Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Η ομιλία του Δημήτρη Μητρόπουλου από την ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ που διοργάνωσε η πρωτοβουλία στην ΑΣΟΕΕ

εκκίνηση μιας συζήτησης στην ηγεσία της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. για «διόρθωση» της συνταγής πιθανότατα θα μεταφραστεί σε μια αργόσυρτη, χρονοβόρα διελκυστίνδα αναμόρφωσης Συνθηκών και αποφάσεων.

Να μην αφήνουμε τις ευκαιρίες, να μην κυριαρχεί η αναμονή και η έλλειψη φιλοδοξίας.

Σήμερα η συζήτηση για την Ε.Ε. και το κοινό της νόμισμα, το ευρώ, έχει αναθερμανθεί.
Η διαχείριση της παγκόσμιας καπιταλιστικής δομικής κρίσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο έφερε στο φως πιο καθαρά από ποτέ την πραγματική φύση και τα δομικά χαρακτηριστικά της διακρατικής ένωσης που λέγεται Ε.Ε. και του κοινού της νομίσματος. Μια ένωση ιμπεριαλιστική, που οργανώνει το ευρωπαϊκό πολυεθνικό κεφάλαιο κόντρα στους λαούς. Μια ένωση αντιδραστική, που ξεθεμελιώνει τα όποια εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα του 20ου αιώνα.
Μια ένωση που προωθεί τον νεοφιλελευθερισμό και τις επιθετικές πολιτικές αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού, τέλος και όχι λιγοτερο σημαντικό, μια ένωση που δεν φέρνει πιο κοντά τους λαούς και τα ευρωπαϊκά έθνη, αλλά οξύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, αναβαθμίζει κράτη κόντρα σε άλλα, μετακυλίει την κρίση από την Γερμανία προς την Ελλάδα, πέρα από την μετακύλιση της κρίσης από τις αστικές τάξεις στις λαϊκές τάξεις σε κάθε χώρα.
Με μια έννοια είχε δίκιο ο Λένιν και όχι ο Ζαν Μονέ. Ο πρώτος είχε πει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ή θα είναι σοσιαλιστικές ή δεν θα υπάρξουν ποτέ ως ένωση και συναδέλφωση των λαών. Ότι χωρίς ανατροπή των αστικών καθεστώτων σε κάθε χώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ή θα είναι αντιδραστικές ή θα διαλυθούν από τις εσωτερικές ενδοιμπεριαλιστικές τους αντιφάσεις. Ο δεύτερος έχει χαρακτηριστεί ως οραματιστής ευρωπαϊστής, ως ο άνθρωπος που οραματιζόταν την οικονομική και πολιτική ενοποίηση της ηπείρου για να αποφευχθεί ένας νέος πόλεμος. Αυτός κατέθεσε το 1949 στον τότε υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, Ρομπέρ Σουμάν, την πρόταση που έμελλε να οδηγήσει σταδιακώς στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ποιος θα περίμενε ότι σήμερα, αυτή η συζήτηση θα έπρεπε να ξαναγίνει. Βέβαια η αστική τάξη είναι απρόθυμη να την κάνει. Και στην Γερμανία, αφού η Ε.Ε. και το ευρώ είναι χρυσορυχείο για την δύναμη που κάνει κουμάντο στην Ε.Ε.. Και στους λεγόμενους «ριγμένους» του Νότου, δηλαδή η αστική τάξη στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Γαλλία. Η λεγόμενη συνεργασία των χωρών του Νότου δεν προχωράει, γιατί το βασικό αν όχι μοναδικό ηγεμονικό σχέδιο για αυτές τις αστικές τάξεις παραμένει η στοίχιση στο γερμανικό σχέδιο της Ε.Ε. και του ευρώ. Τέλος απρόθυμες είναι και οι αστικές τάξεις στις χώρες που έχουν παραδώσει ουσιαστικά μέρος της εθνικής, πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας τους στο Eurogroup και την Τρόικα. Και εδώ η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική.
