Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

♥ Θεσσαλικοί ιδιωματισμοί και ντοπιολαλιές-Ενδεικτικό λεξιλόγιο

Φωτογραφία: Από Μορφωτικός Σύλλογος Μητρόπολης Καρδίτσας του Απόστολου Σβάνα
Α
αβανιά (η): ζημιά, βλάβη,κακοτυχία
απ’διά (η): αχλαδιά, γκορτσιά
αβασκαίνου (ρ.): ματιάζω
απ’κατούλια (επίρ.): λίγο πιο κάτω
αβγατίζου, αβγαταίνου, αβγατάου (ρ.): αυξάνω, πληθαίνω, μεγαλώνω, προσθέτω
απ’στουμάου (ρ.): γυρίζω δοχείο με το στόμιο προς τα κάτω, γυρίζω ανάποδα
αβέρτα (επίρ.): συνεχώς
απαπκάτ’ ή απ’κάτ’ (επίρ.): από κάτω
αβραϊά (η): βραγιά, πρασιά, το χώρισμα του χωραφιού με αυλακιές
απέδου (επίρ.): από εδώ
άγανο (το): η πριονωτή βελόνα που έχει το στάχυ των σιτηρών
απέκεια (επίρ.): από εκεί
αγανός (επίθ.): αραιά υφασμένος
απ'θώνου (ρ.): τοποθετώ κάτι πρόχειρα
αγάντα (επίρ.): βάστα
απίδ’ (το): αχλάδι
αγγειά (τα): οικιακά σκεύη
απίκου (επίρ.): είμαι σε αναμονή, σε επιφυλακή
άγγονας (ο): εγγονός, εγγόνι
απίστομα (επίρ.): μπρούμυτα
αγγονιά (η): εγγονή
αποκοντριάζομαι (ρ.): αποβλακώνομαι, γίνομαι ακοινώνητος
αγκάρια (επίρ.): ασταθώς, στέκομαι στα νύχια
απόπαιδο (το): αποκληρωμένο παιδί, περιφρονημένο
αγκέλωμα (το): τσίμπημα με αγκάθι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο
αποπερούλια (επίρ.): κοντά μας αλλά από την απέναντη μεριά
αγκουνάρ' (το):  πέτρα που τοποθετείται στη γωνία του τοίχου του σπιτιού
απόρ’μα (το): αυτό που γεννήθηκε πριν την ώρα του
αγκουνή (η): γωνία, αλλά και η προνομιούχα το χειμώνα θέση δίπλα από το τζάκι
απορρίχνου (ρ.): γεννώ πρόωρα, αποβάλλω
αγκούσα (η): δύσπνοια, δυσκολία
αποτώραγια (επίρ.): πριν λίγο
αγνάντιο (το): ψηλό μέρος από το οποίο μπορείς να παρατηρείς και να βλέπεις από μακριά
απουδώθι (επίρ.): από την εδώ πλευρά, από εδώ
αγριομούτσουνος (ο): αυτός που έχει άγριο πρόσωπο
απουκείθι (επίρ.): από την εκεί πλευρά, από εκεί
αδαυτού (επίρ.): σ΄αυτό εδώ το σημείο που είναι κοντά σου
απουπέρα (επίρ.): απέναντι
αδειά (η): διαθέσιμος χρόνος
απουπερούλια (επίρ.): απέναντι και κοντινά
αδρασκίλα (η): μέτρο μήκους που ισοδυναμεί με το άνοιγμα των ποδιών κανονικού βηματισμού
απουπούι (επιφ.): α! πω – πω
αδράχτ’ (το): ειδικό ξύλο γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα, που σχηματίζεται από το γνέσιμο του μαλλιού που τοποθετείται στη ρόκα
απουσταίνου (ρ.): κουράζομαι
αδρύ (το): το τσουχτερό, το δυνατό ποτό
απουτώραϊα (επίρ.): πριν από λίγο
ά-κα (αρν. μόριο): όχι (με έμφαση)
αποχάκ' (επίρ.): ικανοποίηση για τιμωρία
ακαπίστρουτους (ο): χωρίς καπίστρι, ατίθασος
απύτιαγους (ο): αυτός που δεν πήρε πυτιά, δεν τον πιάνει το φαγητό
ακουρμαίνου (ρ.): ακούω με προσοχή
αραλίκ’ (το): ξεγνοιασιά, ανεμελιά, άνεση
αλάνταβος (ο): αυτός που περπατάει απρόσεκτα
αρβάλ' (το): το χερούλι της κατσαρόλας
αλάργα (επίρ.): μακριά
αργάζου (ρ.): επεξεργάζομαι δέρματα, δέρνω κάποιον αλύπητα
αλάρωτος (ο): αυτός που μιλάει συνέχεια
αργανέλλα (η): τριχιά από λινάρι
αλιά (επίρ.): αλίμονο
αρίδα (η): τρυπάνι ξύλου, πόδι
αλίκορδα (επίρ.): ανάποδα, προς το επάνω μέρος
αρμαθιάζου (ρ.): φτιάχνω αρμάθα, περνώ όμοια πράγματα σε κλωστή ή σύρμα
αλλάδερφος (ο): ο ετεροθαλής αδελφός
αρμυροκ’λούρα (η): κουλούρα που έφτιαχναν και έτρωγαν οι ανύπαντρες κοπέλες το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας, για να ονειρευτούν τον άντρα που θα παντρευτούν
αλλαξιά (η): δεύτερη φορεσιά
αρούπουτος (ο): αχόρταγος
αλουμανάου (ρ.): χτυπάω αλύπητα
αρταίνομαι (ρ.): δε νηστεύω
αλσίβα (η): βρασμένο σταχτόνερο που χρησίμευε για το πλύσιμο των ρούχων και για λούσιμο
ασαλάητους (ο): απείθαρχος, ανυπάκουος, αυτός που δεν είχε ποτέ έλεγχο από κανένα
αλ'χτάου (ρ.): γαυγίζω
ασιουμπέιαστος (ο): αυτός που δεν τον απασχολούν τα προβλήματα και οι σκέψεις
αμελίστρα (η): γαλάζιο άγονο χώμα, όπου δε φυτρώνει τίποτε
ασπρούδ’ (το): είδος άσπρου σταφυλιού
αμούντ (επίρ.): εξαφάνιση
αστοχάου (ρ.): ξεχνάω
αμπώχνου (ρ.): σπρώχνω
αστρίτ’ς (ο): είδος φιδιού με στίγματα, πανέξυπνος άνθρωπος με σπινθηροβόλο βλέμμα
αμτί (αμέ τι): αμ’ πώς αλλιώς
ατσίδα (η): έξυπνος, καταφερτζής
αναδεχτούδ’ (το): βαπτιστήρι
αφ’σκάδα (η): ασχήμια, αισχρολογία
αναμεράου (ρ.): κάνω στην άκρη
αφαλοκόβου (ρ.): κόβω τον ομφάλιο λώρο, απειλώ με ξυλοδαρμό
αναπιάνου (ρ.): φτιάχνω προζύμι
αφελάου (ρ.): είμαι ωφέλιμος, χρήσιμος
ανάπουτους (επίθ.): κακότροπος, παράξενος, ιδιότροπος
αφίσκα (επίρ.): άσχημα
ανάργια (επίρ.): αργά
αφόντας (χρον. σύνδ.): από τότε που
ανεβατίζου (ρ.): ανακατεύω το ελάχιστο προζύμι με το σύνολο του ζυμαριού που απαιτείται για το ψωμί
αφόριου (το): ρούχο αφόρετο, αμεταχείριστο
αντέτ’ (το): έθιμο, συνήθεια, άγραφος νόμος
αχπάν’ (επίρ.): επάνω
αντράλα (η): ζαλάδα, σκοτούρα, φασαρία
αψ'χάου (ρ.): τσιγκουνεύομαι
αξούρ’γους (ο): αξύριστος

