Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

ΝΟΜΟΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ - ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ

Οι σημαντικότερες θρησκευτικές και ιστορικές προσωπικότητες της περιοχής είναι ο Άγιος Σεραφείμ, ηγούμενος της Μονής Κορώνας και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου, ο οποίος ανέπτυξε δράση ενάντια στον τούρκο δυνάστη, ο ήρωας της επανάστασης Γεώργιος Καραϊσκάκης, γεννημένος στο Μαυρομμάτι το 1872, από μητέρα καλόγρια και ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο «μαύρος καβαλλάρης», ο οποίος είχε ενεργή συμμετοχή στις σημαντικότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας του αιώνα μας και διετέλεσε πρωθυπουργός στην περίοδο 1944 - 1945.


Ο ΒΙΟS ΤΟΥ ΑΓ ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Ο ΒΙΟC ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ

Η παιδική και εφηβική ζωή του Αγίου
Τὰ Ἄγραφα δὲν ἀνέδειξαν μόνον ἀρματωλοὺς καὶ κλέφτες ἀλλὰ καὶ μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος καὶ ἁγίους, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν πρώτη θέση κατέχει ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σεραφείμ, Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, ὁ θαυματουργὸς, μία ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ ἁγίες μορφὲς τῶν Ἑλλήνων νεομαρτύρων τῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Πεζούλα τοῦ Δήμου Λίμνης Πλαστήρα , σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς λίμνης Πλαστήρα, ἕνα ἀπὸ τὰ πλησιέστερα πρὸς τὴν Καρδίτσα χωριὰ τῶν Ἀγράφων, τὸ ὁποῖο ἀπέχει 32 χιλιόμετρα ἀπὸ αὐτήν. Πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε, δὲν γνωρίζομε· πάντως περὶ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰῶνος.
Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Σωτήριος. Οἱ γονεῖς του, Σωφρόνιος Ἀθανασίου καὶ Μαρία, εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι χριστιανοί, προσπάθησαν νὰ ἀναθρέψουν τὸν μικρὸ Σωτήριο «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφεσ. στ΄ 4). Χωρὶς νὰ γνωρίζουν πολλὰ γράμματα, ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὸ καλό τους παράδειγμα ἔκαναν τὸ παιδί τους ν’ ἀγαπήση τὸν Χριστό. Τὸν δίδαξαν νὰ μὴν ἀγαπᾶ τὰ πλούτη, νὰ μὴ ζητᾶ τὴν φθαρτὴ δόξα, οὔτε νὰ ὑποχωρῆ στὶς ταπεινὲς καὶ ἁμαρτωλὲς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου τούτου.
Ὁ μικρὸς Σωτήριος μετὰ προσοχῆς ἄκουγε τὶς συμβουλὲς τῶν γονέων του, τοὺς σεβόταν καὶ τοὺς ἀγαποῦσε πολύ. Ἐπίσης, ἦταν ὑπάκουος καὶ στοὺς μεγαλυτέρους τοῦ χωριοῦ καὶ πρόθυμος νὰ κάνη διάφορα θελήματά τους. Ἰδιαιτέρως σεβόταν τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχούς.
Τὰ πρῶτα γράμματα διδάχθηκε στὸ σχολεῖο τῆς Μικρῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, κοντὰ στὸ χωριό του, καὶ ἀναδείχθηκε τύπος καὶ ὑπογραμμὸς ἐπιμελοῦς μαθητῆ. Διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα: τὸ Ψαλτήρι, τὴν Ὀκτώηχο καὶ τὸν Ἀπόστολο. Προπαντὸς τὸν εὐχαριστοῦσε ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Τοῦ ἄρεσε ἀκόμη νὰ ἐντρυφᾶ στοὺς βίους τῶν ἁγίων, τῶν ὁποίων προσπαθοῦσε νὰ μιμῆται τὸ παράδειγμα. Εἶχε ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἡ ψυχή του εἱλκύετο πρὸς τὸν ἡσυχαστικὸ βίο.
     Ἐπιθυμοῦσε ἐν ὀλίγοις ν’ ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτόν του, νὰ ἄρη τὸν σταυρὸν καὶ νὰ ἀκολουθήση τὸν Χριστό. Αὐτὸς ὁ πόθος κατέκαιε τὴν καρδιά του. Τὸν πόθο του ὅμως καὶ τὸν ζῆλο ἐκεῖνον ἐνίσχυε ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἢ τῆς Κρυερᾶς Πηγῆς τῶν Ἀγράφων, ὅπως τότε λεγόταν ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κορώνης, ἡ ὁποία δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὴν Πεζούλα. Γι’ αὐτὸ οἱ συχνές ἐπισκέψεις τῶν μοναχῶν στὸ χωριό, οἱ συνομιλίες τοῦ Ἁγίου μαζί τους καὶ τὸ καλὸ παράδειγμά τους ἔθελγαν τὸν φλογερὸ νέο καὶ τὸν προετοίμαζαν νὰ δοξάση μίαν ἡμέρα τὸν Χριστό.

 Ο Άγιος ως Μοναχός,Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κορώνης και Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου
 
Δὲν γνωρίζομε σὲ ποιὰ ἀκριβῶς ἡλικία οἱ εὐσεβεῖς του πόθοι ὤθησαν τὸν Ἅγιο σὲ ἀναζήτηση μοναστηρίου. Νέος πάντως λαμβάνει ὁριστικὰ πλέον τὴν μεγάλη ἀπόφαση νὰ ἀρνηθῆ τὸν κόσμο. Ἀφήνει λοιπὸν τὸ χωριό του, ἀποχαιρετᾶ τοὺς δικούς του καὶ ἀποφασίζει νὰ ἐπισκεφθῆ τὶς Ἱερὲς Μονὲς τῶν Ἀγράφων. Τέλος, φθάνει καὶ στὸ Μοναστήρι τῆς Κορώνης. Ἐκεῖ βρῆκε ἕνα ἄξιο πνευματικὸ ἐργαστήριο, ὅπου ἡ ἐργασία, τὰ γράμματα καὶ ἡ ἀρετὴ τὸν ἐντυπωσίασαν. Αὐτὰ μαγνήτισαν τὴν ψυχή του καὶ παρέμεινε πλέον ἐκεῖ, ἀφοῦ ντύθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ κατατάχθηκε στὸν χορὸ τῶν μοναχῶν. Ἀγαποῦσε τὴν ἀγρυπνία, τὴν νηστεία, τὰ δάκρυα, τὴν προσευχή, τὶς ψαλμωδίες, καθὼς καὶ τὴν μελέτη τῶν Ἱερῶν Γραφῶν. Πρὸ πάντων διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τὴν τέλεια ὑπακοὴ στὸν Ἡγούμενο. Ὅταν ἄκουγε τὸ σήμαντρο, ὅπως τὸ ἐλάφι  ἔτρεχε στὸν Ναό, γιὰ νὰ προσευχηθῆ καὶ νὰ ψάλη, καὶ δὲν ἔβγαινε  ἀπὸ ἐκεῖ, πρὶν τελειώση ἡ ἀκολουθία. Ἔτσι, κατόρθωσε νὰ κερδήση τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐκτίμηση ὅλων τῶν ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν ἀρετὴ.
       Γι’ αὐτὸ, μὲ κοινὴ ψῆφο καὶ ἀπόφαση, χειροτονήθηκε Διάκονος, κατόπιν Ἱερέας, καὶ  ἀργότερα ἐξελέγη Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας του ἡ Ἱερὰ Μονὴ γνώρισε ἡμέρες λαμπρές. Οἱ προσκυνητές, μὲ τὰ τόσα δεινοπαθήματα τὰ ὁποῖα ὑφίσταντο ἐκ μέρους τῶν Τούρκων, ἔβρισκαν ἐκεῖ ἀσφαλὲς λιμάνι καὶ ἔρχονταν γιὰ νὰ πάρουν δύναμη, θάρρος, καὶ παρηγοριά. Ἀλλὰ καὶ τὰ σκλαβόπουλα στὸν νάρθηκα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς πολλὲς φορὲς ἄκουγαν τὰ  λόγια του Ἁγίου, ἐνθαρρυντικὰ σὰν αὐτὰ τοῦ ποιητῆ:
<<….Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη·
ἡ λευτεριὰ σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρη>>. (Ἰ. Πολέμης).
        Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ὡς Ἡγουμένου ξεπέρασε τὰ στενὰ ὅρια τῆς Κρυερᾶς Πηγῆς τῶν Ἀγράφων. Γι’ αὐτὸ, ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο ἀπεβίωσε ὁ Ἐπίσκοπος Καπούας - Φαναρίου Λαυρέντιος, κατόπιν πολλῆς σκέψεως ἐκλέχτηκε παμψηφεὶ Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου ὁ ἀξιάγαστος Σεραφεὶμ καὶ ὡς λύχνος φωτεινὸς τέθηκε ἐπὶ τὴν λυχνίαν, γιὰ νὰ φωτίση ὅλους τοὺς ὑπ’ αὐτὸν πιστούς.
Δὲν ποίμανε ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὸ ποίμνιό του· ἀναδείχθηκε  ὅμως πράγματι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. ε΄11). Ἡ πίστη πρὸς τὸν Χριστό, ἡ ἀφοσίωση πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ οἱ ἄλλες ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου κίνησαν τὸν ζῆλο καὶ τὸν φθόνο τῶν Τούρκων. Ἔτσι, κατὰ τὸ Γραφικό «ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον ἀφ’ ἡμῶν, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστὶν» (Σοφία Σολομ. β΄12), ζητοῦσαν ἀφορμὴ νὰ φονεύσουν τὸν δίκαιο.
Ἡ ἀφορμὴ βρέθηκε μὲ τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τοῦ ἐπισκόπου Λαρίσης (Τρίκκης) Διονυσίου τοῦ  Φιλοσόφου. Αὐτός, βλέποντας τὶς πιέσεις καὶ τὰ δεινά, τὰ ὁποῖα κάθε μέρα ὑφίσταντο οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ συγκρίνοντας τὴν ζωή τους πρὸς τὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν τῆς Εὐρώπης, ἐξήγειρε σὲ ἐπανάσταση, τὸ φθινόπωρο τοῦ 1601, τοὺς Ἕλληνες τῆς Δυτικῆς Θεσσαλίας, ἔχοντας ὡς ὁρμητήριο τὰ Τρίκαλα. Ἡ ἐπανάσταση ἐκείνη ἀπέτυχε, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν ἄλλων δεινῶν ἐπέφερε καὶ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Φαναρίου.
 