Έχει η παραπάνω περιοδολόγηση σημασία; Για τα καθαρόαιμα αστικά κόμματα, για τις δυνάμεις της τρικομματικής, δεν έχει. Δεν αμφισβητούν το σχέδιο που τέθηκε από το 1949, όσο κι αν αποδείχτηκε ότι μόνο ανθρωπιστικό δεν είναι και ότι χωρίζει αντί να ενώνει τους λαούς. Πόσο καταλαβαίνουν Οι Γερμανοί τα δεινά του ελληνικού λαού; Και πόσο φιλικά αισθήματα αναπτύσσοντα στον ελληνικό λαό απέναντι στην Γερμανία; Έχει όμως σημασία απ’ ότι φαίνεται για την αριστερά και για το κίνημα, αν δει κανείς την βασική αφήγηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά την τομή της Κύπρου, ο Γ. Δραγασάκης και ο Α. Τσίπρας, οι βασικοί εκφραστές της επίσημης πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ έδωσαν μια σειρά συνεντεύξεις. Εκεί πέρα από την γλωσσολογία και την ανατομία των λέξεων, περί αναστολής, κατάργησης, διαπραγμάτευσης, συζήτησης, ανατροπής κοκ, φαίνεται καθαρά η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Επιστροφή στον «αθώο» ευρωπαϊσμό της δεκαετίας του 90. Σε μια πολύ πιο άγρια Ευρώπη όμως. Ποια είναι αυτά τα βασικά σημεία της στρατηγικής του;
Δεν επιδιώκει έξοδο από την ευρωζώνη γιατί αποτελεί εθνική αναδίπλωση.
Δίνει την μάχη για να αλλάξει την Ε.Ε. και την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, αντί να πάμε σε εθνικά νομίσματα. Σύμφωνα με αυτήν την αφήγηση, δεν ονειρευόμαστε την επιστροφή στα έθνη-κράτη, την Ευρώπη των ξεχωριστών εθνών-κρατών. Εκεί ο Δραγασάκης το προχωράει πιο πέρα και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι μια τέτοια εξέλιξη – διάλυση της ευρωζώνης και της Ε.Ε. – θα ξαναφέρει πιο κοντά τον ανταγωνισμό και τον νομισματικό πόλεμο και ποιος ξέρει, ακόμα και τον πόλεμο, μετά από πολλές δεκαετίες ειρήνης και συνεργασίας στην Ευρώπη.
Η βασική στρατηγική είναι να φτιάξουμε το μέτωπο των χωρών του Νότου. Το επόμενο διάστημα ίσως δούμε την φιλολογία περί διαπραγμάτευσης να υποβαθμίζεται λίγο, γιατί η Κύπρος δεν αφήνει περιθώρια για πολλές επικοινωνιακές ακροβασίες. Η βασική στρατηγική θα είναι το μέτωπο των χωρών του Νότου, ενάντια στην πολιτική της Μέρκελ που διαλύει την Ευρώπη. Και μέχρι τότε; Προσπάθεια για διαπραγμάτευση με την Γερμανία και το ΔΝΤ για το ελληνικό πακέτο, πιθανά κάποιες θεσμικές κυρίως αλλαγές και αν βρεθούμε σε ωμό εκβιασμό, πετάμε την μπάλα στον λαό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά ο Γ. Δραγασάκης είναι πολύ καθαρός. Διάλυση της ευρωζώνης ή της Ε.Ε. μπορεί να φέρει περιπέτειες ώς και πόλεμο. Αφού κατέρρευσε η καταστροφολογία της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, όπου δεν θα είχαμε φάρμακα, καύσιμα, καταθέσεις κοκ, μιας και όλα αυτά έγιναν εντός ευρωζώνης, περάσαμε στην καταστροφολογία της γεωπολιτικής. Που θα πάει μόνο του το καραβάκι που λέγεται Ελλάδα στο αρχιπέλαγος των εθνικών ανταγωνισμών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης; Παραμονεύει μέχρι και ο πόλεμος!
Μόνο που το ευρωπαϊκό όνειρο του 1949 αποδείχτηκε εφιάλτης για τους λαούς. Μπορεί να μην ζήσαμε 3ο παγκόσμιο πόλεμο στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, αλλά ζήσαμε την διάλυση των εργατικών κατακτήσεων του 20ου αιώνα, ζήσαμε και ζούμε την παραγωγική αποδιάρθωση και ερήμωση των χωρών της περιφέρειας, ζούμε την οικονομική και πολιτική ανατίναξη της Ελλάδας μέσα σε 3-4 μόλις χρόνια, ζούμε σήμερα την φτώχεια, την πείνα, τις αυτοκτονίες, την μετανάστευση των νέων, οικονομικές και πολιτικές συνέπειες που μόνο με συνέπειες πολέμου μπορούν να συγκριθούν. Καταρχήν οικονομικές και πολιτικές συνέπειες, γιατί όπως δείχνει και η Κύπρος και η προσπάθεια για νέο σχέδιο Ανάν, είναι στην λογική των πραγμάτων να αντιμετωπίσουμε και εθνικές συνέπειες.
Η αριστερά πρέπει να καταλάβει, όσον αφορά τα ευρωπαϊκά θέματα, ότι ο Ζαν Μονέ πέθανε και ότι ο Λένιν ζει. Δεν υπάρχουν Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης με προοδευτικό χαρακτήρα χωρίς ανατροπή των αστικών καθεστώτων σε κάθε μία χώρα ξεχωριστά. Κανένα μέτωπο του Νότου, ακόμα και με το εξαιρετικά φανταστικό σενάριο του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή με ταυτόχρονη πτώση για παράδειγμα των κυβερνήσεων Ολάντ, Σαμαρά και Ραχόι και με νέες φιλολαίκές κυβερνήσεις, δεν θα πείσουν την Γερμανία για μια άλλη Ε.Ε. Η Γερμανία έχει ηγεμονικό σχέδιο και οι όποιες υποχωρήσεις κάνει (όπως πχ το καλοκαίρι για την απευθείας διάσωση τραπεζών μετά την «αντίσταση» Ραχόι και Μόντι) δεν αναιρούν το σχέδιο αυτό. Το ερώτημα είναι ότι επειδή ακόμα και αυτό το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ είναι φανταστικό και ως τότε η λιτότητα και οι πολιτικές της Ε.Ε. θα τρώνε το κουφάρι της Ελλάδας, τι κάνουμε.
Ένα σχέδιο για ανατροπή περνάει από την σύγκρουση με το υπερκράτος των Βρυξελλών. Την έξοδο από την ευρωζώνη και την Ε.Ε.
Ένα όραμα για μια διαφορετική Ευρώπη, της ισοτιμίας, της συνεργασίας, της ειρήνης περνάει μέσα από την διάλυση της ευρωζώνης και της Ε.Ε., από την ήττα του ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη. Περνάει μέσα από τον συντονισμό κινημάτων στην Ευρώπη ενάντια στις πολιτικές της Ε.Ε., Περνάει μέσα από ακυρώσεις ευρωπαίκών συμφωνιών έξοδο χωρών από την ευρωζώνη, αποδέσμευση χωρών από την ίδια την Ε.Ε.
Φίλοι και φίλες, σύντροφοι και συντρόφισσες
Οι δυνάμεις που συνομιλούμε εδώ, είμαστε κάπως «σημαδεμένες». Είμαστε η μία πλευρά της όχθης, όσον αφορά την στάση απέναντι στην Ε.Ε. Και όχι όλες, γιατί το ΚΚΕ αρνείται πεισματικά ακόμα και την συζήτηση, ενώ ένα άλλο κομμάτι αυτοφιμώνεται χάριν της κυβερνησιμότητας. Πριν συνομιλήσουμε υπάρχει ένα ερώτημα αν όντως κάνουμε διάλογο και αν προσπαθούμε να συνομιλήσουμε, αν η σκοπιμότητα υποταχθεί στην πραγματικότητα και όχι το ανάποδο.
