Μυλωνάς Σεραφείμ, Φιλόλογος - Καρδίτσα
Η «απιστία» (επανάσταση) του Φαναρίου, το 1404
Το πρώτο επαναστατικό κίνημα στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία
Η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς άρχισε το 1386/7, όταν ο Χαϊρεντίν Πασάς και ο Εβρενός Μπέης κατέλαβαν για πρώτη φορά τη Λάρισα επί σουλτάνου Μουράτ Α΄.
Η «απιστία» (επανάσταση) του Φαναρίου, το 1404
Το πρώτο επαναστατικό κίνημα στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία
Η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς άρχισε το 1386/7, όταν ο Χαϊρεντίν Πασάς και ο Εβρενός Μπέης κατέλαβαν για πρώτη φορά τη Λάρισα επί σουλτάνου Μουράτ Α΄.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής εισβολής οι Οθωμανοί κατέλαβαν ακόμα, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση, τα κάστρα του Πλαταμώνα και της Ωριάς στα Τέμπη. Το 1392/3 άρχισε η δεύτερη φάση της οθωμανικής εξάπλωσης στη Θεσσαλία υπό την ηγεσία και πάλι του Εβρενός και συνεχίστηκε το 1394 υπό την αρχιστρατηγία του ίδιου του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄, ο οποίος την ίδια χρονιά υπέταξε κατά σειρά τα Φάρσαλα, το Δομοκό, το Ζητούνι (Λαμία), τις Θερμοπύλες και την παλιά πρωτεύουσα του θεσσαλικού κράτους, Υπάτη (Νέες Πάτρες). Λίγο αργότερα, το 1396/7, ενώ ο Εβρενός κατευθύνθηκε προς τις περιοχές της Στερεάς και της Πελοποννήσου, ο Βαγιαζήτ Α΄ συνέχισε τις κατακτήσεις του στο θεσσαλικό έδαφος καταλαμβάνοντας τα Τρίκαλα, το Βόλο, το Φανάρι και άλλες περιοχές, ολοκληρώνοντας την κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Θεσσαλίας.
Η οθωμανική επέλαση στο θεσσαλικό χώρο ανακόπηκε προσωρινά το 1402, όταν ο Βαγιαζήτ Α΄ υπέστη συντριβή στην Άγκυρα από τους Μογγόλους του Τιμούρ (Ταμερλάνου). Η αναπάντεχη αυτή ήττα των Οθωμανών τους ανάγκασε να ανακαλέσουν στην Άγκυρα μεγάλο μέρος των στρατευμάτων τους, για να αντιμετωπίσουν το μογγολικό κίνδυνο. Η πρόσφατα κατακτημένη Θεσσαλία ανακουφίστηκε από την καταπίεση και ορισμένοι Θεσσαλοί θεώρησαν πως η χαλάρωση του οθωμανικού ελέγχου ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να εξεγερθούν. Έτσι λοιπόν, στο χρονικό διάστημα μεταξύ 11ης Ιουλίου και 30ης Σεπτεμβρίου 1404, οι κάτοικοι του Φαναρίου (Καρδίτσας), το οποίο ήδη ήταν υπό οθωμανική κατοχή, βρήκαν το σθένος να επαναστατήσουν. Στο γεγονός αυτό αναφέρονται δύο ανώνυμα χρονικά (48/3 και 69/9) της συλλογής P. Schreiner, σύμφωνα με τα οποία: «η απιστία (=επανάσταση) του Φαναρίου μετά του Χαντζαλή γέγονεν εν μηνί Ιουλίω εις τας ια΄, [11] εν έτει ςϡιβ΄ [6912=1404]» και «η δε ελευθερία γέγονεν εν μηνί σεπτεμβρώ εις τας λ)/ [30]».
