Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐνδόξου νεομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ ἐκ Καππούας
τὰ
ζοφερὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ὅπως εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἱστορία,
μαρτύρησαν χιλιάδες χριστιανοί. Ἕνας, λοιπόν, ἀπ’ αὐτούς, εἶναι καὶ ὁ
ἅγιος νεομάρτυρας τῆς θεσσαλικῆς Καππούας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ὁ ὁποῖος, προτοῦ
βαπτισθεῖ καὶ ἐνταχθεῖ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἦταν
μουσουλμάνος, γιὸς Τούρκου ἀξιωματούχου τῆς περιοχῆς μας.
Σὲ ἡλικία εἴκοσι χρόνων μυήθηκε στὰ
χριστιανικὰ δόγματα ἀπὸ κάποιον λόγιο μοναχὸ τοῦ μοναστηριοῦ τῆς
Καππούας «Ἅγιος Νικόλαος». Ὁ μοναχὸς αὐτὸς ὅταν ἔκρινε ὅτι εἶχε
ἑδραιωθεῖ ἡ πίστη τοῦ τουρκόπουλου στὸ Χριστό, τὸ βάφτισε στὸ μοναστῆρι
καὶ ἀπὸ Σαΐμ, ποὺ ἦταν τὸ ὄνομά του, τὸ μετονόμασε ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ.
Ἡ ἀντίδραση τοῦ Τούρκου ἀξιωματούχου,
πατέρα τοῦ νεοφώτιστου Κωνσταντίνου, ὑπῆρξε κεραυνοβόλος καὶ δυναμική.
Θέλησε νὰ τιμωρήσει μὲ θάνατο τοὺς τρεῖς μοναχούς τοῦ μοναστηριοῦ τῆς
Καππούας, ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωσε, γιατὶ αὐτοὶ κατάφεραν νὰ δραπετεύσουν
καὶ νὰ καταφύγουν στὰ Μετέωρα, ὅπου ζήτησαν προστασία ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ
μοναχούς. Ἡ ὀργὴ τοῦ πατέρα κορυφώθηκε καὶ πυρπόλησε τὸ μοναστῆρι.
Ἐξοργισμένος ἀπὸ τὴ σθεναρὴ στάση καὶ τὴ
συμπεριφορά τοῦ γιοῦ του διέταξε στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του νὰ τὸν
ρίξουν στὸ μπουντροῦμι καὶ νὰ μὴν τὸν βγάλουν ἀπὸ κεῖ, ἄν δὲν ἐπανέλθει
στὴν πατρῴα του πίστη. Οἱ στρατιῶτες ἔπραξαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ
πατέρα. Ἔριξαν τὸν Κωνσταντῖνο στὸ σκοτεινὸ καὶ μουχλιασμένο μπουντροῦμι
καὶ πρωί – βράδυ τὸν ρωτοῦσαν ἄν εἶχε μετανιώσει γιὰ τὴν ἀποστασία του.
Ὁ Κωνσταντῖνος, ὅμως, τοὺς ἀπαντοῦσε μὲ γλυκύτητα καὶ σταθερότητα: «Τὸ
Χριστό μου δὲν θὰ τὸν ἀρνηθῶ ποτέ ὅ,τι καὶ νὰ μοῦ κάνετε. δὲν φοβᾶμαι
τίποτα. εἶναι δίπλα μου καὶ μὲ ἐνισχύει».
Τὰ ὅρια τῆς ὑπομονῆς τοῦ πατέρα
ἐξαντλήθηκαν καὶ ὀργισμένος ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς στρατιῶτες νὰ τὸν
βασανίσουν σκληρότερα καί, ἄν δὲν μεταπεισθεῖ καὶ πάλι, νὰ τὸν ὁδηγήσουν
στὴν κρεμάλα. Ἀλλὰ καὶ τὰ νέα σκληρότερα βασανιστήρια δὲ στάθηκαν ἱκανὰ
νὰ κάμψουν τὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστη του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ. Τότε οἱ
στρατιῶτες τοῦ ἀνακοίνωσαν τὴν ἀπόφαση τοῦ πατέρα του νὰ τὸν
ἀπαγχονίσει, ὡς τελευταία καὶ κορυφαία ἀπειλή, ἀλλὰ καὶ πάλι πῆραν τὴν
ἀγέρωχη ἀπάντηση: «Σᾶς λέγω καὶ πάλι. τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μὲ χωρίσει
ἀπὸ τὸ Χριστό μου. Τὸν άγαπῶ τόσο πολύ, ποὺ δὲ μὲ νοιάζει ἄν δώσω γιὰ
τὴν ἀγάπη του καὶ τὴ ζωή μου ἀκόμη».
Οἱ στρατιῶτες, σύμφωνα μὲ τὴ διαταγὴ τοῦ
πατέρα του, τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Καππούα, στὸ σημεῖο, ὅπου
εἶναι κτισμένο τὸ σημερινὸ χωριὸ Καππᾶ. Ἐδῶ ἔριξαν σχοινὶ σ’ ἕνα χοντρὸ
κλωνάρι τοῦ «μεγάλου πλατάνου» ποὺ ὑπῆρχε στὴ θέση αὐτή, πλησίον τοῦ
κοινοτικοῦ γραφείου τῆς Καππᾶς καὶ κρέμασαν τὸν ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ. Ὅμως, τὸ
θαῦμα ἔγινε. τὸ σχοινὶ κόπηκε τρεῖς φορές, ὁπότε οἱ δήμιοι ἀναγκάστηκαν,
ὕστερα ἀπὸ διαταγὴ τοῦ παριστάμενου πατέρα του, νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἡ
ἁγία ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου πέταξε κοντὰ στὴν αἰώνια ἀγάπη του,
τὸ Χριστό. Τὸ τιμημένο σκήνωμά του τὸ ἔθαψαν οἱ χριστιανοὶ κοντὰ στὸν
τόπο τοῦ μαρτυρίου του, στὴν τοποθεσία «»Τρία Δέντρα», κάπου ἐκεῖ στὸ
πίσω μέρος τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Κωστῆ Μαγγίπα καὶ σήμερα τοῦ Κώστα Γκέκα. Ὁ
Κωνσταντῖνος μαρτύρησε στὶς 18 Αὐγούστου 1610.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Πηγή: http://www.imthf.gr/Κωνσταντῖνον Καππούας, τὸν νεομάρτυρα,
ὡς στρατιώτην γενναῖον τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, μακαρίσωμεν πιστοὶ καὶ ἐπαιναίσωμεν· ὅτι δυσέβειαν πατρὸς καταλείψας σθεναρῶς, ἐκήρυξεν τὸν Σωτῆρα,
καὶ νομίμως ὑπεραθλήσας, τὴν κάραν δέδωκεν ὡς δῶρον Χριστῷ.