Φωτο.: mgdlnvlgr8 ~ Τιμή και Δόξα στους νεκρούς που έπεσαν υπέρ πατρίδος! Στο πέρασμα των χρόνων πολλοί στρατιώτες έδωσαν τη ζωή τους και έπεσαν στα πεδία μαχών, χωρίς να αναγνωριστούν ή να ανευρεθούν οι σωροί τους. Η ανάγκη να εκπροσωπηθούν όλοι οι άγνωστοι πεσόντες και να επιτευχθεί η απονομή επίσημης συνολικής τιμής στη μνήμη των υπέρ πατρίδας πεσόντων στρατιωτών οδήγησε τα έθνη στη δημιουργία ενός συμβολικού μνημείου, τον τάφο του άγνωστου στρατιώτη.
Ο τάφος του άγνωστου στρατιώτη εξωτερικεύει την έννοια της φιλοπατρίας, συγκεντρώνει τα στοιχεία μιας υψηλής πατριωτικής πράξεως και αποτελεί τη φανερότερη εκδήλωση του οφειλόμενου επαίνου και της δόξας που πρέπει να ακολουθεί τη μνήμη των πεσόντων και την εθελοθυσία τους υπέρ της πατρίδας.
Η γενική αρχή της τιμητικής πράξης της ταφής των αγνώστων πεσόντων ανάγεται στους ηθικούς νόμους και τα πάτρια έθιμα των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Οι Αρχαίοι Αθηναίοι απέδιδαν μεγάλη σπουδαιότητα στην ταφή γενικότερα και θεωρούσαν πολύ βαρύ πλήγμα τη στέρησή της. Στους πεσόντες στον πόλεμο απέδιδαν μεγάλες τιμές. Η ταφή αυτών γινόταν δημοσία δαπάνη, οι οικογένειες τους περιθάλπονταν και τα παιδιά τους ανατρέφονταν μέχρι την εφηβεία τους από την πόλη.
Η σύλληψη της ιδέας για απόδοση τιμής στους άγνωστους πεσόντες στη μάχη με την εικονική και συμβολική ''ταφή'' τους, ανάγεται στην κλασική Αθήνα με γνωστότερη ίσως αναφορά αυτήν που γίνεται στον Επιτάφιο του Περικλή: «μία κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών, οι αν μη ευρεθώσιν ες αναίρεσιν» (Θουκυδίδης 2.34.3). Η ιδέα της κατασκευής ενός μνημείου για τον Άγνωστο Στρατιώτη, συνδέεται άμεσα με την ανάγκη τόνωσης της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
Αντίστοιχα μνημεία, αφιερωμένα στους αφανείς στρατιώτες που έπεσαν στη μάχη, κατασκευάζονται στην Ευρώπη κυρίως μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η εκάστοτε πολιτεία επιχειρεί να εκτονώσει τα αισθήματα απελπισίας και αγανάκτησης των μεμονωμένων πολιτών, αποκαθιστώντας το αίσθημα της συλλογικής απώλειας των εκατομμυρίων νεκρών. Στην περίπτωση της Ελλάδας το σχετικό μνημείο ανεγείρεται λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και εξυπηρετεί επιπλέον τη συγκρότηση ενός είδους επιθυμητής συνέχειας του νέου ελληνικού κράτους με το αρχαιοελληνικό παρελθόν του.
Η πρόθεση ανάδειξης αυτής της ιστορικής συνέχειας που έρχεται από το παρελθόν για να προεκταθεί όμως και στο μέλλον είναι έκδηλη στην περίπτωση της πρότασης που τελικά βραβεύεται και κατασκευάζεται. Η διατύπωση της ανάγκης να αποτυπωθεί στο αστικό τοπίο ένα μνημείο που αποτελεί σταθερή υπόμνηση της θυσίας των Ελλήνων υπέρ του νέου Ελληνικού κράτους εντάσσεται στην προσπάθεια του σχεδιασμού της πόλης και με όρους συμβολικούς και ιδεολογικούς. Το μνημείο αποδίδει φόρο τιμής στους μέχρι τότε πεσόντες και «υπόσχεται» φόρο τιμής στους πεσόντες που έπονται, καθώς δεν αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά στη συνέχεια της ιστορίας του έθνους.
Η διαμόρφωση του μνημείου οφείλει να έχει τη δυναμική του ατελούς, οφείλει να περιλαμβάνει “κενά” που θα συμπληρώνονται (τους αγώνες που έπονται) και να παρέχει τη δυνατότητα νέων εγγραφών που θα αποτυπώνουν αυτήν τη συνέχεια στην πόλη. Η έννοια του ''κενού'' στο δημόσιο χώρο δηλώνεται με την ένταση μιας παύσης στη συνέχεια της πόλης. Δεν είναι τυχαίο ότι η αίσθηση του ''άδειου'' χώρου χαρακτηρίζει τις διαμορφώσεις αντίστοιχων μνημείων, καθώς υπογραμμίζει τον απώτερο στόχο τους: την ανάκληση της συλλογικής μνήμης, την επαφή με το θάνατο.
