Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐν Ὀλύμπῳ
Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Διονύσιος εἶναι ἕνα λαμπερὸ ἀστέρι, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ
λάμπουν στὸ νοητὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν θεϊκή του
λαμπρότητα καταυγάζουν τὰ σκότη τῆς γήινης ζωῆς μας.
Ὑπήρξε μιὰ μεγάλη καὶ ὑπέροχη ἀσκητικὴ φυσιογνωμία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, κατὰ πάντα ἐφάμιλλος καὶ ἰσοστάσιος τῶν μεγάλων καὶ θεοφόρων Πατέρων «τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων».
Ὁ ὅσιος Διονύσιος γεννήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ 1500 μ.Χ. στὸ χωριὸ Σκλάταινα τῆς ἐπαρχίας Μουζακίου τοῦ νομοῦ Καρδίτσης, σημερινὴ Δρακότρυπα.
Προῆλθε ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς ἀλλὰ θεοσεβεῖς καὶ πιστούς. Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Δημήτριος καὶ ἀπὸ νωρὶς ἔδωσε δείγματα ἀφοσιώσεως στὸν Κύριο καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν μοναχισμό. Σὲ ἡλικία περίπου 18 ἐτῶν καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, πηγαίνει στὰ Μετέωρα καὶ κείρεται ῥασοφόρος μοναχὸς ὑπὸ τὸ ὄνομα Δανιήλ. Ἀργότερα ζητῶντας ἡσυχαστικώτερο τόπο, μεταβαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ γίνεται μεγαλόσχημος καὶ ἱερεύς, μετωνομασθεὶς σὲ Διονύσιο καὶ ζῶντας στὴν σκήτη τῆς Μονῆς Καρακάλου, μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση, προσευχὴ καὶ νηστεία. Ἡ ἰσάγγελη ζωή του, τὸν ἐπέβαλε σὲ ὅλους τοὺς πατέρες τοῦ Ἄθω, γι’ αὐτὸ καὶ ἀργότερα ἐξελέγη Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Φιλοθέου. Στὴν Μονὴ ὅμως αὺτή, ἡ ὁποῖα ἦταν τότε βουλγαρική, ὁ Ἅγιος συνήντησε μεγάλες ἀντιδράσεις, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ μεταβεῖ, γύρω στὸ 1524, στὴν περιοχὴ τῆς Βέροιας, στὴν Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τὴν ὁποῖα καὶ ἀνακαίνισε, καθιστῶντας την φάρο πνευματικὸ γιὰ ὅλη τὴν Κεντρικὴ Μακεδονία.
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα ἀνεχώρησε κρυφά, θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν ἐκλογή του ὡς ἐπισκόπου Βεροίας, ὅπως ζητοῦσε ὁ λαὸς ὅταν ἐχήρευσε ἡ ἐπισκοπὴ αὐτή.
Ἔτσι τον βλέπουμε νὰ γίνεται «οἰκιστὴς τοῦ Ὀλύμπου», ὅπου οἱ σπάνιες φυσικὲς ὀμορφιὲς καὶ τὰ δροσερὰ νερά του, φαίνεται ὅτι τὸν ἀνέπαυσαν πλήρως.
Στὴν ἀρχὴ ἀσκήτευσε μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο, ποὺ σώζεται μέχρι καὶ σήμερα μ’ ἕνα μικρὸ παρεκκλήσιο. Ἐν τῴ μεταξὺ ὑφίσταται πολλὲς ταλαιπωρίες, διωγμούς, συκοφαντίες, ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἀναγκάζεται νὰ ἐγκαταλείψει, εὐτυχῶς προσωρινά, τὸν ἀγαπημένο του Ὄλυμπο καὶ νὰ μεταβεῖ στὸ Πήλιο, κτίζοντας ἐκεῖ τὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος Σουρβίας.
Ἀργότερα ὅμως ἐπιστρέφει στὸν Ὄλυμπο καὶ κτίζει γύρω στὸ 1542 τὸ πρῶτο Μοναστήρι, ποὺ σώζεται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, πρὸς τιμὴν καὶ πάλι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ἔζησε σὰν ἐπίγειος ἄγγελος, γι’ αὐτὸ καὶ γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του ἕνα πλῆθος μοναχῶν, ποὺ ἔκανε τὴν Μονή του πραγματικὴ Λαῦρα. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος χρησιμοποιοῦσε ἀκόμη γιὰ προσευχὴ καὶ ἡσυχία τὰ σπήλαια ποὺ ὑπῆρχαν γύρω τῆς Μονῆς καὶ τὰ ὁποῖα εἶχε μετατρέψει σὲ ναΐσκους. Ἐκεῖ ἔμεινε τὸν περισσότερο χρόνο, ζῶντας μέσα στὸν γνόφο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Κάποιες φορές, ἐρχόμενον ἀπὸ τὰ σπήλαια πρὸς τὴν Μονή του, τὸν εἶχαν δεῖ νὰ λάμπει ὁλόκληρος, λουσμένος στὸ ἀναστάσιμο φῶς τοῦ μέλλοντος αἰώνος.
