Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

“Πρώτα ήρθαν για...” 71 χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς


27 Ιανουαρίου 1945. Τμήματα του σοβιετικού στρατού φτάνουν στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς και βρίσκουν αποστεωμένους 7.000 επιζώντες. Η φρίκη της “Τελικής Λύσης” είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται πια σε όλον τον κόσμο. Πριν λίγα χρόνια αυτή η ημερομηνία ανακηρύχθηκε ως “Διεθνής Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος και πρόληψης των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας”.
Το Άουσβιτς υπήρξε το μεγαλύτερο ναζιστικό κέντρο εξόντωσης στην Ευρώπη. Σ’ αυτό εξοντώθηκαν περίπου 960.000 Εβραίοι (ανάμεσά τους ήταν 60.000 Έλληνες Εβραίοι, 48.000 από τους οποίους Θεσσαλονικείς), 21.000 Τσιγγάνοι, 75.000 Πολωνοί αντιστασιακοί, 15.000 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, 15.000 κρατούμενοι από την υπόλοιπη κατεχόμενη Ευρώπη, καθώς μικρότεροι αριθμοί ομοφυλόφιλων και μαρτύρων του Ιεχωβά. Και δεν είναι μόνο το Άουσβιτς βέβαια: Μπέλζεκ, Κέλμνο, Μαϊντάνεκ, Ζομπίμπορ, Τρεμπλίνκα, Μάλι Τρόστενετς, είναι μερικοί ακόμη από τους τόπους μαρτυρίου για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν επειδή οι ναζί τους θεωρούσαν εχθρούς και υπανθρώπους.
Στο έγκλημα αυτό οι ναζί βρήκαν σε όλη την ήπειρο πρόθυμους συνεργάτες. Η Ελλάδα, και ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη με την πολυπληθή εβραϊκή κοινότητα και τη δραστήρια και οργανωμένη εργατική τάξη, δεν αποτέλεσε φυσικά εξαίρεση. Ήδη πριν τον πόλεμο είχαν αναπτυχθεί στην πόλη μας εθνικιστικές οργανώσεις, όπως η ΕΕΕ, με κύρια ιδεολογία τον αντισημιτισμό και τον αντικομμουνισμό, έχοντας τη στήριξη του κρατικού μηχανισμού. Η σταθερή αντισημιτική στάση μερίδας του Τύπου και, κυρίως, το πογκρόμ στον συνοικισμό Κάμπελ (του οποίου τόσο οι φυσικοί –όσοι εντοπίστηκαν– όσο και οι ηθικοί αυτουργοί αθωώθηκαν) αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά σημάδια αυτής της κατάστασης. Πολλοί απ’ αυτούς τους προπολεμικούς εθνικιστές στρατεύτηκαν στα τάγματα ασφαλείας, διαδραματίζοντας -μεταξύ άλλων- ενεργό ρόλο και στην εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων. Παράλληλα, ο διάχυτος αντισημιτισμός της ελληνικής κοινωνίας και η απάθεια ενός μεγάλου μέρους της απέναντι στο δράμα των Ελλήνων Εβραίων συντέλεσαν από τη μεριά τους στο να φτάσει αυτή η εξόντωση σε ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρώπη ως προς τον προπολεμικό εβραϊκό πληθυσμό της χώρας.
Επιπλέον, στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη ειδικότερα, το τέλος του πολέμου δεν σήμανε την αποκατάσταση των αδικιών ούτε την επούλωση των πληγών που είχε αφήσει το Ολοκαύτωμα. Εβραίοι επιζήσαντες δεν ξαναπήραν ποτέ τα σπίτια και τις περιουσίες που είχαν αφήσει πίσω. Το κατεστραμμένο εβραϊκό νεκροταφείο κόντεψε να χαθεί στη λήθη, ενώ η πόλη για δεκαετίες δεν είχε καν ένα μνημείο για να θυμάται τον αφανισμό ενός τόσο μεγάλου μέρους των κατοίκων της. Και φυσικά, δωσίλογοι και ταγματασφαλίτες όχι μόνο δεν κλήθηκαν μεταπολεμικά να λογοδοτήσουν για τα εγκλήματά τους, αλλά επιβραβεύτηκαν κρατώντας τα κέρδη της Κατοχής (στα οποία συχνά συγκαταλέγονταν και εβραϊκές περιουσίες) κι αποτελώντας τον εθνικό κορμό των κρατικών θεσμών και των παρακρατικών οργανώσεων του μετεμφυλιακού κράτους. Ένα κράτος που στάθηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρο και απέναντι σε Γερμανούς αξιωματικούς που δεν διώχθηκαν ή απαλλάχθηκαν για εγκλήματα τα οποία είχαν διαπράξει στην Ελλάδα εις βάρος Εβραίων και όχι μόνο.
Κι όλα αυτά δεν είναι απλά ιστορίες ενός σκοτεινού παρελθόντος. Από τη μια μεριά, ο αντισημιτισμός στην εποχή μας καλά κρατεί. Το μαρτυρούν τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας σε εβραϊκά σχολεία, μουσεία και συναγωγές, οι βανδαλισμοί εβραϊκών νεκροταφείων και συναγωγών, η διάδοση θεωριών συνωμοσίας από εθνικιστές, ντόπιους φονταμενταλιστές και διάφορους ελληνόψυχους ότι “για όλα φταίνε οι Εβραίοι”, τα συνεχή αντισημιτικά πρωτοσέλιδα της “Ελεύθερης Ώρας” και άλλων ακροδεξιών φυλλάδων, οι δημόσιες αντισημιτικές δηλώσεις πολιτικών που κατέχουν ή κατείχαν κυβερνητικές/βουλευτικές θέσεις (Π. Καμμένος, Δ. Καμμένος, Άδωνις Γεωργιάδης, Γ. Καρατζαφέρης, Ραχήλ Μακρή κα.).