Η ιστορία της ανέγερσης του μνημείου, από την προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού (1926) έως την αποπεράτωση του έργου (1932), χαρακτηρίζεται από την ένταση των συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα στην κοινωνία της εποχής για μία σειρά ζητημάτων. Οι συγκρούσεις αυτές έχουν κυρίως ιδεολογικό υπόβαθρο και αναπτύσσονται σε τρεις κυρίως άξονες: τη διαμάχη που αφορά τη χωροθέτηση του μνημείου, την αμφισβήτηση της βραβευμένης στο σχετικό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό πρότασης, αλλά και την καλλιτεχνική αξία της ίδιας της ανάγλυφης παράστασης που τελικά θα φιλοτεχνηθεί.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗΣ
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα που προκύπτουν αμέσως μετά την προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού αφορά τη θέση του χώρου ανέγερσης του μνημείου και του τρόπου που αυτό θα συνδιαλέγεται πλέον με την πόλη. Η θέση του χώρου ανέγερσης του μνημείου και ο τρόπος που αυτό θα συνδιαλέγεται πλέον με την πόλη, συνδέεται αναπόφευκτα με τις διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις της περιόδου. Ο άμεσος συσχετισμός του μνημείου με το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων -που την εποχή αυτή η χρήση του είναι υπό διαπραγμάτευση- και η προκήρυξη του διαγωνισμού από τον Υπουργείο Στρατιωτικών που διεκδικεί το κτήριο, προκαλεί αντιδράσεις.
Βασικό κριτήριο για την επιλογή της θέσης ανέγερσης του μνημείου αποτελούν οι συνθήκες ιερότητας και ''σιωπής'' που οφείλει να ικανοποιεί και που σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των διαφόρων αντιπροτάσεων, προκύπτουν μόνο μέσω της προσέγγισης του μνημείου σε ''ιερά'' κτήρια ή σημαντικά ιστορικά μνημεία και τοποθεσίες της πόλης, όπως το Πεδίο του Άρεως, το Στάδιο, η Ακρόπολη, ο λόφος του Φιλοπάππου, ο Κεραμικός, ο χώρος δίπλα από τη Μητρόπολη και το παρεκκλήσιο του Αγίου Ελευθερίου κ.ά. Οι πρώτες αντιδράσεις για τη θέση του μνημείου εκδηλώνονται ήδη από την προκήρυξη του διαγωνισμού και κορυφώνονται μετά τη δημοσίευση του πρώτου βραβείου.
Αυτές έγιναν μέσω επιστολών και δημοσιευμάτων που υπογράφονται από προσωπικότητες της εποχής, με αποτέλεσμα τη σύσταση επιτροπής (1927) για την επανεξέταση του ζητήματος χωροθέτησης. Αποτέλεσμα των αντιδράσεων αποτελεί η διά νόμου σύσταση επιτροπής τον Ιούλιο του 1927. Η επιτροπή αποτελείται από καθηγητές της αρχιτεκτονικής σχολής και της Σχολής Καλών Τεχνών του ΕΜΠ, αλλά και τον Μητροπολίτη Αθηνών, τον Δήμαρχο Αθηναίων, τον Νομάρχη, και ανώτερους αξιωματικούς. Η ίδια η σύσταση της επιτροπής προβάλλει την πολυπλοκότητα του ζητήματος της αρμοδιότητας στη λήψη αποφάσεων αντίστοιχων θεμάτων που αφορούν, εν τέλει, την ιδεατή εικόνα της πόλης.
Μέσω της απόφασης για την ιδανική θέση του μνημείου διατυπώνεται η ανάγκη της σύνθεσης μιας κοινής ιδεολογίας για την πόλη, η οποία λαμβάνει υπόψη σχεδόν ισότιμα τις απόψεις των εκπροσώπων της θρησκευτικής εξουσίας, της πολιτείας, του στρατού, καθώς και των επιστημόνων και καλλιτεχνών του αρμόδιου ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της χώρας. Η επιτροπή αυτή, εν τέλει, αποφαίνεται ότι η καταλληλότερη θέση για το μνημείο είναι όντως η πλατεία των Παλαιών Ανακτόρων ενισχύοντας την πεποίθηση των φιλελεύθερων ότι η απόφαση αυτή αποτυπώνει και την ισχύ των πιο συντηρητικών δυνάμεων της χώρας, και ειδικότερα του στρατού.
Η εμπάθεια που προκαλεί το ζήτημα είναι απολύτως κατανοητή, αφού σχετίζεται και αφορά μια σειρά από έννοιες που την εποχή αυτή είναι καίριες για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Στο τευχίδιο με τίτλο Σύντομος μελέτη επί του ζητήματος της ανεγέρσεως του μνημείου τω Αγνώστω Στρατιώτη, η κατάλληλος θέσις και η πρέπουσα μορφή (Αθήνα, 1926) που υπογράφεται από τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καμπανάκη, Tόσο η ανάλυση όσο και η επιχειρηματολογία βασίζονται ακριβώς στην ερμηνεία του μνημείου με όρους Θρησκευτικούς, Συμβολικούς και Διδακτικούς.