Το Μαρτύριο του Αγίου
Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου διήρκεσε δύο ἡμέρες, τὴν 3ην καὶ τὴν 4ην Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1601.
Τὸν καιρὸ ποὺ ξέσπασε ἡ ἐπανάσταση τοῦ Διονυσίου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου Σεραφεὶμ ἀπουσίαζε σὲ περιοδεία στὰ χωριὰ τῶν Ἀγράφων κηρύττοντας τὸν Σταυρωμένο Ἰησοῦ, ἐνισχύοντας καὶ νουθετώντας τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης του.
Στὶς 3 Δεκεμβρίου ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὸ Φανάρι, φέροντας κατὰ τὴν συνήθεια διάφορα δῶρα (πεσκέσια) πρὸς τὶς Τουρκικὲς Ἀρχὲς. Ὅμως οἱ  ἀσεβεῖς Τοῦρκοι ἀγάδες, μόλις τὸν εἶδαν, ἄρχισαν νὰ λένε: «Κι αὐτὸς μὲ τὸν Διονύσιο ἦταν· καὶ τώρα πῶς τόλμησε καὶ ἦρθε μπροστά μας;» Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, τελείως ἀθῶος, μόλις τοὺς ἄκουσε, ρώτησε «Περὶ τίνος λέγετε ταῦτα;», καὶ ἐκεῖνοι μὲ θυμὸ ἀπήντησαν: «Γιὰ σένα, ἀποστάτη καὶ προδότη...τώρα θὰ λάβης καὶ σὺ ἐκεῖνο πού σοῦ ἀξίζει, ἐκτὸς κι ἄν ἀλλάξης τὴν πίστη σου καὶ γίνης Τοῦρκος· τότε θὰ σὲ συγχωρήσουμε καὶ θὰ σὲ τιμήσουμε κιόλας».
          Ὁ Ἅγιος, τοῦ ὁποίου τὴν ψυχὴ διακατεῖχε ὁ πόθος πρὸς τὸ μαρτύριο, δὲν δείλιασε, οὔτε δελεάσθηκε ἀπὸ τὶς ἐπίγειες τιμές. «Κατ’ οὐδένα τρόπον θὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου· τὴν ἰδικήν σας τιμὴν οὔτε νὰ ἀκούσω θέλω», εἶπε, καὶ μὲ θάρρος ἀρνήθηκε ὅτι συμμετεῖχε εἰς τὸ κίνημα τοῦ Διονυσίου. Ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Τοῦρκοι, ὅρμησαν κατὰ τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ βία οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἀπάνθρωποι ὁδήγησαν τὸν ἀθῶο Ἱεράρχη στὸν τότε Διοικητὴ τοῦ Φαναρίου Χαμουζάμπεη, φωνάζοντας καὶ συκοφαντώντας τὸν δίκαιο καὶ λέγοντας: «Κι’ αὐτὸς ἐπαναστάτης εἶναι καὶ συνεργαζόταν μὲ τὸν καταραμένο Διονύσιο· ἐχθρὸς καὶ φοβερὸς ἀντίπαλός μας. Θάνατος στὸν προδότη». Ὁ Τοῦρκος Διοικητής, ὅταν ἄκουσε αὐτά, κάλεσε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ προσπάθησε νὰ τὸν πείση ν’ ἀρνηθῆ τὴν πίστη του, ὑποσχόμενος συγχρόνως πολλὲς τιμές: «Σεραφείμ, ἐσὺ εἶσαι ἔξυπνος ἄνθρωπος. Ἀπορῶ πῶς τὸ ἔπαθες καὶ συμφώνησες μὲ τὸν ἀνόητο ἐκεῖνο Διονύσιο καὶ δὲν σκέφθηκες πὼς τὸ κίνημά σας, ὄχι μόνον ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐπικρατήση, ἀλλὰ θὰ στοίχιζε καὶ τὸ κεφάλι σας. Νά, πιάστηκες καὶ κινδυνεύεις νὰ τιμωρηθῆς παραδειγματικὰ μὲ φρικτὸ θάνατο. Τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω, νὰ γίνης Τοῦρκος, ἄν θέλης νὰ σοῦ χαρίσουμε τὸ κεφάλι· ἀκόμα καὶ μεγάλη θέση σοῦ δίνουμε καὶ πλούτη καὶ δόξα σοῦ ἐξασφαλίζουμε».
       Ὁ Δεσπότης παρακολουθεῖ μετὰ προσοχῆς  τὰ λόγια τοῦ Διοικητῆ, ἐνῶ παραλλήλως διατηρεῖ ζωηρὰ στὸν νοῦ του τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν Τιμόθεον: «Τὴν καλὴν παρακαταθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» (Β΄ Τιμ. α΄14). Δὲν δειλιάζει λοιπὸν οὔτε πτοεῖται ἐνώπιον τοῦ Χαμουζάμπεη, ἀλλ’ ἀπαντᾶ σύντομα καὶ σταθερά: «Ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν θ’ ἀποχωρισθῶ ποτέ. Ἀντιθέτως, μετὰ χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης θὰ δεχθῶ τὸν θάνατον χίλιες φορὲς γιὰ τὸ ὄνομά Του τὸ Ἅγιον. Δι’ αὐτὸ σφάξε, κόψε, κάμε ὅ,τι σοῦ λέγει ὁ νόμος». Δὲν προφθάνει ὁ γλυκὺς τὴν ὄψη νὰ τελειώση τοὺς λόγους καὶ ὁ αἱμοβόρος καὶ ἄδικος ἐκεῖνος κριτὴς προστάζει νὰ τὸν δείρουν καὶ νὰ τοῦ κόψουν κομμάτια τὴν μύτη.
      Καὶ τὰ δύο αὐτὰ μαρτύρια ὑπομένει ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὄχι ἁπλῶς ἀγογγύστως ἀλλὰ εὐχαριστώντας καὶ εὐλογώντας τὸν Θεό. Ἡ μαύρη ψυχὴ τοῦ Τούρκου Διοικητῆ δὲν ἱκανοποιεῖται. Ἐκδίδει λοιπὸν νέα διαταγή: «Ρίξτε τον στὸ μπουντρούμι, μωρὲ, κι ἀφῆστε τον ἐκεῖ χωρὶς ψωμί, χωρὶς νερό, ἴσως καὶ ἀλλάξει γνώμη». Μάταια ὅμως ὁ Χαμουζάμπεης ἐλπίζει. Αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο νὰ γίνη, διότι οἱ  Ἕλληνες Ἱεράρχες γνωρίζουν γιατί πεθαίνουν. Ὅλη τὴν νύκτα ἐκείνη τῆς 3ης Δεκεμβρίου ὁ Ἅγιος προσεύχεται, ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐνισχύση στὸ μαρτύριο· καὶ γονυπετής ἔλεγε: «Μεσίτευσον, Δέσποινα, πρὸς τὸν Υἱόν Σου».
Τὴν ἄλλην ἡμέρα, 4η Δεκεμβρίου, ὁ Χαμουζάμπεης, ἀφοῦ κάθισε καὶ πάλιν ἐπὶ τοῦ δικαστικοῦ θρόνου, κάλεσε τὸν Σεραφεὶμ ἐκ νέου, γιὰ νὰ τὸν συμβουλεύση, ὡς φίλος του δῆθεν τώρα: «Ἐ, Σεραφείμ, πιστεύω νὰ σωφρονίσθηκες μὲς τὴν φυλακή. Ἔλα, λυπήσου τὰ νιάτα σου καὶ πίστεψε στὸν Μεγάλο Προφήτη». Ὁ Ἅγιος μὲ φαιδρὸ πρόσωπο ἀρνεῖται νὰ ὑπακούση στὶς ἀσεβεῖς συμβουλὲς τοῦ Χαμουζάμπεη καὶ νὰ πιστέψη στὸν ψευδοπροφήτη καὶ ἀσεβῆ Μωάμεθ. Πρὶν καλὰ τελειώση τοὺς λόγους του ὁ Σεραφείμ, προστάζει ὁ Διοικητὴς νὰ τὸν δείρουν γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἀλλὰ τώρα σφοδρότερα, καὶ ἐπὶ πλέον προσθέτει: «Τανύστε του τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ βάλτε στὴν κοιλιὰ του μία μεγάλη πέτρα· χωρὶς καμία λύπη κατακόψτε καὶ ξεσχίστε τὶς σάρκες του». Ὁ Ἅγιος ὑφίσταται ἀγογγύστως ὅλα τὰ ἀνωτέρω μαρτύρια καὶ, ὅπως ἦταν φυσικό, κατόπιν τῆς φοβερῆς αἱμορραγίας, διψᾶ˙ ἀλλά, καθ’ ὅν τρόπο δίψασε ὁ Κύριος καὶ «ἔδωκαν εἰς τὴν δίψαν αὐτοῦ χολὴν καὶ ὄξος», τοιουτοτρόπως καὶ τώρα ποτίζουν τὸν βαρέως αἱμορραγοῦντα Ἀρχιεπίσκοπο λασπῶδες νερὸ μετὰ χολῆς ἀναμεμειγμένο. Τοῦτο ὁ Ἱερομάρτυρας Σεραφεὶμ τὸ δέχθηκε μὲ μεγάλη χαρά, διότι τοῦ ὑπενθύμιζε τὸ ὄξος καὶ τὴν χολὴ τῶν σταυρωτῶν τοῦ Κυρίου, τὸν Ὁποῖον ἀξιώθηκε νὰ μιμηθῆ. Ἀλλὰ ἡ χαρὰ ἐκείνη ἐξόργισε ἀκόμη περισσότερο τὸν Διοικητή, ὁ ὁποῖος γιὰ μία στιγμὴ αἰσθάνεται «τὸ αἷμα του νὰ ἀνεβαίνη στὸ κεφάλι», ὅπως συνήθως λέμε, καὶ δίνει τὴν τελευταία του ἐγκληματικὴ διαταγή: «Σουβλίστε τον».
      Δέσμιος πλέον, ὡς «πρόβατον ἐπὶ σφαγήν» ὁδηγεῖται ὁ ἀθῶος Ἱεράρχης στὴν τότε ἀγορὰ τοῦ Φαναρίου καὶ κοντὰ σ’ ἕνα κυπαρίσσι, ὅπου σήμερα βρίσκεται μεγαλοπρεπὴς Ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου, ὑφίσταται τὸν ὑπεράνω πάσης περιγραφῆς μαρτυρικὸ θάνατο.
Καθὼς ὁ πρᾶος Σεραφεὶμ προχωροῦσε πρὸς τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, μία Ἀράπισσα, «μελανωτέρα εἰς τὴν ψυχὴν παρὰ εἰς τὸ σῶμα», ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ συγγραφέας  τοῦ Μαρτυρολογίου, στηριζόταν σ’ ἕναν τοῖχο πάνω ἀπὸ τὴν βρύση  «Λουτρόν». Μόλις εἶδε τὸν Ἅγιο, ἄρχισε νὰ τὸν βρίζη μὲ αἰσχρὲς καὶ ἀτιμωτικές φράσεις. Ὁ Ἱερομάρτυρας ὅμως, μιμούμενος καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸν Μεγαλομάρτυρα τοῦ Γολγοθᾶ, ὁ ὁποῖος προσευχόταν ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές του λέγοντας «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ΄ 34), δὲν εἶπε τίποτα κατὰ τῆς ἀσεβοῦς καὶ ἄπιστης ἐκείνης γυναίκας· ἁπλῶς ἔρριξε ἐπάνω της μόνο ἕνα βλέμμα οἴκτου. Καὶ -ὤ τοῦ θαύματος!- ἐστράφη ἀμέσως τὸ κεφάλι της πρὸς τὰ πίσω, ἔμεινε δὲ στὴν κατάσταση αὐτὴ ἐπὶ δέκα πέντε ὁλόκληρα χρόνια.
      Λίγα λεπτὰ τῆς ὥρας χωρίζουν τὸν Ἱερομάρτυρα ἀπὸ τὸ φρικτὸ τοῦ σουβλισμοῦ μαρτύριο. Γι’ αὐτὸ προσεύχεται θερμότερα. Ὅταν ἔφθασε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ,  σουβλίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἄσπλαχνους καὶ σκληροὺς Τούρκους,  παρέδωσε δὲ τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τὸ πρόσωπό του ἔλαβε ὄψη μεγαλειώδη.
Ὁ Τοῦρκος Διοικητὴς, θέλοντας καὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου νὰ τρομοκρατήση τοὺς χριστιανοὺς, διέταξε νὰ μείνη ἐκτεθειμένο πολλὲς ἡμέρες. Ἀλλά, «ὅπου Θεὸς βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις». Τὸ σῶμα δὲν ἔπαθε ὅ,τι συνήθως  παθαίνουν τὰ νεκρὰ σώματα, δηλαδὴ οὔτε διογκώθηκε, οὔτε δυσοσμία ἐξέπεμπε, ἀλλὰ ἀντιθέτως διατήρησε τὴν φυσική του κατάσταση καὶ εὐωδίαζε, προκαλώντας τὸν θαυμασμὸ ὅλων ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ· οἱ δὲ Χριστιανοὶ χαίρονταν καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό. Ἕνα μόνον τοὺς λυποῦσε: ὅτι δὲν ἐπέτρεπαν σ’ αὐτοὺς νὰ λάβουν τὸ πολυβασανισμένο ἐκεῖνο σῶμα καὶ νὰ τὸ θάψουν, διότι ὁ Χαμουζάμπεης τοποθέτησε σκοποὺς γιὰ νὰ τὸ φυλάγουν ἡμέρα καὶ νύκτα.
Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὅμως κόπηκε ἡ μακαρία κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου κατὰ διαταγὴ τοῦ Διοικητῆ καὶ στάλθηκε στὰ Τρίκαλα μαζὶ μὲ τὶς κεφαλὲς δυὸ ἄλλων ἐπαναστατῶν. Ἐκεῖ, στὸ μέσον της πλατείας τῆς πόλεως, στήθηκαν τὰ κεφάλια σὲ κοντάρια μὲ τὸ  μέτωπο δυτικά. Ἀλλὰ, ἐνῶ τὰ κεφάλια τῶν ἄλλων ἔμειναν ἀκίνητα, τὸ κεφάλι τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ βρέθηκε τὸ πρωὶ στραμμένο πρὸς τὴν Ἀνατολή· τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς ἐπαναλήφθηκε ἐπὶ ἡμέρες.
Κατὰ θεία οἰκονομία τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες βρέθηκε στὰ Τρίκαλα ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δουσίκου, ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸ θαῦμα, ἀποφάσισε νὰ βρῆ τρόπο καὶ νὰ πάρη στὸ Μοναστήρι του τὴν εὐλογημένη ἐκείνη κεφαλή, γιὰ νὰ τὴν ἔχη ὡς θησαυρὸ πολύτιμο.
Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου δὲν βρέθηκε, διότι ρίχθηκε κάπου κάτω ἀπὸ τὸ Βυζαντινὸ Φρούριο τοῦ Φαναρίου, ὅπως διασώζει ἡ παράδοση τῶν Φαναριωτῶν.
      Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια μερικὰ ἁγνὰ Φαναριωτόπουλα ἔβλεπαν ἐπὶ συνεχῆ ἔτη κατὰ τὴν νύκτα τῆς 3ης πρὸς τὴν 4ην Δεκεμβρίου, τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου, φωτεινὴ στήλη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ φθάνη στὴν γῆ, βόρεια τοῦ φρουρίου κοντὰ στὸ τζαμί. Ἀλλά,  ὅταν πήγαιναν ἐκεῖ, τὸ φῶς ἔσβηνε. Γι’ αὐτὸ, πρὶν μποῦν τὰ θεμέλια τοῦ Ναοῦ, ἔγιναν ἀνασκαφὲς στὸν χῶρο ἐκεῖνο, μήπως βροῦν τὸ μαρτυρικό τοῦ Ἁγίου σῶμα. Δυστυχῶς δὲν βρέθηκε, ὅπως δὲν βρέθηκαν καὶ τόσων ἄλλων μαρτύρων τὰ σώματα. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν σώθηκε τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Σεραφεὶμ, ἔπρεπε τοὐλάχιστον νὰ σωθῆ ἡ Ἁγία του Κάρα.
Καὶ νὰ, ὁ καλὸς Θεὸς παρουσίασε στὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Δουσίκου ἕναν Ἀλβανὸ χριστιανό, στὸν ὁποῖο ὑποσχέθηκε 50 γρόσια, γιὰ νὰ πάρη τὴν θαυματουργὸ κάρα τοῦ Ἁγίου. Πράγματι, παραφύλαξε τὴν νύκτα καὶ περίπου τὰ ξημερώματα, ὅταν εἶδε τοὺς φύλακες νὰ παραδίδωνται στὸν ὕπνο, πῆγε καὶ ἅρπαξε τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ, ἐπειδὴ ἀφ’ ἑνὸς μὲν βιάσθηκε καὶ ἀφ’ ἑτέρου φοβήθηκε, ἄφησε τὸ κοντάρι καὶ ἔπεσε. Ὁ θόρυβος ξύπνησε τοὺς φύλακες, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἀντιλήφθηκαν τὸ γεγονός, ἔτρεξαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἀλβανὸ χριστιανό.
Ἐκεῖνος τότε, κινούμενος ἀπὸ ζῆλο καὶ  ἀποβλέποντας στὰ χρήματα, κράτησε ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τὴν ἁγία κάρα καὶ ἄρχισε νὰ τρέχη, ἐνῶ πίσω του ἔτρεχαν ἐξοργισμένοι οἱ φύλακες. Ὅταν ἔφθασε στὴ γέφυρα τοῦ Πηνειοῦ, στὸν Καραβόπορο, βλέποντας τοὺς Γενίτσαρους νὰ πλησιάζουν, ἔρριξε  τὴν κάρα στὸ ποτάμι γιὰ νὰ σωθῆ καὶ ἀνάγκασε τοὺς στρατιῶτες νὰ ἐπιστρέψουν ἄπρακτοι.