Από την άλλη, πλάι στους Εβραίους συναντάμε και άλλους παλιούς και νέους αποδιοπομπαίους τράγους που βιώνουν εξίσου ή πολύ περισσότερο την καχυποψία, το ρατσισμό και τον αποκλεισμό τόσο από ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, όσο και από κρατικούς θεσμούς: οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, τα lgbtqi άτομα, οι Ρομά, αλλά και τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού γενικότερα.
Και βέβαια δεν ξεχνάμε τους ιδεολογικούς επίγονους των δωσίλογων και θαυμαστές του Χίτλερ που έφτασαν και πάλι να σκοτώνουν, να τραυματίζουν, να απειλούν, να κατηγορούν μετανάστες, πρόσφυγες, Εβραίους, ομοφυλόφιλους, και όσες και όσους αντιδρούν στη φασιστική βαρβαρότητα. Μπορεί μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα να ξεκίνησε μια διαδικασία που οδήγησε στη δικαστική δίωξη πολλών ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, αλλά πριν απ' αυτή είχαν προηγηθεί αναλύσεις «σοβαρών» δημοσιογράφων που την έβλεπαν μέχρι και στην κυβέρνηση. Ακόμη και στις εκλογές που έγιναν μεσούσης της δίκης εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι επιβράβευσαν τους τραμπουκισμούς και τους φόνους της συμμορίας, και φυσικά τη ναζιστική της ιδεολογία.
Παράλληλα, η πρόσφατη έκρηξη των προσφυγικών ροών και η αντιμετώπιση του ζητήματος μέχρι τώρα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, καταδεικνύουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των επίσημων θεσμών όχι μόνο δεν έχει μάθει από τα λάθη του παρελθόντος, αλλά επιπλέον τα επαναλαμβάνει με διάφορες παραλλαγές. Άνθρωποι που προσπαθούν να ξεφύγουν από τα διάφορα πρόσωπα της βαρβαρότητας, αφήνονται να πνιγούν στα νερά της Μεσογείου, ξεπαγώνουν στα σύνορα των ευρωπαϊκών κρατών και γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης, αδιαφορίας και αποκλεισμών, με μόνο γνώμονα τη διαφύλαξη μιας “καθαρής”, “λευκής”, “χριστιανικής”, “πολιτισμένης” Ευρώπης.
Η Σύμβαση της Γενεύης, που προέκυψε λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από την ανάγκη να προστατευθούν πρόσφυγες σαν κι αυτούς που είχε δημιουργήσει το Ολοκαύτωμα και ο πρόσφατος τότε πόλεμος, έχει μετατραπεί σε κουρελόχαρτο και παραβιάζεται καθημερινά από τις χώρες της Ευρώπης. Ειδήσεις από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μιλούν για κατάσχεση των τιμαλφών που φέρνουν μαζί τους οι πρόσφυγες, για επιλεκτική εγκατάσταση προσφύγων σε σπίτια με κόκκινες πόρτες, για υποχρέωση των προσφύγων να φορούν διαρκώς χρωματιστό βραχιολάκι δήθεν για να έχουν δικαίωμα σίτισης. Ας μην ξεχνάμε επίσης τη συνέχιση της λειτουργίας των κέντρων κράτησης στη χώρα μας, τη μη εξασφάλιση ασφαλούς διέλευσης για τους πρόσφυγες, τις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων εδώ και τις ταπεινωτικές διαδικασίες σχετικά με το άσυλο. Όλα αυτά θυμίζουν πρακτικές που εφαρμόστηκαν στην ήπειρό μας και τις υπέστησαν κατά κόρον οι Εβραίοι την περίοδο που θυμόμαστε με αφορμή την επέτειο της 27ης Ιανουαρίου.
Και να ήταν μόνο αυτά; Σε πολλά μέρη της Ευρώπης άνθρωποι πέφτουν θύματα δολοφονικών επιθέσεων απλώς και μόνο επειδή είναι μαύροι ή μαυριδεροί, μουσουλμάνοι, Εβραίοι ή Τσιγγάνοι. Παράλληλα, ξενοφοβικά, αντισημιτικά και ρατσιστικά κόμματα κερδίζουν όλο και περισσότερες ψήφους, συμμετέχουν σε κυβερνήσεις και προωθούν την ατζέντα του μίσους.
Τώρα, όπως και τότε, ελπίδες για ένα ανθρώπινο μέλλον αφήνουν μόνο η αντίσταση στο αλληλοσπάραγμα των θυμάτων της κρίσης το οποίο επιθυμούν οι κυβερνώντες και η αλληλεγγύη στα θύματα των ρατσιστικών πολιτικών και των ναζιστικών συμμοριών· μια αλληλεγγύη που, σε αντίθεση με τη σημερινή εξουσία, αλλά και το παρελθόν, την έδειξε και τη δείχνει έμπρακτα στους πρόσφυγες και τους μετανάστες πλήθος απλού κόσμου, εδώ και σε όλη την Ευρώπη. Τώρα, όπως και τότε, ο αγώνας ενάντια στη ναζιστική και ρατσιστική θηριωδία αποτελεί τη βάση για την ελευθερία και την αξιοπρέπειά μας.

Ποτέ ξανά ναζισμός
Ενάντια στη ρατσιστική βαρβαρότητα
Ίσα δικαιώματα για όλες και όλους

Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης