσέμι". Ηταν η πιο θαραλλέα και η καλύτερη χορεύτρια και τραγουδίστρια μαζί. Ηταν αυτή που "τό 'λεγαν τα κότσια της".

-[Τόσκα-Κάμπα 1984, 82] Σελάνα Καρδίτσας, Καραγκούνηδες: Το Σεργιάνι είναι ένα είδος χορού που μοιάζει περισσότερο με ρυθμικό περπάτημα. Το Σεργιάνι ανοίγει με το τραγούδι "Μωρέ για βγάτε πέντε λυγερές", που το τραγουδούν οι Καραγκούνες βαδίζοντας παρέες παρέες ή πιασμένες από το χέρι. Ο χορός αυτός γίνεται τα απογεύματα της Κυριακής και κυρίως τις μεγαλογιορτάδες, Απόκριες, Πάσχα, τα Φώτα και όλο το Τριώδιο. Κλείνει δε το Σεργιάνι με το τραγούδι "Στην πόρτα και στ' αλώνι σου". Μπροστά έμπαιναν οι ηλικιωμένοι, ακολουθούσαν οι μεσόκοποι, οι νιόπαντρες, οι αρραβωνιασμένοι και στο τέλος οι κοπέλες.


-[Μπαζιάνας 1992, 12] Σοφάδες Θεσσαλίας: Το πασχαλινό σεργιάνι γινόταν τις τρεις μέρες της Λαμπρής, πρωί και απόγευμα, στο προαύλιο της εκκλησίας, μετά τη λειτουργία ή τον εσπερινό. Μπορούσε όμως να γίνει και σε άλλο συμφωνημένο μέρος, αλλά ποτέ σε δύο διαφορετικά σημεία του χωριού ταυτόχρονα. Ενας επίσης ήταν ο κύκλος του χορού και ποτέ δύο ή περισσότεροι. Η "μπροστάρισσα", ή άλλη γυναίκα, άρχιζε το τραγούδι της προτίμησής της. Τα πρώτα μουσικά μέτρα - δύο συνήθως - εκτελούνταν φωνητικά χωρίς να χορεύονται. Ηταν ένας προϊδεασμός στη μελωδία, στην τονική και στο ρυθμό. Ο χορός άρχιζε όταν οι μισές περίπου γυναίκες επαναλάμβαναν την πρώτη μουσική φράση. Οι χοροί που συνηθίζονταν στο σεργιάνι, δεν ήταν οι γνωστοί της περιοχής (τσάμικοι, συρτοκαλαματιανοί, καραγκούνα κλπ.), αλλά κυρίως ένας αργός ιδιότυπος, περπατητός σχεδόν σε οχτώ βήματα, που ήταν και ο πιο χαρακτηριστικός του εθίμου και ο οποίος με τα σημερινά κριτήρια θα χαρακτηριζόταν ελάχιστα θεαματικός. Μέτρο μουσικό και μέτρο χορευτικό εδώ συμπίπτουν, πράγμα που δε συμβαίνει πάντοτε στους λαϊκούς χορούς. Σπανιότεροι ήταν στην ευρύτερη περιφέρεια των Σοφάδων, όπως μαρτυρείται, και κάποιοι σταυρωτοί, θηλυκωτοί και πηδηχτοί χοροί, που είναι πια δυσεύρετοι και ίσως μερικοί να έχουν τελείως εξαφανιστεί, αφού έχουν λείψει πριν από χρόνια οι άνθρωποι που τους χόρευαν. Ρυθμικά οι χοροί αυτοί, όσων οι μελωδίες έχουν διασωθεί, είναι 4σημοι κατά κανόνα ή και 8σημοι (2.4.2) με ελάχιστες εξαιρέσεις.

ΤΑ ΡΟΥΓΚΑΤΣΙΑ ή ΡΟΥΓΚΑΤΣΑΡΙΑ  ΤΩΝ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΔΩΝ 
Οι Καραγκούνηδες είχαν πολλά ήθη και έθιμα για όλες τις περιόδους του χρόνου. Ένα από αυτά τα έθιμα ήταν τα Ρουγκάτσια ή Ρουγκατσάρια, το οποίο λάμβανε χώρα με τον ερχομό του νέου έτους. Άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας φόραγαν προβιές στο σώμα και το κεφάλι τους και στη μέση έδεναν με σχοινί μεγάλες κουδουνες και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι χορεύοντας για να ακούγονται τα κουδούνια ώστε να ξορκίσουν τα κακά πνεύματα, τους καλικάτζαρους όπως τα λένε οι Καραγκούνηδες έναντι κάποιας αμοιβής.