Είναι ενδεικτικό ότι η θέση του μνημείου κατά το συγγραφέα μπορεί να σχετιστεί μόνο με υπάρχοντα μνημεία που αφορούν την ιστορία του Eλληνικού έθνους και αυτά είναι: η Ακρόπολη (αναφορά στην αρχαιότητα), η Αγία Σοφία (αναφορά στο Βυζάντιο) ή η Ιερά Μητρόπολη (αναφορά στο νεότερη ιστορία του κράτους). Μετά την απόφαση και της ειδικής επιτροπής που επιβεβαιώνει ως καταλληλότερη τη χωροθέτηση του μνημείου στην πρώην πλατεία Ανακτόρων, την ευθύνη της ανέγερσης του μνημείου θα αναλάβει εντέλει ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1929, ο οποίος σχεδόν ταυτόχρονα αποφασίζει να στεγαστεί η Βουλή των Ελλήνων στο κτήριο των παλαιών Ανακτόρων.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος θα υπερασπιστεί δημόσια την άποψη ότι το μνημείο σχετίζεται καταρχήν ιδεολογικά και συμβολικά με την έννοια της Δημοκρατίας και επομένως η άμεση γειτνίασή του με το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων και μάλιστα στο κέντρο της πρωτεύουσας –όπως συμβαίνει αντίστοιχα και σε άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης– είναι η ικανοποιητικότερη λύση.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
Η πρόταση που βραβεύεται στο σχετικό διαγωνισμό με το ψευδώνυμο ΣΚΡΑ, ανήκει στον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ο οποίος λαμβάνει μέρος στο διαγωνισμό με δύο προτάσεις. Ο Λαζαρίδης, Έλληνας της Κωνσταντινούπολης με Ευρωπαϊκές σπουδές, την εποχή που κερδίζει το διαγωνισμό έχει ήδη σημαντική εμπειρία στο σχεδιασμό δημόσιων χώρων, ως προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Αθηναίων επί δημαρχίας του Βενιζελικού Σπύρου Πάτση. Αν και οι μελέτες που εκπονεί αφορούν από κτιριακά έργα μέχρι εσωτερικές διαρρυθμίσεις σημαντικών κτηρίων, το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη παραμένει το γνωστότερο ίσως από τα έργα του.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Λαζαρίδης, λίγα χρόνια αργότερα έλαβε μέρος -πάλι με δύο προτάσεις- και στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το Ηρώο Θεσσαλονίκης, το οποίο τελικά δεν κατασκευάστηκε. Η συμμετοχή του αυτή επιβεβαιώνει, τόσο το ενδιαφέρον του για αντίστοιχες διαμορφώσει, όσο και την τακτική υποβολής δύο προτάσεων. Η σημαντικότερη επέμβαση της πρότασης ΣΚΡΑ για τη διαμόρφωση του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη αφορά την εκτεταμένη εκσκαφή στο φυσικό πρανές που εκτείνεται μπροστά από το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων, αποτελώντας τη μέχρι τότε ''Πλατεία των Ανακτόρων'', προκειμένου να δημιουργηθεί μια επίπεδη σχεδόν πλατεία 7 μ. χαμηλότερα, στην ίδια δηλαδή στάθμη με τη λεωφόρο Αμαλίας.
Η νέα αυτή πλατεία αυτή περιβάλλεται από έναν αναλημματικό τοίχο σχήματος Π «κανονικής λαξευτής λιθοδομής» από πωρόλιθους μεγάλων διαστάσεων. Στον τοίχο του βάθους τοποθετείται η ανάγλυφη παράσταση του άγνωστου στρατιώτη. Δύο συμμετρικές ως προς τον άξονα του μνημείου κλίμακες συνδέουν τη στάθμη της πλατείας και του μνημείου με τη στάθμη του υπερκείμενου περιβάλλοντα χώρου του κτηρίου των παλαιών Ανακτόρων. Ανάμεσα στις κλίμακες, τους δύο ημικυκλικά επίπεδα συγκροτούν ένα είδος χαμηλού βάθρου για τον τάφο, ο οποίος τοποθετείται αξονικά ως προς την πλατεία και την ανάγλυφη παράσταση.
Στο βασικό επίπεδο της πλατείας δύο όμοια παρτέρια υψηλής φύτευσης διαμορφώνονται εκατέρωθεν του άξονα συμμετρίας του μνημείου, ενώ ο υπόλοιπος χώρος παραμένει κενός. Η πλατεία ασφαλτοστρώνεται, αλλά στην ασφαλτόστρωση ενσωματώνονται ζώνες λευκού μαρμάρου, επιμερίζοντας τη μεγάλη επιφάνεια με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργείται η εντύπωση προοπτικής σύγκλισης προς το κέντρο του μνημείου, δηλαδή τον τάφο και την ανάγλυφη παράσταση.
Η τελική διαφορά στάθμης μεταξύ του επιπέδου του περιβάλλοντος χώρου της εισόδου του κτιρίου των παλαιών ανακτόρων και του επιπέδου της πλατείας του Αγνώστου Στρατιώτη είναι συνολικά σχεδόν 7 μέτρα και αντιστοιχεί στο ύψος ορόφων του κτιρίου, με αποτέλεσμα την εντύπωση της δημιουργίας μιας βάσης με ύψος «τυπικού ορόφου» από την όψη της Λ. Αμαλίας. Έτσι, είναι δυνατή η πρόσληψη του μνημείου ως «μέρους» της κατασκευής του κτίσματος, προκαλώντας επιθυμητούς συνειρμούς σε συμβολικό επίπεδο: τη βάση του κτιρίου αποτελεί η διαμόρφωση ενός ταφικού μνημείου αφιερωμένου στους αγώνες του νεότερου Ελληνικού έθνους.