Ανεύρεση και ανακομιδή της κάρας του αγίου Σεραφείμ
Κάτω ἀπὸ τὴν γέφυρα στὸν Καραβόπορο, δύο ψαράδες ἔχουν τοποθετήσει ἀπὸ τὴν μία ὡς τὴν ἄλλην ὄχθη  δίχτυα (βρόχια) γιὰ νὰ πιάσουν ψάρια. Τὸ βράδυ ὁ ἕνας ἔφυγε γιὰ τὰ Τρίκαλα καὶ ἔμεινε ὁ ἄλλος γιὰ νὰ φυλάξη τὰ δίχτυα. Ἀλλὰ -παρόδοξο θέαμα καὶ ἄκουσμα!- ἐνῶ καθόταν ἄγρυπνος, ξαφνικὰ εἶδε  φωτεινὴ στήλη νὰ ὑψώνεται μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ συγχρόνως ἄκουσε θαυμαστὲς ψαλμωδίες. Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅπως ἦταν φυσικό, προξένησε σὲ αὐτὸν πολὺ φόβο καὶ ἔμεινε ἄυπνος ὅλη τὴν νύκτα στὴν κουφάλα ἑνὸς δένδρου. Μόλις ἀντίκρισε τὸ φῶς τῆς νέας ἡμέρας, ἔτρεξε στὴν πόλη καὶ ἔντρομος τὸ διηγήθηκε στὸν σύντροφό του. Τὴν δεύτερη νύκτα παραφύλαξαν καὶ οἱ δύο μαζί. Τὰ μάτια τους ἦταν στραμμένα στὰ δίχτυα καὶ μὲ ἀγωνία ἀνέμεναν νὰ δοῦν ἐὰν καὶ αὐτὴ τὴν νύκτα θὰ ἐπαναλαμβανόταν τὸ ἴδιο· καὶ ἐπαναλήφθηκε! Δέος τότε καὶ ρίγη συγκινήσεως τοὺς κατέλαβαν. Τώρα μὲ πρωφανῆ λαχτάρα περιμένουν τὴν ἀνατολὴ τῆς νέας ἡμέρας, ἡ ὁποία θὰ διαλεύκανε τὸ μυστήριο. Ὅταν λοιπὸν ἄρχισε νὰ ροδίζη ἡ ἀνατολή, μὲ πολὺ φόβο πλησιάζουν στὸ μέρος ἐκεῖνο. Ξαφνικὰ ὁ φόβος φεύγει καὶ τὸν διαδέχεται ἡ χαρά, διότι βρίσκουν τὴν τιμία κάρα μπλεγμένη στὰ δίχτυα. Μὲ εὐλάβεια τὴν ἀποσποῦν ἀπὸ τὰ δίχτυα καὶ τὴν πηγαίνουν στὸ Μοναστήρι τοῦ Δουσίκου, ἐνῶ εὐτυχὴς ὁ Ἡγούμενος σκιρτᾶ ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐχαρίστως τοὺς δίνει τὰ 50 γρόσια.
Πέρασαν ἀπὸ τότε περίπου ἕξι μῆνες. Ἔγινε γνωστὴ ἡ εὕρεση τῆς τιμίας κάρας καὶ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κορώνης. Οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς ἔστειλαν ἀμέσως τὸν Ἡγούμενο μὲ τὸν προεστὸ τοῦ Νεοχωρίου Παναγιώτη Κουσκουλᾶ, γιὰ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Δουσίκου τὴν Ἁγίαν Κάρα τοῦ κοινοβιάτου καὶ ἄλλοτε Ἡγουμένου αὐτῶν Ἁγίου Σεραφείμ.
Ὅταν ἔφθασασν στὰ Τρίκαλα, κατὰ θεία πάλι οἰκονομία βρῆκαν τὸν Μητροπολίτη Λαρίσης Θεωνᾶ, τὸν ὁποῖον παρακάλεσαν νὰ μεσολαβήση. Αὐτὸς  εὐχαρίστως μεσολάβησε νὰ λάβη ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κορώνης ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Μονὴν Δουσίκου τὴν τιμίαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφεὶμ κεφαλή, ἀφοῦ καταβάλη τὰ 50 γρόσια, ὅσα εἶχε ξοδέψει γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση. Ἔτσι καὶ ἔγινε· ἔλαβαν τὴν ἁγία κεφαλὴ μὲ μεγάλη χαρά, καὶ τὴν πῆγαν στὴν Μονὴ Κορώνης, ὅπου τὴν τοποθέτησαν σὲ κατάλληλο  κιβώτιο.
Ὅσοι μὲ πίστη προσέρχονται καὶ ἐπικαλοῦνται τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου, ἀπαλλάσσονται ἀπὸ κάθε εἴδους νόσημα. Προπαντὸς ὁ Ἅγιος θεραπεύει καὶ πατάσσει τὴν ὀλέθρια πανώλη, ὅπως γράφει μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου:
«Ὁ Σεραφεὶμ πατάσσει ἐμέ, πανώλην
τὴν βροτολοιγόν,φεῦ μοὶ φεῦ, πῶς ὁρῶμαι,
ὑπτία, γυμνή, δυσειδής, κτεινομένη.»


 Θαύματα του Αγίου
1. Παρατίθενται τρία θαυμαστὰ γεγονότα και τρεῖς προσωπικὲς μαρτυρίες, ποὺ καταδεικνύουν τὴν θαυματουργία τοῦ Ἁγίου.
Περὶ τὸ ἔτος 1920, στὸ χωριὸ Μιζδάνι, Ἀγναντερό ὅπως λέγεται σήμερα, ἔπεσε θανατηφόρος ἀσθένεια σὲ ἀνθρώπους καὶ σὲ ζῶα. Σχεδὸν καθημερινὰ πέθαινε καὶ κάποιος. Μία μέρα πέθαναν πάρα πολλοὶ καὶ οἱ κάτοικοι ἀνησύχησαν. Εἶπαν ὅτι κάτι πρέπει νὰ κάνουν γιὰ νὰ σταματήση τὸ θανατικό. Ἔτσι, σκέφθηκαν νὰ ἔρθουν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ πάρουν τὴν Κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ, γιὰ νὰ κάνη αὐτὸς τὸ θαῦμα του.
Πράγματι, τὴν Πέμπτη τῆς πρώτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μία ὁμάδα ἀνθρώπων φεύγει ἀπὸ τὸ χωριὸ πεζή, μὲ προορισμὸ τὴν Μονὴ τῆς Κορώνης. Ἔφτασαν στὸ μοναστήρι τὸ ἀπόγευμα, κοιμήθηκαν ἐκεῖ, καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ σηκώθηκαν, ἔκαναν τὴν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, πῆραν τὴν Κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὸ χωριό τους. Οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ εἶχαν συγκεντρωθῆ καὶ περίμεναν ὅλοι στὴν εἴσοδο αὐτοῦ. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὧρες πεζοπορίας ἔφτασαν στὸ χωριὸ, ὅπου ὅλοι γονυπετεῖς καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ὑποδέχτηκαν τὸν Ἅγιο Σεραφείμ καί  σχηματίσθηκε πομπὴ πρὸς τὸ χωριό. Φτάνοντας στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ, γονάτισαν ὅλοι καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔκαναν δέηση ὑπὲρ ὑγείας καὶ ταχείας ἀναρρώσεως. Καὶ πράγματι, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη οἱ ἀσθενεῖς ἄρχισαν νὰ γίνωνται καλὰ καὶ νὰ σηκώνωνται ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, ἀλλὰ καὶ τὰ ζῶα νὰ σηκώνωνται καὶ αὐτὰ. Τότε ἔκαναν  εὐχαριστήρια δέηση πρὸς τὸν Ἅγιο γιὰ τὸ πολύτιμο ἀγαθὸ τῆς ὑγείας ποὺ τοὺς χάρισε καὶ τὴν ἔφεραν στὸ μοναστήρι.
Εἰς ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ θαύματος πολλοὶ κάτοικοι, καὶ μάλιστα νέοι, ἔρχονται κάθε χρόνο μέχρι καὶ σήμερα τὴν ἴδια ἡμέρα γιὰ νὰ πάρουν τὴν Τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ νὰ τὴν μεταφέρουν πεζοὶ στὸ χωριό τους, ὅπου γίνεται δεκτὴ μὲ τιμές. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς της ἐκεῖ περιφέρεται σὲ ὅλα τὰ σπίτια πρὸς εὐλογία καὶ ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν. Ἐπιστρέφει δὲ καὶ πάλι στὴν Μονή τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων.
2. Περὶ τὸ ἔτος 1927 στὴν Καρδίτσα ὑπῆρξε μεγάλη ξηρασία. Γιὰ πάρα πολλοὺς μῆνες, ἀκόμη καὶ τὸ χειμώνα, δὲν ἔβρεχε. Τὰ σπαρτὰ τους ἄρχισαν νὰ ξεραίνωνται. Τὰ ζῶα ἄρχισαν νὰ πεθαίνουν. Οἱ κάτοικοι βρέθηκαν σὲ ἀπόγνωση.
Πῆγαν  στὸν Μητροπολίτη, κυρὸ Ἰεζεκιὴλ, καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ κάνη κάτι. Τότε ὁ Μητροπολίτης τοὺς εἶπε ὅτι θὰ πάρουν τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ θὰ κάνουν λιτανεία. Ὁ Μητροπολίτης παρήγγειλε στὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Κορώνης, Ἀρχιμ. Ἰάκωβο Κουτρούμπα, τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, Τρίτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα, νὰ μεταφέρη τὴν Κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Καρδίτσας, ὅπου θὰ γινόταν Θεία Λειτουργία καὶ στὴν συνέχεια λιτανεία καὶ δέηση γιὰ τὴν ἀνομβρία.
Πράγματι, ὁ Ἡγούμενος ἔφερε τὴν Ἁγία Κάρα, τελέσθηκε Θεία Λειτουργία καὶ στὴν συνέχεια λιτανεία. Στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως ἄρχισε νὰ γίνεται δέηση. Καὶ ὤ τοῦ θαύματος! Ἐκεῖ ποὺ ὁ οὐρανὸς ἦταν καταγάλανος καὶ ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ἄρχισαν νὰ μαζεύωνται σύννεφα, ἔκλεισε ὁ οὐρανὸς καὶ ἄρχισε νὰ βρέχη καταρρακτωδῶς. Εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ αἰτήματός τους καὶ ἐπέστρεψαν πίσω στὸν Ναό. Τόση ἦταν ἡ βροχή, ποὺ ὁ Μητροπολίτης βράχηκε, κρύωσε καὶ ἐπὶ ἕνα μῆνα ἦταν ἄρρωστος.
Εἰς ἀνάμνηση λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ θαύματος καὶ μὲ ἐνέργειες τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων κυροῦ Ἰεζεκιήλ, καθιερώθηκε μὲ προεδρικὸ διάταγμα ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων.
3. Ὁ Κων/νος Ματίκας στὸ ἔργο του «Ἱστορικὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ Γούρα» γράφει:
Τὸ ἔτος 1815 ἐνέσκηψε στὸ χαρούμενο καὶ ζωντανὸ ὡς τότε χωριὸ ἐπιδημία πανώλης, τὴν ὁποία μετέφεραν, ὅπως ἰσχυρίζονταν τότε, τὰ καραβάνια ποὺ μετέφεραν μαλλιὰ ἀπὸ τὴ Μακεδονία (Νάουσα, Βέροια). Ἡ ἐπιδημία ἔκανε μεγάλη ζημιά, σκόρπισε τὸ θανατικὸ σὲ ὁλόκληρες οἰκογένειες. Κάποιος παπὰς ἔγραψε τὸ χρονικὸ αὐτὸ στὸ ἐξώφυλλο ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου, Ὡρολοόγιον νομίζω,  ποὺ ἦταν στὸν Ἅγιο Δημήτριο, τὸ εἶδα καὶ ἐγὼ καὶ ὁ ἀείμνηστος ἱερέας Εὐστάθιος Λύτρας, ποὺ ἀνέλαβε νὰ τὸ φυλάξη.
Ἔγραφε λοιπὸν τὸ χρονικό: «Τὸ 1815 ἦλθε μεγάλο θανατικό, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς θάψουν ὅλους καὶ μικρὰ παιδιὰ ἔμειναν κοντὰ στὶς νεκρὲς μητέρες τους… πολλάκις γιὰ νὰ μὴν προσβληθοῦν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ συγγεννεῖς ἀπὸ τὴν ἐπιδημία, ὅταν ὁ θάνατος ἦταν οἰκογενειακός, τοὺς ἔκλειναν μέσα στὰ σπίτια τους καὶ οἱ ἱερεῖς διάβαζαν τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἀπ΄ ἔξω… (Ὅταν ὁ Ἀργύρης Ζαχαρῆς τὸ ἔτος 1950 – 51, ἔκανε τὸ σπίτι του στὴ θέση Λαγούτση, μάζευε τὴν πέτρα ἀπὸ τὰ θεμέλια παλαιοτέρων σπιτιῶν. Σ΄ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια αὐτὰ βρῆκε πολλὰ ἀνθρώπινα ὀστᾶ καὶ κρανία, ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ κλείστηκαν καὶ πέθαναν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τους). Τὴν ἑπόμενη μᾶλλον χρονιά, ἔφεραν ἀπὸ τὴ Μονὴ Κορώνης Καρδίτσης τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ἔκαναν λιτανεία καὶ σταμάτησε τὸ θανατικό.»
Ἡ προφορικὴ παράδοση συμπληρώνει: «Τὴν ὥρα ποὺ γινόταν ἡ λιτανεία, κάποιοι γέροντες ἀντιλήφθηκαν, σὰν σκιά, μία γριὰ νὰ φεύγη ΄΄σκούζοντας΄΄ πρὸς τὴν Ἀνάβρα καὶ ἕνας παπὰς πίσω νὰ τὴν κυνηγάη μὲ τὸ μπαστοῦνι του. Ἧταν ἡ ἀρρώστια ποὺ τὴν κυνηγοῦσε ὁ Ἅγιος Σεραφείμ.» Οἱ Γουργιῶτες κράτησαν μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ ἀργότερα, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιο, μετέφεραν τὴ γιορτή του ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του, 4 Δεκεμβδρίου, στὶς 29 Μαΐου, ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ λιτανεία καὶ τὸ θαῦμα. Ἔκτοτε οἱ Γουργιῶτες, ὅπου καὶ νὰ βρίσκωνται, τιμοῦν τὴν ἡμέρα αὐτή. Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς Γουργιῶτες μετοίκησαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ Λαμία, καὶ συγκεκριμένα στὴν περιοχὴ κάτω ἀπὸ τὸ Κάστρο, ἔκτισαν ἐκεῖ μία μικρὴ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ γιορτάζουν κανονικὰ μέχρι καὶ σήμερα στὶς 29 Μαΐου, τὴν ἡμέρα τοῦ θαύματος. (Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Ἀνάβρα (Γούρα) τῆς Ὄρθρυος» τοῦ ἱεροδιδασκάλου Ἀθανασίου Γ. Μηλιώνη σελ. 227).
4. «Θὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα γεγονός, ποὺ γιὰ μένα προσωπικὰ καὶ τὴν οἰκογένειά μου ἀποτελεῖ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ στὸ σπίτι μας καὶ στὴ ζωή μας.
            Ὀνομάζομαι Θωμᾶς Μπαλτὰς τοῦ Ἀποστόλου. Ἡ οἰκογένειά μου ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς δυό γονεῖς καὶ ἑπτὰ παιδιά. Ἡ ζωή μας δύσκολη καὶ ἡ ἐνασχόλησή μας μὲ τὰ χωράφια σκληρή.
            Ἐγὼ ὡς ἀγόρι ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ στηρίζω τὴν οἰκογένεια καὶ νὰ ἀναλαμβάνω ὅλες τὶς εὐθύνες τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν, ἀφοῦ ὁ πατέρας μας ἦταν φιλάσθενος.
            Γύρω στὸ 1933, ὁ πατέρας ἀρρώστησε σοβαρὰ καὶ γιὰ μῆνες. Ὅταν βρέθηκα στὸ παζάρι τοῦ Μουζακίου προκειμένου νὰ πουλήσω τὰ ἀγροτικὰ προϊόντα, κατὰ τὴν ἐπιστροφή μου στὸ χωριό μου, τὸ Φανάρι Καρδίτσας, συνάντησα ἕνα μοναχὸ ἀπὸ τὴ Μονὴ Κορώνης. Ἐκεῖνος μετέφερε τὴν Ἁγία Κάρα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ μοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἔμενε στὸ χωριὸ σὲ κάποιο σπίτι καὶ ζήτησε νὰ τοῦ δείξω τὸ σπίτι.
            Τότε σκέφτηκα τὸν ἄρρωστο πατέρα μου καὶ τοῦ πρότεινα νὰ μείνη στὸ σπίτι μας. Τοῦ εἶπα ὅτι, ἂν καὶ τὸ σπίτι μας ἦταν μικρό, δυὸ δωματίων, θὰ τὸν δεχόμασταν μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη ἡ μητέρα, ἐγὼ καὶ τὰ ἀδέλφια μου. Πίστευα βαθιὰ μέσα μου ὅτι ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ θὰ ἔκανε τὸ θαῦμα του καὶ θὰ ἔσωζε τὸν πατέρα μου.
            Ὁ μοναχὸς δέχτηκε. Πήγαμε στὸ δωμάτιο τοῦ πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ δυσκολία ἀπὸ τὴν μακρόχρονη ἀσθένεια προσκύνησε τὴν Ἁγία Κάρα. Ὁ μοναχὸς διάβασε μία εὐχὴ καὶ ὅλοι μαζὶ προσευχηθήκαμε καὶ παρακαλέσαμε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ πατέρα μας.
            Πράγματι, τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ πατέρας μου ξύπνησε τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἀπύρετος, δεῖγμα ὅτι ἄρχισε νὰ καλυτερεύη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔμεινε στὴν μνήμη μου, ἂν καὶ ἤμουν μικρὸ παιδί.
Τώρα μένω στὸν Βόλο καὶ συχνὰ ἀναφέρω αὐτὸ τὸ συμβὰν στὸν περίγυρό μου, εἰς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Ἅγιο Σεραφείμ.
Βόλος 19-5-2003
Θωμᾶς Μπαλτὰς
5. «ΧΩΡΙΑΝΕ ΜΟΥ ΑΓΙΕ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΕΛΑ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ ΚΑΙ ΣΩΣΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ».
Αὐτὰ ἦταν τὰ λόγια ποὺ φώναξα δυνατὰ στὸ θάλαμο τῆς ἐντατικῆς μονάδος τοῦ μεγάλου παιδικοῦ νοσοκομείου τοῦ Λονδίνου, ὅταν ἡ ἡλικίας δυὸ ἐτῶν ἐγγονή μου Μαρία ἔπαθε ἀνακοπὴ καρδιᾶς.
            Ἡ μικρὴ Μαρία ἤτανε χειρουργημένη ἀπὸ καρδιολογικὴ πάθηση. Ὅλα πηγαίνανε καλά. Σὲ κάποια στιγμὴ πνίγηκε ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ ἔπαθε ἀνακοπή. Τὸ μόνιτορ ποὺ ἔδειχνε συνεχῶς τὴ λειτουργία τῆς καρδιᾶς σταμάτησε νὰ δείχνη τεθλασμένη γραμμὴ καὶ ἔδειχνε πλέον μία εὐθεῖα γραμμή. Στὴν ἐντατικὴ μονάδα σήμανε συναγερμός. Πεπειραμένοι γιατροὶ μὲ πολλὰ σύγχρονα μέσα προσπαθούσανε νὰ ἐπαναφέρουν στὴ ζωὴ τὴ Μαρία. Εἰς μάτην ὅμως. Τότε ἐγὼ ἔβγαλα ἕνα σταυρὸ ἀπὸ τὴν τσέπη μου καὶ φώναξα δυνατά! «Χωριανέ μου ἅγιε Σεραφεὶμ, ἔλα στὸ Λονδίνο καὶ σῶσε τὴ Μαρία. Μὴ μ’ ἀφήσης νὰ πάω φέρετρο στὴν Ἑλλάδα». Καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπα νὰ μὴν συνέρχεται τὸ παιδί, ξαναφώναξα: «Ποῦ εἶσαι, Ἅγιέ μου; Τρέξε μὴν ἀργῆς». Τὴ στιγμὴ ἐκείνη αἰσθάνθηκα ὅτι δὲν πατῶ στὸ ἔδαφος, ἀλλὰ σὰ νὰ βρίσκωμαι μισὸ μέτρο πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος.
            Τότε εἶδα τὸν Ἅγιο μὲ τριμμένα ράσα νὰ σταματᾶ μπροστά μου μὲ τὰ χέρια του σὲ ἔκταση, σχηματίζοντας μὲ τὸ σῶμα του τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἡ μικρὰ Μαρία συνῆλθε ἀμέσως. Ὁ ὑπεύθυνος γιατρὸς μὲ φώναξε στὸ γραφεῖο του ζητώντας νὰ τοῦ ἐξηγήσω τὰ λόγια ποὺ εἶπα τὴν ἄσχημη ἐκείνη στιγμή, καὶ μοῦ εἶπε: «Ἐμεῖς σὰν ἐπιστήμη θὰ κάνουμε πολλὲς ἐξετάσεις στὸ παιδὶ γιὰ νὰ βροῦμε τὴν αἰτία». Ὅταν μετὰ ἀπὸ 7 ἡμέρες δὲν βρήκανε τίποτα, μὲ ξανακάλεσε στὸ γραφεῖο του καὶ μοῦ εἶπε: «Δὲν βρήκαμε τίποτα στὸ παιδί, φαίνεται πὼς ἡ πίστη σου ἔκανε τὸ θαῦμα της. Εἶμαι καὶ ἐγὼ χριστιανὸς Καθολικὸς καὶ πιστεύω πὼς ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸ Θεό».
Λονδίνο, 31 Ὀκτωβρίου 1985, ὥρα 9.30 βράδυ.
Υ.Γ. Καταθέτω τὸ θαῦμα αὐτὸ στὴ συλλογὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κορώνης Καρδίτσης, ὅπου φυλάσσεται ἡ Ἁγία Κάρα τοῦ συγχωριανοῦ μου ἐκ Πεζούλας Ἁγίου Σεραφείμ. Ὁ γιατρὸς λέγεται MARTIN ELLIOTT καὶ εἶναι ἀκόμα στὸ παιδικὸ νοσοκομεῖο τοῦ Λονδίνου.
Λαμὶα 12.5.2000
Γεώργιος Παπαθανασίου
6. Ἡ μητέρα μου Χρυσάνθη ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ Καρδίτσης, ὅταν ἤμουν μωράκι, μὲ μετέφερε ἐπειγόντως σὲ γιατρὸ τῆς Καρδίτσης λόγω τῆς σοβαρότητος τῆς ὑγείας μου.
Μετὰ τὴν ἐξέταση πού μου ἔκανε ὁ γιατρὸς, εἶπε στὴ μητέρα μου νὰ μὲ πάρη καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὸ χωριὸ γιὰ νὰ ἀποβιώσω ἐκεῖ. Ὅπως μὲ εἶχε στὴν ἀγκαλιά της καὶ προχωροῦσε στὸν δρόμο, εἶδε τὴν πομπή˙ γινόταν ἡ περιφορὰ τῆς Ἁγίας Κάρας τοῦ μεγαλομάρτυρος Ἁγίου Σεραφείμ. Ρώτησε κάποια κυρία (γιατί δὲν γνώριζε τί γινόταν), τῆς εἶπε καὶ τότε προσευχήθηκε μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ εἶπε: Ἅγιε Σεραφείμ, εἶναι τὸ μονάκριβο παιδί μου, κάν’το καλά. Δὲν πρόλαβε νὰ φτάση στὸν Παλαμᾶ, ἄνοιξα τὰ μάτια μου καὶ ἔγινα τελείως καλά.
            Τὰ παραπάνω διαδραματίστηκαν ἐν ἔτει 1931 καὶ τὰ καταθέτω. Ὀνομάζομαι δὲ Χρῆστος Καραβασίλης καὶ διαμένω στὸ Βόλο.
            Στὸ ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὑπάρχουν καταγεγραμμένα καὶ ἄλλα θαύματα τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, ποὺ ἀποδικνείουν ὅτι θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ.