Οι Ρουγκατσάρηδες σταματούν τις δραστηριότητες τους με τον Αγιασμό των υδάτων την ημέρα των Θεοφανείων. 
 Οι μεταμφιέσεις αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα του Δωδεκαημέρου και μάλιστα επισφραγίζουν το κλείσιμο αυτής της εορταστικής περιόδου καθώς τελούνται κοντά στη γιορτή των Φώτων. Τα δρώμενα αυτά πολύ παλιά συνηθίζονταν παντού, αργότερα περιορίστηκαν στη Βόρειο Ελλάδα όπου και τελούνται σχεδόν μέχρι σήμερα. Λαμβάνουν διάφορες μορφές.
Αλλού είναι μια ομάδα νέων ανθρώπων που φορούν ζωόμορφες μάσκες και ντύνονται δέρματα ζώων και μεγάλα κουδούνια, αλλού έχουν πιο περίτεχνες προσωπίδες και μεταμφιέσεις που διέπονται από αισθητική, αλλού στο θίασο προστίθενται και ανθρώπινοι ρόλοι συνήθως ένα γονιμικό ζευγάρι γαμπρός –νύφη, αλλού οι ρόλοι αυτοί αυξάνονται με την προσθήκη στο θίασο της γιαγιάς του παππού , κοριτσιών, γιατρού, δάσκαλου κλπ οπότε ο θίασος είναι έτοιμος να προχωρήσει κάποιες τελετουργικές δραματοποιήσεις στις οποίες οι ερευνητές εντοπίζουν τη γέννηση του θεάτρου και τις αποκαλούν προαισθητικές μορφές θεάτρου. 
Αλλού έχει ξεκοπεί εντελώς από το πρωτόγονο παρελθόν και το παγανιστικό πλαίσιο αι έχει καταλήξει να είναι μια γιορτή ήπιων μεταμφιέσεων με σάτιρα, και γλέντι όπως τα Ραγκουτσάρια της Καστοριάς. 
Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι μεταμφιέσεις αναπαριστούν πνεύματα και δυνάμεις της φύσης καθώς και προγονικές ψυχές στα οποία γίνεται επίκληση για να βοηθήσουν στην επερχόμενη νέα καλλιεργητική περίοδο και την καλή σοδειά των δημητριακών. Η προσθήκη κουδουνιών σκοπό έχει να διώξει κάθε κακό και ταυτόχρονα με το θόρυβο και τα πηδήματα να ξυπνήσει το σπόρο σταριού που κοιμάται μέσα στη γη για να αρχίσει να βλαστήσει. Τον ίδιο ευετηριακό σκοπό φαίνεται να υποστηρίζουν και οι θίασοι με ανθρώπινους ρόλους όπου κεντρική θέση έχει το γονιμικό ζευγάρι του γαμπρού και της νύφης. 
 Η λέξη Ρουγκατσάρια φαίνεται πως σχετίζεται με την αρχαιότητα, οι rogatores των Ρωμαίων που γυρίζουν και μαζεύουν φιλοδωρήματα. Η λέξη Λουγκατζάρια σύμφωνα με ορισμένους προέρχεται από την παραφθορά των λέξεων Λύκος και Κάντζαρος και αποδίδει τις ζωόμορφες μεταμφιέσεις που συνδυάζονται με την πειρακτική και αλλοπρόσαλλη μορφή των Καλικαντζάρων.