Το συγκεκριμένο αυτό συστατικό στοιχείο της πρότασης ωστόσο βρίσκει ένα μεγάλο μέρος των αρχιτεκτόνων -και όχι μόνο- αντίθετους, καθώς το κτίριο έχανε την επαφή του με τη γη στην οποία μέχρι τότε εδραζόταν, ενώ ταυτόχρονα αλλοιωνόταν η φυσική τοπογραφία στο σημείο εκείνο της πόλης που είχε παραμείνει αλώβητη. Επιπλέον, το τεχνητό αυτό βάθρο προσέδιδε στο κτίριο μια μνημειακότητα που αντιστρατευόταν εν μέρει την απλότητα και τη «μετριοπάθεια» που το χαρακτήριζε. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Ζαχαρία Παπαντωνίου λίγες μέρες μετά τα εγκαίνια, ο οποίος και ως διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης είχε από νωρίς ενεργό μέρος στις αντιδράσεις και τον σχετικό διάλογο:
«Χάσαμε την ήρεμη όψη του βαυαρικού κτηρίου για να κερδίσουμε τι; Ποιος θα το έλεγε! Τον αισθητικό εφιάλτη ότι το κτήριο των ανακτόρων είναι στον αέρα» (Αθηναϊκά Νέα, 31.3.1932).
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι και η δεύτερη πρόταση που κατατίθεται από το Λαζαρίδη με το ψευδώνυμο ΕΛΛΗΝ διατηρεί τις ίδιες βασικές συνθετικές αρχές, δηλαδή την εκσκαφή και τον αναλημματικό τοίχο, τις δύο κλίμακες που συνδέουν το επίπεδο που προκύπτει με τον προαύλιο χώρο του κτηρίου καθώς και το αξονικά τοποθετημένο θέμα του τάφου, με τα δύο παρτέρια εκατέρωθεν. Οι ομοιότητες αυτές αφορούν τη γενικότερη συνθετική προσέγγιση του αρχιτέκτονα, ο οποίος αντιμετωπίζει το μνημείο όχι ως αυτόνομη γλυπτική σύνθεση αλλά ως στοιχείο του ευρύτερου σχεδιασμού της πλατείας και του τρόπου που αυτή συνδιαλέγεται με τα δεδομένα της υφιστάμενης κατάστασης.
Όπως και ο ίδιος αναφέρει σε δημοσίευμά του στο περιοδικό Έργα (15 Αυγούστου 1928) με αφορμή την ανάθεση της οριστικής μελέτης:
«…ο τάφος του Αγνώστου και η προ των παλαιών Ανακτόρων πλατεία έπρεπε να αποτελέσει έν καλλιτεχνικόν σύνολον αδιαίρετο, ούτως ώστε τάφος και πλατεία να αποτελέσωσιν έν και μόνον θέμα, το του μνημείου».
Οι διαφορές των δύο προτάσεων αφορούν το γενικότερο ύφος σε επίπεδο χαράξεων των δαπεδοστρώσεων και των επενδύσεων, τα προτεινόμενα υλικά, καθώς και την επεξεργασία των επιμέρους στοιχείων. Στη δεύτερη πρόταση το κεντρικό θέμα του τάφου αποδίδεται με μία γλυπτική σύνθεση που αφορά ημικυκλικό περίπτερο με πέντε κίονες, στο κέντρο του όποιου τοποθετείται άγαλμα στρατιώτη. Η λύση που βραβεύεται είναι σίγουρα πιο λιτή στο σύνολό της, παρόλο που στα σχέδια του διαγωνισμού το ύφος και ο σχεδιασμός της ανάγλυφης εντοιχισμένης παράστασης δεν αποπνέει τη δωρικότητα της παράστασης που τελικά κατασκευάζεται.
Τελικά. τον Ιούνιο του 1928 το υπουργικό συμβούλιο αναθέτει στο Λαζαρίδη την εκπόνηση των οριστικών σχεδίων. Το μνημείο κατασκευάζεται με ελάχιστες διαφοροποιήσεις και προσθήκες (κύπελλα θυμιάματος κ.λπ.), ενώ αντικαθίσταται η ανάγλυφη παράσταση. Η αντικατάσταση του αναγλύφου που υποβλήθηκε στο διαγωνισμό έρχεται ως συνέπεια της διαφωνίας που προκύπτει μεταξύ του Εμμανουήλ Λαζαρίδη και του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου με τον οποίον είχε συνεργαστεί για την υποβολή της πρότασης. Το ζήτημα αυτό, δηλαδή της αντικατάστασης όχι μόνο του θέματος που απεικονίζεται αλλά και του ίδιου του γλύπτη που την επιμελείται, καθώς και η καλλιτεχνική αξία της τελικής και πραγματοποιημένης πρότασης αποτελεί αιτία επιπλέον αντιδράσεων.
Το νέο σχεδιασμό αναλαμβάνει τελικά και εκτελεί ο Φωκίωνας Ρωκ, υπό την επίβλεψη του Κώστα Δημητριάδη, καθηγητή γλυπτικής και προσωπικού φίλου του Ελευθέριου Βενιζέλου. πρόκειται για ένα νεκρό οπλίτη που φορά κράνος και κρατά ασπίδα, ο οποίος λαξεύεται πάνω στον πωρόλιθο. Οι εντονότερες επιθέσεις, ωστόσο, αφορούν αυτή καθαυτή την πρόταση και επικεντρώνονται κυρίως στο ζήτημα της εκσκαφής. Η υψομετρική διαφορά που προκύπτει δημιουργεί ένα είδος τεχνητού βάθρου για το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων, αποκόπτοντάς το από το φυσικό επίπεδο έδρασής του και αλλοιώνοντας τη φυσική τοπογραφία στο σημείο εκείνο της πόλης.