 Τιμές προς τον Ιερομάρτυρα
Ὁ Ἱερομάρτυρας Σεραφείμ, ὄχι μόνο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους κατέχει ἐξέχουσα θέση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς δοξάζεται καὶ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι εὐλογημένος. Ὄντως «μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων καὶ εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν αὐτοῦ», καθὼς λέγει ἡ Γραφὴ (Παροιμ.ι΄8).
Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ ὑπήρξε πρότυπο χριστιανοῦ, μοναχοῦ, Ἡγουμένου καὶ Ἱεράρχου. Διακρίθηκε γιὰ τὴν σταθερή του πίστη πρὸς τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ παραδίδοντας  τὴν ἁγία του ψυχὴ μποροῦσε δίκαια νὰ ἐπαναλάβη μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα» (Β΄ Τιμοθ. δ΄7). Προβάλλεται ἀκόμη πρὸς μίμηση γιὰ τὴν ὑπακοὴ πρὸς τοὺς γονεῖς του, τὸν Ἡγούμενο καὶ ἰδιαιτέρως πρὸς τὸν Χριστόν.
Γι’ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ συγκινεῖ καὶ συναρπάζει τὰ πλήθη τῶν Θεσσαλῶν, ἰδιαιτέρως κάθε Χριστιανὸ τῶν Ἀγράφων, τοῦ Φαναρίου καὶ ὅλου τοῦ Νομοῦ τῆς Καρδίτσας, διότι αὐτὸς ἀναδείχθηκε Μάρτυρας τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Δικαίως ἀνακηρύχθηκε Πολιοῦχος τῆς πόλεως καὶ τοῦ Νομοῦ Καρδίτσας καὶ μεγαλοπρεπῶς ἑορτάζεται τὴν 4ην Δεκεμβρίου.
       Ἀπὸ τοῦ ἔτους 1928, χάρις στὴν πρωτοβουλία τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων κυροῦ Ἰεζεκιήλ, τὴν Κυριακὴν τῶν Μυροφόρων γίνεται Πανθεσσαλικὴ λιτανεία καὶ περιφορὰ τῆς κάρας τοῦ Ἁγίου στὴν Καρδίτσα. Ἐπίσης, ἀπὸ τὸ 1936, τὴν τελευταία Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου, θεσπίσθηκε πάλι ἀπὸ τὸν ἴδιο Μητροπολίτη νὰ γίνεται λιτανεία στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου στὸ Φανάρι. Ἰδιαιτέρως ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὸν Ἅγιο ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κορώνης, στὴν ὁποία ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἐξελέγη Ἡγούμενος. Ἀλλὰ καὶ πέραν τῶν Θεσσαλικῶν ὁρίων τιμᾶται ὁ Ἅγιος, ὅπως στὶς ἐπαρχίες Εὐρυτανίας, Βάλτου κ.λπ.
Ἐκτὸς τοῦ περικαλλοῦς ναοῦ ἐπ΄ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ βυζαντινοῦ ρυθμοῦ στὸ Φανάρι, ὑπάρχουν ἐπ’ ὀνόματί του δύο παρεκκλήσια: στὴν Ρεντίνα Καρδίτσας ἡμικατεστραμμένο καὶ στὴν Γούρα  (Ἀνάβρα) Ἁλμυροῦ μὲ ἐπιγραφὴ 1802. Ἐπὶ πλέον στὴν Καρδίτσα ἀνηγέρθη ἐπὶ Ἰταλογερμανικῆς κατοχῆς ὡς Μετόχιο τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μονῆς ἕτερος ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, πρωτοβουλίᾳ τοῦ Καθηγουμένου τῆς Μονῆς μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἰακώβου Κουτρούμπα.
Τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου συνέθεσε τὸ 1640 ὁ συντοπίτης αὐτοῦ Ἱερομόναχος Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος, φημισμένος λόγιος τῆς ἐποχῆς του, ποὺ σπούδασε στὴν Εὐρώπη.
Ἡ καλύτερη τιμὴ βέβαια πρὸς τοὺς ἁγίους εἶναι ἡ μίμηση τῶν ἀρετῶν αὐτῶν, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καλούμαστε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε τὴν ὑπακοὴ στὸν Θεὸ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ, διότι κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ἡ ὑπακοὴ εἶναι ζωή, ἐνῶ ἡ ἀνυπακοὴ εἶναι θάνατος.
Ἐὰν λοιπὸν θέλουμε νὰ εἴμαστε πραγματικοὶ στρατιῶτες τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, πρέπει νὰ παραδοθοῦμε ἄνευ ὅρων εἰς Αὐτόν. Αὐτὸ εἶναι, ὄχι μόνον καθῆκον ἀλλὰ καὶ συμφέρον μας. Ἐὰν ὑπακοῦμε στὸν Θεὸ καὶ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς Αὐτοῦ, θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία Του σὲ κάθε μας ἔργο. «Ἐὰν θελήσητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε», λέει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως δέ, «ἐὰν μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται», προσθέτει (Ἠσαΐου α΄19-20).
Ἀναρωτιέμαστε συχνὰ: Γιατί πολλὲς φορές, ἐνῶ σπείρουμε, δὲν θερίζουμε; Γιατί, ἀφοῦ ἐργαζόμαστε, δὲν ἀπολαμβάνουμε; Γιατί ἀκόμη ὑποφέρουμε καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς κοινωνία; Ἁπλούστατα διότι δὲν μάθαμε ἀκόμη νὰ ὑποτάσσουμε τὸ δικό μας θέλημα στὸ Θεῖο.
Θέλουμε λοιπὸν νὰ ἔχουμε τὴν θεία εὐλογία καὶ τὴν προστασία τοῦ Ἁγίου; Ἐπιθυμοῦμε οἱ ἐργασίες μας νὰ πηγαίνουν καλά; Θέλουμε ἀκόμη ἡ ὑγεία, ἡ εἰρήνη, ἡ ὁμόνοια νὰ βασιλεύη εἰς τὴν οἰκογένεια καὶ στὴν Πατρίδα μας; Τότε ὀφείλουμε ὡς Ἕλληνες καὶ Χριστιανοὶ νὰ μιμούμαστε στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν πίστη τὸν Ἱερομάρτυρα Σεραφεὶμ λέγοντας καὶ ἐμεῖς τὸ «Ὄχι» στὸν κάθε ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, ὅποιο ὄνομα καὶ ἂν φέρη αὐτός. Τότε καὶ τὸ δικό μας ὄνομα θὰ εἶναι εὐλογημένο καὶ τιμημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.


Γεώργιος Καραϊσκάκης ¨Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΑΘΑΜΕ... Σκληρές αλήθειες για την Επανάσταση του 1821