 Την αρχέγονη ωστόσο μορφή όπου ο θίασος προβαίνει και σε τελετουργικές δραματοποιημένες παραστάσεις, θα την γνωρίσουμε στα Ρουγκατσιάρια της πεδινής δυτικής Θεσσαλίας στις κοινότητες τω Καραγκούνηδων. Ξεκινούν την 2 ή την 3η ημέρα του Ιανουαρίου και κορυφώνονται τα Φώτα. Συχνά θίασοι θέλοντας να επισκεφθούν όσο γίνεται περισσότερα χωριά βαστούν το έθιμο μέχρι και τα μέσα Ιανουαρίου. Η σύνθεση του θιάσου στον οποίο συμμετέχουν μόνο νέοι άνδρες συνήθως ανύπαντροι έχει ως εξής. Στο κέντρο βρίσκεται ο γαμπρός ντυμένος με φουστανέλα, και η νύφη την οποία υποδύεται ένας όμορφος νέος ντυμένος με την επίσημη νυφική φορεσιά και τα κοσμήματά της. Η νύφη βαστά τσάντα για τα φιλοδωρήματα και μήλο που το παίζει όταν βαδίζει.
 Στον αντίποδα αυτού του ζευγαριού υπήρχε το ζευγάρι του παππού και της γιαγιάς – βαβάς. Ο παππούς φορά βαριά μάλλινα ρούχα, ο δε άντρας που υποδύεται τη γιαγιά φορά μαύρο μαντίλι στο κεφάλι και τα μαύρα μάλλινα ρούχα που συνήθιζαν να φορούν οι ηλικιωμένες καραγκούνες. Ο παππούς και η γιαγιά κάνουν χοντροκομμένους αστεϊσμούς και μάλιστα σατιρίζουν τις ερωτικές περιπτύξεις. Γύρω τους νέοι με παλιά ανδρικά και γυναικεία ρούχα φορεμένα ανάποδα, με δέρματα ζώων, ζωσμένοι κουδούνια κρατούν ξύλινα σπαθιά κάποτε και αληθινά και αναλαμβάνουν να περιφρουρήσουν το ζευγάρι και ιδιαίτερα τη νύφη, από όποιον τολμήσει να την πειράξει ή να την αρπάξει.. 
Είναι οι αράπ’δες ο φόβος και ο τρόμος των μικρών παιδιών… «Κάτσι καλά θα σι δώσου στουν Αράπ’» φοβέριζαν παλιά οι μανάδες τα άτακτα παιδιά. Αργότερα στο θίασο προστέθηκαν ο γιατρός , οι κοπέλες-φίλες της νύφης (τις υποδύονται άνδρες) καθώς και πρόσωπα που σατιρίζουν την επικαιρότητα στην σύγχρονη εποχή Απαραίτητος στη συνοδεία ήταν και ρουγκατσιάρης με το γαϊδουράκι ή το μουλάρι όπου εκεί έχε δισάκια και δοχεία για να μαζεύει τις προσφορές σε φαγώσιμα. Ο κάθε θίασος προσπαθούσε να έχει και οργανοπαίκτες στην σύνθεση του για να χορεύουν και να διασκεδάζουν τόσο οι ίδιοι όσο και ο κόσμος όπου πήγαιναν.
 Οι Ρουγκατσιαραίοι έπρεπε να πάνε σε όλα τα σπίτια του χωριού και μετά σε άλλα γειτονικά χωριά. Μερικοί αψηφούσαν τις άσχημες καιρικές συνθήκες, κρύο, χιόνια, βροχές, λάσπες πήγαιναν και σε μακρινά χωριά. «Σκόνουμάσταν απου δώ απ’ τη Μαγούλα κι έβγινάμι μέχρι την Παραπράστανη (Προάστιο). Κι τι λες ισύ.. Δρόμους πθινά λάσπις και κρύα αλλα μείς δεν έκανάμι πίσω δεν είχαμι τίπουτας άλλου τότις διασκέδαση… Εβλιπάμι κι κουρίτσια σι άλλα χουριά.» Στο δρόμο οι αράπηδες χόρευαν, και πηδούσαν κουνώντας τα σπαθιά και τα κουδούνια τους σαν δαιμονισμένοι και τρόμαζαν τους περαστικούς. Οι θαρραλέοι προσπαθούσαν να πειράξουν τη νύφη, να την τσιμπήσουν, να τη φιλήσουν ακόμα και να την αρπάξουν και τότε γίνονταν μεγάλος καυγάς. Ήταν αβάσταχτη ντροπή για τα Ρουγκάτσια να κλέψουν τη νύφη. Μαθεύονταν σε όλα τα χωριά … Φυσικά δύσκολα τα κατάφερναν να πιάσουν τη νύφη να την «τσακώσουν» αφο’υ τη φρουρούσαν οι αράπηδες. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν πηδούσαν και χόρευαν στην αυλή, έκαναν θόρυβο με τα κουδούνια, πείραζαν τον κόσμο, τους χτυπούσαν ελαφρά με τα μεγάλα ξύλινα ραβδιά, τις μαντζιούκες που κρατούσαν έτσι για το καλό για να είναι γεροί για όλη τη χρονιά. Κάποτε έβαζαν το νοικοκύρη ή άλλο μεγάλο άντρα να ξαπλώσει καταγής και να τον πατήσει ο Ρουγκατσιάρης στην πλάτη. Το χαν για καλό… Ακολουθούσαν τα κεράσματα τσίπουρο, κρασί, μεζέδες από τα χοιροσφάγιο συνήθως αλευριά , λουκάνικα, τσιγαρίδες και τηγανιές. Ακόμα κουραμπιέδες καμωμένοι με το λίπος του γουρουνιού. Στον ρουγκατσιάρη που είχε το μουλάρι με τα δοχεία και τα ταγάρια έδιναν τις προσφορές τους, τσιγαρίδες, αλευριά (είδος πηκτής) κομμάτια από το χοιροσφάγιο και γευστικά λουκάνικα.