Το ΚΚΕ ας πούμε δεν θέλει να κάνει διάλογο. Και επί της διαδικασίας και επί της ουσίας. Ανακαλύπτει από πρωτοσέλιδα της Αυριανής και της Βραδυνής ανύπαρκτες «σοβαρές» μερίδες της αστικής τάξης που μιλάνε για έξοδο από το ευρώ και την ώρα που το λόμπι του ευρώ καταστροφολογούσε ότι το όχι στην τρόικα θα ήταν και σύγκρουση με το ευρώ, αναφώνησε ότι έξοδος από το ευρώ χωρίς το ΚΚΕ στην εξουσία θα είναι καταστροφή! Και ότι πχ τον Αλαβάνο τον ανέσυρε ο Παπαχελάς (ίσως και η Πρεσβεία;) για να εξυπηρετήσει δεύτερα σχέδια της αστικής τάξης!
Αν η συζήτηση ξεκινήσει με το βασικό κριτήριο του κομματικού πατριωτισμού, θα έχουμε τα γνωστά πενιχρά αποτελέσματα για την αντιιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική αριστερά. Το όχι στο ευρώ δεν θα αρκεί σήμερα, το όχι στην Ε.Ε. δεν θα αρκεί αύριο γιατί ως γνωστόν υπάρχουν χώρες εκτός και του ευρώ και της Ε.Ε. που και καπιταλιστικές είναι και εφαρμόζουν άγριο νεοφιλελευθερισμό. Αλλά έτσι το όχι στον καπιταλισμό δεν θα είναι αρκετό μεθαύριο γιατί είναι δικαιολογημένη η άποψη που λέει ότι αντικαπιταλισμός χωρίς κομμουνιστική πολιτική είναι αδειανό πουκάμισο και πάντα μπορεί να βρεθεί κάτι περισσότερο.
Η γνώμη μας και ως οργάνωση Παρέμβαση αλλά και ως ΜΑΑ είναι ότι η συζήτηση πρέπει να προσπαθήσει να απαντήσει στα εξής ερωτήματα:
Στην εποχή που η Ε.Ε. μοιάζει όλο και πιο πολύ με το αμαρτωλό ΔΝΤ, που επιβάλλει μνημόνια και εφαρμόζει έναν σύγχρονο διεθνή οικονομικό έλεγχο και που η Ελλάδα από το 2010 μπαίνει σε τέτοια μνημόνια, γιατί οι γνήσιες αντιΕΕ δυνάμεις δεν μπορούν να συγκροτήσουν πολιτικά μια αντίπαλη προοπτική;
Στην εποχή που το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού εκτινάσσεται ειδικά μετά την Κυπριακή τραγωδία, με ποια πολιτική και με ποιες πρωτοβουλίες θα συναντηθεί η αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική αριστερά με αυτό το ρεύμα;
Σύντροφοι και συντρόφισσες, ας είμαστε ειλικρινείς. Αυτή η αριστερά που επιβεβαιώθηκαν οι θέσεις της 3 χρόνια τώρα, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, αυτή η αριστερά αδυνατεί ή δεν θέλει να κάνει αυτές τις θέσεις πολιτική, να πάρει πρωτοβουλίες, να κινηθεί μέσα σε ευκαιρίες. Δεν είδε την ευκαιρία της 5ης Μάης του 2010, δεν είδε την ευκαιρία των πλατειών, σήμερα αφήνει άλλη μια ευκαιρία να εξατμιστεί, μετά την Κύπρο. Αυτές οι αρνήσεις πρέπει να κοστολογηθούν. Και αναφέρομαι στο πολιτικό φάσμα από το ΚΚΕ, μέχρι την Ανταρσυα και τα αντιΕΕ ρεύματα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Στην ουσία δεν διαμορφώνεται κάποιο πολιτικό σχέδιο, που να θέλει να πρωταγωνιστήσει. Η γραμμή για ένα πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο πάνω σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα διεξόδου χλευάζεται σαν «λίγη» και κυριαρχεί η αναμονή και η έλλειψη φιλοδοξίας ότι πραγματικά η κρίση είναι και ευκαιρία.
