Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Σοφία Βέμπο: Το κορίτσι από τον Βόλο που έγινε η Τραγουδίστρια της Νίκης και η Φωνή της Ελλάδας


Η Έφη Μπέμπου ανέβηκε με μία κιθάρα και τα λιγοστά της υπάρχοντα στο πλοίο της γραμμής για τη Θεσσαλονίκη. Αυτό που δεν φανταζόταν η ταμίας ζαχαροπλαστείου από τον Βόλο, ήταν πως αυτή η διαδρομή θα ήταν η αρχή μιας τεράστιας καριέρας.

Η Σοφία γεννήθηκε το 1910 στην Καλλίπολη της Θράκης. Ήταν το πρώτο από τα 4 παιδιά μίας οικογένειας καπνεργατών. Από τη Θράκη, στην Κωνσταντινούπολη και από την Πόλη στο Βόλο μέχρι να γεννηθούν τα άλλα τρία αδέρφια της η Σοφία είχε ζήσει ήδη πολλά.

Τα παιδικά χρόνια δεν ήταν εύκολα. Φτώχεια και δυσκολίες και έπειτα η πρώτη δουλειά στο ζαχαροπλαστείο «Φλώρια» για να βοηθάει την οικογένεια. Η αγάπη της για την μουσική την οδήγησε με τα λιγοστά της χρήματα να αγοράσει μία κιθάρα. Με λίγη βοήθεια και πολύ επιμονή, η Σοφία άρχισε να παίζει τα πρώτα της τραγούδια και να σιγο – τραγουδάει γνώριμούς και αγαπημένους της σκοπούς.
Όταν άφηνε την μικρή κωμόπολη του Βόλου για την πολυ-πολιτισμική Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1933, ο σκοπός την ήταν να ξαναβρεί τον μικρότερο αδερφό της Τζώρτζη, φοιτητή εκείνη την εποχή και να έχει την ευκαιρία σε μία καλύτερη ζωή. Με την κιθάρα της ξεκίνησε να τραγουδάει για να περάσει την ώρα της. Από τις πρώτες νότες, ο κόσμος γύρω της σταμάτησε να μιλάει και αφουγκραζόταν αυτή τη καθαρή φωνή που τραγουδούσε.

Σύντομα επιβάτες και πλήρωμα χειροκροτούσαν την νεαρή γυναίκα και ο ένας άντρας που, αποδείχτηκε ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης της έκανε πρόταση να δουλέψει στο μεγαλύτερο κοσμικό κέντρο της πόλης. Ένα αστέρι γεννιόταν…
Στο «ΑΣΤΟΡΙΑ» ο κόσμος κάθε βράδυ φωνάζει το όνομά της και της ζητούν να τραγουδήσει κι άλλο, σε λιγότερο από μία εβδομάδα η φήμη της έχει φτάσει στην Αθήνα. Στα μέσα του φθινοπώρου η Έφη Μπέμπου κατεβαίνει επιτέλους στην πρωτεύουσα για να πάρει μέρος σε επιθεώρηση.

Ο κόσμος της φωνάζει «Βέμπο, Βέμπο» και η Έφη δεν καταλαβαίνει πως την «μπιζάρουν». Η έννοια της ήταν άγνωστη. Οι ηθοποιοί που βρίσκονταν στην ίδια παράσταση υποκλίθηκαν στο ταλέντο της πρωτοεμφανιζόμενης τραγουδίστριας.
Η 22χρονη ταμίας από το Βόλο ανεβαίνει στη σκηνή ως Έφη Μπέμπου και κατεβαίνει ως Σοφία Βέμπο με ένα χρυσό συμβόλαιο 10.000 δραχμών στα χέρια της. Παρόμοιο ποσό δεν είχε πάρει ποτέ κανείς!

Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Αίγυπτος, Μέση Ανατολή, τα χρόνια που κυλάνε μέχρι τον πόλεμο εδραιώνουν το άστρο της Βέμπο και της χαρίζουν τη δόξα της μεγαλύτερης προπολεμικής τραγουδίστριας του ελαφρού τραγουδιού. Η φήμη της φτάνει μέχρι την άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Η φωνή της αγγίζει ακόμα και τους Αμερικάνους που γεμίζουν τους κινηματογράφους για να την δουν στο «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί».Η ταινία ταξιδεύει μέχρι την Νότιο Αμερική. Η Βέμπο ήταν πλέον μία σταρ διεθνούς ακτινοβολίας και τραγουδούσε τα τραγούδια που έγραφαν οι μεγαλύτεροι συνθέτες του είδους στην Ελλάδα.