Η τολμηρή αυτή χειρονομία θα δεχτεί έντονη κριτική, καθώς υποστηρίζεται επιπλέον ότι προσδίδει στο κτήριο μια μνημειακότητα που αντιστρατεύεται την απλότητα και τη ''μετριοπάθεια'' που το χαρακτήριζε. Ωστόσο, η πρόσληψη του μνημείου ως ''μέρους'' του κτηρίου προκαλεί επιθυμητούς συνειρμούς σε συμβολικό επίπεδο: τη βάση του κτηρίου της Βουλής, το βάθρο της Δημοκρατίας, αποτελεί η διαμόρφωση ενός ταφικού μνημείου αφιερωμένου στους αγώνες του νεότερου Ελληνικού έθνους. Είναι ενδεικτικό ότι και στις δύο προτάσεις που καταθέτει ο Λαζαρίδης, τόσο στα σχέδια των όψεων, όσο και σε αυτά των κατόψεων, απεικονίζεται το πρόστυλο της πρόσοψης του κτηρίου, ως μέρος της σύνθεσης.
Ωστόσο, θα ήταν υπερβολή να αποδίδαμε τέτοιου τύπου ιδεολογικούς συσχετισμούς στις προθέσεις του αρχιτέκτονα. Ο συσχετισμός του κτηρίου με την πλατεία-μνημείο εντάσσεται στην προσπάθεια του Λαζαρίδη να διαμορφώσει ένα δημόσιο χώρο που να βρίσκεται σε διαλογική σχέση με το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων -η χρήση του οποίου την περίοδο προκήρυξης του διαγωνισμού-, αλλά και με την πλατεία Συντάγματος και τον άξονα της οδού Ερμού, όπως ο ίδιος αναφέρει σε σχετικό δημοσίευμα (περ. Έργα [15.8.1928]).
Οι αντιδράσεις της εποχής σχετικά με το μνημείο, αν και απολύτως θεμιτές, μπορούν να ερμηνευτούν έως ένα βαθμό και μέσα στο πλαίσιο της δυσκολίας αποδοχής οποιουδήποτε νέου σχεδιασμού στο δημόσιο χώρο, ειδικά όταν αυτός αλλοιώνει τη βασική φυσιογνωμία του χώρου και χάνεται ο χαρακτήρας των σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί στη συλλογική μνήμη των πολιτών. Αξιολογώντας την πρόταση σήμερα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι τόσο σε επίπεδο γενικότερου σχεδιασμού, όσο και σε επίπεδο συσχετισμού υλικών και ενσωμάτωσης διακόσμου.
Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη διεκδίκησε ποιότητες του ''σύγχρονου'' στην εποχή του -στο πεδίο του σχεδιασμού δημόσιου χώρου- και είχε την πρόθεση να συνομιλήσει με έργα πέρα από τα όρια της Ελλάδας -στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο. Επιπλέον, έχει σημασία να τονιστεί η προσπάθεια του αρχιτέκτονα να συλλάβει την πλατεία - μνημείο ως συνέχεια και απόληξη των άλλων σημαντικών δημόσιων χώρων που σχετίζονται άμεσα με αυτόν, αποκαθιστώντας ένα ενιαίο σύνολο που, όπως υποστήριζε, θα ήταν το πρώτο μέχρι τότε στην πρωτεύουσα:
«Το μνημείον ούτω εννοούμενον έπρεπεν επί πλέον να ευρίσκεται εν απολύτω αρμονία με τα οπίσω αυτού παλαιά Ανάκτορα πλαισιώνον αυτά και να συμπληρώνη την γενικήν διάταξιν της πλατείας του Συντάγματος μετά της κατά τον άξονα αυτής οδού Ερμού, ούτως ώστε να αποτελεσθή μία γενική σύνθεσις θέτουσα τέρμα εις το ασυνάρτητον του γενικού τούτου χώρου και αποτελούσα σύνολον διακοσμητικόν, όπερ θα είναι το πρώτο δημιουργούμενον εν τη πρωτευούση» (περ. Έργα [15.8.1928]).
Οι αντιδράσεις για την επέμβαση αυτή συνεχίζονται έντονα σε όλη τη φάση της κατασκευής, όταν κατά τη διάρκεια των έργων θα γίνει αισθητή η αλλοίωση του χαρακτήρα ενός ημιδημόσιου χώρου που έχει εγγραφεί ήδη στη συλλογική μνήμη από την εποχή της ανέγερσης των Ανακτόρων. Είναι γεγονός ότι κάθε επέμβαση σε δημόσιο χώρο της πόλης -ιδιαίτερα όταν μεταβάλλεται η βασική του φυσιογνωμία- προκαλεί αναμφισβήτητα ένα είδους σοκ στους πολίτες,: με κάθε κατεδάφιση, κατεδαφίζεται και η συνέχεια των αναφορών που έχουμε με έναν τόπο, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Η ρήξη αυτή είναι δύσκολο να αποκατασταθεί, και είναι επόμενο να συνοδεύεται από μεγάλη επιφυλακτικότητα για την νέα κατάσταση την οποία καλούμαστε να οικειοποιηθούμε. Καθώς δεν μπορούν να αφομοιωθούν άμεσα οι νέες σχέσεις που προτείνονται, το τελικό αποτέλεσμα περιγράφεται με χαρακτηρισμούς που αναδεικνύουν ακριβώς αυτήν την ανοίκεια κατάσταση: πρόκειται περί «τέρατος». Ο τίτλος του πρωτοσέλιδου δημοσιεύματος της 20ής Αυγούστου 1931 στην εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα είναι ενδεικτικός: «Ο Άγνωστος Στρατιώτης. Πώς εγεννήθη το τέρας». Αν και το δημοσίευμα αναφέρεται στο ανάγλυφο, ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να αφορά το σύνολο.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΛΥΦΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Οι αντιδράσεις ωστόσο δεν αφορούν μόνο το ζήτημα της εκσκαφής, αλλά και τον συνολικό χαρακτήρα της πρότασης με επίκεντρο, από μία χρονική στιγμή και μετά, την καλλιτεχνική αξία της ίδιας της ανάγλυφης παράστασης. Η παράσταση αυτή αποτελεί κεντρικό στοιχείο του σχεδιασμού, και η κριτική αφορά όχι μόνο το τελικό αποτέλεσμα αλλά και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την αντικατάσταση του γλύπτη και της πρότασης που είχε αρχικά υποβληθεί στη μελέτη του διαγωνισμού. Η αντικατάσταση αυτή προκύπτει μετά τη διαφωνία του αρχιτέκτονα Εμμ. Λαζαρίδη με τον βασικό του συνεργάτη για την υποβολή της πρότασης στον διαγωνισμό Θ. Θωμόπουλο.
Η παράκαμψη του Θωμοπούλου μεθοδεύεται από τον Λαζαρίδη με το επιχείρημα ότι το αρχικό έργο είχε «κίνησιν και σύνθεσιν φεύγουσα», η οποία δεν εντασσόταν στον χαρακτήρα της συνολικής μελέτης. Ο Λαζαρίδης υποστήριζε ότι είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει την τροποποίηση του ανάγλυφου, ο Θωμόπουλος όμως θα καταγγείλει ότι το ζήτημα προέκυψε μετά από διαφωνία για την αμοιβή του. Ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου θα ορίσει τότε τον καθηγητή Γλυπτικής και διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών Κ. Δημητριάδη, ως τον πλέον αρμόδιο για να αποφασίσει σχετικά με το θέμα.
Ο Δημητριάδης -ο οποίος ορίζεται επιπλέον και επιβλέπων για όλα τα καλλιτεχνικά τμήματα του μνημείου- θα εισηγηθεί τελικά την ανάθεση της ανάγλυφης πλάκας στον Φωκίωνα Ρωκ, βοηθό του στην Σχολή Καλών Τεχνών, ο οποίος και θα εκπονήσει τελικά το έργο. Ωστόσο, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1931 οι αντιδράσεις για την καλλιτεχνική αξία της νέας πρότασης, για τις μεθοδεύσεις που οδήγησαν στη νέα ανάθεση αλλά και για τη συμμετοχή στη φιλοτέχνηση του έργου Ιταλού τεχνίτη, έναντι υπέρογκου για την εποχή ποσού, είναι έντονες.
Ο καλλιτεχνικός κόσμος συμμερίζεται την αγανάκτηση του Θωμόπουλου, ενώ ο Τύπος, στο σύνολο του σχεδόν, προβάλλει ιδιαίτερα το θέμα, απαιτώντας εξηγήσεις για τις κινήσεις που έχουν γίνει, αναγκάζοντας τον ίδιο τον Βενιζέλο να δηλώσει δημόσια την εμπιστοσύνη του στον Δημητριάδη για την ποιότητα του έργου. Τα αρνητικά δημοσιεύματα, που αφορούσαν τόσο το σύνολο του έργου όσο και τα επιμέρους ζητήματα που ήδη αναφέρθηκαν, δεν θα σταματήσουν ούτε μετά τα επίσημα εγκαίνια του μνημείου, αποδεικνύοντας την ένταση που προκάλεσε, σε μια κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο, μια μικρή ίσως αλλά ιδεολογικά φορτισμένη επέμβαση στην πόλη.
Αξιολογώντας την πρόταση σήμερα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι τόσο σε επίπεδο γενικότερου σχεδιασμού όσο και σε επίπεδο συσχετισμού υλικών και ενσωμάτωσης διακόσμου, διεκδίκησε ποιότητες του «σύγχρονου» στην εποχή του με πρόθεση να συνομιλήσει με έργα στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο. Επιπλέον, έχει σημασία να τονιστεί η προσπάθεια του αρχιτέκτονα να συλλάβει την πλατεία- μνημείο ως συνέχεια και απόληξη των άλλων σημαντικών δημόσιων χώρων που σχετίζονται άμεσα με αυτόν (την πλατεία Συντάγματος και τον άξονα της οδού Ερμού), αποκαθιστώντας ένα ενιαίο σύνολο που όπως υποστήριζε θα ήταν το πρώτο μέχρι τότε στην πρωτεύουσα.
Ο ρόλος της πλατείας-μνημείου στη διάρκεια ζωής της στην πόλη επιβεβαιώνει τη σημασία της ως ενδιάμεσου χώρου μεταξύ της πλατείας Συντάγματος και του κτηρίου της Βουλής. Αν και οι δράσεις που αναπτύσσονται στην πλατεία ακολουθούν το συντακτικό ενός θεατρικού εντέλει χώρου -όπου το μνημείο και η αλλαγή φρουράς των Ευζώνων αποτελούν το βασικό θέαμα με τους πολίτες να διατάσσονται γύρω και μπροστά από αυτό-, η πλατεία λειτουργεί παράλληλα ως το επίπεδο διακοπής της δυνατότητας προσέγγισης στο κτήριο της Βουλής και των δράσεων που απευθύνονται προς αυτό.