Πιο συγκεκριμένα για το ζήτημα της Κύπρου. Ποια ακριβώς ευκαιρία χάθηκε; Προφανώς όχι για μια επανάσταση ή για ένα κίνημα σοσιαλισμού. Χάθηκε όμως η ευκαιρία για μια πολιτική παρέμβαση για ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών υπερ της αντιιμπεριαλιστικής και αντιΕΕ αριστεράς. Και το πολιτικό επίδικο που τέθηκε και τίθεται εδώ και 3 χρόνια με την τροικανή επιτήρηση, στον αδύναμο κρίκο που λέγεται Ελλάδα και τον ιδιαίτερο τρόπο που βιώνει τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης ακούει στο όνομα ευρώ. Το ζήτημα του ευρώ και της ευρωζώνης είναι αυτό που έχει αναδείξει η ζωή εδώ και 3-4 χρόνια και όχι γενικά της Ε.Ε. Επίδικο που με το Κυπριακό ανέδειξε με εκκωφαντικό τρόπο ότι η γραμμή έξω η τρόικα-μέσα στην ευρωζώνη δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Κι όμως ενώ η Κύπρος και η πραγματικότητα βοούν ότι υφίσταται μια πολιτική αντιπαράθεση με κέντρο το ευρώ και τις σχέσεις της Ελλάδας με την ευρωζώνη, η αντιΕΕ αριστερά οριοθετείται και ταμπουρώνεται ότι «το ευρώ δεν φτάνει» και ίσως είναι και λίγο αποπροσανατολιστικό…
Όταν όμως δεν αναδεικνύουμε αυτές τις ευκαιρίες. Όταν δεν σηκώνουμε το γάντι στις υπαρκτές δεσπόζουσες αντιθέσεις, έχουμε αντικειμενικά πολιτική αναμονής και ουράς.
Όταν αφήνουμε τις ευκαιρίες, αφοπλίζουμε τον λαϊκό παράγοντα, αφήνουμε τους συσχετισμούς να διαμορφωθούν από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις.
Όταν δεν αλλάζουμε τους πολιτικούς συσχετισμούς, ο λαός υποτάσσεται στις μειωμένες κοινωνικές προσδοκίες, δεν έχει ελπίδα, δεν ενεργοποιείται στο κοινωνικό μέτωπο και στους αγώνες, γιατί ακριβως δεν βλέπει πρόγραμμα και φορέα ανατροπής. Το κοινωνικό μέτωπο, ο λαϊκός ξεσηκωμός τροφοδοτεί τις πολιτικές διεργασίες και αυτό το είδαμε. Το ανάποδο δεν γίνεται, με εξαίρεση την εκλογική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ που δεν πολιτικοποιεί όμως το κίνημα ακριβώς γιατί έχει όριο το «καμία αμφισβήτηση στο ευρώ».
Κάποιοι σύντροφοι λένε ότι με ευκαιρίες και «ζαριές» δεν χτίζεις κίνημα. Στην γενικότητά του σωστό είναι αυτό. Χρειάζονται σχέσεις με την εργατική τάξη, τις οργανώσεις της, σχέση με τα κοινωνικά στρώματα που χτυπιούνται. Πιο σωστό όμως είναι ότι όταν δεν αρπάζεις τις ευκαιρίες όταν η συγκυρία είναι εκρηκτική – και σε τέτοια εκρηκτική συγκυρία ζούμε, δεν παράγεις αντισυστημική πολιτική, δεν ανατρέπεις συσχετισμούς. Πιο σωστό είναι η περίφημη συγκεκριμένη πράξη, από την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.