Γεώργιος Καραϊσκάκης
Γράφει ο Γιάννης Δημάκης

«Η ιστορία γνωρίζει ένα νόμο, το νόμο να κυνηγάει το ψέμα και να παρουσιάζει την αλήθεια.»Τάκιτος
«το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό, ό,τι είναι αληθινό» ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
    Είναι βέβαιο, ότι η ελληνική ιστορία έχει γραφτεί στρεβλωμένα κι έτσι την έχουμε μάθει γενιές και γενιές Ελλήνων. Το πιο χαρακτηριστικό σημείο είναι, ότι έχουμε ηρωοποιήσει και τιμάμε πρόσωπα, τα οποία σαφώς και δεν άξιζαν τέτοια τιμή. Πρόσωπα που είχαν - αν μη τι άλλο- θολό ή σκοτεινό παρελθόν και ζωή που επ' ουδενί μπορούν να χαρακτηριστούν ήρωες. Η δε πολιτική ζωή τους, ήταν πλήρης ιδιοτέλειας που ...χαρακτηρίστηκε ηρωισμός!.Θα επιχειρήσουμε μια όσο το δυνατόν πιο εμπεριστατωμένη καταγραφή κάποιων από εκείνους που η ιστορία μας καταγράφει ως ήρωες παραθέτοντας οσα πιο πολλά στοιχεία μπορούμε.Για τον κάθε ιστορικό πρόσωπο θα παραθέτουμε τα αρνητικά σχόλια που έχουν γραφτεί για κάποια ενέργεια του αλλα και για το ίδιο γεγονός τα θετικά σχόλια αν υπάρχουν.   Δεν έχουμε πρόθεση να απομυθοποιήσουμε κανέναν, παρά μόνο να μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η ιστορία που μας διδάσκουν έχει πάμπολλες στρεβλώσεις και αναλήθειες.
Η σπηλιά που γεννήθηκε ο Καραϊσκάκης στο Μαυρομμάτι Καρδίτσας
   Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματωλός και στη συνέχεια κατέστη στρατηγός της Επανάστασης του 1821.
 Βιογραφία....
     Γεννήθηκε σε μια σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσης  ή σύμφωνα με άλλες πηγές σε ένα μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας.Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια (γι' αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς») και ασπάστηκε τον μοναστικό βίο.
    Για κάποιους, πατέρας του ήταν ο κλεφταρματωλός του Βάλτου Δημήτρης Ίσκος (Φωτιάδης) ή Καραΐσκος (Περραιβός, Γαζής, Βλαχογιάννης), για κάποιους άλλους ο κλέφτης Αραπόγιαννος, ενώ για κάποιους άλλους παραμένει μυστήριο.
 Ο πατέρας του δεν τον αναγνώρισε ποτέ και το παιδί μεγαλώνοντας, διαλαλούσε εδώ κι εκεί ότι ήταν νόθος.
Στην πλατεία του Μαυρομματίου με τα αιωνόβια πλατάνια στέκει επιβλητικά ο χάλκινος έφιππος ανδριάντας του Γ. Καραϊσκάκη, βάρους 2,5 τόνων έργου του Ακαδημαϊκού γλύπτη Γιάννη Παππά που στήθηκε εκεί το έτος 1990 έπειτα από πανελλήνιο έρανο.
Πρώτα χρόνια.
    Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του.
 Ξυπόλητος όπως ήταν χειμώνα καλοκαίρι συνήθισε να περπατάει στις πέτρες και στα χιόνια στ' αγκάθια και στις τσουκνίδες, ανέβαινε τα βουνά πιο γρήγορα από τα κατσίκια που φύλαγε, έγινε ένα με αυτά έμαθε τα κατατόπια και τα περάσματα σκαρφάλωνε μαζί τους εκεί που δεν πήγαινε άνθρωπος, γιατί μαζί τους αισθάνονταν καλύτερα πιο άνετα, έβλεπε τον κόσμο από μακριά. Σε ηλικία οκτώ ετών έχασε την μητέρα του τον μόνο άνθρωπο που του φέρονταν ανθρώπινα. Η ζωή του έγινε κόλαση. Οι ξένοι καταφρόνεσαν το παιδί περισσότερο από ποτέ και γύρευαν μ' αδιάκοπη δούλεψη να τους πληρώνει το ξεροκόμματο που του έδιναν να φάει.
Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.
Όταν μεγάλωσε δεν ξέχασε την μιζέρια την φτώχεια και την αδικία που πέρασε στα παιδικά του χρόνια. Γι' αυτό συμπονούσε τον αδύνατο και κατηγορούσε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια μεγάλωσε έλεγε: «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο».
Από την παιδική του ηλικία ήδη, κάνει τα πρώτα βήματά του ως Κλέφτης.
    Όταν πήγε στην Γράλιστα (Ελληνόπυργο) στην αρχή τα παιδιά του χωριού τον κυνήγησαν άγρια αλλά σιγά σιγά συνειδητοποίησαν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν αρκετά έξυπνος και πιο γρήγορος, άρχισαν να τον κάνουν παρέα. Με τον καιρό το ταλαιπωρημένο από την ζωή αλλά πανέξυπνο παιδί κατάφερε να τους επιβληθεί, να γίνει αρχηγός τους και να φτιάξουν μια ψευτοσυμμορία. Στην αρχή η ομάδα του Καραϊσκάκη ξεκίνησε με πετροπόλεμο με τα παιδιά από τα διπλανά χωριά, έπειτα άρχισαν να κλέβουν φρούτα, αργότερα άρχισαν να κλέβουν κότες και αργότερα γίδια και πρόβατα. Οι κλεψιές μεγάλωναν συνέχεια και η φήμη ότι η συμμορία του Καραϊσκάκη έκλεβε ζώα και ότι έκανε τον καπετάνιο πέρασε τα σύνορα της Γράλιστας και η τοπική κοινωνία ζήτησε την βοήθεια της τουρκικής εξουσίας.
Ελληνόπυργος Καρδίτσας:Το παραδοσιακό σπίτι του Τσιούτσιου το στρατηγείο του Καραϊσκάκη. Τούτο το σπίτι έχει περάσει στην αιωνιότητα. Σ' αυτό ανδρώθηκε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και έδωσε το 1817 (ημέρα του Πάσχα) την πρώτη μάχη με τους Τούρκους.
Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. 
 Από μικρός μπήκε στην υπηρεσία του Αλή Πασά και λίγο αργότερα παντρεύτηκε ένα από τα κορίτσια του χαρεμιού του, την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου. Έτσι, έλαβε τον τίτλο του Αλημπασαλή, όπως λεγόντουσαν εκείνοι που υπηρετούσαν τον Αλή Πασά. Έχοντας ελληνική συνείδηση, δεν άργησε να βρεθεί απέναντι στους Τούρκους και όταν ξεκίνησε η επανάσταση άρχισε να διακρίνεται στις μάχες. 
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:
"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο".
    Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε το στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις και θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την επιστημονική έρευνα.
Οταν ήταν κοντά στον  Κατσαντώνη  έγινε το πρωτοπαλίκαρό του. Ήταν ένας από τους τρεις που πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Βεληγκέκα, πρωτοπαλίκαρο του Αλή πασά. Δίπλα στον Κατσαντώνη, ο Καραϊσκάκης έμαθε τα μεγάλα μυστικά του ανταρτοπόλεμου. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη ο Καραϊσκάκης και οι λίγοι Κλέφτες που είχαν απομείνει προσκύνησαν τον Αλή πασά, όπου και διέμειναν στην αυλή του ακολουθώντας τον στις διάφορες εκστρατείες του.
      Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Μαυρομματίου: Είναι γνωστή και ως "Μονή Γεωργίου Καραϊσκάκη" καθώς στη σπηλιά που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι αυτό, γεννήθηκε το 1782 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Βρίσκεται κοντά στο Μουζάκι και στο Μαυρομμάτι Καρδίτσας.
Δράση πριν το 1821.
    Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.

Δράση 1821 - 1823
    Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, εξαγοράζοντας τον καιρό και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
    Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα, στρατού του οποίου ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς κοντά στον Άγιο Βλάση, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Επιστροφή - Δίκη.
    Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες του Καραϊσκάκη.
Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίζει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο.
 Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.
 Η μετωπική σύγκρουσή του με τους εκφραστές της τάξης και της πολιτικής νομιμότητας ήταν συνεχής και παραλίγο να του κοστίσει πολύ περισσότερα από τη στρατιωτική του «καθαίρεση» και την απώλεια του αρματολικιού των Αγράφων .Τοτε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά ομολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη (ο οποίος ήταν άνθρωπος του Ράγκου), που είχε μεταβεί στα Γιάννενα ότι: «ο γιος της καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό». Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας».
Γράφει ο Μακρυγιάννης (τόμος Α΄, σελίδα 156)
« Ηύρε πρόφασιν η εκλαμπρότης του (σ.σ. ο Μαυροκορδάτος) εις το Μεσολόγγι ότι ο Καραϊσκάκης αγρικήθη με τους Τούρκους. Έβαλεν ανθρώπους του, τους έκαμε κριτάς να τον περάσουνε από το κανάλι της δικαιοσύνης του, να τον σκοτώσουνε. Τον κρίναν και τον είχανε χαζίρι. Κι αν δεν τον γλιτώνανε οι σύντροφοί του, θα τον σκότωναν. Ακούτε εσείς; Ο Καραϊσκάκης από δέκα χρόνων παιδί κλέφτης θα γύριζε με τους Τούρκους όπου τους σκότωνε μέσα στους λόγγους και περπάταγε ξυπόλητος από μικρό παιδί για την λευτεριά. Ο εκλαμπρότατος, το ζυμάρι των Τούρκων, ο δουλευτής αυτήνων των Τούρκων, ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπημένος των τυράννων, κατέτρεχε τον Καραϊσκάκη να τον καταδικάσει εις θάνατον»
 Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".. Συνελήφθη, την ανάκριση την έκαναν άνθρωποι του Μαυροκορδάτου, που τον προσήγαγαν σε δίκη, την πρωταπριλιά του 1824.
Στις 30 Μαρτίου ο Μαυροκορδάτος διορίζει ανακριτική επιτροπή με πρόεδρο τον επίσκοπο Άρτας Πορφύριο και την Πρωταπριλιά του 1824 ξεκινάει η «δίκη» μέσα στην εκκλησία της Παναγίας του Αιτωλικού.
Σύμφωνα με την περιγραφή Κασομούλη, ο Πορφύριος κάθεται στον αρχιερατικό θρόνο. Στα στασίδια των επιτρόπων στέκουν οι κριτές.Μπαίνει ο κατηγορούμενος οπλισμένος. Προσκύνησε τις εικόνες και ζήτησε την ευχή του δεσπότη.
-Πες μου, του λέει, ορθός θα σταθώ ή θα καθίσω;-
Κάθισε, γιατί είσαι ασθενής.Του έφεραν ένα μαξιλάρι «διότι το έδαφος ήταν πλάκες μάρμαρα, να μη βλαφθή από το ψύχος»
.Πορφύριος: -Καραϊσκάκη, η πατρίς λαβούσα υποψίαν από τα κινήματά σου, έχουσα και διδόμενα από μερικάς σου ανταποκρίσεις, σήμερον σε προσκάλεσεν εις το κριτήριο… Αφού με τόσας ανδραγαθίας εδόξασες τον εαυτό σου και η πατρίς σε αντάμειψεν… εφάνης αχάριστος. Είθε να είσαι αθώος. Έστειλες τον Κ. Βουλπιώτην εις Ιωάννινα. Τι δουλειά είχε ο Βουλπιώτης εκεί; Τι απολογίαν έχεις;
Καραϊσκάκης: -Απ’ όσα με κατηγορούν καμίαν είδησιν δεν έχω… Τον Βουλπιώτην εγώ δεν τον έστειλα. Επήγε διά δουλειάν του. Μόνος του με εζήτησεν διαβατήριον. Ήξευρον τον εαυτόν  μου αθώον από αυτήν την κατηγορίαν. Το κριτήριον ας εξετάσει τον Βουλπιώτην…
Εμφανίστηκε –συνεχίζει ο Κασομούλης- (αντί του Βουλπιώτη) μάρτυρας «ο έπαρχος κύριος Γιάγκος Σούτζιος (φαναριώτης, φίλος του Μαυροκορδάτου)… και τα είπεν:
-Εγώ, μωρέ, λέγει ο Καραϊσκάκης, σε τα είπα εσένα;-
Μάλιστα, λέγει ο Σούτζιος…
Καραϊσκάκης: -Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.
Κριτής (Γαλάνης Μεγαπάνου): -Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα διατί να τα λέγης έτζι(πρόστυχα).
Καραϊσκάκης: -Το έχω χούι, κυρ Πάνο.
Κριτής: -Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης: -Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Και συ, κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής.Λέγοντας αυτό ο Καραϊσκάκης μες στο ναό – δικαστήριο, «εκτύπησαν τα γέλια όλοι και πήγαν και πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος», γράφει ο Κασομούλης.
Και η κατάληξη της «δίκης» – παρωδίας:
 «Ο Διευθυντής (Μαυροκορδάτος) κοινοποίησεν ότι ο Καραϊσκάκης είναι ένοχος προδοσίας κατά τας εξομολογήσεις του Βουλπιώτου… Εξεδόθη προκήρυξη εις τας 2 Απριλίου 1824.Αντεγράφη και ετοιχοκολλήθη»
Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρ'όλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ.
    Στην «Προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη», που την υπογράφουν ο Μαυροκορδάτος και οι περισσότεροι καπετάνιοι της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, ο ήρως γνωρίζεται «ως επίβουλος της πατρίδος και προδότης».Σύμφωνα μ’ αυτήν δίνεται προσταγή στον Καραϊσκάκη να αναχωρήσει αμέσως «μόλον όπου είναι ασθενής… Αν μετανοήσει και επιστρέψει εις τα χριστιανικά και ελληνικά χρέη του, η πατρίς θέλει λάβει την ευχαρίστησιν ότι τον εκέρδισεν…»Και η προκήρυξη καταλήγει:«Ειδοποιήστε άπαντες (οι πολίτες) διά του παρόντος ότι ο Καραϊσκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα του και δεν έχει καμίαν εξουσίαν παρά της Διοικήσεως. Μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας… Πάντες οι Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τονστοχασθούν ως εχθρόν, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί ούτε κατά των Τούρκων.
Μετά την τοιχοκόλληση και τη δημοσίευση της προκήρυξης στα «Ελληνικά Χρονικά», ο Καραϊσκάκης ζήτησε διορία 5-6 ημερών να παραμείνει στο Αιτωλικό για να προετοιμάσει την αναχώρησή του. «Δεν του εσυγχωρήθη παρά σαράντα οχτώ ώρες μόνον».Φεύγοντας με 80 στρατιώτες λέει δημόσια στους καπετάνιους που τον καταδίκασαν και στον Μαυροκορδάτο: 
-Αδελφοί καπιτάνιοι, αν με καταδικάσατε δικαίως ο Θεός να με το στείλη στο κεφάλι ευθύς, κι αν αδίκως, ογλήγορα να σας το πέμψη εις το δικόν σας κεφάλι.Και στο διευθυντής Δ. Χ. Ελλάδος:-Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσίαν μου με την έγραψες εις το χαρτί και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου τη γράψω εις το μέτωπόν σου για να φανής ποιος είσαι.Κι εκτύπησεν το μέτωπόν του με τα τέσσερα δάκτυλα δείχνοντάς τον.-Εδώ! λέει.
Η περίφημη αυτή σκηνή δείχνει όλο το μεγαλείο και την τόλμη του συκοφαντημένου ήρωα. Ο Mαυροκορδάτος, δεν τόλμησε ν’ ανoίξει το στόμα, για ν' απαντήσει.
Ακολούθησε η αποκήρυξη και ο επίσημος αφορισμός του απ’ την Εκκλησία.
     Από το Αιτωλικό οι στρατιώτες του τον μεταφέρουν λόγω της κατάστασης της υγείας του… με φορείο! (ένα ξυλοκρέβατο που το κουβαλούν τέσσερις). Προσπαθούν να φτάσουν στα λημέρια των Αγράφων. Στην πορεία τους απ’ τα διάφορα χωριά οι αρχικά 80 πολεμιστές γίνονται… 1500! Έφευγαν από τα σπίτια τους και τον ακολουθούσαν. Τέτοια λατρεία του είχαν.
    Στις 27 Μαΐου του 1824 ο Καραϊσκάκης έκανε χρήση της παραγράφου της αποκήρυξης και του αφορισμού του, όπου γινόταν λόγος για συγνώμη. Έτσι έστειλε γράμμα στον Μαυροκορδάτο ζητώντας άφεση των υποτιθεμένων αμαρτιών του, που όμως δεν εισακούσθηκε. Στην επιστολή του, που σώζεται μέχρι σήμερα αναφέρει: «Εμένα η κακή μου τύχη έφερε αρρώστεια οπίσω. Δεν εξεύρω κι όλα απ’ τα κρύα τα πολλά ήταν, ή από τους τόσους αφορισμούς οπού μου εκάματε, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσει η Διοίκησις και όλοι οι χριστιανοί και να μου σταλθεί και μία ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως». Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.