Ὁ Ἅγιος δὲν παρέλειπε νὰ περιέρχεται, σὰν ἄλλος πρόδρομος τοῦ Πατροκοσμᾶ, τὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ κηρύξει, νὰ ἐξομολογήσει καὶ νὰ στηρίζει τοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες. Εἶχε ἀπέραντη ἀγάπη γιὰ τὸν λαό. Ἀγκάλιαζε τοὺς πάντας καὶ τοὺς βοηθοῦσε πνευματικὰ καὶ ὑλικά. Ὅταν τὸν ἐπλησίαζε κανείς, εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι πλησιάζει τὸν ἴδιο Χριστό. Ζῶντας αὐτὴν τὴν χριστομίμητη ζωὴ ὁ Ἅγιος, ἔφθασε καὶ στὸ τέρμα, σὰν πρωταθλητής, γενναῖος, παίρνοντας τὸ στεφάνι ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ.
Ἀφήνοντας τὶς τελευταῖες του σεφὲς ὑποθῆκες στὰ πνευματικά του παιδιὰ φτερούγισε, σὰν ἄλλος ἐρωδιός, στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, μέσα στὸν χειμῶνα, τὴν 23η Ἰανουαρίου, κατὰ τὴν ὁποία τελεῖται καὶ ἡ σεπτὴ μνήμη του.
Ὁ ἅγιος Διονύσιος ἔλαβε παρὰ τοῦ Θεοῦ ἔκτακτα καὶ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα. Ὑπῆρξε προορατικὸς καὶ θαυματουργός, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν στὴν ζωή. Ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα καὶ ποικίλα θαύματά του ἂς δοῦμε δύο τρία.
Κάποτε οἱ μοναχοί του τὸν ἄκουσαν νὰ λέει: «Νά, ἔρχονται σὲ μᾶς δυὸ μοναχοί». Καὶ ἀφοῦ πῆρε χαρτὶ ἐζωγράφισε τέλεια τὶς μορφές τους, μιὰ καὶ ἦταν καὶ ζωγράφος. Τὸν μὲν ἕνα τὸν ἔκανε μὲ γένεια, τὸν δὲ ἄλλον ποὺ ἦταν νεώτερος, τὸν ἔκανε ἀγένειο. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἦλθαν πραγματικὰ δύο μοναχοὶ καὶ ὁ πρῶτος μὲ τὰ γένεια ἦταν διάκονος ὀνόματι Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος ἔμεινε καὶ πέθανε στὸ Μοναστήρι. Ὁ νεώτερος, διάκονος κι αὐτός, Ἠλίας ὀνομαζόμενος, ἔγινε μετὰ ἡγούμενος καὶ ἐν συνεχείᾳ Ἐπίσκοπος Πλαταμῶνος.
Τὸ 1971 ὅλη ἡ περιφέρεια συγκλονίστηκε ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση ἑνὸς μικροῦ ἀγοριοῦ, ποὺ χάθηκε μέσα στὸ δάσος τοῦ Ὀλύμπου, γύρω ἀπὸ τὴν Μονή. Ὕστερα ἀπὸ πολυήμερη ἀναζήτηση ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ τὸν στρατό, τὸ παιδὶ βρέθηκε ἤρεμο καὶ ἄθικτο ἐπάνω σὲ μιὰ πέτρα, κοντὰ στὴν Μονή, προστατευόμενο ἀπὸ ἕναν μυστηριώδη καλόγερο, ὁ ὁποῖος προφανῶς ἦταν ὁ Ἅγιος! Τὸ παιδὶ ὀνομάζεται Βασίλειος Τρικαλόπουλος καὶ σήμερα, μεγάλος πιά, διαμένει στὴν Πιερία.
Ἀλλὰ ἀναρίθμητα εἶναι ὅσα θαυμαστὰ καὶ ἐκπληκτικὰ ἐργάζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου μας, μέχρι σήμερα, σὲ ὅσους τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη καὶ καθαρὴ καρδιὰ καὶ τὰ ὁμολογοῦν μὲ συγκίνηση, ὡς αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες.
Ὑπήρξε μιὰ μεγάλη καὶ ὑπέροχη ἀσκητικὴ φυσιογνωμία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, κατὰ πάντα ἐφάμιλλος καὶ ἰσοστάσιος τῶν μεγάλων καὶ θεοφόρων Πατέρων «τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων».
Ὁ ὅσιος Διονύσιος γεννήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ 1500 μ.Χ. στὸ χωριὸ Σκλάταινα τῆς ἐπαρχίας Μουζακίου τοῦ νομοῦ Καρδίτσης, σημερινὴ Δρακότρυπα.
Προῆλθε ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς ἀλλὰ θεοσεβεῖς καὶ πιστούς. Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Δημήτριος καὶ ἀπὸ νωρὶς ἔδωσε δείγματα ἀφοσιώσεως στὸν Κύριο καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν μοναχισμό. Σὲ ἡλικία περίπου 18 ἐτῶν καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, πηγαίνει στὰ Μετέωρα καὶ κείρεται ῥασοφόρος μοναχὸς ὑπὸ τὸ ὄνομα Δανιήλ. Ἀργότερα ζητῶντας ἡσυχαστικώτερο τόπο, μεταβαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ γίνεται μεγαλόσχημος καὶ ἱερεύς, μετωνομασθεὶς σὲ Διονύσιο καὶ ζῶντας στὴν σκήτη τῆς Μονῆς Καρακάλου, μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση, προσευχὴ καὶ νηστεία. Ἡ ἰσάγγελη ζωή του, τὸν ἐπέβαλε σὲ ὅλους τοὺς πατέρες τοῦ Ἄθω, γι’ αὐτὸ καὶ ἀργότερα ἐξελέγη Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Φιλοθέου. Στὴν Μονὴ ὅμως αὺτή, ἡ ὁποῖα ἦταν τότε βουλγαρική, ὁ Ἅγιος συνήντησε μεγάλες ἀντιδράσεις, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ μεταβεῖ, γύρω στὸ 1524, στὴν περιοχὴ τῆς Βέροιας, στὴν Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τὴν ὁποῖα καὶ ἀνακαίνισε, καθιστῶντας την φάρο πνευματικὸ γιὰ ὅλη τὴν Κεντρικὴ Μακεδονία.
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα ἀνεχώρησε κρυφά, θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν ἐκλογή του ὡς ἐπισκόπου Βεροίας, ὅπως ζητοῦσε ὁ λαὸς ὅταν ἐχήρευσε ἡ ἐπισκοπὴ αὐτή.
Ἔτσι τον βλέπουμε νὰ γίνεται «οἰκιστὴς τοῦ Ὀλύμπου», ὅπου οἱ σπάνιες φυσικὲς ὀμορφιὲς καὶ τὰ δροσερὰ νερά του, φαίνεται ὅτι τὸν ἀνέπαυσαν πλήρως.
Στὴν ἀρχὴ ἀσκήτευσε μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο, ποὺ σώζεται μέχρι καὶ σήμερα μ’ ἕνα μικρὸ παρεκκλήσιο. Ἐν τῴ μεταξὺ ὑφίσταται πολλὲς ταλαιπωρίες, διωγμούς, συκοφαντίες, ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἀναγκάζεται νὰ ἐγκαταλείψει, εὐτυχῶς προσωρινά, τὸν ἀγαπημένο του Ὄλυμπο καὶ νὰ μεταβεῖ στὸ Πήλιο, κτίζοντας ἐκεῖ τὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος Σουρβίας.
Ἀργότερα ὅμως ἐπιστρέφει στὸν Ὄλυμπο καὶ κτίζει γύρω στὸ 1542 τὸ πρῶτο Μοναστήρι, ποὺ σώζεται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, πρὸς τιμὴν καὶ πάλι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ἔζησε σὰν ἐπίγειος ἄγγελος, γι’ αὐτὸ καὶ γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του ἕνα πλῆθος μοναχῶν, ποὺ ἔκανε τὴν Μονή του πραγματικὴ Λαῦρα. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος χρησιμοποιοῦσε ἀκόμη γιὰ προσευχὴ καὶ ἡσυχία τὰ σπήλαια ποὺ ὑπῆρχαν γύρω τῆς Μονῆς καὶ τὰ ὁποῖα εἶχε μετατρέψει σὲ ναΐσκους. Ἐκεῖ ἔμεινε τὸν περισσότερο χρόνο, ζῶντας μέσα στὸν γνόφο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Κάποιες φορές, ἐρχόμενον ἀπὸ τὰ σπήλαια πρὸς τὴν Μονή του, τὸν εἶχαν δεῖ νὰ λάμπει ὁλόκληρος, λουσμένος στὸ ἀναστάσιμο φῶς τοῦ μέλλοντος αἰώνος.
Ὁ Ἅγιος δὲν παρέλειπε νὰ περιέρχεται, σὰν ἄλλος πρόδρομος τοῦ Πατροκοσμᾶ, τὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ κηρύξει, νὰ ἐξομολογήσει καὶ νὰ στηρίζει τοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες. Εἶχε ἀπέραντη ἀγάπη γιὰ τὸν λαό. Ἀγκάλιαζε τοὺς πάντας καὶ τοὺς βοηθοῦσε πνευματικὰ καὶ ὑλικά. Ὅταν τὸν ἐπλησίαζε κανείς, εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι πλησιάζει τὸν ἴδιο Χριστό. Ζῶντας αὐτὴν τὴν χριστομίμητη ζωὴ ὁ Ἅγιος, ἔφθασε καὶ στὸ τέρμα, σὰν πρωταθλητής, γενναῖος, παίρνοντας τὸ στεφάνι ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ.
Ἀφήνοντας τὶς τελευταῖες του σεφὲς ὑποθῆκες στὰ πνευματικά του παιδιὰ φτερούγισε, σὰν ἄλλος ἐρωδιός, στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, μέσα στὸν χειμῶνα, τὴν 23η Ἰανουαρίου, κατὰ τὴν ὁποία τελεῖται καὶ ἡ σεπτὴ μνήμη του.
Ὁ ἅγιος Διονύσιος ἔλαβε παρὰ τοῦ Θεοῦ ἔκτακτα καὶ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα. Ὑπῆρξε προορατικὸς καὶ θαυματουργός, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν στὴν ζωή. Ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα καὶ ποικίλα θαύματά του ἂς δοῦμε δύο τρία.
Κάποτε οἱ μοναχοί του τὸν ἄκουσαν νὰ λέει: «Νά, ἔρχονται σὲ μᾶς δυὸ μοναχοί». Καὶ ἀφοῦ πῆρε χαρτὶ ἐζωγράφισε τέλεια τὶς μορφές τους, μιὰ καὶ ἦταν καὶ ζωγράφος. Τὸν μὲν ἕνα τὸν ἔκανε μὲ γένεια, τὸν δὲ ἄλλον ποὺ ἦταν νεώτερος, τὸν ἔκανε ἀγένειο. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἦλθαν πραγματικὰ δύο μοναχοὶ καὶ ὁ πρῶτος μὲ τὰ γένεια ἦταν διάκονος ὀνόματι Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος ἔμεινε καὶ πέθανε στὸ Μοναστήρι. Ὁ νεώτερος, διάκονος κι αὐτός, Ἠλίας ὀνομαζόμενος, ἔγινε μετὰ ἡγούμενος καὶ ἐν συνεχείᾳ Ἐπίσκοπος Πλαταμῶνος.
Τὸ 1971 ὅλη ἡ περιφέρεια συγκλονίστηκε ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση ἑνὸς μικροῦ ἀγοριοῦ, ποὺ χάθηκε μέσα στὸ δάσος τοῦ Ὀλύμπου, γύρω ἀπὸ τὴν Μονή. Ὕστερα ἀπὸ πολυήμερη ἀναζήτηση ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ τὸν στρατό, τὸ παιδὶ βρέθηκε ἤρεμο καὶ ἄθικτο ἐπάνω σὲ μιὰ πέτρα, κοντὰ στὴν Μονή, προστατευόμενο ἀπὸ ἕναν μυστηριώδη καλόγερο, ὁ ὁποῖος προφανῶς ἦταν ὁ Ἅγιος! Τὸ παιδὶ ὀνομάζεται Βασίλειος Τρικαλόπουλος καὶ σήμερα, μεγάλος πιά, διαμένει στὴν Πιερία.
Ἀλλὰ ἀναρίθμητα εἶναι ὅσα θαυμαστὰ καὶ ἐκπληκτικὰ ἐργάζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου μας, μέχρι σήμερα, σὲ ὅσους τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη καὶ καθαρὴ καρδιὰ καὶ τὰ ὁμολογοῦν μὲ συγκίνηση, ὡς αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Ὀλύμπου οἰκήτωρ Πιερίας ἀγλάϊσμα,
καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα,
ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ,
καὶ παρέχεις τὴν ταχεῖαν σου ἀρωγήν, τοὶς εὐλαβῶς κραυγάζουσιν.
δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα,
ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ,
καὶ παρέχεις τὴν ταχεῖαν σου ἀρωγήν, τοὶς εὐλαβῶς κραυγάζουσιν.
δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.