 Οι Ρουγκατσιαραίοι όμως δεν περιορίζονταν στις εθελούσιες προσφορές. Φοβεροί και τρομεροί με τα σπαθιά τους άρπαζαν λουκάνικα που τα είχαν κρεμασμένα έξω στο χαγιάτι του σπιτιού για να στεγνώσουν. Έμπαιναν με το ζόρι μέσα στο σπίτι, ανακάτευαν τα πάντα στη κουζίνα και ότι έβρισκαν το άρπαζαν. Ταυτόχρονα όμως είχαν την ευκαιρία να δούν τα κορίτσια του σπιτιού… που κρυφοκοιτούσαν πίσω από τα παραθύρια… Στο χορό που γίνονταν στην αυλή άμα ήθελαν χόρευαν και οι ένοικοι και οι επισκέπτες . Ήαν μια καλή ευκαιρία για τα ανύπαντρα παιδιά να δούν τα κορίτσια και πολλές φορές την επόμενη μέρα αντί για Ρογκατσιάρηδες στο σπίτι ερχόταν ο προξενητής.
 Παρόλο που τα Ρουγκάτσια έκαναν θόρυβο πείραζαν και άρπαζαν φαγώσιμα ήταν πάντα καλοδεχούμενα και οι παλιοί νοικοκυραίοι όσο φτωχοί και αν ήταν έκαναν το κουμάντο τους ώστε τίποτα να μη λείψει την μέρα που θα έρχονταν Ρουγκατσιάρηδες στο σπίτι. Ανησυχούσαν μη τους ξεχάσουν και δεν περάσουν και από το σπίτι τους και τότε… Αλίμονο δεν θα πήγαινε καλά η χρονιά, η σοδειά δεν θα ήταν καλή, τα ζώα δε θα είχαν παραγωγή… Τι θα γένουνταν με τα παιδιά; Θα έρχονταν προξενιές ή θα ξιαπόμειναν κούτσουρα: Οι φόβοι του αφέντη του σπιτιού που στη θέα και μόνο του τρομερού θιάσου και στα παιχνιδίσματα της νύφης διαλύονταν… Εδώ θα πρέπει να σχολιάσουμε και μια χαρακτηριστική δραματοποιημένη πράξη που την έκαναν αρκετοί θίασοι άλλοτε στα σπίτια που πήγαιναν άλλοτε στο τελικό γλέντι που έστηναν. Σε κάποια στιγμή λιποθυμούσε τάχατες ο γαμπρός και έπεφτε καταγής. Ο θίασος πάγωνε, οι αράπηδες κουνούσαν ανήσυχοι τα κουδούνια τους, ζητούσαν από τη νύφη να διαβεί πάνω από το γαμπρό τρείς φορές παίζοντας το μήλο και να τον φιλήσει. 
Αργότερα με την προσθήκη στο θίασο του γιατρού, αναλάμβανε αυτός μέσα από μια πράξη που σατίριζε την ιατρική φροντίδα να θεραπεύσει το γαμπρό και ήταν αυτός που καλούσε την νύφη να φιλήσει το νεκρό. Οπ! Ζωντάνευε μεμιάς ο γαμπρός, η νεκρανάσταση γίνονταν! Ο θίασος χόρευε ξέφρενα για να δείξει την χαρά και το γλέντι συνεχίζονταν. Στη σημερινή εποχή οι πολιτιστικοί σύλλογοι μεταφέρουν το έθιμο στην πλατεία του χωριού όπου εκεί λαμβάνει χώρα και η δραματοποιημένη νεκρανάσταση. Όπως είπαμε τα Ρουγκάτσια πήγαιναν και σε άλλα χωριά. Συχνά τύχαινε δυο θίασοι να διασταυρωθούν στο δρόμο και τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα . Ποιος να πρωτοπεράσει από το δρόμο;. Ποιος να υποχωρήσει; Άλλοτε, με τους ψυχραιμότερους τελείωνε το θέμα, άλλοτε όμως αψήφιστα έπαιρνε άσχημη τροπή, γίνονταν μεγάλη συμπλοκή και ο ηττημένος θίασος έπρεπε να περάσει κάτω από τα υψωμένα σπαθιά του νικητή . 
Πολύ σπάνια η συμπλοκή έπαιρνε μεγάλη έκταση και δυστυχώς σημειώνονταν τραυματισμοί και θύματα. Αφού τελείωνε η διορία ο θίασος συγκεντρώνονταν σε κάποιο καφενείο, με τα φαγώσιμα που είχαν μαζέψει και έστηναν ένα γλέντι μέχρι το ξημέρωμα.
 Σήμερα το έθιμο έχει περιοριστεί σημαντικά, ευτυχώς όμως τελείται έστω και σε μικρό βαθμό, ενώ οι πολιτιστικοί σύλλογοι είναι αυτοί αναλαμβάνουν να το διασώσουν και να το διατηρήσουν και οι προσπάθειές τους ομολογουμένως, είναι αξιέπαινες.
Χοροδιδάσκαλος Αποστόλης Σβάνας

ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΚΟΥ ΓΑΜΟΥ
Ο Καραγκούνικος γάμος είναι από τους πιο γοητευτικούς ιεροτελεστικά γάμους και σίγουρα θα θελήσετε να κρατήσετε κάποια εθιμοτυπικά στοιχεία που θα προσδώσουν στο γάμο σας μια φολκλορίκη διάσταση.
Οι προετοιμασίες του γάμου ξεκινούν μια εβδομάδα πριν την ημερομηνία που έχουν ορίσει για να γίνει ο γάμος. Οι πρώτοι προσκεκλημένη του ζευγαριού είναι οι νονοί, οι οποίοι σύμφωνα και με την παράδοση είναι και οι κουμπάροι του ζευγαριού. Έπειτα ακολουθούν οι φίλοι (βλάμηδες) και τέλος οι κοντινοί συγγενείς. Το αμέσως επόμενο βήμα είναι το κλείσιμο των οργάνων και των μαγείρων που θα ετοιμάσουν το γαμήλιο τραπέζι.

Ένα από τα πιο συγκινητικά και γοητευτικά σημεία του Καραγκούνικου γάμου είναι η προετοιμασία της νύφης, η οποία ετοιμάζει τα προικιά της ώστε να είναι όλα καθαρά και καλοσιδερωμένα ώστε να μεταφερθούν στο σπίτι του μελλοντικού της συζύγου. Οι γονείς της νύφης παράλληλα συνήθιζαν να ασβεστώνουν και καθαρίζουν τις αυλές των σπιτιών τους ως ένδειξη χαράς για το επικείμενο χαρμόσυνο γεγονός.
Σε κάθε 
Καραγκούνικο χωριό του θεσσαλικού κάμπου το γεγονός του γάμου αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες ειδήσεις για αυτό και όλο το χωριό λάμβανε μέρος στην ευχάριστη αυτή διαδικασία. Προς το τέλος της εβδομάδας και συγκεκριμένα το Σάββατο το γλέντι άρχιζε στα σπίτια των νεόνυμφων όπου τον χορό τον άνοιγαν πρώτα οι γονείς του ζευγαριού ύστερα ο γαμπρός και η νύφη και στο τέλος σηκώνονταν οι καλεσμένοι. Το φαγητό όπως είθισται σερβιριζόταν πριν τα μεσάνυχτα. Αυτός που δοκίμαζε πρώτος τα εδέσματα του μάγειρα ήταν ο νονός και αφού τα ενέκρινε γινόταν η δοκιμή και η μοιρασιά του φαγητού και στους υπόλοιπους καλεσμένους.
