Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

♥ Κανάλια Καρδίτσας: Τα νυχτέρια

Βαρύς η Χειμώνας, άντριψι του κρύου κι τα κούτσουρα απ’ τα Φτιλιάδια νια χαρά μας βόλιψαν.
-« Απόψι να ξέριτι, θα ρθουν για νυχτέρ(ι) απού κατ οι Γακέοι, το’χου αψιγάδιαστου του σπίτ(ι), σμαζουμένου στην τρίχα, ως του βράδ(υ) κανουνείστι να τ’αλαμανείστι!..» Ήταν η φωνή της μάνας π’αρχίνσι τσι διάτις καθώς μας πέτχι μαζουμένους τρόιρα απ’ την τάβλα, σταυρουπόδ(ι), για το μισμιριανό φαΐ, γυφτουφάσλα μι μπουμπότα «..α, κιάματις νυστάξτι, να μι πείτι να σας στρώσου, να σας φκιάσου δυο καλές πίστρις να χουρτάσιτι υπνάκου, δε είνι ανάγκ(η) να του ξημιρώσιτι κι σεις!»
Σι ούλους αρέθαν τα νυχτέρια. Μαζώνουνταν καμπόσα σπίτια, σόι ή απ’ του μαχαλά κι κάθουνταν μέχρι να φέξ(ει). Σ’μα στη γουνιά μι τ’αναμμένα κούτσουρα κουβέντιαζαν τσιμπουλουγώντας κι κουτσουπίνουντας οι άντρις, οι γυναίκις έπλικαν τσιρέπια, σγαρόνια κι φανέλις, τα κουρίτσια κιντούσαν πότις σταυρουβιλουνιά, πότις μιτρητό. Τα’γλιπαν οι μανάδις κι τα καμάρουναν. Καπ-καπ πιτιώνταν απού καμία κι τα διάταζι:
-« Έτσια Μαριγούλα τουν κόμπου…Άι τιλέψτι τώρα αυτάια κι θα μάθιτι μιτά κιένα σουρό άλλα…Ψαθούλα, ανιβατό, ριζούλα, θλίτσα, κουμπότρυπα, τρυπουγάζ(ι)…ου-ού χα, σταθείτι κι θα θυμθώ κιάλλα πουλλά!»
-« Κουμπουβιλουνιά, πλακί, αζούρ…» συμπλήρουναν οι διπλανές να προυλάβουν, μη κι τσι πουν δε ξέρουν!
Μία πρασινουπή μεγάλη πάντα, για τον τοίχο, με κεντημένο καταμεσής έναν άσπρο κύκνο κι γύρου-γύρου καπιτάλια, θυμάμαι πού έραβε και ξήλωνε ένα χειμώνα ουλάκιρου η αδιρφή μ’ ξισκώνουντας το σχέδιο από’να χάρτινο εργόχειρο.
Εμείς τα παιδιά παίζαμε ένα σουρό παιχνίδια. «Σπίτια», κουκλουμένα απουκάτ απ’ τη φλουκάτ(η) τη βιλέντζα, «ζαλίκις» κι «πθαμούλις» στου πάτουμα, τριώτα, τισσάρα, ινιάρα, δουδικάρα, δικαϊξάρα…Αυτά τα τιλιφταία τά’πιζάμαν κι μι τσι τρανοί άμα αυτοί αδειάζαν κι καπ-καπ μας αφήναν να κιρδάμι κι μεις!
Άσουτις ήταν πάντως οι δλειες. Πότις ξισπόριαζάμαν καλαμπόκια, πότις τσάκζαμαν κουκόσις κι αμύγδαλα , έκουβάμαν μπαλώματα από ρούχα που’νταν ντιπ μπαρμπούκλια κι τα μάζουνάμαν κουβάρια σι κανίστρις για να τα φκιάσουν μιτά στουν αργαλιό κουριλούδις κι πατάκια. Οι άντρις πολλές φορές καταπιάνουνταν και με το καλούπιασμα, στα καπνά.
******
Εκείνο το παγωμένο χειμωνιάτικο βράδυ, είχαμε στου νουντά ένα σουαρέ, νια κουβέντα, νια λακαρδή, απ’ ξιστρίφκαμαν στου γέλιου. Η μπαρμπαΧρήστους ήταν στα κέφια κι μας φλούμουσι στα μασλάτια, ψέματα κι αλήθκεια, ιστορίες απ’ τα νιάτα τ’, που αν κι χλιμπουνιάρς, ήταν μιγάλους κούλιακας, μαθέ απού τότις ζαβουλιάρς!
Μόλις αρχίνσι να φιλουγάει, τουν πήρι πρέφα η μπαρμπα Αντώνς, δε βάσταξι κι μουρμούρσι:
-« Ιί χάι, άμα ξικίνσι να ζμπουρίζ(ει) η Χρήστους καλό ξημέρουμα θα σώσ(ει), τέτχοιους κουκουσάς απού’νι!»
Πράγματις στου τσιαπάλσμα δε τουν έσουνι καένας του μπάρμπα Χρήστου. Φιλουγούσι αράδα και μεις τα κουτσιούβιλα μαζώχκαμαν σα κταβάκια τρόιρα, πιστρουβουλιάσκαμαν στου πάτουμα, άλλου τα κούρκουμα κιάλλου τα χαύδα κι αφουκρένουμάσταν μ’ανοιχτό του στόμα κι γαρίδα του μάτ(ι). Όξου αρχίνσι να ρίχν(ει) μπαλώματα. κι τό’στρουσι για τα καλά.
-« Όταν ήμαν κι γω σαν ισένα κουντουσβόιρας…» ξικίνσι την κουβέντα η μπαρμπαΧρήστους, δείχνουντας ιμένα «…μι πήρι η μάνα μ’, η σχουριμέν(η) η κυραΜαρία, σ’ένα νυχτέρ(ι) σα κι τούτου καλή ώρα. Έκατσάμαν ικεί στου μαντζάτου κι η θκια η Αγγέλου του Γακάκ(η) απού’χι του σπίτ(ι), έδουκι στη μάνα μ’ δυο σουκουλατάκια να τα πααίν(ει) στσι αδιρφές μ’, π’απόμναν στου σπίτι μας γιατί η μία ήταν λίγου σναχουμέν(η). