Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ - ΟΙ ΠΝΙΓΜΕΝΟΙ - ΜΙΑ ΠΙΚΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΠΛΑΣΤΗΡΑ


Το ναυάγιο του αιώνα πριν 59 χρόνια στη Λίμνη Πλαστήρα 


Γράφει ο Φώτης Κερασιώτης

Πριν 59 χρόνια, η 5 Δεκεμβρίου του 1959, παραμονή του Αγίου Νικολάου, ήταν μια μέρα γιορτινή ανάμεσα στις τόσες γιορτινές ημέρες του Δεκεμβρίου. Τίποτε δεν έδειχνε ότι αυτή η μέρα θα ήταν εντελώς διαφορετική και ότι θα έμενε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη δεκάδων οικογενειών και χιλιάδων συμπατριωτών μας.
Σε υψόμετρο 800 μέτρα στο οροπέδιο της Νευρόπολης μια τεχνητή λίμνη γεννιόταν, η λίμνη του Ταυρωπού ή Μέγδοβα ή όπως σήμερα ονομάζεται η Λίμνη Πλαστήρα. Δεν είχαν περάσει δύο μήνες από τον κατακλυσμό της τεχνητής λίμνης και ο ενθουσιασμός από το νέο μεγάλο έργο της περιοχής ήταν διάχυτος σε όλους.
Όμως εκείνη την ημέρα θα συνέβαινε κάτι το πολύ τραγικό που θα σημάδευε την ιστορία της Λίμνης και θα έμενε χαραγμένο στην μνήμη όλων μας ως το ατύχημα του αιώνα. Είκοσι συμπατριώτες μας εργαζόμενοι στα έργα κατασκευής της Λίμνης, καταγόμενοι από το Νεοχώρι (17), Καρίτσα (2) και Μορφοβούνι (1), θα έχαναν τη ζωή τους στα νερά της Λίμνης λες και θα έπρεπε να θυσιαστούν για τη λειτουργία του έργου.
Ήταν παραμονή του Αγίου Νικολάου, είκοσι συμπατριώτες μας εργαζόμενοι στα έργα της Λίμνης, θα επέβαιναν σε μια βάρκα για τελευταία φορά, γεμάτοι με χαρά και φορτωμένοι με ψώνια για τις οικογένειές τους, για να περάσουν από το Τσαρδάκι απέναντι στο Νεοχώρι. Η διαδρομή αυτή ήταν υποχρεωτική και αποκλειστική λόγω της έλλειψης των οδικών αρτηριών που είχαν κατακλυστεί από το νερό της Λίμνης. Όμως αυτή η διαδρομή δεν θα έφτανε ποτέ στο τέλος της για κανέναν από τους επιβαίνοντες στη μοιραία βάρκα.
Η κακοκαιρία που επικρατούσε την ημέρα εκείνη στην περιοχή της Λίμνης είχε σαν αποτέλεσμα την βίαιη ανατροπή της βάρκας και οι είκοσι συμπατριώτες μας να βρεθούν ξαφνικά στα παγωμένα νερά της Λίμνης όπου όσο και αν πάλεψαν με τα κύματα και με τα παγωμένα νερά της δεν τα κατάφεραν να σωθούν και βρήκαν όλοι τους τραγικό θάνατο, αφήνοντας πίσω ανεκπλήρωτα όνειρα και αγαπημένα πρόσωπα, γυναίκες, παιδιά, αδέλφια, φίλους βυθισμένους στην οδύνη και το σπαραγμό.
Όσα χρόνια όμως και αν περάσουν η μνήμη τους θα είναι ζωντανή και θα τους θυμόμαστε για πάντα με αγάπη, αιωνία τους η μνήμη.
Για να τους θυμόμαστε αναφέρουμε τα ονόματα των αδικοχαμένων συγγενών και συμπατριωτών μας.

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΔΙΚΟΧΑΜΕΝΩΝ
ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΩΝ – ΣΥΓΧΩΡΙΑΝΩΝ
ΠΟΥ ΠΝΙΓΗΚΑΝ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΠΛΑΣΤΗΡΑ ΣΤΙΣ

«5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1959»
Καταγόμενοι από το Νεοχώρι
Αγρογιάννης Βασίλειος
Αγρογιάννης Γεώργιος
Αγρογιάννης Νικόλαος
Καρακώστας Δημήτριος
Καρακώστας Ευάγγελος
Καραντώνης Βασίλειος
Καραντώνης Γεώργιος
Κελεπούρης Κων/νος
Κορκοντσέλος Αριστερ.
Μητσογιάννης Αναστάσιος
Μητσογιάννης Αριστ.
Μητσογιάννης Ηρακλής
Μήτσιου Βασίλειος
Νίκου Ιωάννης
Σάλτης Αθανάσιος
Τέκος Σωτήριος
Φώτας Κων/νος

Καταγόμενος από το Μορφοβούνι
Μπαλτάς Βάιος

Καταγόμενοι από την Καρίτσα
Κερασιώτης Νικόλαος
Ντσιός Γεώργιος




ΜΙΑ ΠΙΚΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΠΛΑΣΤΗΡΑ

Μαζί με τον Στέφανο Θεολόγη και τη γυναίκα του Αθηνά, στο μνημείο που θυμίζει τους πρώτους πνιγμένους στη λιμνη, στις 5 Δεκεμβρίου 1959
Συμπληρώνονται σήμερα 59 χρόνια από τον τραγικό πνιγμό 20 ανθρώπων (5/12/1959) στη λίμνη Πλαστήρα οι οποίοι, θαρρείς αποτέλεσαν καιτην πρώτη θυσία στο μεγάλο έργο και στον εξευμενισμό στου ποταμού Μέγδοβα που τον έφραξαν στη Μούχα και έτσι, αντί τα νερά του να κυλάνε προς τον Αχελώο, στράφηκαν προς τον κάμπο της Καρδίτσας.
Το φοβερό γεγονός που συνετάραξε όλη την Καρδίτσα και κυρίως το χωριό Νεοχώρι απ’ όπου κατάγονταν οι περισσότεροι, συνέβη όταν οι πνιγέντες, άνθρωποι οι οποίοι δούλευαν στα έργα της Λίμνης οι περισσότεροι, θέλησαν να πάνε με βάρκα στο Νεοχώρι, να γιορτάσουν την γιορτή του Αγίου Νικολάου. Και θέλησαν να πάνε με βάρκα γιατί μόλις είχε γεμίσει η λίμνη η οποία κατάπιε όλα τα παλιά μονοπάτια και τους αμαξιτούς δρόμους και οι καινούργιοι δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί. Γι’ αυτό την συγκοινωνία με διάφορα μέρη στις όχθες της νέας λίμνης εκτελούσε μια μεγάλη βάρκα και οι ντόπιοι που στην πλεινότητά τους αγνοούσαν τι είναι αυτό, την ώρα που έπλεε και μέσα σε καταιγίδα, μετακινήθηκαν όλοι προς τη μια πλευρά της και το αποτέλεσμα ήταν να μπατάρει και καθώς δεν ήξεραν κολύμπι, πνίγηκαν όλοι. Το τι ακολούθησε μετά στο Νεοχώρι, δεν περιγράφεται…

Στη μνήμη αυτών των πρώτων θυμάτων της λίμνης, με πρωτοβουλία του ακούραστουΣτέφανου Θεολόγη ο οποίος πρωτοστάτησε και σε πλήθος άλλων εκδηλώσεων και εργάστηκε σκληρά για την πραγματοποίηση πολλών κοινοφελών έργων, άρχισε πριν από πολλά χρόνια να τελείται κάθε χρονιά μνημόσυνο στη μνήμη τους ενώ πάλι ο ίδιος πρωτοστάτησε να δημιουργηθεί ένα μνημείο για τους αδικοχαμένους συμπατριώτες του.

Φέτος το μνημόσυνο έγινε την περασμένη Κυριακή αλλά για πρώτη φορά ο κυρ Στέφανος δεν παρέστη για λόγους υγείας αλλά ο νους του ήταν εκεί, στο προσκλητήριο των πνιγέντων Νεοχωριτών που ποτέ δεν ξέχασε και τιμά μέχρι σήμερα, ως αρμόζει τη μνήμη τους...




Ατύχημα Στη Λίμνη Πλαστήρα

Μνημείο 2
Ήταν 5 Δεκεμβρίου του 1959, και το μεγαλόπνοο έργο του Φράγματος, που κατάκλυσε (σε νερό) το οροπέδιο της Νεβρόπολης, δεν είχε συμπληρώσει ούτε δύο μήνες «ζωής». Επειδή τα νερά είχαν κόψει όλες τις οδικές αρτηρίες, η επικοινωνία μεταξύ της Δυτικής και Ανατολικής περιοχής πραγματοποιούνταν με βάρκες. Παραμονή του Αγίου Νικολάου είκοσι άτομα στάθηκαν άτυχα. Ήθελαν να γιορτάσουν τον Άγιο Νικόλαο με τις οικογένειές τους. Έτσι παρά τις άσχημες (λόγω χειμώνα) καιρικές συνθήκες και τις προτροπές αρκετών, αποφάσισαν να ξεκινήσουν από την περιοχή «Τσαρδάκι» για να φτάσουν απέναντι, εκεί που βρίσκεται τώρα ο Βοτανικός Κήπος Νεοχωρίου. Η βάρκα, στην οποία επέβαιναν, δεν άντεξε στη μανία του αέρα και μπατάρισε με αποτέλεσμα 20 κάτοικοι της περιοχής, να βρουν τραγικό θάνατο. Τα άσχημα μαντάτα δε συγκλόνισαν μόνο την περιοχή μας αλλά και το πανελλήνιο. Οι συγχωριανοί τους όμως δεν του ξέχασαν. Στη δεκαετία του 80 έγινε στην περιοχή ένα μνημείο που θα θυμίζει πλέον σε όλους ότι ο πολιτισμός έχει και το τίμημά του. Από τους 20 πνιγέντες, οι 17 ήταν από το Νεοχώρι ένας από το Μορφοβούνι και 2 από Καρίτσα. Το ατύχημα αυτό έμελλε να είναι καθοριστικό στην ιστορική εξέλιξη του χωριού μας. Παραδόσεις, ήθη και έθιμα έπαψαν να πραγματοποιούνται και το μεταναστευτικό ρεύμα που ήδη είχε ξεκινήσει, επιταχύνθηκε με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί ο πληθυσμός του χωριού μας.
Στην μνήμη των συμπατριωτών μας που τόσο άδικα πλήρωσαν με τη ζωή τους το μεγάλο έργο του Μέγδοβα.
Νεοχώρι
Αγρογιάννης Βασίλειος
Αγρογιάννης Γεώργιος
Αγρογιάννης Νικόλαος
Καρακώστας Δημήτριος
Καρακώστας Ευάγγελος
Καραντώνης Βασίλειος
Καραντώνης Γεώργιος
Κελεπούρης Κων/νος
Κορκοντσέλος Αστερ.
Μητσογιάννης Αναστάσιος
Μητσογιάννης Αριστ.
Μητσογιάννης Ηρακλής
Μήτσιου Βασίλειος
Νίκου Ιωάννης
Σάλτης Αθανάσιος
Τέκος Σωτήριος
Φώτας Κων/νος
Μορφοβούνι
Μπαλτάς Βαΐος
Καρίτσα
Ντζιος Γεώργιος
Κερασιώτης Νικόλαος
Για το ατύχημα αυτό γράφτηκε ένα μοιρολόι από το Βασίλη Γακιόπουλο (Μεσενικόλας).
(ορέ) Βαριά θρηνούνε τα βουνά
(ορέ) και οι κάμποι σκοτεινιάζουν
Μες στο Νεοχώρι θλίβονται
(ορέ μες στο Νεοχώρι θλίβονται)
(ορέ) μάνες αναστενάζουν
Για το κακό που έγινε, (ορέ που έγινε)
(ορέ για το κακό που έγινε)
ορέ στο Μέγδοβα στη λίμνη
Που πνίγηκαν είκοσι (ορέν είκοσι)
Κάθε χρόνο όταν πλησιάζει η θλιβερή αυτή επέτειος, τελείται επιμνημόσυνη δέηση και τρισάγιο στο μνημείο που έχει αναγερθεί προς τη μνήμη των θυμάτων.






Το Μοιρολόι

Οι πνιγμένοι

 
Σηκώθηκε να σφαλίσει το παντζούρι που ξεμανταλώθηκε και χτυπούσε πάνω στο ντουβάρι. Καθώς άνοιξε, ο αέρας που κατέβαινε από τη μεριά του δάσους, όρμησε μανιασμένος στο μικρό δωμάτιο. Έκλεισε γρήγορα το παραθυρόφυλλο και τυλίχτηκε στο μάλλινο μεσοφόρι της. Σκάλισε τα κάρβουνα στο τζάκι, έριξε ένα κούτσουρο, σκέπασε τα παιδιά κι έβαλε να φτιάξει έναν κριθαρένιο καφέ.
Της είχε τάξει πως θα της φέρει καφέ κανονικό από την Καρδίτσα όταν θα ερχόταν για τα Χριστούγεννα. Χαμογέλασε στη σκέψη. Βάλθηκε να φουκαλίζει, να συγυρίζει, να σιάζει το σπίτι.
Το πρώτο φως της ημέρας πέρασε μέσα από το ανατολικό παράθυρο την ώρα που έβαζε την κατσαρόλα στην πυροστιά για τον πρωινό τραχανά. Στάθηκε πίσω από το τζάμι κι αγνάντεψε. Δεν μπορούσε ακόμα να συνηθίσει τον μεγάλο ασημένιο υδάτινο όγκο που σκέπαζε τον ορίζοντα απ’ άκρη σε άκρη. Δεν πάει χρόνος που στην ίδια θέση απλωνόταν τα καφεπράσινα χωράφια τους και κάπου στη μέση σερνόταν φιδογυριστός ο Μέγδοβας, με την πορεία του να σημαδεύεται από ιτιές, λεύκες, πλατάνια.
Στην απέναντι μεριά της νεογέννητης λίμνης, κοντά στο Τσαρδάκι, δούλευε ο άντρας της. Τρεις ώρες δρόμο με το άλογο πριν τη λίμνη. Αν ήταν αλλιώς, κάθε βράδυ στο σπίτι θα τον είχε αλλά τώρα πια δεν υπήρχε δρόμος. Μόνο μια βάρκα που εξυπηρετούσε τα έκτακτα. Μια βάρκα στ' Άγραφα, ποιος να το ’λεγε;
Άκουσε το νερό να κοχλάζει και γύρισε να ρίξει τον τραχανά.
Η καμπάνα στον Αϊ Νικόλα χτύπησε πένθιμα κι αναρωτήθηκε στιγμιαία ποιον γέροντα περίμεναν με τη μέρα να φύγει. Θα ρωτούσε την γειτόνισσα, στον δρόμο για τη βρύση.
Ξύπνησε τα παιδιά, κανάκεψε το μικρότερο, το χαϊδεμένο, γέμισε δυο πιάτα τραχανά. Ύστερα ντύθηκε καλά, ποδέθηκε, ζαλώθηκε το γκιούμι και κίνησε για τη βρύση.
Ο βραδινός αέρας είχε κοπάσει και τουλούπες ομίχλη ανέβαιναν από τη λίμνη προς το χωριό ακολουθώντας ανάποδα τις σούδες και τα ρέματα. Στα μαγαζιά διέκρινε κινητικότητα και κόσμο να τρέχει αναστατωμένος. Η καμπάνα εξακολουθούσε να χτυπά πένθιμα. Ένοιωσε μια έντονη ανατριχίλα να τη διαπερνά από τον σβέρκο ως τα νεφρά κι έναν κόμπο στο λαιμό. Κοντοστάθηκε σαν κάτι να περίμενε. Χωρίς προφανή λόγο, έριξε το γκιούμι δίπλα στη βρύση κι άρχισε στην αρχή να περπατά γοργά κι ύστερα να τρέχει προς την πλατεία.
Λέξεις αιχμηρές σα λεπίδια έφταναν στ' αυτιά της από τις ρούγες και τα σφαλιστά παράθυρα καθώς προσπερνούσε: βάρκα, λίμνη, πνιγμένοι. Δεν ήθελε ν' ακούσει, δεν άκουγε, μόνο έτρεχε προς τον κόσμο. Έτρεχε κι όσο πλησίαζε η ανάσα της έβγαινε κομμάτια πνίγοντας τη φωνή που ήθελε να ξεφύγει απ’ τα στήθια της. Σαν ζώου μουγκρητό ακούστηκε αυτό που βγήκε από το στόμα της όταν έφτασε στα μαγαζιά κι άρπαξε το μπράτσο του πρώτου που είδε μπροστά της. Ήθελε να ρωτήσει “ποια βάρκα” αλλά δεν υπήρχε άλλη, ήθελε να ρωτήσει ποιοι ήταν μέσα αλλά δεν τολμούσε γιατί φοβόταν την απάντηση.
Δεν χρειάστηκε να πει τίποτα. Το βλέμμα του συγχωριανού της που αποτραβήχτηκε απότομα από το δικό της κι έπεσε στο λασπόχιονο του δρόμου, απάντησε σε όλα της τα ερωτήματα.
Είκοσι άτομα, άκουσε, όλοι οι Νεοχωρίτες εργάτες, 17 τον αριθμό, κι άλλοι τρεις κοντοχωριανοί, όλοι πνίγηκαν.
Έκανε μεταβολή και στράφηκε προς το σπίτι, ήθελε να φτάσει στα παιδιά της. Έδιωχνε με βία και θυμό χέρια και πρόσωπα που έσπευδαν να την παρηγορήσουν, να την αγγίξουν, να της μιλήσουν. Δεν ήθελε κανέναν, δεν άντεχε κανέναν. Έκοψε δρόμο μέσα από τη σούδα.
Έτρεμε σύγκορμη απ’ το πνιχτό, βουβό της κλάμα καθώς βάδιζε με δυσκολία στο απάτητο χιόνι. Τα πόδια της ήταν ήδη παγωμένα μέσα από τα καουτσουκένια της παπούτσια και τα χοντρά τσουράπια αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε. Το σώμα της δεν ένοιωθε τίποτα καθώς το μέγεθος της πληγής της απώλειας εκμηδένιζε κάθε άλλο ερέθισμα. Σαν απομακρύνθηκε αρκετά από τα σπίτια, άφησε το κορμί της να πέσει στα γόνατα κάτω από μια μισοκαμμένη από κεραυνό καστανιά, έβγαλε το μαντήλι, έλυσε τελετουργικά τις μακριές της πλεξούδες, τύλιξε τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά κι έσυρε κραυγή μεγάλη προς τα εκεί που λογάριαζε ότι είναι κι ακούει ο θεός της.
Το χωριό σείστηκε από την κραυγή. Δεν ήταν μία. Δεκαεπτά ήταν αλλά υψώθηκαν ταυτόχρονα στον πρωινό αέρα, έσκισαν την παχιά ομίχλη που σκέπαζε τις ράχες κι αντιλάλησαν σε όλα τα Άγραφα. Σαν κάποια εξώκοσμη συνείδηση να ρύθμισε τις λύπες σε μια ενώ την ίδια στιγμή μια παράξενη βροχή, πηχτή, αποπνιχτική, εμμένουσα, μονότονη, αιμορραγούσα θάνατο και πόνο άρχισε να πλανιέται στον αέρα παρά να πέφτει.
Κανένα μάτι στο χωριό δεν έμεινε στεγνό, καμιά καρδιά αράγιστη, κανένα χέρι σταθερό. Για μέρες πολλές, φωνή δεν υψωνόταν μην και ταράξει το πέπλο της θλίψης, μην κι απαλύνει τον αγιάτρευτο πόνο. Μήδ’ άνθρωπος μήτε ζώο μη φυσικό φαινόμενο διανοήθηκε να χαλάσει το πένθος. Σαν σκιές περνούσαν στο δρόμο οι χωριανοί, με τα μάτια μιλούσαν και με ψιθύρους επικοινωνούσαν. Μον’ οι χαροκαμένες – μάνες, γυναίκες, αδερφές – ένωναν τα χέρια κάθε που ανταμώνονταν σ’ έναν χορό αρχαίο όλο οργή και πόνο.


Με τον καιρό, η οργή μαλάκωσε αλλά έμεινε το σκοτάδι στο βλέμμα κάθε φορά που το μάτι αντίκριζε τον τεράστιο υδάτινο όγκο που κάλυπτε τον ορίζοντα προς τη μεριά της ανατολής και κάθε φορά εκστομίζονταν οι ίδιες κατάρες για τη λίμνη που «πήρε τα παιδιά». Με τον καιρό ο πόνος μαλάκωσε αλλά ποτέ ξανά δεν στήθηκε ο φημισμένος μεγάλος κυκλικός χορός στο Νεοχώρι.
Παντελής Μήτσιου, 4-5 Δεκέμβρη 2013, Αθήνα


Andreas Zouloumis


Στις 5-12-1959 σαν σήμερα πριν 59 χρόνια στην Λίμνη Πλαστήρα έχασαν την ζωή τους 20 εργάτες,κάνοντας την διαδρομή Τσαρδάκι-Νεοχώρι,με αυτή την βάρκα της παρακάτω φωτογραφίας
Συμβάλλοντας και οι ίδιοι στην κατασκευή αυτού του τεράστιου έργου που άλλαξε την ζωή του Νομού Καρδίτσας, με άρδευση, ύδρευση και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και παράλληλα βύθισε στο πένθος το χωριό Νεοχώρι και όλη την περιοχή.
Στην φωτογραφία ο Ηρακλής Μητσογιάννης ιδιοκτήτης της βάρκας, θύμα και ο ίδιος τις μεγάλης αυτής τραγωδίας...

ΠΗΓΕΣ:

http://www.karditsanews.gr/
http://agrafagroup.blogspot.gr/
https://giodonkaranton.wordpress.com/
http://lefkivivlos.blogspot.gr/