Β
β’κέντρα (η): μακρύ αιχμηρό ραβδί για το κέντρισμα των βοδιών κατά το όργωμα
βίτσα (η): λεπτή βέργα
β’νί (το): βουνό
βλάρ’ (το): τόπι υφάσματος, καθένα από τα κομμάτια που υφαίνεται στον αργαλειό, τα οποία στη συνέχεια ράβονται μεταξύ τους και αποτελούν το ολοκληρωμένο ρούχο
β’τσέλα (η): είδος ξύλινης βαρέλας νερού
βλιώρα (η): ζιζάνιο των σπαρτών, σιχαμερός άνθρωπος
βααίνου ή βαϊζου (ρ.): γέρνω από τη μια πλευρά από το πολύ βάρος
βλουγάει (ρ.): υπάρχει, υφίσταται, μετράει
βάβου (η): γιαγιά
βλουγούδ’(το): μικρό πρόσφορο
βαϊζου (ρ.): γέρνω
βολεί (ρ. απρόσ.): βολεύει, μπορεί, είναι εύκολο
βαρβατσέλ’ (το): μικρό τραγάκι, παιδί που παριστάνει τον άντρα
βόμπ’ρας (ο): μικρό ζωύφιο, μικρόσωμο, κινητικό και έξυπνο παιδί
βαρκό (το): χωράφι που έχει συνέχεια νερό
βουζίλα (η): μοχλός
βατσνιά (η): βατομουριά
βουλά (η): φορά
βελάν’ (το):  βελανίδι
βουρλουτύρ’(το): γαλοτύρι, τσιαλαφούτι
βελέντζα (η): χοντρό μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα
βρετ’κά (τα): εύρετρα, αμοιβή κάποιου που βρήκε και παρέδωσε κάτι
βερέμ'κα (επίρ.): πλάγια
βρος (ο): λάκκος που κρατάει νερό
βετούλ' (το): κατσίκι ενός έτους
βρουκόλακας (ο): βρικόλακας, φάντασμα
βίγλα (η): παρατηρητήριο
βρυτσούλ’ (το): τόπος που αναβλύζει νερό, υγρότοπος
βιδούρα (η): ξύλινο δοχείο για γαλακτοκομικά προϊόντα
βυζοσάκ’λες (οι): πάνινες σακκουλίτσες που βάζουν στους πολύ μεγάλους μαστούς μερικών γιδιών για να τους προστατεύσουν από τραυματισμούς
βιρβιρίτσα (η): σκίουρος

Γ
γαβάθα (η): βαθουλωτό ξύλινο ή πήλινο πιάτο
γκουσομανάου (ρ.): ανασαίνω γρήγορα από την πολλή προσπάθεια
γαλάριος (ο): γαλακτοφόρος, παραγωγικός
γλαβανή (η): καταπακτή
γάνα (η): βρώμα, καπνιά
γλέπου (ρ.): βλέπω
γανώνου (ρ.): κασσιτερώνω, στιλβώνω με καλάι τα χαλκώματα, μαυρίζω κάτι με κάρβουνο, με γάνα
γλίνα (η): λάσπη από χώμα αργιλώδες που κολλάει
γαραφένιος (ο): πεντακάθαρος και όμορφος
γνέμα (το): νήμα
γαρδαβίτσα (η): μικρό εξόγκωμα στο χέρι
γόνα (το): γόνατο
γάστρα (η): είδος μεταλλικού φούρνου σε σχήμα κοίλου ημισφαίριου
γούλ’ (η): στόμιο της μπουκάλας
γατσιάζου (ρ.): μαζεύομαι από το κρύο και μου σηκώνεται η τρίχα
γουμάρ’ (το): γαϊδούρι
γατσούν' (το): γατάκι
γούπατο (το): βαθούλωμα
γέν'μα (το): αγροτική σοδειά
γουρμάζου (ρ.): ωριμάζω
γερεύου (ρ.): μου περνάει η αρρώστια, γίνομαι γερός
γουρνομυτιάζου (ρ.): βάζω κάποιον κάτω μέχρι να ακουμπήσει η μύτη του στο χώμα
γεροκόμ’ (το): καταβεβλημένος γέρος
γουρνουτσάρ’χα (τα): τσαρούχια από δέρμα χοίρου
γιαλάου (ρ.): γελάω, εξαπατώ κάποιον
γούτσ’ (το): το κουκουνάρι του καλαμποκιού
γιατάκ»(το): κρεβάτι, χώρος για ανάπαυση
γράβος (ο): φυλλοβόλο δέντρο με ίσιες, γερές , λεπτές και μακριές βέργες, κατάλληλες για γκλίτσες και ράβδες καρυδιών
γίδ’ (το): άνθρωπος ακοινώνητος
γραδώνου (ρ.): μπαίνω κάπου και δεν μπορώ να βγω
γιδοξούρ’ (το): εργαλείο για τον καθαρισμό των ζώων, κακάσχημος άνθρωπος
γραίνου (ρ.): ξεμπλέκω το πλυμένο μαλλί των προβάτων και το κάνω αφράτο
γιόμα (το): η ώρα του γεύματος, μεσημέρι
γρέκ' (το): καλύβα βοσκού
γιομόζω (ρ): γεμίζω
γρέντζιλου (το): σταφύλι με μικρές και λίγες ρώγες
γιούκος (ο): διπλωμένα κλινοσκεπάσματα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο
γρεντιά (η): δοκάρι στέγης σπιτιού
γιούργια (επίρ.): επίθεση
γρίβας (ο): άλογο με γκρίζο τρίχωμα
γκ’σός (ο): κισσός
γρούδα (η): κουβάρι από νήμα, πράγμα μαζεμένο, πολύ τσαλακωμένο ρούχο
γκαβός (ο): τυφλός
γρουμπούλ’(το): στρογγυλό εξόγκωμα του δέρματος, στρογγυλό κομμάτι λάσπης, ζύμης κ.λ.π.
γκαϊδός (ο): αλλήθωρος
γυαλ’κά (τα): γυάλινα σκεύη του σπιτιού
γκαϊδοτ’ράου (ρ.): κοιτάζω αλλήθωρα
γυνί (το): υνί, η σιδερένια μύτη του αλετριού
γκανιάζου (ρ.): κλαίω ασταμάτητα μέχρι που μου κόβεται η αναπνοή
γυροβουλιά (η): στροφή στο χορό, πέρασμα από τα σπίτια για ευχές
γκέσος (ο): τράγος με κοκκινωπή απόχρωση
γύφτος (ο): σιδηρουργός, οργανοπαίχτης, μελαψός, μικροπρεπής
γκισέμ' (το): κριάρι που ηγείται του κοπαδιού
γωνιά (η): τζάκι, ορθογώνιο μεταλλικό τρίγωνο των ξυλουργών και των κτιστών
γκόλφ' (το): φυλαχτό
γωνολίθια (τα): στενόμακρες πέτρες που περικλείουν το τζάκι, για να μη βγαίνουν οι στάχτες και τα κάρβουνα έξω απ’ αυτό
γκουρτσιά (η): άγρια αχλαδιά

Δ
δ’λειά (η): εξυπηρέτηση, τακτοποίηση, σεξουαλική πράξη
διάτανος (ο): διάβολος
δάρτ' (το): ξύλο για το αλώνισμα των δημητριακών
διβολίζου (ρ.): οργώνω το χωράφι δεύτερη φορά
δάχ’λο (το): δάχτυλο
δικέλλ’ (το): σκαπτικό εργαλείο με δυο μύτες
δαχλιά (η): αποτύπωμα από δάκτυλο
δικριάνι' (το): διχαλωτό ξύλο για το λίχνισμα του άχυρου
δγιουφύρ’ (το): γεφύρι
διπλάρ’κα (τα): δίδυμα αδέρφια
δείξιος – ποίξιος (ο): ελεεινός, θα του δείξω και θα του κάνω
διπλοπόδ’ (το): κάθισμα στο δάπεδο ή στο στρώμα με διπλωμένα πόδια
δέντρος (ο): δρυς
δίστρατο (το): σημείο διακλάδωσης του δρόμου
δέσ’ (η):  σύνδεση του αυλακιού με το ποτάμι ή την πηγή και τα ενδιάμεσα σημεία σύνδεσης του κεντρικού αρδευτικού αυλακιού
δίφορα (τα): σύκα που γίνονται δυο φορές το χρόνο
διακόβου (ρ.): φτάνω γρηγορότερα από κάποιον άλλον, ξεπερνώ
δοντάγρα (η): ειδική τανάλια για την εξαγωγή δοντιών
διακονιάρης (ο): ζητιάνος
δούγα (η): σανίδα βαρελιού
διαλιούργια (τα): αυτά που απομένουν μετά τη διαλογή
δραγάτ’ς (ο): αγροφύλακας
διάσελο (το): στενή διάβαση, αυχένας μεταξύ βουνών ή λόφων
δροτσίλα (η): ερεθισμός, κοκκινάδα
διασίδ' (το): νήμα της ύφανσης στον αργαλειό
δρουλάπ’ (το): χιονοθύελλα, καταρρακτώδης βροχή
διάτανος (ο): διάβολος

Ε
έβελο (το): πελώριο πράγμα
εκειός (ο): εκείνος
εδώια (επίρ.): εδώ, σε τούτο το μέρος
έρ’μος (ο): ξεχασμένος από όλους, μόνος
έζαψα (ρ.): όρμησα
έργος (ο): τμήμα του χωραφιού που αναλαμβάνει κάποιος να σκάψει
είδισμα (το): πράγμα
έχος (το): πλούτος
είνουρο (το): όνειρο
εχούμενος (επίθ.): αυτός που έχει πολλά χρήματα, κτήματα ή ζώα, μεγαλονοικοκύρης
Ζ
Ζ΄λάπ' (το): άγριο ζώο
ζεύκ' (το): καλοπέραση
ζ’γός (ο): ζυγός
ζεύλα (η): καμπύλο εξάρτημα του ζυγού που μπαίνει στο λαιμό του ζώου
ζ’γώνου (ρ.): πλησιάζω
ζεύου (ρ.): βρωμάω πολύ
ζάβα (η): πόρπη που κουμπώνουν τα ρούχα
ζιαβζέκ’ (το): ανάποδος, δύστροπος
ζαβός (ο): ανάποδος, άνθρωπος με κακά χούια
ζικατάου (ρ.): ενοχλώ
ζαγάρ’ (το): κυνεγητικό σκυλί, πονηρός άνθρωπος
ζιμπερέκ' (το): σύρτης πόρτας
ζαγκανιέμαι (ρ.): κουνιέμαι ασταμάτητα
ζιουβγάρια (τα): ζευγάρια
ζαλ’κώνομαι (ρ.): φορτώνομαι, δένω με τριχιά φορτίο στους ώμους μου
ζ'μπάου (ρ.): σπρώχνω, πιέζω
ζαντζεύου (ρ.): αγριεύω, αφηνιάζω
ζούδ’ (το): ζωύφιο
ζάπ’ ή ζάφτ’ (άκλ.): το να καταφέρεις κάτι
ζούρα (η): κατακάθι του λαδιού
ζάρκος (ο): γυμνός
ζύ’ι (το): βαρίδι της ζυγαριάς
ζβαρνιέμαι (ρ.): σέρνομαι
ζωντανό (το): ζώο, αγροίκος άνθρωπος
ζερβά (επίρ.): αριστερά
ζώστρα (η): λουρί που περνάει κάτω από την κοιλιά του ζώου και δένει το σαμάρι
Η
ήγκαιρο (το): γάλα των αιγοπροβάτων αμέσως μετά τη γέννα, κλώστρα
ημερομήνια (τα): οι δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου των οποίων οι καιρικές συνθήκες αντιστοιχούσαν στον καιρό των επόμενων 12 μηνών
ήλιος ή βροχή: τρόπος επιλογής ομάδας ή «μάνας» σε παιχνίδι

Θ
θ’κάρ’ (το): θήκη του μαχαιριού
θιαμαίνου (ρ.): θαυμάζω
θ’μιάμα (το): λιβάνι
θιάτρου (το): θέαμα, ντροπή
θαραπαύομαι (ρ.): ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι
θρασίμ' (το): ψοφίμι
θειάκου (η): θεία
θρασίμ’ (το): ψοφίμι, θρασύδειλος άνθρωπος
θέρμ' (η): πυρετός
θράψ΄ (η): μεγάλη καταστροφή
θηλ’κώνου (ρ.): κουμπώνω
θυμητ’κό (το): μνήμη
θημωνιά (η): πολλά δεμάτια σιτηρών ή χόρτων το ένα πάνω στο άλλο
θύμωμα (το): πρήξιμο πληγής, ερεθισμός
θηρίος (επίθ.): πολύ μεγάλος τεράστιος

Ι
ίδ’σμα (το): φαγώσιμο, χρήσιμο πράγμα
ινάτ' (το): πείσμα
ιδιάζου (ρ.): περνώ τα νήματα για ύφανση
ίσκνα (η): παράσιτο δέντρου που χρησίμευε σαν φυτίλι στο τσακμάκι του καπνιστή
ιδιάστρα (η): σανίδα με πολλές τρύπες από τις οποίες οι υφάντρες περνούν τα νήματα της ύφανσης για να μην μπλέκονται
ιτς κρίσ': καμία απάντηση


Κ

κ’λούρα (η): καλαμποκίσιο ψωμί
κλιτσ'νάρ' (το): κνήμη
κ’ρούνα (η): κουρούνα, κακή γυναίκα
κλώστρα (η): πηχτό κίτρινο γάλα που αρμέγεται μόλις γεννήσει η κατσίκα
κ’τάβ’(το): νεογέννητο σκυλί, κουτοπόνηρος άνθρωπος
κόθρος (ο): κόρα του ψωμιού
κ’τσιαύτη (η): κατσίκα με μικρά αυτιά
κοκκορόχιονο (το): στρογγυλοί μικροί κόκκοι χιονιού σαν χαλάζι
κ’τσιούμπ’ (το): τμήμα χοντρού κορμού δέντρου
κοκόσια (η): καρύδι
κ’τσιούρα (η): τμήμα του δέντρου κοντά στη ρίζα που βρίσκεται μέσα στο χώμα
κοκοτσέλ’ (το): μικρός κόκορας
κ’τσό (το): παιδικό παιχνίδι στο οποίο το παιδί στηρίζεται στο ένα πόδι και μετακινείται πηδώντας ανάμεσα σε τετράγωνα ή πλακάκια δαπέδου
κολλ’τσίδα (η): αγριόχορτο που κολάει στα ρούχα,φορτικός άνθρωπος
κ’τσός (επίθ.): κουτσός
κολοκαθ’σιά (η): φιγούρα χορευτή σε θέση ημικαθίσματος
κάβ’ρας (ο): κάβουρας
κομματσιούλ’ (το): μικρό κομμάτι ψωμιού
καβαλ’κεύου (ρ.): μπαίνω καβάλα
κόνξα (η): νάζι
καβαλάρ’ς (ο): οριζόντιο κεντρικό δοκάρι στην κορυφή της στέγης, που ενώνονται τα μικρότερα πλαϊνά μαδέρια της στέγης
κοντογούν’ (το): ημίπαλτο
καβούκ’ (το): όστρακο, κουκουνάρι καλαμποκιάς
κοντρί (το): μεγάλος βράχος
καγκελάρ’ (το): χορός με πολλούς κύκλους
κοπά (επίρ.): ίσια, χωρίς στροφές
καζίκ' (το): πάθημα
κόπανος (ο): ξύλο με το οποίο οι γυναίκες χτυπούσαν τα χοντρά ρούχα στο ποτάμι για να φύγει η βρωμιά
καζμάς (ο): είδος σκαπάνης με μακριά και ατσάλινη μύτη
κοπρίτ’ς (ο): ράτσα σκύλου, τεμπέλης άνθρωπος
καθάριο (επίθ.): σταρένιο ψωμί
κόπ'τσα (η): μικρή πόρπη
κακαράντζα (η): κόπρανα αιγοπροβάτων
κορ’φνό (το): αυτό που είναι στην κορυφή
κακκάβ’ (το): μεγάλη κατσαρόλα
κοργιά (η): κόρα του ψωμιού
κακομούτσουνος (επίθ.): αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο
κορφάδα (η): κορυφή, το τρυφερό μέρος του βλαστού
καλ’βώνου (ρ.): πεταλώνω τα άλογα
κορφή (η): υπόξινο γάλα που η πήξη του αρχίζει από την κορυφή, την επιφάνεια του δοχείου
καλάι (το): κασσίτερος με τον οποίον «γανώνουν» τα χάλκινα σκεύη
κόρφος (ο): στήθος του ανθρώπου
καλέμ’ (το): κοπίδι με το οποίο γίνεται το πελέκημα των μαρμάρων και των λίθων
κόσα (η): πλεξίδα των μαλλιών
καλέσια (η): πρόβατο με γαϊτανάκια στο πρόσωπο, άσπρη μύτη και μαύρα χείλη
κοσιά (η): μεγάλο δρεπάνι
καλοπίχειρος (ο): εύκολος
κοσσεύω (ρ.): τρέχω
καλοσκερνάω (ρ.): δοκιμάζω
κοτάω (ρ.): τολμάω
καλούδια (τα): δώρα που δίνουν στα παιδιά
κοτσιανάτος (επίθ.): δυνατός, γερός καλοστεκούμενος
καμπλάφ' (το): καπέλο του ιερέα
κουδαρίτ’κα (τα): συνθηματική γλώσσα των κτιστών
κάναλ’ (η): μακρύ ξύλο πελεκημένο ώστε να δημιουργηθεί αυλάκι για να κυλάει το νερό
κουκόσια (η): καρύδι
κανούτα (η): κατσίκα που έχει σταχτοκίτρινο τρίχωμα
κουκουμέλα (η): μανιτάρι
καντήλα (η): σπυρί
κουλουκ’ρεύου ή κουλουκ’ρίζου (ρ.): κουρεύω τα πρόβατα γύρω από τα πόδια και την κοιλιά
καπίστρ’ (το): χαλινάρι
κουλουφουτιά (η): πυγολαμπίδα
καπούλια (τα): πισινά των αλόγων
κουμπουδιάζου (ρ.): δένω κόμπο
καπτσιάρ’ (το): αυτό που ακολουθεί συνέχεια κάποιον
κουνάκ' (το): μικρό φίδι που δεν βλέπει καλά
καρ’κώνου (ρ.): δένω σφιχτά
κουρελού (η): υφαντό φτιαγμένο από λωρίδες κουρελιών
κάρ’νο (το): κάρβουνο
κουρέλω (η): όνομα κατσίκας με δύο γλωσσίδια (τριχωτά κρεατάκια) στο λαιμό
καραβίσιος (ο): μεγάλος, ακριβός
κουρίτα (η): κορμός δέντρου σκαμμένος για να πίνουν τα ζώα νερό
καραμελωτή (η): υφαντό στον αργαλειό με ρίγες
κουρκουκέφαλο (το): κορυφή του κεφαλιού
κάργα (επίρ.): πολύ γεμάτο, πολύ γερά
κουρκούτ’ (η): χυλός με αλεύρι και νερό
κάργας (ο): ζόρικος
κούρνια (η): κοτέτσι
καρδελάγκος (ο): λάρυγγας
κουροψάλ’δο (το): μεγάλο ψαλίδι για το κούρεμα αιγοπροβάτων
καρέλ’ (το): μικρός τροχός αυλακωτός για διάφορες χρήσεις
κουρτσέλ’ (το): κορμός δέντρου σκαμμένος για την τοποθέτηση ζωοτροφής
καρές (ο): κόμμωση
κουσή (η): τρεχάλα
καρκαλέτσ’ (το): παιδική ασθένεια με πολύ βήχα, κοκκύτης
κουσιά (η): κοπτικό εργαλείο για το τριφύλλι
καρλάφτα (η): κατσίκα ή πρόβατο με μεγάλα κρεμασμένα αυτιά
κουσιεύου (ρ): τρέχω γρήγορα
κασάρ’ (το): κοπτικό εργαλείο για τα βάτα
κουτράου (ρ.): χτυπάω με το κεφάλι
κασέλα (η): ξύλινο μπαούλο
κούτσ’κου (το): μικρό παιδί
