Μια φιγούρα σιωπηλή. Κι ολόγυρα ο κάμπος. Απέραντος.
Ο άντρας της οδηγεί περήφανος το καινούργιο του τρακτέρ, ο γιος της δοκιμάζει μ’ άγρια μαρσαρίσματα τη μηχανή του, κι ο λαϊκός τραγουδιστής διαλαλεί από το ραδιόφωνο την επιτυχία του: Είμαι στα χάι μου, όταν έχω εσένα πλάι μου…
Κι αυτή… Μονάχη.
Με χέρι αποφασιστικό και σίγουρο συνεχίζει να τσαπίζει το σβολιασμένο χώμα.
Σκύβει, ανασηκώνεται και πάλι σκύβει. Μια κίνηση που επαναλαμβάνεται η ίδια αιώνες τώρα.
Με χέρι αποφασιστικό και σίγουρο συνεχίζει να τσαπίζει το σβολιασμένο χώμα.
Σκύβει, ανασηκώνεται και πάλι σκύβει. Μια κίνηση που επαναλαμβάνεται η ίδια αιώνες τώρα.
Είναι Καραγκούνα.
Κοντή και γεμάτη, με γοφούς ανοιχτούς και πλούσιο στήθος, κρυμμένο κάτω από τις σούρες της άσπρης της τραχηλιάς.
Περπατάει στητή. Τα βήματα βαριά και κάπως ράθυμα.
Το βλέμμα χαμηλωμένο, δεν ξεκολλάει από τη γη. «Μη λάχει και χάσεις τον προσανατολισμό σου;» την πειράζω. Αχνογελάει. «Μου το ‘χουν απαγορεύσει να κοιτάζω κατάματα τους ανθρώπους, από τότε που ήμουνα κοπελούδα», αποκρίνεται.
Τώρα δεν είναι πια κοπελούδα. Μέστωσε.
Κοντή και γεμάτη, με γοφούς ανοιχτούς και πλούσιο στήθος, κρυμμένο κάτω από τις σούρες της άσπρης της τραχηλιάς.
Περπατάει στητή. Τα βήματα βαριά και κάπως ράθυμα.
Το βλέμμα χαμηλωμένο, δεν ξεκολλάει από τη γη. «Μη λάχει και χάσεις τον προσανατολισμό σου;» την πειράζω. Αχνογελάει. «Μου το ‘χουν απαγορεύσει να κοιτάζω κατάματα τους ανθρώπους, από τότε που ήμουνα κοπελούδα», αποκρίνεται.
Τώρα δεν είναι πια κοπελούδα. Μέστωσε.
Είναι γυναίκα.
Γυναίκα στέρεη σαν το χώμα που τσαπίζει.
Γυναίκα τρυφερή σαν τον άνεμο που τραγουδάει στα στάχυα ερωτόλογα.
Το χαμομήλι ευωδιάζει.
Κι αυτή νοιώθει μια ανατριχίλα να διατρέχει το κορμί της.
Της έρχεται να κλάψει. Θέλει να γελάσει. Μα σωπαίνει.
Γυναίκα στέρεη σαν το χώμα που τσαπίζει.
Γυναίκα τρυφερή σαν τον άνεμο που τραγουδάει στα στάχυα ερωτόλογα.
Το χαμομήλι ευωδιάζει.
Κι αυτή νοιώθει μια ανατριχίλα να διατρέχει το κορμί της.
Της έρχεται να κλάψει. Θέλει να γελάσει. Μα σωπαίνει.
Είναι γυναίκα.
Η γυναίκα του Θεσσαλικού κάμπου. Η Καραγκούνα. Απόγονος των Πενεστών Πελασγών. Κανείς ποτέ δεν της έχει μιλήσει για τους προγόνους της. Τους αγνοεί.
Η γυναίκα του Θεσσαλικού κάμπου. Η Καραγκούνα. Απόγονος των Πενεστών Πελασγών. Κανείς ποτέ δεν της έχει μιλήσει για τους προγόνους της. Τους αγνοεί.
Κι όμως,. Μιλάει τη δικιά τους λαλιά, διατηρεί τις δικές τους συνήθειες, έχει τη δικιά τους Γνώση και Σοφία που, κατά τρόπο μαγικό, περνάει από τη μια γενιά στην άλλη.
Είναι η Θεσσαλή γυναίκα. Η Καραγκούνα.
Όχι, δεν κάνει όνειρα.
Όχι, δε φοβάται το θάνατο.
Ζει, χαίρεται την καθημερινότητα.
Κι αυτό της αρκεί.
Όχι, δεν κάνει όνειρα.
Όχι, δε φοβάται το θάνατο.
Ζει, χαίρεται την καθημερινότητα.
Κι αυτό της αρκεί.
Από το βιβλίο «Γυναίκες της γης» Της Μαρούλας Κλιάφα