Ένας άνδρας επιστρέφει αργά το βράδυ στο σπίτι του στην εξοχή από ένα
κατασκότεινο δρομάκι. Μέσα από τις σκιές, πετάγεται μια γυναίκα και του
λέει. «Είκοσι ευρώ».
Αυτός, δεν είχε πάει ποτέ με «επαγγελματία» και αποφασίζει, μια και ήταν τόσο φθηνό, να το δοκιμάσει.
Πράγματι, χώνονται μέσα στους πυκνούς θάμνους κι αρχίζουν να . δουλεύουν. Πρωτού περάσει ένα λεπτό, ο φακός ενός αστυνομικού φωτίζει στα πρόσωπά τους.
«Τι γίνεται εδώ»; Ρωτάει αυστηρά ο αστυνομικός.
«Κάνω έρωτα στη γυναίκα μου» απαντάει ο άνδρας, εμφανώς νευριασμένος,
«Συγνώμη, δεν ήξερα», απαντάει απολογητικά ο αστυφύλακας.
«Ούτε κι εγώ το ήξερα» απαντάει ο άνδρας, με άγρια φωνή, «μέχρι που έριξες το φως του φακού σου στα πρόσωπα μας»
Αυτός, δεν είχε πάει ποτέ με «επαγγελματία» και αποφασίζει, μια και ήταν τόσο φθηνό, να το δοκιμάσει.
Πράγματι, χώνονται μέσα στους πυκνούς θάμνους κι αρχίζουν να . δουλεύουν. Πρωτού περάσει ένα λεπτό, ο φακός ενός αστυνομικού φωτίζει στα πρόσωπά τους.
«Τι γίνεται εδώ»; Ρωτάει αυστηρά ο αστυνομικός.
«Κάνω έρωτα στη γυναίκα μου» απαντάει ο άνδρας, εμφανώς νευριασμένος,
«Συγνώμη, δεν ήξερα», απαντάει απολογητικά ο αστυφύλακας.
«Ούτε κι εγώ το ήξερα» απαντάει ο άνδρας, με άγρια φωνή, «μέχρι που έριξες το φως του φακού σου στα πρόσωπα μας»