κασκαρίκα (η): φάρσα
κουτσαγκέλα (η): τεθλασμένη γραμμή, κόλπο, βρωμοδουλειά
καστραβέτσ' (το): αγγούρι
κουτσιαβέλ’ (το): μικρό παιδί
καταεί (επίρ.): κάτω στη γη
κουτσιουμπλή (η): μύτη κοντή, πλατιά και άσχημη
κατακεφαλιά (η): δυνατό χαστούκι
κουτσοκέρα (η): κατσίκα με σπασμένο κέρατο
καταντίπ (επίρ): καθόλου
κόφτρα (η): μεγάλο πριόνι για το κόψιμο κορμών, σημείο εκτροπής του νερού
καταψιά (η): κατάποση
κραμποκούκ’ (το): μικρή κουλούρα από καλαμποκίσιο αλεύρι
κατιβασιά (η): απότομη αύξηση νερού χειμάρρου λόγω δυνατής βροχής
κρεβάτα (η): μπαλκόνι, εξώστης
κατ'ράου (ρ.): κατουράω
κρεμαστάλω (η): σιδερένια χοντρή αλυσίδα από την οποία κρέμεται η κατσαρόλα στο τζάκι
κατρήθρα (η): ουροδόχος κύστη
κρεματζλιέμαι (ρ.): κρεμιέμαι
κατσιά (η): καθισιά, το φαγητό που τρώει κάποιος σε ένα γεύμα
κρένω (ρ.): μιλάω
κατσιούλα (η): κουκούλα της κάπας
κριγιάς (το): κρέας
καφοκούτ’ (το): κουτί του καφέ
κρικέλα (η): σιδερένιος κρίκος που καταλήγει σε μεγάλο καρφί
καψαλή (η): όνομα κατσίκας με καστανόμαυρο μαλλί
κρινί (το): κυψέλη
κεντρώνου (ρ.): μπολιάζω καρποφόρο δέντρο με «μάτι»
κριτσιανάου (ρ.): τρώω με πάρα πολύ θόρυβο
κιαπέ (επίρ.): κι ύστερα;
κριτσιανοβολάει (ρ.): αστράφτει και βροντάει
κίκαρ' (η): κούπα
κριτσούκ’ (το): αδιαπέραστο δάσος
κιντυνεμένος (επίθ.): ετοιμοθάνατος
κρυότ’ (το): δροσερός καιρός
κιριαρίνα (η): τσίχλα
κυργιαρίνα (η): είδος πουλιού, τσίχλα
Λ
λ’σιά (η): πόρτα φράχτη
λαχταράου (ρ.): τρομάζω
λαγαρίζου (ρ.): ξεθολώνω, αφήνω καθαρό υπόλοιπο
λειτουργιά (η): πρόσφορο για τη Θεία Ευχαριστία
λαγγιόλ' (το): πτυχή της φουστανέλας
λιάζου (ρ.): εκθέτω κάτι στον ήλιο
λαήνα (η): στάμνα, πήλινο δοχείο
λιανούρια (τα): μικρά παιδιά
λαιμαργιά (η): στεφάνι (δερμάτινο ή ξύλινο) γύρω από το λαιμό του ζώου που οργώνει ή κουβαλάει κάτι
λιανούρια (τα): μικρά παιδιά
λάιος (επίθ.): μαύρος, γκρίζος
λιανώματα (τα): κέρματα μικρής αξίας
λάκα (η): ομαλή έκταση
λιάτα (η): πλατύ τσεκούρι των ξυλοκόπων
λακάου (ρ.): φεύγω τρέχοντας μέσα από τις λάκες
λίγδα (η): λαδιά, λεκές
λαλ’μένος (επίθ.): σαλεμένος
λιμάζου (ρ.): πεινάω
λαλούμενα (τα): όργανα ορχήστρας
λίμπα (η): βαθουλωτό πιάτο
λαμπίκο (επίρ.): πεντακάθαρα
λινάτσα (η): χοντρό ύφασμα από λινάρι
λαμπόγυαλο (το): γυάλινο κάλυμμα της λάμπας πετρελαίου
λιόκια (τα): όρχεις
λανάρ’ (το): εργαλείο για την επεξεργασία του πλυμένου μαλλιού
λιχνίζου (ρ.): πετάω ψηλά το σιτάρι και με τη βοήθεια του αέρα το καθαρίζω από φλοιούς και άγανα
λαντζοκόβου (ρ.): έχω μεγάλη αγωνία και πηγαινοέρχομαι
λόρδα (η): μεγάλη πείνα
λάπατο(το): φυτό πλατύφυλλο που χρησιμοποιείται για λαχανόπιτες
λούμπρ' (η): λάσπη και θολό νερό
λαρώνου (ρ.): ησυχάζω
λώβα (η): ακαθαρσία
λασπούρα (η): πολλή λάσπη
λωβιάζου (ρ.): μολύνω
Μ
μ’σκάρ’ (το): μοσχάρι
μουραμπάς (ο): αστεία ιστορία
μαβλάου (ρ.): φωνάζω τα ζώα
μουστιρής (ο): πελάτης
μαϊδα (η): σύκο λιασμένο
μούτος (ο): αυτός που δεν μιλάει
μακεδονήσι (το): μαϊντανός
μπαΐλντσα (ρ.): κουράστηκα πολύ
μαντανία (η): μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα
μπάκακας (ο): βάτραχος
μαξούμ’ (το): μικρό παιδί
μπάλα (η): μέτωπο
μαργώνου (ρ.): κρυώνω
μπιτ (επίρ.): καθόλου
μαρμάγκα (η): δηλητηριώδης αράχνη
μπίτσα (επίρ.): τελείωσα
μάσια (η): μεταλλικό εργαλείο για το σκάλισμα της φωτιάς
μπλάνα (η): όγκος χώματος που δημιουργείται κατά το όργωμα
μαστάρ' (το): βυζί
μπλέτσ' (το): στήθος
μαστραπάς (ο): κανάτα
μπονώρα (επίρ.): πολύ πρωί
ματσιαλάου (ρ.): μασάω
μπότ' (το): πήλινο δοχείο με στενό λαιμό
μεσάλ' (το): τραπεζομάντηλο
μπούγλα (η): τενεκεδένιο δοχείο για λάδι ή πετρέλαιο
μίρλα (η): κλάμα
μπουρμπότσιαλος (ο): μικρό έντομο
μολόημα (το): φήμη
μπουχαρής (ο): καμινάδα
Ν
νείρομαι (ρ.): ονειρεύομαι, επιθυμώ
ντζερεμές (ο): άδικο πρόστιμο
νεροφόρος (ο): διανομέας νερού για το πότισμα των χωραφιών
ντζίν' (το): έξυπνος άνθρωπος
νευροκαβαλίκεμα (το): μυική κράμπα
ντζιώρας (ο): ξεροκέφαλος
νιροτρουβιά (η): νεροτριβή, τεχνητή δεξαμενή νερού σχήματος κάδου στην οποία πλένονται τα κλινοσκεπάσματα
ντιπ (επίρ.): καθόλου
νόμ': δώσε μου
ντορός (ο): ίχνη άγριου ζώου
ντάβανος (ο): μεγάλη μύγα που τσιμπάει τα ζώα
ντράβαλο (το): φασαρία, τσακωμός
νταβαντούρ’ (το): φασαρία
ντραμζάνα (η): μεγάλη γυάλινη μπουκάλα για ποτά
νταβάς (ο): μεγάλο ταψί
ντρίλ’ (το): είδος βαμβακερού υφάσματος
νταγλαράς (ο): εύσωμος
ντρόχαλα (τα): πολλές πέτρες μετρίου μεγέθους
νταϊρές (ο): ντέφι
ντχάλα (η): διχάλα
νταραβέρ’ (το): συναλλαγή, δοσοληψία

