Η Μ. Παρασκευή την δεκαετία του ’60 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, στην τότε κοινωνία της Καρδίτσας, είχε ιδιαίτερη θρησκευτικότητα, εν τω μέτρω του δυνατού, λαμπρότητα, εθιμική παράδοση και μία χαρμολύπη ένεκα του γεγονότος της ημέρας αλλά και της αναμενόμενης Αναστάσεως. Και τότε, όπως συμβαίνει και σήμερα, τα περισσότερα σπίτια ήταν έτοιμα να δεχθούν τους στενούς συγγενείς που όλον τον άλλο καιρό ήταν μακριά από την οικογένεια, είτε λόγω σπουδών, στρατεύσεως, εργασίας κτλ.
Τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 12-14 ετών, την Μ. Πέμπτη είχαν βγεί στους δρόμους και στα σπίτια για να αναγγείλουν το «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα», και βεβαίως από αυτή την προσπάθεια είχαν χαρτζιλικωθεί από γνωστούς και φίλους, με αποτέλεσμα την ημέρα αυτή να είναι ιδιαίτερα εύκολα στον διαμοιρασμό του πλούτου…..
Αυτή την ημέρα οι κάτοικοι έβαζαν τα καλά τους ρούχα και γέμιζαν τις εκκλησίες για να παρακολουθήσουν την Αποκαθήλωση και την διαδικασία στολισμού του επιταφίου, που τότε την επιμελούνταν πάντοτε κοπέλες και κυρίες της ενορίας, με λουλούδια της εποχής κομμένα από τους κήπους των σπιτιών που τότε περίσσευαν.
Τα καταστήματα ήταν κλειστά μέχρι το μεσημέρι και βεβαίως όλα όσα πουλούσαν προϊόντα αρτύσιμα εκείνη την ημέρα δεν άνοιγαν καθόλου. Τα καφενεία (οι καφετέριες ήταν άγνωστο πράγμα) από την ώρα που έβγαινε η σταύρωση, δεν έδιναν στους πελάτες τους να παίξουν χαρτιά, τάβλι ή άλλα παιχνίδια, μάλιστα στο καφενείο του Αργυρόπουλου, γωνία Δ. Τερτίπη και Χατζημήτρου, αλλά και στην Αίγλη (κτίριο Πάλλας), που διέθεταν και μπιλιάρδα, (ο Μαράβας που είχε μόνο μπιλιάρδα παρέμεινε κλειστός), κρεμούσαν τους βαλέδες, όπως λέει και το τραγούδι, βάζοντας τρείς στέκες σε σχήμα πυραμίδας και εκεί με ένα σχοινί κρεμούσαν ένα ζάρι, μία μπάλα του μπιλιάρδου και ένα βαλέ που συμβόλιζε τον Ιούδα που κρεμάστηκε. Μέχρι την πρώτη Ανάσταση (πρωϊ Μ. Σαββάτου), κανένας δεν διανοείτο να ζητήσει από τους καφετζήδες χαρτιά ή κάτι άλλο για παιχνίδι. Το έθιμο ήταν πατροπαράδοτο και ισχυρό. Οι κινηματογράφοι, το Πάλλας και η Τιτάνια τότε, την ημέρα αυτή παρέμειναν κλειστοί. Οι πλανόδιοι πωλητές πουλούσαν μόνο νηστίσιμα προϊόντα. Εάν κανείς ήθελε την ημέρα εκείνη να αγοράσει κανένα νέο δίσκο μουσικής από τα δισκοπωλεία και ήθελε να τον ακούσει, όπως γίνονταν τότε, ο καταστηματάρχης του έκανε την επιθυμία του, αλλά η ακρόαση γίνονταν πολύ σιγά. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, στα μεσαία κύματα τότε, όχι FM, έπαιζαν μόνο κλασική μουσική την ημέρα αυτή.
Οι καμπάνες όλων των εκκλησιών κτυπούσαν συνεχώς, όλη την ημέρα πένθιμα. Την όλη διαδικασία επιμελούνταν τα παιδιά της κάθε ενορίας. Ο κόσμος το απόγευμα γύριζε σε όλες τις εκκλησίες για να προσκυνήσει τους επιταφίους, αλλά και ως βόλτα, ιδιαίτερα όταν ο καιρός ήταν ευχάριστος. Οι σημαίες, όπου αυτές κυμάτιζαν, ήταν μεσίστιες την ημέρα αυτή και οι στρατιώτες φρουροί του επιταφίου είχαν τα όπλα υπό μάλης. Η νηστεία την ημέρα αυτή ήταν καθολική. Χαλβάς του τοπικού εργοστασίου Λέμα, ελιές, ταραμάς, πατάτες βραστές, καλαμάρι κονσέρβα, όλα χωρίς λάδι, ήταν συνήθως τα εδέσματα που βρίσκονταν στο τραπέζι της κάθε οικογένειας. Οι νοικοκυρές εκείνη την ημέρα δεν έκαναν δουλειές. Ντομάτες και αγγουράκια, εκτός εποχής, δεν υπήρχαν τότε. Το βράδυ ό κόσμος ακολουθούσε τους επιταφίους στην έξοδό τους και στην περιφορά τους στην κεντρική πλατεία και μετά από την σύναξη τους ακολουθούσε και πάλι στην εκκλησία. Το σημερινό «έθιμο» της κατακλίσεως όλων των χώρων για φαγητό, αμέσως μόλις φύγουν οι επιτάφιοι από την πλατεία, δεν υπήρχε τότε. Τα νυκτερινά κέντρα ήταν όλα κλειστά και ο κόσμος πήγαινε στα σπίτια του για να ξεκουραστεί και να ξυπνήσει το πρωϊ του Σαββάτου με τις πολλές δουλειές, έχοντας πάντα στο νού του την Ανάσταση.
Προσπάθησα με λίγα λόγια ανάκατα, να σας μεταφέρω την εικόνα της τότε εποχής. Δεν ξέρω εάν τα κατάφερα, αλλά εγώ, είναι σίγουρο ότι βρέθηκα νοσταλγικά σε εκείνα τα παιδικά, τα ιδιαίτερα χρόνια. Και όπως τότε αλλά και σήμερα την ίδια ευχή πάντα λέμε.
Καλή Ανάσταση σε όλους.
Τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 12-14 ετών, την Μ. Πέμπτη είχαν βγεί στους δρόμους και στα σπίτια για να αναγγείλουν το «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα», και βεβαίως από αυτή την προσπάθεια είχαν χαρτζιλικωθεί από γνωστούς και φίλους, με αποτέλεσμα την ημέρα αυτή να είναι ιδιαίτερα εύκολα στον διαμοιρασμό του πλούτου…..
Αυτή την ημέρα οι κάτοικοι έβαζαν τα καλά τους ρούχα και γέμιζαν τις εκκλησίες για να παρακολουθήσουν την Αποκαθήλωση και την διαδικασία στολισμού του επιταφίου, που τότε την επιμελούνταν πάντοτε κοπέλες και κυρίες της ενορίας, με λουλούδια της εποχής κομμένα από τους κήπους των σπιτιών που τότε περίσσευαν.
Τα καταστήματα ήταν κλειστά μέχρι το μεσημέρι και βεβαίως όλα όσα πουλούσαν προϊόντα αρτύσιμα εκείνη την ημέρα δεν άνοιγαν καθόλου. Τα καφενεία (οι καφετέριες ήταν άγνωστο πράγμα) από την ώρα που έβγαινε η σταύρωση, δεν έδιναν στους πελάτες τους να παίξουν χαρτιά, τάβλι ή άλλα παιχνίδια, μάλιστα στο καφενείο του Αργυρόπουλου, γωνία Δ. Τερτίπη και Χατζημήτρου, αλλά και στην Αίγλη (κτίριο Πάλλας), που διέθεταν και μπιλιάρδα, (ο Μαράβας που είχε μόνο μπιλιάρδα παρέμεινε κλειστός), κρεμούσαν τους βαλέδες, όπως λέει και το τραγούδι, βάζοντας τρείς στέκες σε σχήμα πυραμίδας και εκεί με ένα σχοινί κρεμούσαν ένα ζάρι, μία μπάλα του μπιλιάρδου και ένα βαλέ που συμβόλιζε τον Ιούδα που κρεμάστηκε. Μέχρι την πρώτη Ανάσταση (πρωϊ Μ. Σαββάτου), κανένας δεν διανοείτο να ζητήσει από τους καφετζήδες χαρτιά ή κάτι άλλο για παιχνίδι. Το έθιμο ήταν πατροπαράδοτο και ισχυρό. Οι κινηματογράφοι, το Πάλλας και η Τιτάνια τότε, την ημέρα αυτή παρέμειναν κλειστοί. Οι πλανόδιοι πωλητές πουλούσαν μόνο νηστίσιμα προϊόντα. Εάν κανείς ήθελε την ημέρα εκείνη να αγοράσει κανένα νέο δίσκο μουσικής από τα δισκοπωλεία και ήθελε να τον ακούσει, όπως γίνονταν τότε, ο καταστηματάρχης του έκανε την επιθυμία του, αλλά η ακρόαση γίνονταν πολύ σιγά. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, στα μεσαία κύματα τότε, όχι FM, έπαιζαν μόνο κλασική μουσική την ημέρα αυτή.
Οι καμπάνες όλων των εκκλησιών κτυπούσαν συνεχώς, όλη την ημέρα πένθιμα. Την όλη διαδικασία επιμελούνταν τα παιδιά της κάθε ενορίας. Ο κόσμος το απόγευμα γύριζε σε όλες τις εκκλησίες για να προσκυνήσει τους επιταφίους, αλλά και ως βόλτα, ιδιαίτερα όταν ο καιρός ήταν ευχάριστος. Οι σημαίες, όπου αυτές κυμάτιζαν, ήταν μεσίστιες την ημέρα αυτή και οι στρατιώτες φρουροί του επιταφίου είχαν τα όπλα υπό μάλης. Η νηστεία την ημέρα αυτή ήταν καθολική. Χαλβάς του τοπικού εργοστασίου Λέμα, ελιές, ταραμάς, πατάτες βραστές, καλαμάρι κονσέρβα, όλα χωρίς λάδι, ήταν συνήθως τα εδέσματα που βρίσκονταν στο τραπέζι της κάθε οικογένειας. Οι νοικοκυρές εκείνη την ημέρα δεν έκαναν δουλειές. Ντομάτες και αγγουράκια, εκτός εποχής, δεν υπήρχαν τότε. Το βράδυ ό κόσμος ακολουθούσε τους επιταφίους στην έξοδό τους και στην περιφορά τους στην κεντρική πλατεία και μετά από την σύναξη τους ακολουθούσε και πάλι στην εκκλησία. Το σημερινό «έθιμο» της κατακλίσεως όλων των χώρων για φαγητό, αμέσως μόλις φύγουν οι επιτάφιοι από την πλατεία, δεν υπήρχε τότε. Τα νυκτερινά κέντρα ήταν όλα κλειστά και ο κόσμος πήγαινε στα σπίτια του για να ξεκουραστεί και να ξυπνήσει το πρωϊ του Σαββάτου με τις πολλές δουλειές, έχοντας πάντα στο νού του την Ανάσταση.
Προσπάθησα με λίγα λόγια ανάκατα, να σας μεταφέρω την εικόνα της τότε εποχής. Δεν ξέρω εάν τα κατάφερα, αλλά εγώ, είναι σίγουρο ότι βρέθηκα νοσταλγικά σε εκείνα τα παιδικά, τα ιδιαίτερα χρόνια. Και όπως τότε αλλά και σήμερα την ίδια ευχή πάντα λέμε.
Καλή Ανάσταση σε όλους.
Efi Trigoni
ΚΑΡΔΙΤΣΑ ΛΙΜΝΗ ΠΛΑΣΤΗΡΑ