Ο κουτσός ήρθε με τα οκτώ παιδιά του και την γυναίκα του, η οποία ήταν και γκαστρομένη. Ήρθε εδώ στο χωριό μας και εγκαταστάθηκε σε ένα ντάμ’, κάτ’από το λουτρό. Τι κάνουν τα καρκαντζούλια αυτές της μέρες στο χωριό μας; Πειράζουν τους ανθρώπους όταν τους βρίσκουν αργά το βράδυ έξω, μπαίνουν στα σπίτια από τον μπουχαρί και μαγαρίζουν (κατουρούν) τα πάντα. Κρέας, λουκάνικα, κουραμπιέδες κ.λπ.. Μπαίνουν μέσα στο ντουλάπι ακόμα και στο ψυγείο. Τα καρκαντζούλια σκιάζουντη το λάλημα του κόκορα, το θυμιάμα και τον παπά με την αγιαστούρα. Γι’αυτό ο παπάς αγιάζει τα πάντα.
Θα σας διηγηθώ μια ιστορία όπως την διηγήθηκε η γιαγιά Στυλιανή Αδάμου στον εγγονό μου.
Την τρίτ’ μέρα των Χριστουγέννων αργά το βράδυ ακούστηκε θόρυβος έξω από το σπίτι της γιαγιάς Στυλιανής και φωνές. Ανοίγει την πόρτα και τι να δη. Η ρούγα (αυλή) ήταν γεμάτη από Καρκατζούλια. Τότε πετάχτηκε ένα και της μίλησε. (Μη σκιάζεσαι, η καρκαντζαλίνα από τον κτσό γεννάει κι του κούτσκου (μικρό) δεν βγέν’. Ησή έχς (έχεις) πουλά πιδιά και ξέρς από γέννες. Θα έρθεις να βοηθήσεις. Η κτσός είναι γενναιόδωρος. Αν βγάλεις πιδί (αγόρι), θα σε γιομόσ’ τις τσέπες λίρες. Αν Βγάλεις κουρίτσ’, θα ση φάει ζουντανή).
Η κακόμοιρα δεν είχε άλλη επιλογή. (καρτηράτη είπε να ντυθώ). Εχ κουκάλα να ντυθείς καλά φώναξαν και μην αργής. Η γιαγιά πήγε στο εικόνισμα πήρε ένα κερί και άρχισε να φτιάνει ένα ομοίωμα μικρού αγοριού, το έβαλε στην τσέπη της βγήκε έξω και είπε ξεκινάμε. Τα καρκαντζούλια την άρπαξαν αγκαλιά και ξεκίνησαν. Σε λίγο έφτασαν στο ντάμ’. Άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα. Είχαν μια μεγάλη (δυνατή φωτιά) μπαρμπαρώνα και δίπλα η καρκαντζαλίνα να σκούζει από τον πόνο.
Μη σκιάζεστε τους είπε, άναψε το καντήλ και φέρε χλιαρό νερό είπε στον καρκάντζαλο. Η γιαγιά έδωσε ένα μπουκάλ’ στη καρκατζαλίνα και της είπε (φύσα να το φουσκώσεις σαν το μπαλόνι) φύσα φύσα πετάχτηκε το καρκαντζαλάκ’. Το άρπαζε η γιαγιά και τι να δη ήταν κοριτσάκι. Δεν τα έχασε. Έβγαλε το ομοίωμα από την τσέπη της, το έβαλε στο μωρό και φώναξε, να σας ζήσ’, (πιδί, πιδί).
Η καρκατζαλίνα από τον πόνο της δεν έδωσε προσοχή. Ο καρκάντζαλος μέσα στη νύχτα κάτι είδε και ευχαριστήθηκε. Η γιαγιά στα γρήγορα φάσκιωσε το μικρό και ξεκίνησε να φύγει. «Καρτέρα» της είπε ο καρκάντζαλους γεμίζοντάς της τσέπες λίρες και ευχαριστώντας της για το χαρούμενο γεγονός που απέκτησε μετά τα οκτώ θυλκά, πιδί (αγόρι). Φώναξε τα καρκαντζούλια πού ήταν έξω να πάνε τη γιαγιά σπίτι της.
Την άλλη μέρα το πρωί η γιαγιά έστειλε τον παππού στο Μπακατσιά να αγοράσει όση θυμιάμα είχε. Πριν το γιόμα (μεσημέρι) η καρκαντζαλίνα ξεφάσκιοσε το μικρό και έπεσε το ομοίωμα και άρχισε να φωνάζει. Καρκάντζαλους, καρκαντζαλάκια μαζόθκαν τρούηρου. τι έπαθες και σκούζεις της είπαν. Τηράτι, και έδηξε το ομοίωμα. Σάστισαν μένοντας με το στόμα ανοιχτό, μέχρι να καταλάβουν την κατεργαριά της γιαγιάς και αποφάσισαν να την εκδικηθούνε.
Μόλις χαλίπουσι, η γιαγιά κλειδόθκη με τον παππού στο σπίτ’. Άναψαν τον μπουχαρί και το εικόνισμα. Κάθισαν στη φωτιά και σκεφτότανε τι να κάνουν τα τόσα χρήματα. Ξαφνικά ακούνε βρόντο στο παράθυρο και μια δυνατή φωνή να λέει γιαγιά (γιαγιά, όλα ήταν από κερί. Ότι, σ’έδουσα θα στο πάρω πίσω και σένα θα σε φάω). Ο παππούς άρχισε να λέει το πάτερ ημών και η γιαγιά να ρίχνει θυμιάμα στη φωτιά. Ο καρκάντζαλους εξαφανίστηκε.
Αυτό συνεχίστηκε μέχρι την παραμονή των Φώτων, όταν έφυγαν όλα τα καρκαντζούλια από το χωριό. Ο παπάς αγίασε τα πάντα και δεν έμενε κανένα καρκαντζούλ’.
Η γιαγιά Στυλιανή είναι 103 ετών, χέρι άκρας υγείας και διαύγειας νου. Της εύχομαι μακροζωία και του χρόνου να μας διηγηθεί και άλλες ιστορίες.
Καλή σας χρονιά
Απόστολος Φλωρίδης
Πηγή: http://mouzakinews.gr/