Σ' ένα θαλάσσιο ταξίδι πρός τήν Ταυλάνδη το καράβι βουλιάζει και γλυτώνουν ο Γιωρίκας, ο Κωστίκας και μία γκομενάρα.
Κολυμπώντας λοιπόν βγαίνουν σ ένα νησί έρημο με πλούσια βλάστηση και πανύψηλα ευθυτενή δέντρα.
Αφού παιρνούν δυο-τρείς μέρες αποφασίζουν οι δύο φίλοι ν' ανεβαίνουν εναλλάξ σ' ένα δέντρο και να παρατηρούν μήπως περάσει κανένα καράβι να το κάνουν σήμα να τούς πάρει.
Αποφασίζουν αλλά με μία συμφωνία.
Αυτός που θα είναι κάτω θα σεβαστεί τήν κοπελιά και δεν θα τήν πειράξει.
Με τα πολλά αποφασίζουν να ανεβεί πρώτος ο Γιωρίκας.
Ξεκινάει λοιπόν ο Γιωρίκας και μετά απο 5 μέτρα, γυρνάει πρός τα κάτω βλέπει τόν Κωστίκα και τόν φωνάζει:
Κωστίκα τί είπαμε; φύγε από τήν κοπελιά.
Μά δεν τήν κάνω τίποτε λέει ο Κωστίκας και απομακρύνεται κι άλλο απο τήν κοπέλα.
Μετά απο δυο-τρία μέτρα ξανά ο Γιωρίκας γυρίζει πρός τα κάτω και φωνάζει:
-Κωστίκα τί είπαμε;
Μα δεν τήν κάνω τίποτε λέει ξανά ο Κωστίκας και απομακρύνεται κι άλλο απο τήν κοπέλα.
Αυτό έγινε δυο τρείς φορές μέχρι να ανεβεί ο Γιωρίκας στο δέντρο και να μείνει εκεί παρατηρώντας για κάποιο περαστικό καράβι.
Πέρασε όμως η ώρα και ήρθε η σειρά του Κωστίκα να ανεβεί στο δέντρο.
Ξεκινάει λοιπόν το ανέβασμα. Μόλις φτάνει γύρω στα 5 μέτρα, ο Γιωρίκας ξεντύνεται, ξεντύνει και τήν κοπελιά κι αρχίζει το ...πήδημα.
Κάποια στιγμή γυρίζει ο Κωστίκας πρός τα κάτω βλέπει τί γίνεται και μονολογεί...
- Δίκιο είχε ο Γιωρίκας προηγουμένως που με φώναζε. Απο δώ πάνω φαίνεται σάν να τήν πηδάει !!!!
Κολυμπώντας λοιπόν βγαίνουν σ ένα νησί έρημο με πλούσια βλάστηση και πανύψηλα ευθυτενή δέντρα.
Αφού παιρνούν δυο-τρείς μέρες αποφασίζουν οι δύο φίλοι ν' ανεβαίνουν εναλλάξ σ' ένα δέντρο και να παρατηρούν μήπως περάσει κανένα καράβι να το κάνουν σήμα να τούς πάρει.
Αποφασίζουν αλλά με μία συμφωνία.
Αυτός που θα είναι κάτω θα σεβαστεί τήν κοπελιά και δεν θα τήν πειράξει.
Με τα πολλά αποφασίζουν να ανεβεί πρώτος ο Γιωρίκας.
Ξεκινάει λοιπόν ο Γιωρίκας και μετά απο 5 μέτρα, γυρνάει πρός τα κάτω βλέπει τόν Κωστίκα και τόν φωνάζει:
Κωστίκα τί είπαμε; φύγε από τήν κοπελιά.
Μά δεν τήν κάνω τίποτε λέει ο Κωστίκας και απομακρύνεται κι άλλο απο τήν κοπέλα.
Μετά απο δυο-τρία μέτρα ξανά ο Γιωρίκας γυρίζει πρός τα κάτω και φωνάζει:
-Κωστίκα τί είπαμε;
Μα δεν τήν κάνω τίποτε λέει ξανά ο Κωστίκας και απομακρύνεται κι άλλο απο τήν κοπέλα.
Αυτό έγινε δυο τρείς φορές μέχρι να ανεβεί ο Γιωρίκας στο δέντρο και να μείνει εκεί παρατηρώντας για κάποιο περαστικό καράβι.
Πέρασε όμως η ώρα και ήρθε η σειρά του Κωστίκα να ανεβεί στο δέντρο.
Ξεκινάει λοιπόν το ανέβασμα. Μόλις φτάνει γύρω στα 5 μέτρα, ο Γιωρίκας ξεντύνεται, ξεντύνει και τήν κοπελιά κι αρχίζει το ...πήδημα.
Κάποια στιγμή γυρίζει ο Κωστίκας πρός τα κάτω βλέπει τί γίνεται και μονολογεί...
- Δίκιο είχε ο Γιωρίκας προηγουμένως που με φώναζε. Απο δώ πάνω φαίνεται σάν να τήν πηδάει !!!!