Μόλις έχει βρέξει και στο σπίτι το αντρόγυνο συζητά περί φαγητού.
"Πήγαινε Γιώργο μου να μαζέψεις σαλιγκάρια , καιρό έχουμε να φάμε" , προτείνει η σύζυγος στον άντρα της.
"Καλή ιδέα" , απαντά αυτός , και ξεκινά την αναζήτηση.
Πράγματι , πολλά τα σαλιγκάρια , πέρασε γρήγορα η ώρα , ώσπου κάποια στιγμή το απόγευμα εκεί μου μάζευε ο γιώργος μας βλέπει ένα φίλο του .
"Ρε συ πάμε να πιούμε κανά κρασάκι?" τον ρωτά ο φίλος του.
"Μπα , θα με σκοτώσει η μέγαιρα η γυναίκα μου .''''''''στο καλύτερα" .
"Πάμε ρε, καιρό έχουμε να τα π(ι)ούμε" , επέμενε ο άλλος , έδωσε πήρε, τον έπεισε. Κρασάκι κρασάκι , το ένα ποτήρι έφερε το άλλο , το γυρίζουν στο ποτό βραδιάζει , μεσάνυχτα ... 4 το πρωί η ώρα...
"Πωπώ θα με σκοτώσει η γυναίκα μου" , κάνει στο φίλο του , και παίρνει τα σαλιγκάρια του και την κάνει , μια και δυο για το σπίτι ...
Φτάνοντας στο κατώφλι του σπιτιού του και αντιλαμβανόμενος τι έχει να τραβήξει ανοίγει τη σακούλα και πετάει τα σαλιγκάρια κάτω . Στο καπάκι ανοίγει την πόρτα , οπότε και φυσικά βλέπει την παπάρω να τον περιμένει με τον μπαλτά πίσω από την πόρτα. Χωρίς να χάσει καιρό γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω και απευθυνόμενος στα σαλιγκάρια , τους λέει
"έλα άλλο λίγο και φτάσαμε !!!"
"Πήγαινε Γιώργο μου να μαζέψεις σαλιγκάρια , καιρό έχουμε να φάμε" , προτείνει η σύζυγος στον άντρα της.
"Καλή ιδέα" , απαντά αυτός , και ξεκινά την αναζήτηση.
Πράγματι , πολλά τα σαλιγκάρια , πέρασε γρήγορα η ώρα , ώσπου κάποια στιγμή το απόγευμα εκεί μου μάζευε ο γιώργος μας βλέπει ένα φίλο του .
"Ρε συ πάμε να πιούμε κανά κρασάκι?" τον ρωτά ο φίλος του.
"Μπα , θα με σκοτώσει η μέγαιρα η γυναίκα μου .''''''''στο καλύτερα" .
"Πάμε ρε, καιρό έχουμε να τα π(ι)ούμε" , επέμενε ο άλλος , έδωσε πήρε, τον έπεισε. Κρασάκι κρασάκι , το ένα ποτήρι έφερε το άλλο , το γυρίζουν στο ποτό βραδιάζει , μεσάνυχτα ... 4 το πρωί η ώρα...
"Πωπώ θα με σκοτώσει η γυναίκα μου" , κάνει στο φίλο του , και παίρνει τα σαλιγκάρια του και την κάνει , μια και δυο για το σπίτι ...
Φτάνοντας στο κατώφλι του σπιτιού του και αντιλαμβανόμενος τι έχει να τραβήξει ανοίγει τη σακούλα και πετάει τα σαλιγκάρια κάτω . Στο καπάκι ανοίγει την πόρτα , οπότε και φυσικά βλέπει την παπάρω να τον περιμένει με τον μπαλτά πίσω από την πόρτα. Χωρίς να χάσει καιρό γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω και απευθυνόμενος στα σαλιγκάρια , τους λέει
"έλα άλλο λίγο και φτάσαμε !!!"