Η γουρνοχαρά
Έθιμα παλιά που ζήσαμε στα χωριά μας και τα νοσταλγούμε να τα ξαναζήσουμε
Μνήμες από τη Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας
Γράφει: Καρακώστα – Τσιλιώνη Βάσω, Υπάλληλος ΙΚΑ
Τα Χριστούγεννα είναι από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης και γι’ αυτό προσπαθούσαμε να τις χαρούμε για να αλλάξει η καθημερινότητά μας.
Σαν μικρά παιδιά περιμέναμε και τη γουρνοχαρά που γινόταν με μεγάλη ιεροτελεστία.
Γυρνώντας το πρωί των Χριστουγέννων από την εκκλησία, οι νοικοκυρές άναβαν αμέσως το καζάνι για να έχουν ζεστό νερό. Μαζεύονταν 4-5 άντρες για να σφάξουν το γουρούνι, το οποίο είχαν από μικρό μεγαλώσει με αποφάγια, τυρόγαλο και κολοκύθια προσπαθώντας να το παχύνουν ειδικά για αυτό το σκοπό. Αφού το πιάνανε από τα πόδια, το ρίχνανε κάτω και αυτό έσκουζε (νομίζω ότι ακούω ακόμη αυτό το σκούξιμο).
Ένας το χτύπαγε με το τσεκούρι στο κεφάλι κι άλλος το έσφαζε με το μαχαίρι. Τοποθετούσαν από κάτω κλαριά και ξύλα για να ακουμπήσουν πάνω το ζώο και ξεκίναγε η διαδικασία του γδαρσίματος. Η νοικοκυρά το θυμιάτιζε. Το ξεκοιλιάζανε, βγάζανε τα εντόσθια και τα έντερα, μαζί και το παχιάντερο (παχύ έντερο). Τα πρώτα κομμάτια κρέας που κόβανε, συνήθως απ’ την κοιλιά, τα ρίχνανε στα κάρβουνα να ψηθούν κι αυτά ήταν ο πρώτος και ο καλύτερος μεζές. Πίνανε κρασί καλό και ντόπιο και ανταλλάσσανε ευχές όπως: “καλοφάγοτο το χοιρινό”, “πολύ λίπα να βγάλουν και να έχουν καλή υγεία και καλή σοδειά”“και καλή παντρειά, αν υπήρχαν ανύπαντρα κορίτσια και αγόρια στο σπίτι”.
Βγάζανε και την κατρήθρα (ουροδόχο κύστη). Την μάλαζαν με στάχτη, τη φουσκώνανε και την παίζανε τα αγόρια σαν μπάλα.
Βγάζανε το λίπος και παρακαλούσαν να είναι πολύ για να βγάλουν πολύ λίπα, γιατί αυτό ήταν το λάδι που χρησιμοποιούσαν στα περισσότερα φαγητά. Το πλένανε, το σκουπίζανε, το κόβανε μικρά κομμάτια, το αλατίζανε και το βάζανε στο καζάνι να λιώσει ανακατεύοντάς το συνέχεια μ’ ένα ξύλο. Το λιωμένο λίπος το βάζανε σε τενεκέδες και το αφήνανε να πήξει. Όποιος έβγαζε πολλούς τενεκέδες λίπους ήταν χαρούμενος γιατί θα έβγαζε όλη τη χρονιά. Μ’ αυτό φτιάχνανε κουραμπιέδες, πίτες και πολλά άλλα φαγητά. Ήταν και το πρωινό μας, αφού καψαλίζαμε τη φέτα του ψωμιού στο τζάκι, το αλείφαμε με λίπα αντί για βούτυρο και τρώγαμε.
Τα κομμάτια του λίπους που είχαν και λίγο κρεατάκι, λιώνανε και αφού τσιγαρίζονταν, γινότανε οι καλύτερες τσιγαρίδες. Άλλη μια νοστιμιά η τσιγαρίδα που την τρώγαμε σκέτη ή με αυγά τηγανιτά ή με πράσα. Τις βάζανε επίσης και στην μπατζίνα.
Έπειτα κόβανε το κρέας σε κομμάτια. Άλλο κομμάτι για μαγείρεμα, το οποίο αλατίζανε με χοντρό αλάτι και το βάζανε σε πιθάρια, άλλο για λουκάνικα.
Ακολουθούσε η προετοιμασία για τα λουκάνικα. Αφού πλένανε τα έντερα, κόβανε με το τσεκούρι σε μικρά κομμάτια το κρέας, τα πράσα, και είχαν από πριν έτοιμο το πιπέρι, τη ρίγανη και το αλάτι. Τα ανακατεύανε όλα μαζί και μ’ αυτό το μίγμα γεμίζανε τα λουκάνικα.
Τα δένανε στις δύο άκρες τους και τα κρεμούσαν σ’ ένα ξύλο πάνω από το τζάκι για να στεγνώσουν. Εμείς τα μικρά παιδιά τα κοιτούσαμε κάθε μέρα πότε θα στεγνώσουν για να τα φάμε.
Τα παχύ έντερο (παχιάντερο) αφού το ζεματίζανε, το πλένανε καλά, του ρίχνανε και ξύδι για να μην μυρίζει και το γεμίζανε με τα εντόσθια ψιλοκομμένα, με κρέας, με ρύζι ή μπλουγούρι, μυρωδικά, αλατοπίπερο και το δένανε από τις δύο άκρες για να μην ανοίξει. Το τρυπάγανε για να μην σκάσει και το ψήνανε. Αυτό ήταν το μπουμπάρι.
Το κεφάλι, τα αφτιά και τα πόδια τα χρησιμοποιούσανε στον πατσά. Τα βάζανε σε ζεστό νερό και τα ξυρίζανε για να φύγουν όλες οι τρίχες. Τα βράζανε και τα ψιλοκόβανε. Στη συνέχεια σε μια κατσαρόλα βράζανε νερό, ξύδι, σκόρδο και το κρέας, αλάτι, πιπέρι και αυτός ήταν ο πατσάς.
Το φαγητό αυτό τρωγότανε με δύο τρόπους:
Ζεστός σαν σούπα
Το γυρίζανε σε ταψί και αφού πάγωνε, το κόβανε κομμάτια και το τρώγανε κρύο, η λεγόμενη πηχτή.
Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Ακόμη και το δέρμα του γουρουνιού το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν παπούτσια. Τα γνωστά μας γουρνοτσάρουχα.
Κάπως έτσι τελείωνε η γιορτινή μέρα των Χριστουγέννων, με το έθιμο της γουρνοχαράς.
Έθιμα που μένουν χαραγμένα στη μνήμη μας και που τέτοιες μέρες, μέρες Χριστουγέννων ανακαλούνται για να μας θυμίζουν τις φτωχικές εκείνες μέρες των παιδικών μας χρόνων που εμείς οι παλιότεροι ζήσαμε στα χωριά μας και που με νοσταλγία αναπολούμε αλλά και που έχουμε χρέος να τα μεταφέρουμε στις νεότερες γενιές.
Μπορείτε να κατεβάσετε το άρθρο και σε μορφή pdf εδώ.