Με αυτήν την έννοια νομίζω πρεπει να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα αν μιλάμε μόνο για έξοδο από το ευρώ ή αν μιλάμε για διπλή έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε. Που συμπυκνώνονται οι βασικές αντιθέσεις, που είναι ο αποφασιστικός κρίκος, ποιο είναι το αποφασιστικό ζήτημα που έχει αναδείξει η ζωή; Ποιο είναι το όριο της τρικομματικής και ποιο είναι το όριο που παράγει τις αναδιπλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ; Δεν είναι η Ε.Ε. γενικά. Αιχμή είναι το υπερόπλο της Ε.Ε. που λέγεται ευρώ. Σήμερα πλατιές μάζες κόσμου αμφισβητούν το ευρώ, όχι από κάποια ιδεολογική αφετηρία, αλλά γιατί απαντάνε διαφορετικά στο δίλημμα που θέτει η τρικομματική. «Ή παίρνουμε κι άλλα μέτρα για να πάρουμε την δόση, ή χρεοκοπούμε και φεύγουμε από την ευρωζώνη». Ένα σημαντικό ποσοστό απαντάει το δεύτερο γιατί το πρώτο τους έχεις διαλύσει τη ζωή. Εμείς θα απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα ή θα μεταθέσουμε αλλού την συζήτηση;
Αν το πρώτο σημείο είναι αυτό στο οποίο συμπυκνώνονται οι αντιθέσεις της συγκυρίας, το δεύτερο είναι ότι έτσι κι αλλιώς η έξοδος από το ευρώ από μόνη της ή ακόμα και η αποδέσμευση από την Ε.Ε. δεν σημαίνει ότι αντικειμενικά είναι βήμα προς το σοσιαλισμό. Και πάλι πολιτικη δεν μπορούμε να κάνουμε με βάση την ιδεολογική μας θέση ή την επίκληση για μία άλλη κοινωνία. Αλλά πάνω στις αντιθέσεις της υπαρκτής κοινωνίας. Δεν καλούμε ενάντια στο ευρώ γιατί ειμαστε με τον σοσιαλισμό και κατανοούμε ότι σοσιαλισμός και ευρωζώνη είναι έννοιες ασύμβατες. Καλούμε για έξοδο από το ευρώ, γιατί η αποκατάσταση της λαίκής κυριαρχίας που καταλύθηκε με την υπογραφή των δανεικών συμβάσεων και η σύγκρουση με την τρόικα και τα μνημόνια δεν γίνονται εντός ευρωζώνης. Γιατί είναι καθαρό ότι χωρίς τράπεζες και νόμισμα σε χέρια σου δεν μπορείς να κάνεις το παραμικρό βήμα για να απαντήσεις στο πρόβλημα της ανεργίας και της ύφεσης. Ταυτόχρονα ένα σχέδιο Β για την έξοδο από την κρίση υπερ των δυνάμεων της εργασίας, δεν μπορεί να αρκείται στην νομισματική πολιτική και θα πρέπει να θέσει τον στόχο της παραγωγικής ανασυγκρότησης υπέρ των δυνάμεων της εργασίας. Και να κάνει καθαρό ότι θα συγκρουστεί με μια σειρά συνθήκες της Ε.Ε., στην αγροτική πολιτική, στην βιομηχανική πολιτική, στην πολιτική δασμών, στην μεταναστευτική πολιτική, στα αντεργατικά σύμφωνα. Αν μια τέτοια πολιτική γίνει αντικείμενο επεξεργασίας και μελέτης, εκλαϊκευσης και αποδεικτικού λόγου, αντικείμενο ενός πλατιού κοινωνικού μετώπου διεξόδου από την κρίση, ζήτημα ώριμο σην κατεστραμμένη Ελλάδα, τότε το σύνθημα αποδέσμευση από την Ε.Ε. αποκτάει νόημα. Αλλιώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σαν ιδεολογική ταυτότητα, σαν σημείο διαχωρισμού.
Τέλος να θέσουμε θέμα αποδέσμευσης από την Ε.Ε., αλλά με συνείδηση ότι οι εκβιασμοί της Ε.Ε. σε μια πορεία σύγκρουσης είναι διαφορετικοί από τους εκβιασμούς που θέτει η παραμονή στην ευρωζώνη. Το ευρώ αποτελεί υπερόπλο ωμού εκβιασμού, όπως δείχνει η Κυπριακή τραγωδία, της προώθησης των μνημονίων. Στην περίπτωση αποδέσμευσης από την Ε.Ε. οι εκβιασμοί που θα μας τεθούν, όπως για παράδειγμα η διακοπή των ΕΣΠΑ ή η επιβολή προστίμων, σε μια φιλολαίκή πολιτική εθνικοποιήσεων, ανάπτυξης πρωτογενή και δευτερογενή τομέα και παραγωγικής ανασυγκρότησης, κατάργησης ευρωπαϊκών αντεργατικών συνθηκών, ελέγχου κεφαλαίων κοκ δεν είναι ίδιας βαρύτητας και αμεσότητας με τον εκβιασμό της απειλής διακοπής ρευστότητας.
Να θέσουμε θέμα αποδέσμευσης από την Ε.Ε. όχι μέσα από τις ιδεολογικές μας συγγένειες, αλλά μέσα από την προσπάθεια διατύπωσης και έκφρασης ενός εναλλακτικού σχεδίου Β, πάνω σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα που εκκινεί από την έξοδο από την ευρωζώνη και θέτει ταυτόχρονα τον στόχο της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Με τρόπο λαϊκό και μαζικό, που να απαντάει ερωτήματα και να δίνει ελπίδα στην απάντηση των κομβικών προβλημάτων, όπως η ανεργία, η δημοκρατία, η μετανάστευση των νέων, το δικαίωμα στην παιδεία και την υγεία.
Με αυτήν την έννοια υπάρχουν δυνάμεις που υπερασπίζονται την έξοδο από την ευρωζώνη. Υπάρχουν άλλες δυνάμεις που υπερασπίζονται την διπλή έξοδο από ευρωζώνη και Ε.Ε. Οι δύο αυτές τοποθετήσεις είναι συναγωνιστικές και συμπληρωματικές. Είναι ανταγωνιστικές μόνο για όσους θέλουν να τις αντιμετωπίσουν έτσι. Το σημείο τομής τους, ή έξοδος από την ευρωζώνη, είναι το σημείο εκείνο που μπορούν σήμερα – και έχει σημασία το σήμερα γιατί αύριο μπορεί τα διλήμματα να είναι διαφορετικά- να συγκεντρωθούν πλατιές δυνάμεις που θα ανατρέψουν τους συσχετισμούς. Το σημείο διαφοροποίησης τους, η αποδέσμευση από την Ε.Ε. είναι το σημείο στο οποίο πρέπει να συννενοηθούν αριστερές-αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, εντός αυτής της πλατιάς συμμαχίας, για να κατακτήσουν την ηγεμονία σε μια πορεία ρήξεων και ανατροπών με την ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, με την ίδια την Ε.Ε.
Το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού είναι εδώ και μας χτυπάει την πόρτα. Σε άλλες χώρες το κάλυψαν δυνάμεις συστημικές, δυνάμεις της ακροδεξιάς.
Έχουμε ευθύνη αν αφήσουμε να γίνει το ίδιο στην Ελλάδα.
ΠΗΓΗ: tometopo.gr
http://stopeuroee.wordpress.com/