Την ακριβώς επόμενη μέρα γινόταν ο γάμος (Κυριακή) όπου οι καλεσμένοι πήγαιναν στα σπίτια του γαμπρού και της νύφης και βοηθούσαν στην προετοιμασία τους. Ο γαμπρός ξυριζόταν και κουρευόταν, εξ ού και η φράση «στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό» και φορούσε την ανάλογη παραδοσιακή φορεσιά (φουστανέλα, τσαρούχια κλπ.). Αντίστοιχα και η νύφη φορούσε την εντυπωσιακή της φορεσιά υπό το άκουσμα παραδοσιακών γαμήλιων ασμάτων που τραγουδούσαν οι φίλες της καθώς την στόλιζαν.
Όταν οι προετοιμασία του ζεύγους ολοκληρωνόταν ένα κάρο στολισμένο με λουλούδια και κουδουνάκια πήγαινε στο σπίτι της νύφης για να παραλάβει τα προικιά.

Το έθιμο όμως θέλει της φίλες της νύφης να μην δίνουν τα προικιά αν δεν λάβουν καλό φιλοδώρημα από τους βλάμηδες (νεαροί άγαμοι, φίλοι του γαμπρού). Ακόμη και σήμερα πολλές από αυτές τις παραδόσεις διατηρούνται, μάλιστα συνηθίζεται στο γλέντι μετά τον γάμο να καρφιτσώνουν πάνω στη νύφη οι καλεσμένοι χαρτονομίσματα.

 ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ ΧΟΡΟΥ ΤΟΥ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΚΥΡΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΒΑΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ.

H φορεσιά της ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑΣ
Φωτογραφία:http://www.karditsa-net.gr/
H φορεσιά της ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑΣ παρουσιάζει μια πρωτοφανή ποικιλία και διακρίνεται σε επίσημη καλοκαιρινή, επίσημη χειμωνιάτικη, σε καθημερινή και νυφιάτικη.
Η νυφιάτικη και γιορτινή φορεσιά αποτελείται από:
1.βαρύ λινό πουκάμισο με μαύρα μακριά κρόσσια και κέντημα στο ποδόγυρο και στα μανίκια
2. άσπρο πολύπτυχο βαμβακερό φουστάνι στολισμένο στο ποδόγυρο με πολύχρωμα γαϊτάνια
3. αμάνικο ολοκέντητο μικρό γιλέκο
4. βελούδινα μπορντό μανίκια (καβαδομάνικα)
5. χρυσοκεντημένα μανικούλια
6. χρυσοκεντημένη τσόχινη ποδιά
7. μαύρο μαντήλι με πολύχρωμα κεντήματα ή χρυσοκεντημένο στην άκρη
Στο κεφάλι, στο στήθος, στη μέση και στην ποδιά η ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑ φορά πολλά κοσμήματα, κυρίως αλυσίδες με νομίσματα. Ο κεφαλόδεσμός της σχηματίζεται με πρόσθετες κοτσίδες,το μπουμπάρι .
Ένας λαός δεν έχει μέλλον άν κοπεί από τις ρίζες του και οι ρίζες του είναι η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα.
Γι'αυτό γράψτε ότι γνωρίζετε για παλαιά ήθη και έθιμα προκειμένου να διατηρηθεί η παραδοσή μας ζωντανή.


H ΕΠΙΣΗΜΗ ΝΥΦΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΟΦΑΔΩΝ
Η φωτογραφία δημοσιεύεται στο βιβλίο «Σοφάδες, ο τόπος μας, Μέρος Α΄ τα τοπωνύμια» του Θάνου Κωνστ. Αθανασόπουλου, Αθήνα 199, σ.234, όπου δίδεται η χρονολογία 1923.