Η έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου την βρίσκει στο απόγειο της καριέρας της. Στο Ζάππειο που λειτουργούσε ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός της χώρας, την 28η Οκτωβρίου του 40, το πρόγραμμα περιελάμβανε αναμετάδοση των δικών της επιτυχιών.
Το πρόγραμμα διέκοψε στις 10.00 ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος για να ανακοινώσει την έναρξη του πολέμου, ενώ παντού στη χώρα ετοιμάζονταν οι φαντάροι για το μέτωπο των Αλβανικών συνόρων. Η φωνή της Βέμπο τους συνοδεύει, τους εμψυχώνει, τους θυμίζει τις οικογένειές τους και τον λόγο για τον οποίο πολεμούν. Η Βέμπο γίνεται για τον Ελληνικό Στρατό η εμψύχωση της ελπίδας και της Νίκης.

Η φήμη αυτή και η ευγνωμοσύνη των Ελλήνων για την προσφορά της την ακολουθούν και στα δύσκολά χρόνια μετά τον πόλεμο. Αποκτάει το δικό της θέατρο και το 1957 παντρεύεται μετά από 34 χρόνια δεσμού με τον αγαπημένο της Μίμη Τραϊφόρο. Μαζί είχαν σημειώσει τις μεγαλύτερες επιτυχίες και είχαν γυρίσει τον κόσμο. Η επιθυμία τους για ένα παιδί τους οδηγεί να υιοθετήσουν μερικά χρόνια μετά την 4χρονη Χάιδω.
Η πολυτάραχη δεκαετία του 60 κλείνει με την άνοδο της Χούντας και τη χώρα στο»γύψο» των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου. Για πρώτη φορά το όνομα της τραγουδίστριας της Νίκης χάνει την λάμψη του και τον σεβασμό. Η Βέμπο έκανε το λάθος να συνδέσει τη φήμη της και την πατριωτική της αναγνώριση με τις κακόγουστες παράτες του καθεστώτος, όταν ερμήνευε τα τραγούδια από το έπος του 40 προς «αναπτέρωση του πατριωτικού αισθήματος».

Αποτραβήχτηκε από τα φώτα της δημοσιότητας και σταμάτησε τις καλλιτεχνικές της εμφανίσεις. Η καριέρα της ήταν στη δύση της. Υπήρχαν φήμες πως ζούσε εξαρτημένη από τα ηρεμιστικά και το αλκοόλ μέσα στο διαμέρισμα της οδού Στουρνάρα.
Η άλλοτε αγαπημένη Βέμπο, είχε απομονωθεί στο δικό της κόσμο από όλους.

Την νύχτα του Πολυτεχνείου η Σοφία Βέμπο δεν είναι η αλλοτινή σταρ που προκαλούσε το δέος. Δεν έχει ταχθεί εναντίον των Συνταγματαρχών και δεν έχει γίνει μέρος του αντιδικτατορικού κινήματος, όμως εκείνο το βράδυ που τα τανκς κινούνται ενάντιων των φοιτητών, η Βέμπο ανοίγει την πόρτα της εισόδου και ανεβάζει στο διαμέρισμα της όσα παιδιά έτρεχαν να κρυφτούν από τους αστυνομικούς και τους ασφαλίτες.
Οι δεκάδες «χαφιέδες» που παρακολουθούν τα πάντα, καταδίδουν τη Βέμπο και σύντομα η Ασφάλεια είναι στην πόρτα της. Εκείνη κατεβαίνει και αρνείται με θάρρος να ανοίξει την πόρτα και να παραδώσει τα παιδιά που έχουν βρει καταφύγιο στο σπίτι της. Κανείς δεν τολμά να κινηθεί εναντίον της και οι ασφαλίτες αποχωρούν. Ήταν η κίνηση που της έδωσε πίσω την αίγλη της αντιστασιακής της φήμης.

Η Βέμπο ξαναεμφανίστηκε πανηγυρικά στο Καλλιμάρμαρο με την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Το «Παιδιά της Ελλάδος» θα έμοιαζε βγαλμένο από μία άλλη σκοτεινή εποχή αν η Βέμπο δεν άλλαζε τους στίχους σε «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά και τα τανκς γονατίσαν, κείνη την βραδιά…». Στον ίδιο χώρο που πριν χρόνια άφηνε δυσάρεστες αναμνήσεις για πρώτη φορά στην καριέρα της με την εμφάνιση της στις δικτατορικές παραστάσεις, η Βέμπο αποθεώνεται ξανά.
Τα χρόνια που περνούν είναι δύσκολα για εκείνη. Στις 11 Μαρτίου του 1978 αφήνει την τελευταία της πνοή μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο και η κηδεία της μεταμορφώνεται σε ένα ποτάμι κόσμου που την συνοδεύει και τραγουδάει για τελευταία φορά. Η Φωνή της Ελλάδας είχε σιγήσει για πάντα…