Ξ
ξ’λιά (η): χτύπημα με ξύλο
ξεμπλετσώνου (ρ.): ξεγυμνώνω
ξ’λόκοτα (η): μπεκάτσα
ξεπιτούτο (επίρ.): επίτηδες, σκόπιμα
ξάι (το): βάρος 70 οκάδων
ξεποδαριάζουμαι (ρ.): κουράζομαι πολύ από την πεζοπορία
ξακριάζω (ρ.): σκάβω το χωράφι μέχρι τις άκρες
ξεροσφύρ’ (το): ποτό χωρίς μεζέ
ξαμώνου (ρ.): επιτίθεμαι
ξεροτ’χιά (η): τοίχος χωρίς λάσπη ή τσιμέντο
ξαν’γκρίζου (ρ.): παρακινώ
ξεσιουμπέιαστος (επίρ.): άνθρωπος χωρίς έγνοιες
ξαραθ'μάου (ρ.): ευχαριστιέμαι
ξεσκελίζου (ρ.): ξεματιάζω
ξαρίζου (ρ.): σκουπίζω, σκάβω επιφανειακά
ξεσπ’ράου (ρ.): βγάζω τους σπόρους από το στέλεχός τους
ξαστοχάου (ρ.): ξεχνάω
ξετσιαουλιάζομαι (ρ.): μου φεύγει το σαγόνι (τσιαούλι) από τις φωνές
ξεγιαλάου (ρ.): εξαπατώ, κοροϊδεύω
ξεφόρτωμα (το): απαλλαγή από το μάτιασμα
ξεγραδώνομαι (ρ.): ξεφεύγω από κάτι που με ακινητοποιεί
ξηραγκιανός (επίθ.): αδύνατος, αποστεωμένος
ξεζάρκωτος (επίθ.): γυμνός
ξιγαλάου (ρ.): αποσπώ κλαδί από τον κορμό του δέντρου
ξεθ’λυκώνου (ρ.): ξεκουμπώνω
ξίκ’ (επίρ.): αποστροφή από κάτι ενοχλητικό
ξεκαμπάου (ρ.): εμφανίζομαι στη στροφή
ξουρέξια (τα): ορεκτικά
ξεκαπίστρωτο (επίθ.): άλογο ή μουλάρι χωρίς χαλινάρι, άτομο χωρίς αρχές
ξυλοφάι (το): ειδική λίμα για ξύλα
ξεκλιτσιάζου (ρ.): βγάζω τα πόδια ζώου
ξυνόγαλο (το): αποβουτυρωμένο γάλα με υπόξινη γεύση
ξεκοπή (επίρ.): χωρίς μέτρημα, κατ’ αποκοπή
ξώκαρδα (επίρ.): χωρίς ζήλο
ξεκουμποδιάζου (ρ.): λύνω τον κόμπο, ξεμπλέκω
ξώπετσα (επίρ.): επιδερμικά, επιφανειακά
ξελακκώνου (ρ.): ανοίγω λάκκο, σκάβω βαθιά το χωράφι

Ο
οϊδίζου (ρ.): μοιάζω
ουδεκεί (επίρ.): κοντά, δίπλα
ολοσούσουμος (επίθ.): με όλο του το σώμα, ολόκληρος
ούι, ούι (επιφ.): αχ, οχ
όμπυο (το): πύο
ούλος (επίθ.): όλος
οντάς (ο): το επίσημο δωμάτιο
ουρμηνεύου (ρ.): συμβουλεύω
όξου (επίρ.): έξω
ουρμήνια (η): συμβουλή
οργιά (η): μέτρο μήκους ίσο με το άνοιγμα των χεριών στα πλάγια
ουρσίδα (η): νεροφάγωμα εδάφους από ραγδαία βροχή
όρνιο (το): μεγάλο αρπακτικό πουλί, κουτός άνθρωπος
όχτος (ο): τοίχος στο κάτω μέρος των χωραφιών
όρσε (επιφ.): ορίστε, πάρε

Π
π’κάρ’ (το): ακατέργαστο μαλλί από το κούρεμα ενός προβάτου
περδίκ’ (το): μικρό της πέρδικας, άρρωστος που έγινε καλά
π’λακίδα (η): μικρή κότα που γεννάει για πρώτη φορά
πέτ’ρο (το): χειροποίητο φύλλο πίτας
π’λί (το): πουλί
πέταυρο (το): μακριά σανίδα της στέγης
π’στρώνομαι (ρ.): πλακώνω το κλινοσκέπασμα ή το φόρεμα με το σώμα μου για να μη φεύγει
πέτρα (τα): φύλλα για πίτα
π’τακώνου (ρ.): πλακώνω κάτι και τα πιέζω ώσπου να γίνει πίτα
πιανούμενος (επίθ.): αρκετά μεγάλος
π’τάρι (το): κερί που λιώνει μέσα σε ταψί και όταν στερεοποιηθεί παίρνει το σχήμα του
πίγκωμα (το): μεγάλη πίεση, στεναχώρια
π’τσαράς (ο): λεβέντης, γενναίος
πιγκώνου (ρ.): πιέζω κάποιον πολύ
π’τσαρίνα (η): αντρογυναίκα
πικάρου (ρ.): θέλω να εκδικηθώ
πααίνου (ρ.): πηγαίνω
πιλικούδ’ (το): κομμάτι ξύλου που προήλθε από πελέκημα
παίνια (η): έπαινος
πιρονιάζου (ρ.): διαπερνώ
παλάντζα (η): ζυγαριά
πίρος (ο): ξύλινη τάπα βαρελιού
παλάντζας (ο.): άστατος, αυτός που δεν κρατά το λόγο του
πιτ’χιά (η): επιτυχία
παλιοκόπρ’ (το): παλιά χωνευμένη κοπριά
πλαϊάζου (ρ.): γυρίζω στο πλάι, κοιμάμαι
παλιορούτ' (το): παλιό σκισμένο ρούχο
πλατσανάου (ρ.): χτυπώ με δύναμη τα νερά
παλιορούτ’ (το): κουρέλι
πλισές (ο): πτυχή υφάσματος
πανουπρίκ’ (το): επιπλέον προίκα που ζητάνε μερικοί γαμπροί
πλουμίδ’ (το): στολίδι
πανουσάκ’ (το): σακί πάνω σε άλλο σακί, συμπληρωματικό φόρτωμα
πλοχέρ' (το): όσο χωράει η χούφτα
πάντα (η): άκρη, πλευρά, εργόχειρο
ποδένου (ρ.): φοράω τα παπούτσια
παντέχου (ρ.): έχω απαντοχή, περιμένω
πολυσπόρια (τα): ανάμεικτοι σπόροι δημητριακών βρασμένοι
πάντοιος (επίθ.): τέτοιου είδους άνθρωπος
πόντζ' (το): βραστό τσίπουρο
παπ’τσάς (ο): τσαγκάρης
ποριά (η): πέρασμα
παπάρα (η): μπαγιάτικο ψωμί μέσα σε βρασμένο νερό
πουντιάζου (ρ.): κρυώνω πολύ και αρρωσταίνω
παπαρδέλας (ο): σαχλαμάρας, φλύαρος
πουσπουρίζου (ρ.): συνομιλώ με κάποιον ψιθυριστά
παραβόλα (η): χέρσο κομμάτι στην άκρη σπαρμένου χωραφιού που λειτουργούσε ως βοσκότοπος
πράματα (τα): αιγοπρόβατα και αγελάδες
παραγκώμ’ (το): παρατσούκλι
πράτα (τα): πρόβατα
παραγκωμιάζου (ρ.): μιμούμαι περιπαικτικά κάποιον
πρατάρ’ς (ο): βοσκός
παραγών’ (το): χώρος γύρω από το τζάκι
πρατίνα (η): προβατίνα
παραδοδ’λειά (η): ακριβοπληρωμένη μικροδουλειά
πρατσάνισμα (το): χαρακτηριστικός ήχος από κάψιμο χλωρών ξύλων
παραδώθε (επίρ.): πιο κοντά
πρέκ’ (το): στήριγμα (πέτρινο, ξύλινο ή τσιμεντένιο) που μπαίνει πάνω από την πόρτα ή το παράθυρο για να στηρίζει τον τοίχο
παρακατούλια (επίρ.): λίγο πιο κάτω
πρέντζα (η): γαλακτοκομικό προϊόν
παρακούμπαρος (ο): βοηθός του κουμπάρου
πριάκονο (το): λίμα για σίδερα
παραμάσκαλα (επίρ.): κάτω από τη μασχάλη
πρίσκαλο (το): άγουρο σύκο
παραπανούλια (επίρ.): λίγο πιο πάνω
πριτσιάλος (ο.): ζευγάρωμα τράγου με κατσίκα
παρασάνταλος (επίθ.): άσχημος, αυτός που δεν κινείται καλά
προγγάου (ρ.): τρομάζω κάποιον και τον διώχνω
παρέκεια (επίρ.): πιο πέρα
προσ’λιάζομαι (ρ.): κάθομαι στον ήλιο για να ζεσταθώ
παρεκούλια (επίρ.): λίγο πιο πέρα
προσάγγονο (το): δισέγγονο
παρμάρα (η): πόνος στα πόδια, παράλυση
προστ’λάζου (ρ.): θηλάζω
πασμάς (ο): σύκα ξεραμένα, ψιλοκομμένα και ζυμωμένα σε σχήμα μικρού πρόσφορου
προσφάι (το): συνοδευτικό του ψωμιού που παλιότερα ήταν το κύριο φαγητό
πασπάλα (η): σκόνη από αλεύρι ή στάχτη, στρώσιμο χιονιού
προσφαϊζου (ρ.): τρώω το ψωμί μαζί με κάτι άλλο
παταγούδ’ (το): πολύ κρύο
π'ρώνομι (ρ.): ζεσταίνουμαι
πατατούκα (η): κοντό και χοντρό παλτό
πρωτοστάλαμα (το): οι πρώτες στάλες του τσίπουρου
πατσιακλός ή πατσιαλός (επίθ.): ασταθής στο βάδισμα
π'στρόφια (τα): η επιστροφή των καλεσμένων την επομένη του γάμου στο σπίτι της νύφης για τη συνέχιση του γλεντιού
πάφλας (ο): τσίγκος και τσίγκινα δοχεία
π'τγιά (η): πυχτός χυμός που βρίσκεται στο στομάχι των νεογνών μηρυκαστικών
πεδίκλωμα (το): μπέρδεμα ποδιών
πυρομάδα (η): φέτα ψωμιού ψημένη (πυρωμένη) στη φωτιά
πεδιλόγα (η): κουβάρι από νήμα που τυλίγεται γύρω από το χέρι
πυροστιά (η): σιδερένιος τρίποδας για το τζάκι
πεζούλ’ (το): χαμηλός τοίχος που συγκρατεί το χώμα επικλινούς χωραφιού



