Ήτανε κάποτε στη Τζαμάικα δυο πειρατές και πίνανε ρούμι σε ένα μπάρ. Μετά το τρίτο ποτό γυρίζει ο ένας από τους δύο και λέει στον άλλον:
- Δε μπορώ να μην προσέξω πως έχεις ένα ξύλινο πόδι. Πώς το έπαθες αυτό;
- Κατά τη διάρκει μιας μάχης, έπεσα στη θάλασσα, με βούτηξε ένας καρχαρίας και μέχρι να με σώσουνε, πάει το πόδι μου.
- Εντυπωσιακό! παρατήρησε ο πρώτος. Όμως δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι σου λείπει και το ένα χέρι κι έχεις γάντζο. Αυτό πάλι πως το έπαθες;
- Πάλι σε μάχη, πού αλλού; Κάποτε ήμουν πιο αργός απ’ ότι έπρεπε και μια σπαθιά μου έκοψε το χέρι.
- Είναι πράγματι εντυπωσιακά όλα αυτά που μου λές, ξαναείπε ο πρώτος πειρατής. Έχω ακόμα μια ερώτηση όμως να σου κάνω. Βλέπω ότι έχεις καλυμμένο και το μάτι σου. Πώς συνέβη αυτό πάλι;
- A! αυτό είναι από κουτσουλιά πουλιού.
- Από κουτσουλιά του παπαγάλου μου;! Μα πώς είναι δυνατόν;
- E να, ήταν η πρώτη μέρα που είχα βάλει το γάντζο, με έχεσε ο παπαγάλος στο μάτι και πήγα να το τρίψω!
- Δε μπορώ να μην προσέξω πως έχεις ένα ξύλινο πόδι. Πώς το έπαθες αυτό;
- Κατά τη διάρκει μιας μάχης, έπεσα στη θάλασσα, με βούτηξε ένας καρχαρίας και μέχρι να με σώσουνε, πάει το πόδι μου.
- Εντυπωσιακό! παρατήρησε ο πρώτος. Όμως δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι σου λείπει και το ένα χέρι κι έχεις γάντζο. Αυτό πάλι πως το έπαθες;
- Πάλι σε μάχη, πού αλλού; Κάποτε ήμουν πιο αργός απ’ ότι έπρεπε και μια σπαθιά μου έκοψε το χέρι.
- Είναι πράγματι εντυπωσιακά όλα αυτά που μου λές, ξαναείπε ο πρώτος πειρατής. Έχω ακόμα μια ερώτηση όμως να σου κάνω. Βλέπω ότι έχεις καλυμμένο και το μάτι σου. Πώς συνέβη αυτό πάλι;
- A! αυτό είναι από κουτσουλιά πουλιού.
- Από κουτσουλιά του παπαγάλου μου;! Μα πώς είναι δυνατόν;
- E να, ήταν η πρώτη μέρα που είχα βάλει το γάντζο, με έχεσε ο παπαγάλος στο μάτι και πήγα να το τρίψω!