Μια μέρα δυο αδέλφια αποφάσισαν να ανοίξουν ένα χασάπικο. Το άνοιξαν λοιπόν και ήθελαν να κάνουν πρόβα. Λέει ο ένας:
- Θα κάνω εγώ τον πελάτη και εσύ τον ταμία.
Βγαίνει έξω, και ξαναμπαίνει κάνοντας τον πελάτη.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, λέει ο ταμίας.
- Θέλω μια μπύρα!
- Ρε βλάκα, δεν έχουμε μπύρα εδώ! Χασάπικο ανοίξαμε! Βγες και ξαναμπές!
Βγαίνει έξω, και ξαναμπαίνει.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, λέει ο ταμίας.
- Θέλω μια σόδα!
- Ρε βλάκα, δεν έχουμε σόδα εδώ! Βγες και ξαναμπές!
Βγαίνει έξω, και ξαναμπαίνει κάνοντας τον πελάτη.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, λέει ο ταμίας.
- Θέλω μια πορτοκαλάδα!
- Ρε βλάκα, σου είπα! Δεν έχουμε ποτά εδώ! Χασάπικο ανοίξαμε! Θα βγώ εγώ να κάνω τον πελάτη, να δεις πώς γίνεται.
Ξαναμπαίνει:
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας.
- Θέλω ένα κιλό κιμά!
- Να κεράσω και μια μπύρα;
- Θα κάνω εγώ τον πελάτη και εσύ τον ταμία.
Βγαίνει έξω, και ξαναμπαίνει κάνοντας τον πελάτη.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, λέει ο ταμίας.
- Θέλω μια μπύρα!
- Ρε βλάκα, δεν έχουμε μπύρα εδώ! Χασάπικο ανοίξαμε! Βγες και ξαναμπές!
Βγαίνει έξω, και ξαναμπαίνει.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, λέει ο ταμίας.
- Θέλω μια σόδα!
- Ρε βλάκα, δεν έχουμε σόδα εδώ! Βγες και ξαναμπές!
Βγαίνει έξω, και ξαναμπαίνει κάνοντας τον πελάτη.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, λέει ο ταμίας.
- Θέλω μια πορτοκαλάδα!
- Ρε βλάκα, σου είπα! Δεν έχουμε ποτά εδώ! Χασάπικο ανοίξαμε! Θα βγώ εγώ να κάνω τον πελάτη, να δεις πώς γίνεται.
Ξαναμπαίνει:
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας.
- Θέλω ένα κιλό κιμά!
- Να κεράσω και μια μπύρα;