Ωστόσο, η διαμόρφωση του μνημείου σήμερα είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένη, τόσο με το κτήριο της Βουλής, όσο και την πλατεία Συντάγματος, επικυρώνοντας μέρος των αρχικών προθέσεων, σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δικαιώνονται όλες οι επιλογές του αρχικού του σχεδιασμού, αλλά επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η εγγραφή ενός δημόσιου χώρου στη συνείδηση της πόλης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συνέχεια μιας συλλογικής βιωματικής εμπειρίας, όταν υποστηρίζεται όμως και από έναν ικανό σχεδιασμό.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Τοποθεσία: Αθήνα, πλατεία Συντάγματος
Έτος Δημιουργίας: 1929-1930
Αποκαλυπτήρια: 25 Μαρτίου 1932
Αφιερωμένο στους Πεσόντες Πολεμιστές της Ελλάδας
Αρχιτέκτονας: Λαζαρίδης Εμμανουήλ
Γλύπτες: Ρωκ Φωκίων, Δημητριάδης Κωνσταντίνος, Θωμόπουλος Θωμάς
Υλικό Κατασκευής: Μάρμαρο
Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά:
1. Κενοτάφιο,
2. Απεικονιζόμενος Οπλίτης,
3. Φύλαξη από την Προεδρική Φρουρά (Εύζωνες),
4. Πλάκες με καταγραφές από μάχες όλων των πολέμων που συμμετείχε η Ελλάδα από το 1821 και μετά,
5. Φράσεις χαραγμένες από τον Επιτάφιο Λόγο του Περικλέους (Θουκυδίδης)
Το γλυπτό έργο είναι ένα ανάλημμα σχήματος Π από λαξευμένους πωρόλιθους μεγάλων διαστάσεων. Το γλυπτό βρίσκεται στο βάθος και κεντρικά του όλου έργου και χαρακτηρίζεται από απλότητα στην αναπαράστασή του. Σε παραλληλόγραμμο πλαίσιο, αναφορά σε αρχαία σαρκοφάγο, παριστάνεται μια γυμνή ανδρική μορφή ξαπλωμένη σε κάποια έξαρση του εδάφους. Ο νεκρός πολεμιστής στο αριστερό χέρι κρατάει κυκλική αψίδα. Στο κεφάλι φοράει αρχαίο κράνος με το πρόσωπο δοσμένο από τα πλάγια να θυμίζει αρχαίο νόμισμα. Η απόδοση του σώματος του νεκρού από τον καλλιτέχνη δίνει την εντύπωση στο θεατή ότι ο στρατιώτης αναπαύεται ζωντανός, έτοιμος να σηκωθεί.
Το θέμα κερδίζει εκφραστικότητα με λιτότητα και δύναμη των μορφών και την πειστικότητα του συνόλου. Αριστερά και δεξιά της παράστασης έχουν χαραχτεί επιγράμματα από τον Επιτάφιο του Θουκιδίδη («Μια κλίνη κενή φέρεται εστρωμμένη των αφανών» - «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος»). Στο μέσο του κενοταφίου χαράχτηκε με μικρότερα γράμματα η φράση «Εις αφανή στρατιώτη». Στους πελεκημένους πωρόλιθους του τοίχου είναι χαραγμένα, δίπλα σε 16 μεταλλικές ασπίδες, τα ονόματα τόπων που έδωσε πολύνεκρες μάχες ο Ελληνικός Στρατός στην νεότερη ιστορία. Στα αριστερά της σύνθεσης περιλαμβάνονται οι μάχες του Α` Βαλκανικού Πολέμου.
Στο κέντρο του μνημείου και στους πωρόλιθους που υπάρχουν στις κλίμακες μάχες του Β` Βαλκανικού Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ενώ στα δεξιά της σύνθεσης συγκρούσεις του Α` Παγκοσμίου Πολέμου και επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στη Ρωσία. Μετά την απελευθέρωση πάνω στο κενοτάφιο προστέθηκαν τα πεδία των μαχών του Β` Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα οι επιχειρήσεις στην Κορέα. Με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων το 1994 προστέθηκε και το όνομα «Κύπρος». Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη λοιπόν δεν είναι ένα απλό μνημείο, είναι το κορυφαίο μνημείο για τον πιο κορυφαίο ήρωα τον ήρωα εκείνο που έπεσε για την ελευθερία.
Αυτός είναι κι ο λόγος που αποδίδονται τόσο μεγάλες τιμές σε αυτό το πρόσωπο. Αυτός είναι επίσης κι ο λόγος για τον οποίο το μνημείο αυτό φυλάσσεται από την γνωστή σε όλους "Προεδρική Φρουρά" ή αλλιώς τους "Εύζωνες". Η Φύλαξη αυτή είναι συμβολική και προσπαθεί ουσιαστικά να δείξει την τιμή και την ευγνωμοσύνη που αισθανόμαστε όλοι οι Έλληνες για την θυσία που έκαναν οι πεσόντες για την Ελευθερία της χώρας μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Ελληνικό Μνημείο δεν υπάρχει σορός, ακολουθώντας τα έθιμα των Αρχαίων Ελλήνων που ήθελαν τον τάφο κενό («µία δέ κλίνη κενή φέρεται ἐστρωµένη τῶν ἀφανῶν», Θουκυδίδης, 2.34.3).
Μάχες του ελληνικού στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους, στη Μικρασιατική Εκστρατεία, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, επιχειρήσεις στη Μεσημβρινή Ρωσία, οι μάχες του Β` Παγκοσμίου Πολέμου και οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στην Κορέα.