Αρχιστρατηγία.
    Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".
    Λίγο αργότερα,στα τέλη του 1824, ο άλλος μηχανορράφος, ο Κωλέττης, έκανε τη δική του κίνηση. Πλησίασε και προσεταιρίστηκε τον Καραϊσκάκη,τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες  με στόχο την πρόκληση του εθνικού διχασμού, που κατέληξε στον εμφύλιο του 1824, με την εισβολή των Ρουμελιωτών στον Μοριά, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων, την φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και τις απίστευτες αγριότητες που διεπράχθησαν στην Πελοπόννησο . Η Γαστούνη καταστράφηκε ολοσχερώς. Το ίδιο και το Αίγιο, τα Καλάβρυτα, η Κόρινθος, η Γορτυνία. .........
Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό απο τα χρήματα του Αγγλικού Δανείου. 
   Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά"(Αμφιλοχία) όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
    Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "ελεύθερων πολιορκημένων", το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. 
Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες.
Η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου προκάλεσε μεγάλη απελπισία στους Έλληνες. Στην Επίδαυρο, όπου μόλις είχε αρχίσει τις εργασίες της η Γ Εθνοσυνέλευση (6-16 Απριλίου 1926), οι πληρεξούσιοι κλονίστηκαν σοβαρά με τα δυσάρεστα νέα, τα οποία έφεραν την Επανάσταση σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις της. Η Εθνοσυνέλευση διέκοψε τις εργασίες της στις 16 Απριλίου 1826, αφού ανέστειλε τη λειτουργία της Βουλής και του Εκτελεστικού. Παύοντας την προβληματική κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη εξέλεξε δωδεκαμελή διοικητική επιτροπή με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη. 
Η ανεμπόδιστη προέλαση του Κιουταχή στη Στερεά Ελλάδα και η προοπτική της απώλειας της πόλης των Αθηνών αλλά και ολόκληρης της Ρούμελης, που έθεταν σε σημαντικότατο κίνδυνο το μέλλον της Επανάστασης, απαιτούσαν τη λήψη άμεσων και δραστικών μέτρων. Στο κέντρο των επιχειρήσεων, το Ναύπλιο, επικρατούσε γενική αναταραχή και αναβρασμός.
    Αργότερα έφτασαν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και οι καπεταναίοι της Ρούμελης, ζητώντας να βρουν με ποιο τρόπο θα αντιμετωπίσουν τον Κιουταχή. Όμως ο οξύς ανταγωνισμός που επικρατούσε μεταξύ των οπλαρχηγών αλλά και των πολιτικών, οι διάφορες έριδες και οι παλιές βεντέτες, δεν επέτρεπαν την εκπόνηση και προώθηση οργανωμένου σχεδίου δράσης. Ο Καραϊσκάκης, εκτιμώντας την κρισιμότητα της κατάστασης και έχοντας μεγάλη πεποίθηση στις δυνάμεις του, ζήτησε δυναμικά από τη Διοίκηση την αρχιστρατηγία της Ρούμελης. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, ο Ζαΐμης τον διόρισε αρχιστράτηγο της Στερεάς Ελλάδας, αφήνοντας στην άκρη την προσωπική του έχθρα, καθώς ο Καραϊσκάκης κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου είχε λεηλατήσει με το ασκέρι του το σπίτι του και ολόκληρο το χωριό του, την Κερπινή, κοντά στα Καλάβρυτα.
    Ο βιογράφος του μεγάλου οπλαρχηγού Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει παραστατικά τη στιγμή της ύψιστης δικαίωσης: «Τον φωνάζουνε στο Μπούρτζι. Κι όταν ο Καραϊσκάκης άκουσε από το στόμα του Ζαΐμη, του παλιού του οχτρού από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, πως τον κάνουν αρχιστράτηγο της Ρούμελης, τα μάτια του βούρκωσαν και δύο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα βαθουλωμένα μάγουλά του. - Η πατρίδα, του λέει ο Ζαΐμης, γυρεύει σήμερα από μας να μονοιάσουμε. - Ναι, το γυρεύει! Αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης και ρίχνεται στην αγκαλιά του Ζαΐμη˙ φιλήθηκαν και ξέχασαν τα περασμένα. Σε τούτη τη σκηνή έλαχε να βρίσκεται κι ο Υδραίος μεγαλονοικοκύρης Βασίλης Μπουντούρης. - Καραϊσκάκη, δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, του λέει- ο θεός να σε φωτίσει να το κάμεις από δω κι εμπρός... - Δεν το αρνούμαι! Απαντάει ο μεγαλόκαρδος άντρας. Όταν θέλω γίνουμαι άγγελος κι όταν πάλι θέλω γίνουμαι  διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος».
    Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγο της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Τον ίδιο μήνα ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.

Νικηφόρες πορείες........Αράχωβα.
    Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μεταφέρει το στρατόπεδό του από την Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντιλαμβάνεται γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που ήταν νοτιότερα, οι οποίοι και ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
 Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στη Δαύλεια δίπλα σην Μονή της Ιερουσαλήμ προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, σπεύδει με 560 άνδρες και προκαταλαμβάνει την Αράχωβα, την οποία οχυρώνει με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων.
    Το κρύο και το χιόνι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη σύγκρουση. Οι Έλληνες είχαν καταφύγιο στα σπίτια της Αράχωβας, ενώ οι Τούρκοι είχαν μεγάλες απώλειες εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο και περικυκλωμένοι από όλες τις πλευρές. Όταν μαθεύτηκε η παγίδευση του στρατεύματος του Μουσταφάμπεη, τουρκικές δυνάμεις από διάφορες φρουρές έρχονταν προς βοήθειά του. Όμως ο Καραϊσκάκης είχε αποκλείσει όλες τις διαδρομές από όπου θα μπορούσε να έλθει βοήθεια προς τον εχθρό. Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης συμμετείχε στις αψιμαχίες ενθαρρύνοντας τους πολεμιστές του.
Οι Τούρκοι, υποφέροντας από το κρύο και την έλειψη εφοδίων, ζήτησαν από τον Καραϊσκάκη συνθήκη ώστε να αποχωρήσουν. Αυτός ζήτησε για αντάλλαγμα να του παραδοθούν η Λειβαδιά και η Άμφισσα, καθώς και να μείνουν ως όμηροι ο Μουσταφάμπεης και ο Κεχαγιάμπεης. Οι αρχηγοί των Τούρκων δεν δέχτηκαν και παρέμειναν οχυρωμένοι περιμένοντας βοήθεια από τον Κιουταχή. Την 24η Νοεμβρίου σημειώθηκε μεγάλη χιονόπτωση που απείλησε να καλύψει ζωντανούς τους Τούρκους. Βλέποντας ότι δεν μπορούν πλέον να παραμείνουν στο ύπαιθρο, επιχείρησαν έξοδο προς το δρόμο που οδηγεί προς τη Μονή Ιερουσαλήμ. Οι Έλληνες δεν αντελήφθησαν έγκαιρα τη φυγή γιατί λόγω του χιονιού είχαν αποσυρθεί στα σπίτια της Αράχωβας. Όταν η φυγή έγινε αντιληπτή οι Έλληνες έσπευσαν και κατέκοβαν τους αποχωρούντες Τούρκους. Δεν χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα όπλα γιατί αυτά είχαν καταστεί άχρηστα λόγω του χιονιού και του παγετού.
Η καταδίωξη εξελίχθηκε σε σφαγή, που άρχισε δύο ώρες πρό της δύσης του ηλίου και συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Όσοι Τούρκοι απέφυγαν τη σφαγή πάγωναν όταν αποκαμωμένοι σταματούσαν να αναπαυθούν.
    Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχωβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουσταφάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης.
Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχωβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 300  κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών. Η συνήθεια αυτή, που ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ΄ τον Καραϊσκάκη για να αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων.
Στη συνέχεια, διαβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισέρχεται στο Τουρκοχώρι το οποίο και καταλαμβάνει ενώ με τα ίδια του τα χέρια φονεύει τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα καταδιώκει μέχρι τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.

Το τέλος.
    Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας(Κυβέρνηση),ο "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα.
Στο άκουσμα της απόφασης ένας μόνο χάρηκε: 
Εις μόνον εχάρη, ο Κιουταχή Πασιάς και ενθαρρυνθείς ήρχισε τας εργασίας του ζωηρότερα. Το στρατόπεδον του Πειραιώς, με το άκουσμα τούτο ενεκρώθη.
Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες.Η απόφαση αυτή στάθηκε καταστροφική για την Ελλάδα, αφού οδήγησε στο θάνατο του Καραϊσκάκη και στη σφαγή του ελληνικού στρατού στον Ανάλατο. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.

Ο Μακρυγιάννης σχολιάζει με τον τρόπο του την απόφαση:
Έφκιασαν τη Συνέλεψη, διόρισαν τον ναύαρχον τον νέον, ότι γέρασε ο Μιαούλης, τον αρχιστράτηγο, ότι δεν δύναται ο Καραϊσκάκης, και γράψαν μια διαταγή εις τον Καραϊσκάκη οι καλοί πατριώτες και τόλεγαν ότι κιντύνευε η πατρίς, όταν νάστιβε ο Καραϊσκάκης και οι σύντροφοί του τα πουκάμισά τους, εκίναγε το αίμα από την Αράχωβα, από τον Έπαχτο, από το Δίστομον κι από τον καθημερινό πόλεμο, τότε έγραψαν του Καραϊσκάκη και τόπαιρναν τα συχαρίκια ότι διόρισαν τον Τζούρτζη -κι αυτός να είναι εις την οδηγίαν του. Στοχαστείστε, εσείς οι αναγνώστες. Αυτείνη την εποχή ποιος είχε γνώση διά να σώση την πατρίδα -και ποιος να την χάση. Με τόση δύναμη ο Καραϊσκάκης δεν την έφκειανε φλούδα όλους αυτούς.
Για τους δύο Άγγλους στρατιωτικούς γράφει ο Λάμπρος Κουτσονίκας:
Οι δύο ούτοι διορισθέντες αρχηγοί επί των κατά ξηράν και θάλασσαν ελληνικών δυνάμεων, αντί να επιφέρουν όφελος, έφεραν βλάβην, μάλιστα ο του στόλου (εννοεί τον Κόχραν) έγινεν αίτιος της φθοράς τόσου στρατού και τόσων αρχηγών, ώστε τοσούτοι δεν εχάθησαν εν όλη την επαναστάσει…Ο Καραϊσκάκης μετά των Ελλήνων ήξευρε να πολεμή τους εχθρούς. Αυτός εδείχθη παντού νικητής, αλλ’ ατυχώς την εξουσία αυτού την ανέθεσαν εις άλλον, και απ’ αυτόν πάλιν την εσφετερίσθη θαλάσσιον άπειρος των μαχών των Οθωμανών, και ούτως απωλέσθησαν τόσοι άριστοι αρχηγοί της Ελλάδος, το άνθος του στρατού, και η Ακρόπολις αύτη.
 Το κίνητρο που έκανε τους Έλληνες στρατιώτες να παρατήσουν τον Καραϊσκάκη και να συγκροτήσουν το στρατό του Τσωρτς:
Ο δε νέος στρατάρχης Ζωρζ έστησε το στρατόπεδό του πέριξ της Καλαβρίας (νήσος Πόρος) και από τας πρώτας ημέρας της στραταρχίας του, ήρχισε να διαλύη το εν Πειραιεί μέγα και θαυματουργόν στρατόπεδον του Καραϊσκάκη. (…) Οι εν Πειραιεί Έλληνες όθεν, ακούσαντες ότι ο Ζωρζ δίδει μισθόν, παρέλειπον τας μαχίμους θέσεις των και μετάβαινον εις τον Πόρον υπό μισθόν.(…)Ο Ζωρζ αφού επηύξησε το Σώμα του έως 2.000, εξήρχετο συνεχώς προς επιθεώρησιν αυτού και θωπεύον ένα ένα έκαστον στρατιώτην, του έλεγε: “μπράβο, μπράβο ήρωα! έλαβες τον μισθόν σου;” Ο δε απεκρίνετο: “Ναι, αφέντη, τον έλαβα, να ζήσης χίλια χρόνια. Ένα χρόνο, αφέντη, έτρεχα κατόπιν του Καραϊσκάκη και παρά δεν έλαβα. Ο Θεός να σε πολυχρονίση, αφέντη!”
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.
   Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον Στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Πριν πεθάνει υπαγόρευσε την διαθήκη του αφήνοντας τα όπλα του στους συναγωνιστές και την κληρονομιά του,τις δυο κόρες του στη φύλαξη του κράτους.
Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Η μάχη στον Ανάλατο κατέληξε σε τραγωδία για τους Έλληνες, λόγω της απρονοησίας των Άγγλων στρατιωτικών που επέλεξαν την κατά μέτωπο επίθεση, ενώ ο Καραϊσκάκης πίστευε πως έπρεπε να επιλέξουν τον πόλεμο χαρακωμάτων. Λίγο πριν την έναρξη της μάχης, οι Έλληνες πολιορκούμενοι στην Ακρόπολη προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται στη μάχη:
Ο Φαβιέρος (1783-1855 Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός και διοικητής του τακτικού στρατού της Ελλάδας κατά την  Επανάσταση του 1821) λαβών τηλεσκόπιον και εμβλέψας επί της τοποθετήσεως ταύτης των ελληνικών στρατευμάτων είπε παρουσία πάντων: “Οι καλοί άνθρωποι ούτοι εντός ολίγου θα απωλεσθώσιν”. Αγνοών δε τον θάνατο του Καραϊσκάκη, εξέφραζε την απορίαν του περί της αταξίας και απρονοησίας ταύτης, λέγων ότι ουδέποτε επίστευεν ότι ο Καραϊσκάκης ήθελεν υποπέσει εις τοιαύτα και τοσαύτα στρατιωτικά αμαρτήματα”
Φημολογία για το θάνατό του
    Οι πηγές που αναφέρονται στον θάνατο του Καραϊσκάκη χαρακτηρίζονται από ασυμφωνία.
Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία του το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «...Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». Δ. Αινιάν, Ο Καραϊσκάκης, σ.185.
Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φαίνεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως ως «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Μόνο ένας συγγραφέας, αυτόπτης απομνημονευματογράφος, υποστήριξε επίμονα την εκδοχή της δολοφονίας. Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκους. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη.
Την γνώμη του υιοθέτησαν οι Δημήτρης Φωτιάδης και Δημήτρης Σταμέλος.
Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν ;»
 Οι Αναστάσιος Ορλάνδος,Mendelssohn-Bartholdy,Κωνσταντίνος Ράδος,Απόστολος Βακαλόπουλος, Κυριάκος Σιμόπουλος, και Χρήστος Λούκος πιστεύουν ότι πυροβολήθηκε από Τούρκους.
Οι Τρικούπης (που εκφώνησε τον επικήδειο), Παπαρρηγόπουλος, Κόκκινος και πλείστοι άλλοι δεν ασχολούνται με το θέμα. Παραθέτουμε τέλος την τραγική προειδοποίηση του Κολοκοτρώνη : «Μανθάνω, ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς…αυτό δεν είναι έργο ιδικόν σου».
Η «Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών» έχει εκδώσει τ’ απομνημονεύματα του Κύπριου αγωνιστή, που πολέμησε ο ίδιος δίπλα στον Καραϊσκάκη, Ιωάννη Σταυριανού,«Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων εν τη Ελληνική Ιστορία». Στο έργο του περιγράφει την προσωπική του δράση κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 δίδοντας πλήθος στοιχείων για τα γεγονότα της εποχής.
Όμως η σημαντικότερη μαρτυρία του Σταυριανού αφορά τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης. Διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι και ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία:
«Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν.– Φρικτόν με λέγει εχάθημεν.– Πως πως τον απαντώ.– Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν!– Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου.