Η νύφη με την επίσημη χειμερινή ενδυμασία των Σοφάδων Διακρίνονται καθαρά τα μεγάλα κεντήματα στο μανίκια και οι μικρές φούντες. Φορά πάνω από το πουκάμισο το κόκκινο καβάδι καπιτονέ πανωφόρι που περιμετρικά έχει επιραπτη λωρίδα με τερζήδικο κέντημα με χρυση κλωστή. Πάνω απο το καβάδι φορά τον σοφαδίτικο σαγιά ο οποίος έχει ελάχιστο κέντημα περιμετρικά και στην πλάτη (εκείνη την περιοδο). Στην δεξιά μεριά του σαγιά στο στήθος γαντζώνει μια αλυσίδα με μεταλλικά κουμπιά. Πάνω από τα καβαδομάνικα φορά τα μεγάλα σοφαδίτικα μανικούλια με τερζήδικα χρυσοκεντήματα.
Την εποχή αυτή δεν φορούν τραχηλιά (μεταγενέστερη συνηθεια) και φαίνονται τα κεντήματα του πουκαμίσου.
Στη μέση πάνω από το σαγιά φορά υφαντή στον αργαλειό ζώνη και μετά τις δύο ποδιές, την υφασμάτινη ποδιά και την ρούχινη ποδιά με τα μεγάλα χρυσοκεντήματα η οποία έχει κέντημα και στις εσωτερικές ραφές , η λεγομενη κολωνάτη ποδιά. Η ποδιά συγκρατείται από 2 καλτσοδέτες καμωμένες με ειδική ύφανση οι οποίες τυλίγονται στη μέση, δένονται σε κόμπο αριστερά και πέφτουν μπροστά πάνω στην ποδιά. Στις απολήξεις έχουν φούντες (διακρίνονται καθαρά στη φωτογραφία).
Πάνω απο το σαγια φορά την φλοκάτα των Σοφάδων που ειναι ενας επενδυτης πολύπτυχος -30-40 λαγγιόλια. Τη φορά με ανασηκωμένες τις μπροστούρες-αιτούς. Διακρίνονται οι δύο μικρές πόρπες ραμμένες δεξιά και αριστερά στο ύψος του στήθους οι οποίες συγκρατούνται μεταξύ τους με δύο αλυσίδες.
Πάνω και από το ράσο φορά ζώνη με τερζήδικα χρυσοκεντήματα που κουμπώνει με μεγάλη πόρπη και στα πλάγια περνά δύο πολύχρωμες μαντίλες.
Η μπερέτα είναι χαρακτηριστική για τους Σοφάδες και διαφέρει από αυτή του Παλαμά και της Καρδίτσας.. Γαντζώνει 2 αράδες φλουριά στη μπερέτα (συνήθεια αρκετά διαδεδομένη τότε) και μια μεγάλη καδένα με φλουριά στο στήθος. Στο λαιμό φορά αλυσίδα με καρδιόσχημο μενταγιόν. Στα αυτιά κρεμάει τα παλιά συρματερά σκουλαρίκια με αλυσίδες τα οποία απαντούν και στις άλλες νυφικές φορεσιές αυτής της περιόδου.
Δεν φορά τις κεφαλοκοπτσες στη μπερέτα ουτε αλλα κιουστέκια -μπαλτούδα , ασημοσουγιά. Γενικά αυτα τα κιουστέκια χαρακτηρίζουν τη φορεσιά της υπαίθρου , των χωριών και σπανιζουν ή απουσιάζουν εντελώς απο φορεσιές αστικών κέντρων.

Αλκιβιαδης Ζουρνατζης : ΣΤΗΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΟΥΡΝΑΤΖΗΣ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΙΕΤΕΛΕΣΕ ΚΑΙ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΣΟΦΑΔΩΝ, ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΖΥΓΟ ΤΟΥ ΣΟΦΙΑ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΠΑΤΡΑ. Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟ 1923, ΕΙΝΑΙ ΝΙΟΠΑΝΤΡΟΙ. Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΟΥΡΝΑΤΖΗΣ ΕΧΕΙ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ. ΕΧΕΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕΙ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ ΤΟ 1916, ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΧΙΑΣ, ΔΙΟΤΙ ΕΧΕΙ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΟ ΣΧΟΛΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1923 ΑΠΟΛΥΕΤΑΙ ΩΣ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ. ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟ ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΥΜΦΕΥΕΤΑΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΠΑΤΡΑ, ΤΟ 1923 ΣΤΙΣ ΣΟΦΑΔΕΣ.


Πηγές: