Είναι από τα ελάχιστα σωζόμενα βιομηχανικά κτήρια στην πόλη. Χτίστηκε το 1910, απέναντι από τη δημοτική αγορά (το αρχικό κτήριο είχε αρχίσει να οικοδομείται το 1904), ενισχύοντας έναν σημαντικό αστικό πόλο στον αντίποδα της κεντρικής πλατείας.
Είναι το μοναδικό σωζόμενο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στην πόλη. Χτισμένο το 1910, συνδέθηκε με την καινοτομία του εξηλεκτρισμού, καθώς και την ενίσχυση ενός σημαντικού αστικού πόλου με εμπορική δραστηριότητα στον αντίποδα της κεντρικής πλατείας (το απέναντι κτήριο της δημοτικής αγοράς άρχισε να κατασκευάζεται το 1904). Την περίοδο της τουρκοκρατίας η περιοχή βρισκόταν στα όρια των συνοικιών «τσαούς» και «μποσταντζή» μαχαλά, όπου υπήρχε το «κοντσιά» (= μεγάλο) τζαμί και δυτικότερα το τουρκικό δημοτικό σχολείο. Με την αθρόα εγκατάσταση Βλάχων από τη Σαμαρίνα και τον Ασπροπόταμο στα τέλη του 19ου αιώνα, ο «μποσταντζή μαχαλάς» (από τότε «βλαχομαχαλάς») ενισχύθηκε δημογραφικά και άρχισε να αστικοποιείται.
Το συγκρότημα του εργοστασίου αποτελείται από δύο ορθογώνιας κάτοψης κτήρια, με παράθυρα πλαισιωμένα από συμπαγή τούβλα, αετωματική επίστεψη με κυκλικό φεγγίτη και δίρριχτες σκεπές. Το ισόγειο λιθόκτιστο κτήριο στέγαζε το μηχανοστάσιο, ενώ το διώροφο, με τη λίθινη τοιχοποιία στο ισόγειο και την τούβλινη στον όροφο, τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις και την κατοικία του διευθυντή. Τα γραφεία στεγάζονταν σε παρακείμενο χαμηλό κτίσμα.
Τον ηλεκτροφωτισμό της Καρδίτσας ανέλαβε με πεντηκονταετές συμβόλαιο ο γνωστός βιομήχανος του Βόλου Μελέτιος Σταματόπουλος. Παρόμοια σύμβαση είχε υπογράψει τρία χρόνια νωρίτερα με τη γειτονική πόλη των Τρικάλων. Η κολοσσιαία για την εποχή δαπάνη ύψους 1,5εκ. δραχμών, η μακροχρόνια δέσμευση και οι ελλείψεις της πόλης σε βασικές υποδομές προκάλεσαν τότε μαζική αντίδραση, με κορυφαία τη σύσταση «πολιτικού» συλλόγου, ο οποίος πρωτοστάτησε στην ενημέρωση του κοινού και στη διοργάνωση συλλαλητηρίων.
Παρά τη δριμεία κριτική και τις καταγγελίες εναντίον του δημάρχου Τσιάμη Λάππα για «ακατανόητον και ύποπτον ηλεκτρίτιδα», το εργοστάσιο άρχισε να λειτουργεί κανονικά από τον Οκτώβριο του 1910, με διευθυντή τον γιο του Μελέτιου, Κωνσταντίνο, και γερμανό μηχανολόγο. Στο Μεσοπόλεμο, το ηλεκτρικό εργοστάσιο απασχόλησε συχνά την τοπική κοινωνία: οι παρατεταμένες διακοπές ρεύματος στο διάστημα 1918-1920, η απεργία του προσωπικού του το 1924, η αντίδραση για τους πένθιμα στολισμένους φανούς τα Χριστούγεννα του 1932 λόγω του θανάτου του ιδιοκτήτη, η μαζική τρίμηνη αποχή των Καρδιτσιωτών από τη χρήση ρεύματος σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις τιμολογιακές αυξήσεις το 1933, ήταν ορισμένες από τις εντονότερες στιγμές στην ιστορία του.
Η λειτουργία του τερματίστηκε το 1957, με την κατάργηση όλων των ιδιωτικών αδειών εκμετάλλευσης ηλεκτρικού ρεύματος, οπότε εξαγοράστηκε από τη Δ.Ε.Η.. Από το 1965 το κτήριο επανήλθε στην κυριότητα του δήμου και τις δύο τελευταίες δεκαετίες η επανάχρησή του για πολιτιστικούς σκοπούς απασχολεί σοβαρά το δήμο Καρδίτσας.
Το συγκρότημα του εργοστασίου αποτελείται από δύο ορθογώνιας κάτοψης κτήρια, με παράθυρα πλαισιωμένα από συμπαγή τούβλα, αετωματική επίστεψη με κυκλικό φεγγίτη και δίρριχτες σκεπές. Το ισόγειο λιθόκτιστο κτήριο στέγαζε το μηχανοστάσιο, ενώ το διώροφο, με τη λίθινη τοιχοποιία στο ισόγειο και την τούβλινη στον όροφο, τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις και την κατοικία του διευθυντή. Τα γραφεία στεγάζονταν σε παρακείμενο χαμηλό κτίσμα.
Τον ηλεκτροφωτισμό της Καρδίτσας ανέλαβε με πεντηκονταετές συμβόλαιο ο γνωστός βιομήχανος του Βόλου Μελέτιος Σταματόπουλος. Παρόμοια σύμβαση είχε υπογράψει τρία χρόνια νωρίτερα με τη γειτονική πόλη των Τρικάλων. Η κολοσσιαία για την εποχή δαπάνη ύψους 1,5εκ. δραχμών, η μακροχρόνια δέσμευση και οι ελλείψεις της πόλης σε βασικές υποδομές προκάλεσαν τότε μαζική αντίδραση, με κορυφαία τη σύσταση «πολιτικού» συλλόγου, ο οποίος πρωτοστάτησε στην ενημέρωση του κοινού και στη διοργάνωση συλλαλητηρίων.
Παρά τη δριμεία κριτική και τις καταγγελίες εναντίον του δημάρχου Τσιάμη Λάππα για «ακατανόητον και ύποπτον ηλεκτρίτιδα», το εργοστάσιο άρχισε να λειτουργεί κανονικά από τον Οκτώβριο του 1910, με διευθυντή τον γιο του Μελέτιου, Κωνσταντίνο, και γερμανό μηχανολόγο. Στο Μεσοπόλεμο, το ηλεκτρικό εργοστάσιο απασχόλησε συχνά την τοπική κοινωνία: οι παρατεταμένες διακοπές ρεύματος στο διάστημα 1918-1920, η απεργία του προσωπικού του το 1924, η αντίδραση για τους πένθιμα στολισμένους φανούς τα Χριστούγεννα του 1932 λόγω του θανάτου του ιδιοκτήτη, η μαζική τρίμηνη αποχή των Καρδιτσιωτών από τη χρήση ρεύματος σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις τιμολογιακές αυξήσεις το 1933, ήταν ορισμένες από τις εντονότερες στιγμές στην ιστορία του.
Η λειτουργία του τερματίστηκε το 1957, με την κατάργηση όλων των ιδιωτικών αδειών εκμετάλλευσης ηλεκτρικού ρεύματος, οπότε εξαγοράστηκε από τη Δ.Ε.Η.. Από το 1965 το κτήριο επανήλθε στην κυριότητα του δήμου και τις δύο τελευταίες δεκαετίες η επανάχρησή του για πολιτιστικούς σκοπούς απασχολεί σοβαρά το δήμο Καρδίτσας.