Οι φράσεις «ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ» και «ΜΙΑ ΚΛΙΝΗ ΚΕΝΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΣΤΡΩΜΕΝΗ ΤΩΝ ΑΦΑΝΏΝ» που αφιερούνται στους αφανείς στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών δεσπόζουν στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
Δεξιά και αριστερά του γλυπτού που αναπαριστά ένα νεκρό πολεμιστή, γυμνό, ξαπλωμένο στο έδαφος αναγράφονται οι μάχες:
Οι φράσεις «ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ» και «ΜΙΑ ΚΛΙΝΗ ΚΕΝΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΣΤΡΩΜΕΝΗ ΤΩΝ ΑΦΑΝΏΝ» που αφιερούνται στους αφανείς στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών δεσπόζουν στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
Δεξιά και αριστερά του γλυπτού που αναπαριστά ένα νεκρό πολεμιστή, γυμνό, ξαπλωμένο στο έδαφος αναγράφονται οι μάχες:
ΕΛΑΣΣΩΝ=ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΝ ΛΑΖΑΡΑΔΕΣ=ΣΤΕΝΑ ΠΟΡΤΑΣ =ΚΑΤΕΡΙΝΗ=ΣΟΡΟΒΙΤΣ
ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ=ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ=ΟΣΤΡΟΒΟΝ=ΚΟΡΙΤΣΑ=
ΠΕΣΤΑ=ΓΡΥΜΠΟΒΟ ΠΕΝΤΕΠΗΓΑΔΙΑ=ΠΡΕΒΕΖΑ=
ΑΕΤΟΡΡΑΧΗ=ΜΑΝΩΛΙΑΣΣΑ=ΜΠΙΖΑΝΙ=ΔΡΙΣΚΟΣ
ΚΙΛΚΙΣ=ΛΑΧΑΝΑ=ΜΠΕΛΕΣ=ΚΡΕΣΝΑΤΣΟΥΜΑΓΙΑ
ΠΕΤΣΟΒΟ=ΝΕΥΡΟΚΟΠΙ=ΜΠΑΝΙΤΣΑ=ΜΑΧΩΜΕΑ
ΓΚΟΛΟΜΠΙΛΟ=ΣΜΠΟΡΣΚΟ=ΠΡΕΣΛΑΠ=ΕΡΙΓΩΝ
ΡΑΒΙΝΕ=ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
ΣΚΡΑ=ΣΤΡΥΜΩΝ=ΔΟΪΡΑΝΗ=ΜΠΕΛΕΣ=ΓΚΡΑΝΚΟΡΟΝΕ=ΤΖΕΝΑ (αριστερά)
και
ΧΕΡΣΩΝ=ΣΕΡΜΙΚΑΣ=ΟΔΗΣΣΟΣ=ΣΕΒΑΣΤΟΥΠΟΛΙΣ
ΑΡΤΑΚΗ=ΑΙΔΙΝΙΟΝ=
ΠΡΟΥΣΣΑ=ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ
ΤΟΥΜΛΟΥΜΠΟΥΝΑΡ=ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ=ΔΟΡΙΛΑΙΩΝ
ΑΦΙΟΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ=ΣΑΓΓΑΡΙΟΣΚΑΛΕΓΚΡΟΤΟ
ΠΙΝΔΟΣ
ΜΟΡΟΒΑ=ΚΟΡΥΤΣΑ=ΚΑΛΑΜΑΣ
ΤΟΜΟΡΟΣ=ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑ
ΧΕΙΜΑΡΡΑ=ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΝ
731=ΜΠΟΥΜΠΕΣΙ=ΚΑΛΠΑΚΙ
ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ=ΠΡΕΜΕΤΗ
ΟΣΤΡΟΒΙΤΣΑ=ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ
ΡΟΥΠΕΛ=ΠΕΡΙΘΩΡΙ=ΚΡΗΤΗ
ΕΛ-ΑΛΑΜΕΪΝ=ΡΙΜΙΝΙ
ΡΟΥΒΙΚΩΝ=ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ=ΚΟΡΕΑ
«Κύπρος» ήταν η τελευταία λέξη που είχε χαραχθεί στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη το 1994.
Τελευταία στο Μνημείο χαράχθηκαν οι λέξεις:
«ΑΙΓΑΙΟ=ΙΟΝΙΟ - ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ=ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ».
Επρόκειτο για την υλοποίηση απόφασης του υπουργείου Πολιτισμού να αναγραφούν στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη τα κύρια πεδία ναυμαχιών στα οποία έχασαν τη ζωή τους Έλληνες που αγωνίστηκαν στις θάλασσες. Είναι οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους αλλά δεν βρέθηκαν ποτέ, ώστε να τους αποδοθούν οι τιμές που τους οφείλει η πατρίδα μας. Στην επιγραφή, εκτός από το Αιγαίο, το Ιόνιο και τη Μεσόγειο συμπεριλήφθηκε και ο Ατλαντικός, σε ένδειξη αναγνώρισης των θυσιών των πληρωμάτων του Εμπορικού Ναυτικού στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. στην προσπάθεια ανεφοδιασμού της Ευρώπης από την Αμερική.
Η συμπερίληψη της επιγραφής «ΑΙΓΑΙΟ-ΙΟΝΙΟ-ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ-ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ» στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη κατέστη δυνατή έπειτα από παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος «Άλσος ελληνικής ναυτικής παράδοσης» με προεξάρχοντα τον πρόεδρο του ιδρύματος ναύαρχο ε.α. Κυριάκο Κυριακίδη.