 Επίλογος.
    Ο κοινός κώδικας επικοινωνίας που έβρισκε με αγωνιστές όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Ανδρούτσος, ο Μακρυγιάννης αποκαλύπτει ένα κοινό σημείο: Όλοι τους κάποια στιγμή βρέθηκαν απολογούμενοι μπροστά στην αυτόκλητη «ανώτερη» τάξη της επαναστατημένης Ελλάδας, στοιχείο που τους κατατάσσει αυτόματα στη χορεία των πιο αυθεντικών εκφραστών του «λαϊκού ‘21». Ένας κοινωνικά απόβλητος γιος μιας παραστρατημένης  καλόγριας που έγινε διαδοχικά πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη, τσοχαντάρης (σωματοφύλακας) του Αλή-Πασά, αρματολός στα Άγραφα, αρχιστράτηγος, Γενικός Αρχηγός, αναζωογονητής του Αγώνα στη Ρούμελη, νικητής του Κιουταχή σε πολλές μάχες και οργανωτής του μεγαλύτερου στρατοπέδου που γνώρισε το 1821 δε μπορεί παρά να διεκδικεί τις δάφνες του λαϊκού ήρωα. Δυστυχώς, η αξία του έμελλε να γίνει αισθητή μετά τον θάνατό του. 

Αναφορές στον  Καραϊσκάκη.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν μοναδικός ο Μακρυγιάννης τον περιγράφει τέλεια.
"'Οταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε δια ψυχογυιόν δεν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους.Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς.

 Μια διήγηση του Δρόσου Κόκκινου, αγωνιστή του ’21:
Ήμην εις την σκηνήν του Καραϊσκάκη και υπηρέτουν αυτόν συντρώγοντα μετά του Γενναίου -του υιού του Θ. Κολοκοτρώνη- ότε ήκουσα τον εξής διάλογον:-Γενναίε, του λέγει ο Καραϊσκάκης, να μου κάνης την χάριν να μην εκτίθεσαι εις τας μάχας.-Συ, γιατί εκτίθεσαι; του λέγει ο Γενναίος.-Έτσι το λέω κι έτσι είναι, απήντησεν ο Καραϊσκάκης. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάη ο Γέρος πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος.

(Γ. Γαζής) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ
“Τους έδειξε…”
Στο Κομπότι της Αρτας, στον πόλεμο που στις 8 Ιουνίου του 1821, ο Καραϊσκάκης αφού νίκησε τους Τούρκους και τους πήρε στο κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα και τους έβριζε δυνατά. Και για να τους προσβάλει χειρότερα και να δώσει θάρρος στους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλα του και έβγαλε το βρακί του και τους έδειξε τον πισινό του. Τότε ένας Αρβανίτης Γκέκας, κρυμμένος κάπου στα κλαδιά, τον τουφέκισε και τον λάβωσε στους δυο μηρούς από κάτω και σ’ ένα άλλο μέρος…
“Οσάκις οργίζετο”
Ο Καραϊσκάκης οσάκις οργίζετο ύβριζε δεινότατα ου μόνον στρατιώτας, αλλά και οπλαρχηγούς και στρατηγούς ακόμη. Αι ηπιότεραι τότε των ύβρεων ήσαν σαπιοκοιλιά και παλιογελάδα
 Ο Ν. Μπότσαρης κι ο Στορνάρης, πριν από την άτυχη εκστρατεία κατά της Άρτας, επισκέφτηκαν τον βαριά ασθενή Καραϊσκάκη. Μετά από ερώτηση του απάντησαν:
 «Και ημείς δεν ηξεύρομεν.
Πηγαίνουμε εις τον Μαχαλάν και όπου μας διορίση η Κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν».
 Καραϊσκάκης: «Ποια Κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρείζ – έφέντη ό τεσσερομάτης;» (“Έτσι αποκαλούσε τον Μαυροκορδάτο επειδή φορούσε γυα­λιά).
 «Ποιοι τον έκαμαν Κυβέρνηση;
 Εγώ κι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! 
 Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειας των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν:
 Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράγ­ματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά, ο Σκαλτζάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ – μπαγκ, ό Μακρής ό μακρολαίμης όπου μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η που­τάνα, όπου αν ήταν γυναίκα, δεν εχόρταινεν μέ 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλος Γιώργος Τσιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια του με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο μπούτζος μου και να ιδώ την εκστρατείαν σας».
 Πόσο δίκιο είχε ό καημένος!
Σ’ αυτή την εκστρατεία (μάχη του Πέτα) σφαγιάστηκαν όλοι οι Φιλέλληνες και πάρα πολ­λοί  Έλληνες! Γ Βλαχογιάννης 

"Όποιος θέλει να κουμαντάρει τους Έλληνες πρέπει να βαστάει ένα δισάκι γεμάτο, ομπρός το Χριστό, πίσω τους διαόλους και στη μέση το χρυσάφι...". «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γένω άγγελος» - Γεώργιος Καραϊσκάκης
    Ο Σπύρος Σπυρομήλιος (1800-1880 υπήρξε στρατιωτικός, αγωνιστής τηςΕπανάστασης του 1821): «Η αξιότης και η ανδρεία αυτών των δύo Στρατηγών (του Γ. Καραϊσκάκη και του Κίτσου Τζαβέλα) μας ήταν γνωστή από τας προλαβούσας πράξεις των και εις τον ιερόν τούτον αγώνα υπέρ της ελευθερίας... Πλην δε ήτον αυτά από τα σπάνια πράγματα του Καραϊσκάκη και του Τζαβέλα, διότι η αξιότης των εις τα πολεμικά επιχειρήματα και ο ζήλος των υπέρ της ελευθέριας της πατρίδος ήτον εγνωσμένα από τoσα και τόσα δείγματα. Αυτό έκαμε τον Ρεσίτ Mεχμέτ πασά να οργιστεί τον Καραϊσκάκη (μ' όλον ότι έκρυπτε εις το στράτευμά του τ' όνομα του Καραϊσκάκη, διότι τ' oνoμά του μόνον τους επροξένει τρόμoν)... Ο Kαραϊσκάκης ήτο άνθρωπος με πολλά πpoτερήματα ενός καλού στρατηγού και αν εις ταύτα επρoστίθετo η παιδεία (διότι σχεδόν μόνον τ' όνομά του ήξευρεν να γράφη) ήθελε καταταχθή βέβαια μεταξύ των πρώτων του αιώνος δια τα κατορθώματά του. Ήτο αρείτολμος, άοκνος, δραστήριoς, εύγλωττος, ακούραστος, υπέφερε τας πλέον δυνατάς σκληραγωγίας, μ' όλον ότι έπασχε εις το στήθος, μεταδοτικός, υπομoνετικός, νους εφευρετικός, ταχύπους, με παρρησία πνεύματος, παραστατικό. Είχε και υπόληψιν ήδη συστημένη εις τo Έθνος και διότι ήτoν εκ των παλαιών Αρματολών και δια τας πράξεις του εις τον ιερόν μας αγώνα,...
 Ο Πoυκεβίλ: «Tό όνομα του Καραϊσκάκη περιήρχετο από στόματoς εις στόμα, και κατέστη το είδωλο της, λατρείας των Ελλήνων στρατιωτών».
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Ουδείς των εξόχων της επαναστάσεως ανδρών από τoσoύτoν ταπεινού ορμήσας σημείου, εις τοσούτο ύψος αφίκετο περιωπής...»
ΠΗΓΕΣ


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ:Ο «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ» ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ


Του Ιάκωβου Ζ. Ακτσόγλου

Κυριακή 26 Ιουλίου 1953 : ΜΝΗΜΗ  ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ  ΠΛΑΣΤΗΡΑ
        Στην προσφυγική γειτονιά που έζησα κάποια από τα παιδικά μου χρόνια υπήρχε ένας οπωροπώλης με ένα βαπτιστικό όνομα παράξενο, που δεν το είχα ξανακούσει ποτέ.  Τον έλεγαν Πλαστήρα. Γεμάτος περιέργεια ρώτησα γι’αυτό τον παππού μου -παλαίμαχο του Μικρασιατικού Πολέμου- για να πληροφορηθώ ότι έφερε ως όνομα το επίθετο ενός γενναίου αξιωματικού και αρίστου ανδρός που είχε διακριθεί στους πολέμους της περιόδου 1912-22 και πρωτοστάτησε αργότερα στην πολιτική ζωή της χώρας.    
Οι Μικρασιάτες που τον γνώρισαν έπιναν, όπως λέει ο λαός, νερό στ’ όνομά του. Ως πρόσφυγες πολλοί απ’ αυτούς έδιναν στ’ αγόρια τους ως όνομα το επίθετό του. Ο ίδιος ήταν ένας από τους ανθρώπους που πίστευαν πολύ στη δύναμη της Φυλής μας και αντλούσε τη δύναμή του από αυτή του την πίστη. Δεν είναι υπερβολή πιστεύω να ισχυρισθεί κανείς ότι υπήρξε ένας από τους «αφιερωμένους» στην έννοια της Πατρίδος.    
            Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1883, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση της πατρικής του γης από τον οσμανικό ζυγό, στο Μορφοβούνι της Καρδίτσας. Πρώτο παιδί του  Χρήστου Πλαστήρα που ήταν ράπτης και καταγόταν από παλιά αγραφιώτικη γενιά και της Στεργιάνως ή Στυλιανής το γένος Καραγιώργου, με καταγωγή από την Πεζούλα.
            Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ο Νικολάκης γνωρίζει –για μικρό ευτυχώς διάστημα- την προσφυγιά. Όταν οι συμμορίες των εθελοντών στον οσμανικό στρατό Αλβανών ενόπλων πλημμυρίζουν την ιδιαίτερη πατρίδα του η οικογένειά του, αναζητώντας καταφύγιο, τραβάει στα ορεινά. Μετά την ανακωχή που ακολούθησε την ατιμωτική ήττα ο νεαρός Πλαστήρας υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία και να συνεχίσει τη μαθητεία του στην Αθήνα.
            Με το απολυτήριο του Γυμνασίου στο χέρι, το 1903, εκπληρώνει μία μεγάλη του επιθυμία . κατατάσσεται στον στρατό. Επιλοχίας λίγα χρόνια αργότερα, θα συμμετάσχει στην εθνική προσπάθεια που καταβάλλεται στη Μακεδονία. Το 1907 με τον καπετάν Αγραφιώτη (υπολοχαγός Χαράλαμπος  Παναγάκης) θα περάσουν στο «τούρκικο» και θα κατευθυνθούν προς τον ανθρωποβόρο βάλτο, στα Γιαννιτσά.           
            Στα 1908 θ’ αποτύχει να εισαχθεί στο Σχολείο Υπαξιωματικών. Όταν πληροφορείται για τη δράση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», προσβλέποντας σε μία Ελλάδα που η αξιοκρατία θα ορίζει την εξέλιξη των ικανών, θα ενταχθεί στις τάξεις του και θα καταστεί ο σύνδεσμος με το σύνταγμά του.
            Το 1912, μετά την δεύτερη -επιτυχημένη αυτή τη φορά- προσπάθεια εισαγωγής στο Σχολείο Υπαξιωματικών, ονομάζεται ανθυπολοχαγός. Με την έναρξη του Βαλκανοσμανικού Πολέμου θα διακριθεί από την πρώτη κιόλας μάχη στην οποία εμπλέκεται το 5ο Σύνταγμα, στην Ελασσόνα. Θα ευτυχήσει να είναι ένας από αυτούς που θα μπουν πρώτοι –ελευθερωτές-  στη νύφη του Θερμαϊκού. Και απ’ εκεί θα συνεχίσει να κυνηγά τους εχθρούς στη Δυτική Μακεδονία. Και όταν η χριστιανική συμμαχία θα διαρραγεί ο Πλαστήρας βρίσκεται να πολεμάει τους Βουλγάρους στο Λαχανά, να εκβιάζει τα στενά της Κρέσνας και να τους ακολουθεί κατά πόδας, στην υποχωρητική τους κίνηση, προς την καρδιά της παλαιάς Βουλγαρίας. Στο τέλος του πολέμου ο μαυριδερός ξερακιανός Θεσσαλός θα έχει αποκτήσει το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης» και θα είναι γνωστός πλέον σε όλο το στράτευμα για την οξύνοια, τη γενναιότητα και την ηγετική του ικανότητα. 
Στη Χίο, το αγαπημένο του νησί, βρίσκεται μετά την υπογραφή της ειρήνης ως υπολοχαγός. Απ’ εκεί θα επιχειρήσει ανεπιτυχώς, μέσω της ιδιαίτερής του Πατρίδος, να βρεθεί στη Βόρειο Ήπειρο και να συνδράμει τον Αγώνα της Αυτονόμου Πολιτείας.    
            Λίγο μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκεται στο 15ο Σύνταγμα. Όταν  οι Βούλγαροι εισβάλουν στην Ανατολική Μακεδονία και το ποτήρι της εθνικής ντροπής ξεχειλίζει ο Πλαστήρας αναζητά επαφή με τον Βενιζέλο. Εκείνη η συνάντηση με τον Κρητικό πολιτικό θα τον χαρακτηρίσει για τη μεγαλύτερη περίοδο της ζωής του. Το κίνημα της Εθνικής Αμύνης ξεσπά και ο Πλαστήρας -όπως πολλοί άλλοι αξιωματικοί- φεύγει για τη Θεσσαλονίκη.
Στις επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών και Βουλγάρων που θ’ ακολουθήσουν θα δοθεί η ευκαιρία να συνδεθεί με τον Γεώργιο Κονδύλη. Ως διοικητής του 3ου Τάγματος του Συντάγματος Αρχιπελάγους θα συμμετάσχει στη φοβερή μάχη του Σκρά και αργότερα στη γενική επίθεση του Σεπτεμβρίου η οποία θα διαρρήξει το εχθρικό μέτωπο και θα δώσει τη νίκη του πολέμου στους συμμάχους.
Στον αντισυνταγματάρχη πλέον Πλαστήρα ανατίθεται η διοίκηση του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων. Την ανάθεση ακολουθεί η διαταγή για τη μεταφορά του τμήματος στη Μεσημβρινή Ρωσία, όπου θα συμμετείχε στον αγώνα των Ευρωπαίων εναντίον των «Ερυθρών». Εκεί στο παγωμένο ρωσικό τοπίο, που η ελληνική λόγχη θα διακριθεί και πάλι μεταξύ των συμμάχων δυνάμεων, οι κακουχίες θα υποσκάψουν την υγεία του γενναίου στρατιώτη. Θα νοσήσει από φυματίωση η οποία θα τον ταλανίζει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Μετά την αποτυχία της προσπάθειας (συνεπεία και της «αποσυνθέσεως» των γαλλικών δυνάμεων) τα ελληνικά τμήματα θα αποσυρθούν για να μεταφερθούν μέσω Ρουμανίας στη Σμύρνη, όπου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ήδη αποβιβασθεί
Το έφιππο ευζωνικό του 5/42 στην Μικρά Ασία, εν δράσει.
Στην Ανατολή ο Πλαστήρας –συνταγματάρχης πια- και το 5/42 Σύνταγμα θα καταλάβουν μία από τις καλύτερες θέσεις στο βιβλίο της πολεμικής μας ιστορίας. Το ευζωνικό (ελαφρύ πεζικό) θα χαρακτηρισθεί από τους Τούρκους ως «Σεϊτάν ασκερί» (στρατός του Σατανά) και ο ηγήτορας του 5/42 θα γίνει σύντομα γνωστός στους εχθρούς που θα τον ονομάσουν «Καράμπιμπερ» (μαύρο -καυτερό- πιπέρι). Το «έφιππο» τμήμα του, δημιούργημα της περιόδου των μαχών στην Ουκρανία -εκπαιδευμένο τότε από τους Κοζάκους-, τώρα επιχειρεί στη Μικρά Ασία αφήνοντας αλγεινή εντύπωση στους αντιπάλους. 
Μετά την επίθεση των κεμαλικών κατά του Αφιόν και τη διάρρηξη του μετώπου αρχίζει η κατάρρευση. Ο Πλαστήρας και ο Ζήρας είναι δύο από τους αξιωματικούς του στρατού μας που θα σώσουν την τιμή του, υποχωρώντας εν τάξει και συγκεντρώνοντας –όπου αυτό ήταν δυνατό- στρατιώτες διαλυμένων μονάδων. Η υποχωρητική κίνηση θα καταστεί σωτήρια και για μεγάλο αριθμό προσφύγων, στους οποίους δίδεται έτσι η δυνατότητα να κινηθούν προς τα παράλια και να αποφύγουν τη μανία των διωκτών τους.
Πάσχα στη Μικρά Ασία. Ο Μέραρχος Κ. Μανέτας τσουγκρίζει με εύζωνα από το βλέμμα του διοικητή του 5/42
Από τις σημαντικότερες ημέρες του βίου του είναι αυτές της Επαναστάσεως του 1922. Η απόφαση των Πλαστήρα, Γονατά και Χατζηκυριάκου θα περισώσει ότι ήταν δυνατό από τις θυσίες των ετών 1919-22 και θα διατηρήσει για την Ελλάδα τη Δυτική Θράκη, περιορίζοντας τις υπερφίαλες αξιώσεις της Αγκύρας. Αλλά και θα προετοιμάσει το έδαφος για την εγκαθίδρυση της Πρώτης Δημοκρατίας στη χώρα. Όταν ο κίνδυνος παρέρχεται, μετά και την καταστολή του αντεπαναστατικού κινήματος Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη (Οκτώβριος 1923), ο συνετός στρατιώτης θα καταθέσει στην Συνέλευση του Έθνους την επαναστατική εξουσία (2 Ιανουαρίου 1924). Το ίδιο βράδυ θα υποβάλει και την παραίτησή του στον υπουργό των Στρατιωτικών. Στις 31 Μαρτίου η Βουλή προάγει τον Πλαστήρα σε αντιστράτηγο και τον ονομάζει «Άξιο της Πατρίδος».
Επαναστατική Κυβέρνηση 1922. Χατζηκυριάκος, Γονατάς και Πλαστήρας
Η ασθένειά του τον κατατρώγει. Φεύγει για την Ευρώπη αναζητώντας  θεραπεία. Το 1925, έχοντας «δαμάσει» λίγο τον φοβερό βάκιλο, επιστρέφει στην Ελλάδα. Ξεσπά όμως το πραξικόπημα του Θ. Παγκάλου (Ιούνιος) ο οποίος διατάσσει τη σύλληψη και τελικά την «εξορία» του Πλαστήρα (Γαλλία). Τον επόμενο χρόνο η δικτατορία καταλύεται (Αύγουστος) και ο στρατηγός επιστρέφει. Συμβάλει στην αποτροπή του κινήματος Κονδύλη – Οθωναίου και παρίσταται στην εκλογική νίκη του Βενιζέλου. Αποσύρεται στην ιδιαίτερη Πατρίδα του και μετά ταξιδεύει στις περιοχές του Παροικιακού Ελληνισμού της Βορείου Αφρικής.
Στις αρχές του 1933 ξεσπά μία ακόμη κυβερνητική κρίση. Βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί βρίσκονται πάλι σε τριβή. Ο στρατηγός επιχειρεί κίνημα, το οποίο επικρατεί, αλλά μετά από εγγυήσεις για το πολίτευμα που δέχεται από παλαιούς συμπολεμιστές του αποσύρεται. Δύο χρόνια αργότερα κλείνει ο κύκλος της Πρώτης Δημοκρατίας. Το κίνημα του Φεβρουαρίου αποτυγχάνει να επικρατήσει, ο ίδιος ο Βενιζέλος (σε μία προσπάθεια κατευνασμού του πολιτικού πάθους αλλά και απαλλαγής από το βάρος του) το αποκηρύσσει και ο Πλαστήρας καταδικάζεται από στρατοδικείο, ερήμην, σε θάνατο. Τον Νοέμβριο η Βασιλεία  επιστρέφει στην Ελλάδα...
Ο Θεσσαλός βρίσκεται και πάλι στην εξορία. Απ’ εκεί, παρά τη σοβαρή επιδείνωση της υγείας του, θα κινείται δραστηρίως κατά  της δικτατορίας του Μεταξά, μέχρι τότε που αντιλαμβάνεται ότι η ώρα της νέας μεγάλης ανθρωποσφαγής πλησιάζει. Τότε ο στρατιώτης  σιωπά. Όταν η φασιστική Ιταλία επιτίθεται, από τη Γαλλία όπου βρίσκεται, συστήνει δημοσίως εθνική συναίνεση για ν’ αντιμετωπισθεί ο εχθρός. Και αρνείται τις προτάσεις συνεργασίας των Ναζί, για την (υπό όρους) μεσολάβηση για τη λήξη της Ιταλοελληνικής συγκρούσεως (1941) και τη διακυβέρνηση της κατεχόμενης Πατρίδος αργότερα (1941, 1943).
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύεται ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (Ε.Δ.Ε.Σ.) και ο Πλαστήρας (που παραμένει στη Γαλλία) κηρύσσεται ομοφώνως από τα ιδρυτικά του μέλη αρχηγός. Έτσι, παρά τη φυσική του απουσία, είναι «παρών» στον αγώνα κατά του κατακτητή. Παρών είναι και μετά τη λήξη του πολέμου.
Ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής αναλαμβάνει Πρωθυπουργός, βραχυβίου όμως κυβερνήσεως (3.1.45 - 8.4.45), ενώ η «Μάχη των Αθηνών» βρίσκεται στην τελική της φάση, και εργάζεται προς την κατεύθυνση της αποτροπής της ξενοκινήτου συγκρούσεως. Αφού θα επιτύχει τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου), οι Βρετανοί θα τον αντικαταστήσουν  με τον Π. Βούλγαρη.
Επικεφαλής (ως ιδρυτής) της Εθνικής Προοδευτικής Ενώσεως Κέντρου συμμετέχει στις εκλογές του 1950 και με το κόμμα του καταλαμβάνει 46 έδρες. Στις 15 Απριλίου ορκίζεται πάλι Πρωθυπουργός. Η μετριοπαθής πολιτική του έναντι των κομμουνιστών προκαλεί διάσταση μεταξύ των μελών της κυβερνήσεως συνασπισμού. Τον Αύγουστο ο Πλαστήρας παραιτείται.  
Οι εξελίξεις στο πολιτικό τοπίο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1951 θα τον φέρουν πάλι στην Πρωθυπουργία (27 Οκτωβρίου), ηγουμένου κυβερνήσεως συνασπισμού που θα επιβιώσει -με κλυδωνισμούς- μέχρι τις 10 Οκτωβρίου 1952. Η υγεία του έχει επιβαρυνθεί ανεπανόρθωτα. Στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου δεν θα εκλεγεί ούτε βουλευτής. Θα ταξιδέψει στις Η.Π.Α., απ’ όπου θα επιστρέψει τον Φεβρουάριο του 1953. Από τότε θα παρακολουθεί τις εξελίξεις αποστασιοποιημένος σχεδόν, με την υγεία του να επιδεινώνεται διαρκώς. Ο Παπάγος θα είναι ένας από τους τακτικούς επισκέπτες του την τελευταία αυτή περίοδο της ζωή του. Ο στρατηγός θα «φύγει» στις 26 Ιουλίου του ίδιου έτους.    
Τα ...ορφανά του Πλαστήρα.
Ο Πλαστήρας στη Μικρά Ασία φωτογραφιζόμενος με κάποια από τα «παιδιά» του
Η υιοθεσία ορφανών του πολέμου αποτελεί μία από τις λιγότερο γνωστές πτυχές της ζωής του στρατηγού. Από τις ημέρες των αγώνων στην Ανατολική Μακεδονία ακόμη, υιοθέτησε το πρώτο –απορφανισμένο από τη αγριότητα των Βουλγάρων- κοριτσάκι, την Κυριακούλα. Μέχρι το τέλος της δεκάχρονης ηρωικής περιόδου θ’ αναλάβει υπό την προστασία του οκτώ παιδάκια. Ο πολεμικός ανταποκριτής του Μικρασιατικού Πολέμου Κ. Μισαηλίδης μας παραδίδει εικόνες αυτής της πλευράς του πολεμάρχου.
«[...] 
- Δεν καπνίζεις, δεν πίνεις, δεν παίζεις χαρτιά, ποτέ δεν φεύγεις από το Μέτωπο, έμεινες ό παρθενικός άνθρωπος που δε γνώρισε καμμιάν εγκόσμια απόλαυσιν. Ζης λιτά, σαν τον τελευταίο σου τσολιά, τότε ασφαλώς θα έχης περιουσία, συνταγματάρχα μου, του έλεγα μια μέρα στο Κόλδερε, στην σκηνή του.
Ό Πλαστήρας χαμογέλασε και μου έδειξε μια φωτογραφία κορι­τσιού μικρού.
- Ποιο είναι αυτό; τον ρωτώ.
- Το παιδί μου, ή Κυριακούλα μου.
- Το παιδί σου; Πώς;
- Ορφανό που υιοθέτησα στην Ανατολική Μακεδονία. Του έδωκα τ' όνομα μου, και τόστειλα στο χωριό μου, στο σπίτι μου. Μου φαίνεται πώς αν σπαταλήσω και μια δραχμή, την κλέβω από το παιδί μου. [...]»
*
* *
«[...] Πριν κάμποσα χρόνια ο Γεώργης Γιαρμάκογλους ο Βουρλιώτης, ξεκίνησε από την πατρίδα του και πήγε στο Αξάρι, αγόρασε ένα αμπελάκι, παντρεύτηκε κι ένα φτωχοκόριτσο Αξαριανό και ζούσε την περήφανη και τίμια ζωή του αγρότη. Μέσα στον Ευρωπαϊκό πόλεμο πέθανεν ή γυναίκα του και του άφησε τρία ορφανά. Ο κόσμος του τώρα όλος, ήταν τα παιδιά του. Τα πήρε και  τράβηξε κατά τον κάμπο, στ’ αμπέλι του κ’ έζησεν εκεί μακρυά απ’ όλο τον άλλο κόσμο.
Μα ήρθαν οι διωγμοί του Αξαριού και τον έσπρωξαν με τα παιδιά του πρόσφυγα στη Μαγνήσια. Κι’ ένα βράδυ ο Χάρος ήρθε και τον άρπαξε από τα παιδιά του. Όταν το πρωί ξύπνησαν τα πανόρφανα κι’ είδαν πώς ο αγα­πημένος τους πατέρας δεν ξυπνούσε τον φώναξαν, κι’ όταν είδαν πώς δεν ακούει, έβαλαν τις φωνές.
Κι’ έμειναν τα τρία μικρά παιδιά του μονάχα, τραγικά ορφανά στον τραγικό δρόμο της εξορίας.
Όταν τη στερνή του στιγμή, ο πατέρας σήκωνε τα μάτια προς τον ουρανό κι’ άπλωνε το χέρι πάνω από τα κεφαλάκια των κοιμωμένων παιδιών του, ποιο χέρι προστατευτικό για τα ορφανά να ζήτησεν η στοργή του από τον Θεό ;
Αυτή ή ιστορία κυκλοφορούσε το πρωί στην Μαγνήσια.
Τ απόγευμα, πηγαίνοντας προς την Μητρόπολη, συναντώ στο δρόμο τον Πλαστήρα.
- Για που; τον ρωτώ.
- Έρχομαι από την Μητρόπολη. Ο Θεός μου έστειλε τρία παιδιά ακόμη. Πήγα και τα υιοθέτησα κι’ αυτά επισήμως. Πέθανε ψες ο πατέρας τους και τ’άφησε πανόρφανα. [...]».

Διαχρόνικο μήνυμα του Νικολάου Πλαστήρα προς όλους τους Έλληνες

«Το πλανάσθαι ανθρώπινον, αλλά το ομολογήν την πλάνην είναι ανώτερος πολιτισμός και ευγενέστερος ανδρισμός. Ένας λαός ούτω μόνον σκεπτόμενος αποτρέπει τας εκ της πλάνης συμφοράς και ευημερεί».

«Όποιος βλέπει την πατρίδα του να καταστρέφεται και κάθεται αδρανής, είναι το ίδιο σαν να την καταστρέφει ο ίδιος»


Νικόλαος Πλαστήρας


Ο Πλαστήρας αποτελεί αναμφισβήτητα μια κορυφαία στρατιωτική φυσιογνωμία και μια ακέραια πολιτική προσωπικότητα. ¨Ένα σύμβολο, πρότυπο της ανδρείας, της ανιδιοτέλειας, της φιλοπατρίας, του ηρωισμού, της αξιοπρέπειας,της τιμιότητας, του χρέους και του ανθρωπισμού. Ονομάστηκε «ναυαγοσώστης του έθνους», « άγιος της προσφυγιάς» και «πατέρας των προσφύγων». Υιοθέτησε επτά παιδιά. Πολλά αγόρια πήραν ,ως όνομα, το επώνυμο Πλαστήρα και πολλά κορίτσια ως όνομα το Πλαστηρίτσα. Το εφάπαξ ο διέθεσε σε Σανατόριο για τους άρρωστους στρατιώτες. Διέρρηξαν και λεηλάτησαν το σπίτι που έμενε και πήραν 40 χρυσές λίρες και 60.000 δρχ., που προορίζονταν για τα παιδιά,που είχε υιοθετήσει. Δεν απέκτησε δική του κατοικία,και αρνήθηκε να πάρει σχετικό δάνειο για ν’αγοράσει. Αρνήθηκε να δώσει δουλειά στον άνεργο αδελφό του και σύνταξη στην αδελφή του. Έζησε 12 χρόνια εξόριστος. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Έγινε μια φορά Αρχηγός Κράτους, και τρεις φορές Πρωθυπουργός. Παρέμεινε άγαμος, άστεγος,άφοβος, ασκητικός,ακέραιος. Το ενοίκιο του σπιτιού του στο Ψυχικό το πλήρωνε Ο Ι. Βελλίδης, Διευθυντής της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Η στρατιωτική ιστορία έχει αδικήσει τον Πλαστήρα και αυτό οφείλεται στους συντάκτες των ιστορικών τόμων της Διεύθυνσης Ιστορίας τουΓΕΣ και στους χρόνους συγγραφής των 1957-1967. Αλλά όσο περνούν τα χρόνια θα παίρνει και μεγαλύτερη διάσταση η εθνική προσφορά του.

Πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953, σε ηλικία 72 ετών. Το σμόκιν της κηδείας του ήταν προσφορά του φίλου του Διονύση Καρρέρ. Άφησε κληρονομιά 216 δραχμές, δέκα δολάρια , μια λακωνική προφορική διαθήκη «όλα για την Ελλάδα» και τηρώντας την υποθήκη, , «δεί τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής, μη πλουσιώτερον, αλλ’ ενδοξότερον γεγονέναι».
 ΔΕΙΤΕ ΒΙΝΤΕΟ ΓΙΑ ΤΗ  ΖΩΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΛΑΣΤΗΡΑ:


ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤ.ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟΝ "ΜΑΥΡΟ ΚΑΒΑΛΑΡΗ":


http://nikolaosplastiras.blogspot.gr/