Αναφορά στα αίτια της επανάστασης δε γίνεται στα παραπάνω χρονικά. Μπορούμε, ωστόσο, βάσιμα να υποθέσουμε ότι η σκληρή καταπίεση που υπέστησαν οι Φαναριώτες αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση ήταν ο σημαντικότερος λόγος που τους ώθησε στο πρώιμο αυτό επαναστατικό κίνημα. Η οθωμανική καταπίεση ήρθε ως συνέχεια της στυγνής εκμετάλλευσης των Φαναριωτών από τους τοπικούς βυζαντινούς άρχοντες (χωροδεσπότες) αλλά και από τους κάθε είδους επιδρομείς και επίδοξους κατακτητές (Φράγκοι, Καταλανοί, Σέρβοι, Αλβανοί) των δύο τελευταίων αιώνων της βυζαντινής περιόδου. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Φανάρι ήταν μια από τις πιο σημαντικές μεσαιωνικές θεσσαλικές πόλεις, ευρισκόμενο σε φύσει οχυρή θέση, με το επιβλητικό του κάστρο (χτισμένο στα τέλη του 13ου αι.) να εποπτεύει σαν άγρυπνος φρουρός το δυτικοθεσσαλικό κάμπο και τις διόδους επικοινωνίας μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας.
Τα δύο παραπάνω χρονικά επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι Οθωμανοί είχαν ήδη καταλάβει για ένα διάστημα το Φανάρι από τα τέλη του 14ου αι. και όχι αργότερα, όπως ήταν η μέχρι τώρα επικρατούσα άποψη. Ωστόσο, ήδη από το 1403, μετά από συμφωνία που υπεγράφη ανάμεσα στο οθωμανικό κράτος και στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, στα πλαίσια της προσπάθειας των Οθωμανών να αναδιοργανωθούν από τη σύγχυση που τους προκάλεσε το πλήγμα των Μογγόλων, αρκετά από τα κατακτημένα από τους Οθωμανούς εδάφη, κυρίως της ανατολικής Θεσσαλίας, επιστράφηκαν στο βυζαντινό κράτος. Αλλά και η δυτική Θεσσαλία, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, κατά την περίοδο αυτή παρέμενε σχεδόν ανεξάρτητη. Το 1412 ο σουλτάνος Μωάμεθ Α΄, κατόπιν συμφωνίας με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄, παραχώρησε επιπλέον και άλλα φρούρια και χωριά της Θεσσαλίας, πιθανότατα μεταξύ αυτών και το Φανάρι, στους Βυζαντινούς. Οι Οθωμανοί, όμως, επανήλθαν στη Θεσσαλία το 1420 επί σουλτάνου Μουράτ Β΄, με επικεφαλής τον Τουραχάν Μπέη. Κατά την τρίτη αυτή φάση της εισβολής, που ολοκληρώθηκε το 1423, οι Οθωμανοί κατέλαβαν και πάλι το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας, εκτός από ορισμένες κτήσεις των Βενετών στα ανατολικά. Κατά το διάστημα αυτό φαίνεται ότι το Φανάρι πέφτει για δεύτερη φορά στα χέρια των Οθωμανών.
Η τελευταία απεγνωσμένη εξέγερση των Θεσσαλών εναντίον των Οθωμανών εκδηλώθηκε το έτος 1444, με αποτέλεσμα κάποιες περιοχές της Θεσσαλίας να ελευθερωθούν και πάλι προσωρινά. Έτσι εξηγείται προφανώς και η αναφορά του Χαλκοκονδύλη ότι το Φανάρι το 1444 ήταν μάλλον ελεύθερο ακόμα. Στα πλαίσια της εξέγερσης αυτής, ο Δεσπότης του Μυστρά (μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου), Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος, επιχειρεί την ύστατη προσπάθεια ανακατάληψης των υπόδουλων εδαφών. Το 1445 ο Παλαιολόγος προέλασε στη Στερεά, εισέβαλε στη Θεσσαλία και πέρασε από το Φανάρι με προορισμό τον ορεινό όγκο των Αγράφων. Νικήθηκε όμως το 1446 από τον Τουραχάν και η αντίσταση των Ελλήνων, που ήταν περιορισμένη στα ορεινά της Θεσσαλίας, σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Τότε φαίνεται πως έπεσε οριστικά πια στα χέρια των Οθωμανών το Φανάρι, το οποίο έγινε έδρα πασάδων και μετονομάστηκε σε «Φενάρ Μπεκίρ». Το 1454, ένα χρόνο μετά την Άλωση, υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ του Μωάμεθ Β΄ (Πορθητή) και των Βενετών, σύμφωνα με την οποία οι Οθωμανοί αποκτούσαν τον έλεγχο των δύο τελευταίων οχυρών της Θεσσαλίας, των κάστρων του Πτελεού και του Γαρδικίου. Έτσι, ολοκληρώθηκε η οθωμανική κατάκτηση της Θεσσαλίας, καθώς το παρηκμασμένο βυζαντινό φεουδαρχικό σύστημα αδυνατούσε πλέον να προβάλει οργανωμένη αντίσταση. Εξάλλου, πολλοί από τους διοικούντες άρχοντες της Θεσσαλίας αποδέχτηκαν την οθωμανική εισβολή προκειμένου να διατηρήσουν τα φέουδα και τα προνόμιά τους.
Το μικρό επαναστατικό κίνημα των Φαναριωτών, το 1404, που πραγματοποιήθηκε μετά την πρώτη κατάκτηση του Φαναρίου από τους Οθωμανούς, ήταν σαφώς πρόωρο και οι οθωμανικές δυνάμεις το κατέστειλαν σύντομα, μόλις πέρασε ο μογγολικός κίνδυνος. Αποτελεί, ωστόσο, το πρώτο επαναστατικό κίνημα στο χώρο της Θεσσαλίας, λίγα μόλις χρόνια μετά την εισβολή των Οθωμανών, και φανερώνει πόσο πρώιμη υπήρξε η επιθυμία των Φαναριωτών για αποτίναξη του ζυγού.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Αρσενίου Λ., Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1984.
2. Bακαλόπουλος A., Iστορία του Nέου Eλληνισμού, τ. Δ΄ - E΄, Θεσσαλονίκη 1973 - 1980, εκδόσεις Ηρόδοτος.
3. Οικονόμου Κ., Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τ. Γ΄, Λάρισα 2008.
4. Σαββίδης Α., Τα προβλήματα για την οθωμανική κατάληψη και την εξάπλωση των κατακτητών στο θεσσαλικό χώρο, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. 42, σ. 33-64.
5. Σδρόλια Σ., «Συμβολή στην ιστορία του Φαναρίου Καρδίτσας, 1289-1453», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. 12.
6. Σπανός Κ., Η συμβολή της Θεσσαλίας στην επανάσταση του 1821, ιστοχώρος: kspanos.thessaliko.gr.
7. Τσοποτός Δ., Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, εκδόσεις Επικαιρότητα, 1983.
Η οθωμανική επέλαση στο θεσσαλικό χώρο ανακόπηκε προσωρινά το 1402, όταν ο Βαγιαζήτ Α΄ υπέστη συντριβή στην Άγκυρα από τους Μογγόλους του Τιμούρ (Ταμερλάνου). Η αναπάντεχη αυτή ήττα των Οθωμανών τους ανάγκασε να ανακαλέσουν στην Άγκυρα μεγάλο μέρος των στρατευμάτων τους, για να αντιμετωπίσουν το μογγολικό κίνδυνο. Η πρόσφατα κατακτημένη Θεσσαλία ανακουφίστηκε από την καταπίεση και ορισμένοι Θεσσαλοί θεώρησαν πως η χαλάρωση του οθωμανικού ελέγχου ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να εξεγερθούν. Έτσι λοιπόν, στο χρονικό διάστημα μεταξύ 11ης Ιουλίου και 30ης Σεπτεμβρίου 1404, οι κάτοικοι του Φαναρίου (Καρδίτσας), το οποίο ήδη ήταν υπό οθωμανική κατοχή, βρήκαν το σθένος να επαναστατήσουν. Στο γεγονός αυτό αναφέρονται δύο ανώνυμα χρονικά (48/3 και 69/9) της συλλογής P. Schreiner, σύμφωνα με τα οποία: «η απιστία (=επανάσταση) του Φαναρίου μετά του Χαντζαλή γέγονεν εν μηνί Ιουλίω εις τας ια΄, [11] εν έτει ςϡιβ΄ [6912=1404]» και «η δε ελευθερία γέγονεν εν μηνί σεπτεμβρώ εις τας λ)/ [30]».
Αναφορά στα αίτια της επανάστασης δε γίνεται στα παραπάνω χρονικά. Μπορούμε, ωστόσο, βάσιμα να υποθέσουμε ότι η σκληρή καταπίεση που υπέστησαν οι Φαναριώτες αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση ήταν ο σημαντικότερος λόγος που τους ώθησε στο πρώιμο αυτό επαναστατικό κίνημα. Η οθωμανική καταπίεση ήρθε ως συνέχεια της στυγνής εκμετάλλευσης των Φαναριωτών από τους τοπικούς βυζαντινούς άρχοντες (χωροδεσπότες) αλλά και από τους κάθε είδους επιδρομείς και επίδοξους κατακτητές (Φράγκοι, Καταλανοί, Σέρβοι, Αλβανοί) των δύο τελευταίων αιώνων της βυζαντινής περιόδου. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Φανάρι ήταν μια από τις πιο σημαντικές μεσαιωνικές θεσσαλικές πόλεις, ευρισκόμενο σε φύσει οχυρή θέση, με το επιβλητικό του κάστρο (χτισμένο στα τέλη του 13ου αι.) να εποπτεύει σαν άγρυπνος φρουρός το δυτικοθεσσαλικό κάμπο και τις διόδους επικοινωνίας μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας.
Τα δύο παραπάνω χρονικά επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι Οθωμανοί είχαν ήδη καταλάβει για ένα διάστημα το Φανάρι από τα τέλη του 14ου αι. και όχι αργότερα, όπως ήταν η μέχρι τώρα επικρατούσα άποψη. Ωστόσο, ήδη από το 1403, μετά από συμφωνία που υπεγράφη ανάμεσα στο οθωμανικό κράτος και στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, στα πλαίσια της προσπάθειας των Οθωμανών να αναδιοργανωθούν από τη σύγχυση που τους προκάλεσε το πλήγμα των Μογγόλων, αρκετά από τα κατακτημένα από τους Οθωμανούς εδάφη, κυρίως της ανατολικής Θεσσαλίας, επιστράφηκαν στο βυζαντινό κράτος. Αλλά και η δυτική Θεσσαλία, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, κατά την περίοδο αυτή παρέμενε σχεδόν ανεξάρτητη. Το 1412 ο σουλτάνος Μωάμεθ Α΄, κατόπιν συμφωνίας με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄, παραχώρησε επιπλέον και άλλα φρούρια και χωριά της Θεσσαλίας, πιθανότατα μεταξύ αυτών και το Φανάρι, στους Βυζαντινούς. Οι Οθωμανοί, όμως, επανήλθαν στη Θεσσαλία το 1420 επί σουλτάνου Μουράτ Β΄, με επικεφαλής τον Τουραχάν Μπέη. Κατά την τρίτη αυτή φάση της εισβολής, που ολοκληρώθηκε το 1423, οι Οθωμανοί κατέλαβαν και πάλι το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας, εκτός από ορισμένες κτήσεις των Βενετών στα ανατολικά. Κατά το διάστημα αυτό φαίνεται ότι το Φανάρι πέφτει για δεύτερη φορά στα χέρια των Οθωμανών.
Η τελευταία απεγνωσμένη εξέγερση των Θεσσαλών εναντίον των Οθωμανών εκδηλώθηκε το έτος 1444, με αποτέλεσμα κάποιες περιοχές της Θεσσαλίας να ελευθερωθούν και πάλι προσωρινά. Έτσι εξηγείται προφανώς και η αναφορά του Χαλκοκονδύλη ότι το Φανάρι το 1444 ήταν μάλλον ελεύθερο ακόμα. Στα πλαίσια της εξέγερσης αυτής, ο Δεσπότης του Μυστρά (μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου), Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος, επιχειρεί την ύστατη προσπάθεια ανακατάληψης των υπόδουλων εδαφών. Το 1445 ο Παλαιολόγος προέλασε στη Στερεά, εισέβαλε στη Θεσσαλία και πέρασε από το Φανάρι με προορισμό τον ορεινό όγκο των Αγράφων. Νικήθηκε όμως το 1446 από τον Τουραχάν και η αντίσταση των Ελλήνων, που ήταν περιορισμένη στα ορεινά της Θεσσαλίας, σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Τότε φαίνεται πως έπεσε οριστικά πια στα χέρια των Οθωμανών το Φανάρι, το οποίο έγινε έδρα πασάδων και μετονομάστηκε σε «Φενάρ Μπεκίρ». Το 1454, ένα χρόνο μετά την Άλωση, υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ του Μωάμεθ Β΄ (Πορθητή) και των Βενετών, σύμφωνα με την οποία οι Οθωμανοί αποκτούσαν τον έλεγχο των δύο τελευταίων οχυρών της Θεσσαλίας, των κάστρων του Πτελεού και του Γαρδικίου. Έτσι, ολοκληρώθηκε η οθωμανική κατάκτηση της Θεσσαλίας, καθώς το παρηκμασμένο βυζαντινό φεουδαρχικό σύστημα αδυνατούσε πλέον να προβάλει οργανωμένη αντίσταση. Εξάλλου, πολλοί από τους διοικούντες άρχοντες της Θεσσαλίας αποδέχτηκαν την οθωμανική εισβολή προκειμένου να διατηρήσουν τα φέουδα και τα προνόμιά τους.
Το μικρό επαναστατικό κίνημα των Φαναριωτών, το 1404, που πραγματοποιήθηκε μετά την πρώτη κατάκτηση του Φαναρίου από τους Οθωμανούς, ήταν σαφώς πρόωρο και οι οθωμανικές δυνάμεις το κατέστειλαν σύντομα, μόλις πέρασε ο μογγολικός κίνδυνος. Αποτελεί, ωστόσο, το πρώτο επαναστατικό κίνημα στο χώρο της Θεσσαλίας, λίγα μόλις χρόνια μετά την εισβολή των Οθωμανών, και φανερώνει πόσο πρώιμη υπήρξε η επιθυμία των Φαναριωτών για αποτίναξη του ζυγού.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Αρσενίου Λ., Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1984.
2. Bακαλόπουλος A., Iστορία του Nέου Eλληνισμού, τ. Δ΄ - E΄, Θεσσαλονίκη 1973 - 1980, εκδόσεις Ηρόδοτος.
3. Οικονόμου Κ., Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τ. Γ΄, Λάρισα 2008.
4. Σαββίδης Α., Τα προβλήματα για την οθωμανική κατάληψη και την εξάπλωση των κατακτητών στο θεσσαλικό χώρο, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. 42, σ. 33-64.
5. Σδρόλια Σ., «Συμβολή στην ιστορία του Φαναρίου Καρδίτσας, 1289-1453», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. 12.
6. Σπανός Κ., Η συμβολή της Θεσσαλίας στην επανάσταση του 1821, ιστοχώρος: kspanos.thessaliko.gr.
7. Τσοποτός Δ., Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, εκδόσεις Επικαιρότητα, 1983.