Ρ

ράβδα (η): μεγάλη βέργα που ραβδίζουν τις καρυδιές
ριζίλ’ (το): γελοιοποίηση
ραγοβύζ' (το): πιπίλα
ριζό (το): πρόποδες του βουνού
ρακοκάζανο (το): αποστακτήρας τσίπουρου
ριμ-ντιμ (): εδώ κι εκεί
ρακοκανάτας (ο): αυτός που πίνει πολύ τσίπουρο
ριμπάπ’ (το): ξυλοκόπημα
ράμα (το): σκοινί που χρησιμοποιούν οι ξυλοκόποι για τη χάραξη ευθείας
ρ'μάδ' (το): ερείπιο, χάλασμα
ραμαντάν’ς (ο): ασουλούπωτος άνθρωπος
ρογγίζου (ρ.): κόβω δέντρα του δάσους για να δημιουργήσω χωράφια
ραμί (το): παιχνίδι με τράπουλα
ρογκάτσ’κο (το): αρσενικό ζώο στο οποίο δεν πέτυχε ο ευνουχισμός
ρεβά ή ριβά (επίρ.): πλαγιαστά, λοξά
ρόκα (η): καρπός καλαμποκιάς, διχαλωτό ξύλο για το γνέσιμο του μαλλιού
ρέβου (ρ.): αδυνατίζω
ροκιά (η): το φυτό της καλαμποκιάς
ρεκάζου (ρ.): κλαίω σπαράζοντας
ροκόφ’λλο (το): ένα από τα φύλλα που καλύπτουν τον καρπό της καλαμποκιάς
ρεκομανάου (ρ.): κλαίω δυνατά και ασταμάτητα
ρουμπουέλατο (το): κουκουνάρι του έλατου
ρεμπελιάζου (ρ.): τεμπελιάζω
ρουπακιά (η): περιοχή με χαμηλά πουρνάρια
ρεμπεσκές (ο): απεριποίητος, ακατάστατος
ρουπώνου (ρ.): χορταίνω
ρεντζούλ’ (το): κουρέλι
ρούσος (ο): ξανθός
ρ'ζαύτ' (το): κρόταφος
ρουχνάου (ρ.): ροχαλίζω
Σ
σάισμα (το): κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι φτιαγμένο από μαλλί τράγου
σκέλ'σμα (το): μάτιασμα
σαλαγάου (ρ.): διώχνω με φωνές τα ζώα
σκιόρεμα (το): κακομούτσουνος άνθρωπος
σάματ' (επίρ.): μήπως
σκόπ' (το): ξύλο
σαούρα (η): μεγάλη ησυχία
σκούπρα (τα): σκουπίδια
σαρμανίτσα (η): κούνια μωρού
σ'μπάου (ρ.): συνδαυλίζω τη φωτιά
σγαρλάου (ρ.): ανασκαλεύω
σούμπρο (το): το μέσα μέρος του καρυδιού που τρώγεται
σιάδ' (το): ίσιωμα
σουργούν’ (το): ρεζίλι
σιαμουρλός (ο): παλαβός
σπρούχν' (η): καυτή στάχτη με κάρβουνα
σιγκούν’ (το): μάλλινο υφαντό αμάνικο πανωφόρι, που φορούσαν οι γυναίκες όταν φορτώνονταν
σταφνίζομαι (ρ.): στολίζομαι
σίδερο (το): δόκανο
στούκ’ (το): χαρτοπαίγνιο
σιουράου (ρ.): σφυρίζω
στουμπάου (ρ.): χτυπάω με δάρτι, γουδοχέρι ή πέτρα
σιούτα (η): κατσίκα χωρίς κέρατα
στραβοτσιάουλος (ο): αυτός που έχει στραβό σαγόνι
σκ’λί (το): σκυλί
στραγγ'λάου (ρ.): στραμπουλάω
σκ’λίκ' (το): σκουλίκι
σφαϊό (το): έντονος πόνος
σκαμνιά (η): μουριά
σφάλαγκας (ο): αράχνη
σκαφίδα (η): μεγάλη ξύλινη λεκάνη
σφαλαγκωνιά (η): ιστός αράχνης
Τ
τάλαρος (ο): μεγάλο κυλινδρικό ξύλινο δοχείο
τσάρκος (ο): μικρό χώρισμα μέσα στη στάνη για κατσίκια
ταπίστουμα (επίρ.): μπρούμυτα
τσάχαλα (τα): μικρά σκουπίδια
τζαμάλα (η): μεγάλη φωτιά
τσιακτσίρα (η): μάλλινο υφαντό ανδρικό παντελόνι στενό στην κνήμη
τζερεμές (ο): πρόστιμο, ζημιά
τσιαούλ' (το): σαγόνι
τηράου (ρ.): κοιτάζω
τσιάφ' (το): πάχνη
τιλατίν' (το): κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού
τσιόκ' (το): σφυρί
τιλεύουμι (ρ.): βασανίζομαι
τσιοκάν' (το): κουδούνι
τραΐ (το): τράγος
τσιοκανάου (ρ.): ευνουχίζω
τρίτσα (η): σκληρό ψαθάκι
τσιόλ' (το): σκέπασμα
τρίψα (η): γάλα με κομμάτια ψωμιού
τσιούπρα (η): κοπέλα
τροβάς (ο): ταγάρι
τσίπρου (το): δυνατό ποτό από απόσταξη σταφυλιών
τσακμάκ’ (το): αναπτήρας
τσιρέπ’ (το): μάλινη χοντρή πλεκτή κάλτσα
τσάκνα (τα): πολύ λεπτά κλαδιά
τσουπουτός (ο): παχουλός
τσαμπνάου (ρ.): φλυαρώ

Φ
φαρσί (επίρ.): άπταιστα
φούρκα (η): ξύλο με διχάλα για υποστήλωμα
φελί (το): κομμάτι πίτα
φ'σκί (το): κοπριά
φίσκα (επίρ.): γεμάτο
φ'τ'λιές (οι): συκοφαντίες
φλακαράου (ρ.): φτερουγίζω
φώλ' (το): το αυγό που υπάρχει πάντα στη φωλιά για να γεννάει η κότα
φλισούρ' (το): μεγάλο πλήθος
φωτίκια (τα): ρούχα ή δώρα που δίνει ο νονός στον αναδεχτό
Χ
χάβδα (επίρ.): με ανοιχτά τα πόδια
χούι (το): συνήθεια
χαϊρ' (το): προκοπή
χούν' (η): τοποθεσία ανάμεσα σε ράχες σε σχήμα χωνιού
χαλεύου (ρ.): ζητάω
χουχτάου (ρ.): φωνάζω δυνατά
χαμπέρ' (το): είδηση
χτικιό (το): φυματίωση
χλιάρ' (το): κουτάλι

Ψ
ψαρονέφρ' (το): ψαχνό κρέας των σφαγίων κοντά στα νεφρά
ψ'μάδ' (το): όψιμο κατσίκι ή αρνί
ψαρός (ο): γκριζομάλλης
ψ'χούδ' (το): το ψωμάκι των μνημοσύνων
ψένου (ρ.): ψήνω


 http://akrielassonas.blogspot.