Ήταν
νέος, λεπτός, ψηλός με νευρικά χέρια και γυρτούς ώμους. Φαινόταν το
κατείχε το… άθλημα. Ένα μεγάλο νταούλι κοντά στους πενήντα πόντους και
μ’ ένα άσπρο μαντήλι να κρέμεται απ’ τον χορδιστή. Περασμένο στον
αριστερό ώμο και γερμένο στ’ αριστερά. Έπεφτε με δύναμη ο κόπανος πάνω
στην μεβράνη κι ακολουθούσε η βίτσα απ’ την άλλη να ξεσούρνει τον ίσο
στην ίδια τονικότητα με το κλαρίνο και πάνω στο δυνατό μοτίβο “Ωραία
πούναι η νύφη μας”. Γλυκύτατο το κλαρίνο με δυο δυνατά πνευμόνια και
μεγάλο πείσμα για την μουσική.
Περνούσε
το σόι μπροστά από τη νύφη να σύρει το χορό. Να στριφογυρίσει την
χαρτούρα πάνω από το πέπλο της νυφούλας και ύστερα να το πετάξει στου
δυο οργανοπαίχτες. Σωστά τα βήματα και ρυθμικός ο χορός αλλά… κάτι
λείπει. Κάτι λείπει και, είναι βαριά τα πόδια σοβαρά τα πρόσωπα. Λείπουν
οι ψυχές. Καθισμένες πίσω από τα μάτια τους απλά παρακολουθούν,
περισσότερο με περιέργεια. Λείπει η συμμετοχή, η μια ψυχή του κόσμου σ’
όλο το χωριό. Λείπει εκείνη η περιρρέουσα μοσχοβολιστή απ’ τα προικιά
μυρουδιά και τα κουρασμένα φωτεινά, χαμογελαστά πρόσωπα. Λείπει η δύναμη
κι ας ακούγεται ο κόπανος που χτυπά μέχρι το κοντοχωριό.
Ούτε
καν μια ρετσίνα “νταουλτζίδικη”, στο πόδι. Μόνο κάτι λίγα κουφέτα να
γλυκαίνουν την πίκρα από τους ξεσηκωτικούς ρυθμούς. Εκεί μαζεμένο όλο το
χωριό, παρακολουθεί όρθιο με θλιμμένο χαμόγελο τις προσπάθειες για
χαρές των γονιών της νύφης.
Γυρίζει
ο νους χρόνια πριν, στο ίδιο σπίτι στην ίδια αυλή. Δυό μέτρα ο Γύφτος
με το κλαρίνο του να συνοδεύται από πέντε άλλα όργανα. Ποτά, φαγητά να
πηγαινοέρχονται από όλα τα σπίτια στο χωριό. Τρείς μέρες κράτησε το
πανηγύρι. Τρεις μέρες τραγούδαγε και χόρευε όλο το χωριό μαζί και οι
περαστικοί. Ασταμάτητα, μέρα νύχτα. Κι ύστερα ήρθε η ώρα, στο κατώφλι
πατέρας και μάνα με τον γιό και στην μέση την γλυκιά νυφούλα. Καθιστικά,
επιτραπέζια, κλαψιάρικα ο ανθός του δημοτικού μας τραγουδιού συνοδεύουν
τα αγκαλιάσματα και τα δώρα. Η πιο όμορφη στιγμή του αποχαιρετισμού. Κι
όλα θύμιζαν σελίδες παραμυθιού μακριά από πόνο και λύπη. Κι όλα θύμιζαν
Ελλάδα. Ύστερα η εκκλησία, ο γάμος και η μετατροπή τους σε γλυκιά
ανάμνηση και στιγμιαία ενσταντανέ και, σε αναμονή για του γείτονα/
συγχωριανού τις χαρές. Φτωχός ή πλούσιος, το μαντήλι μάζευε λεφτά γι
αυτή την στιγμή.
Τότε! Τώρα;
Δυό
μουσικάντηδες βιρτουόζοι του είδους δεν έφτασαν να φέρουν την άνοιξη
στο χωριό/σε κάθε χωριό που η φτώχεια τους χτύπησε δυνατά την πόρτα και
έκανε την χαρά τους δυστυχία.
Έτσι πεθαίνει η παράδοση; Έτσι χάνεται η πατροπαράδοτη ζωή της Ελλάδας μας; Έτσι σβήνει η ύπαιθρος;
Άσε,
ψευτοκουλτουριάρη . Δεν έχεις ιδέα τι θα πει Ελληνική λεβεντιά και πόσο
δυστυχής είναι σήμερα ο “χωριάτης” που του πήραν τη ζωή. Ιδέα δεν
έχεις. Ψευτοϊδεολόγε, ψευτοέλληνα που άλλα λες και άλλα κάνεις.
Είσαι η ντροπή! Είμαστε για ντροπή, που αφήσαμε να γίνουμε δυστυχισμένοι.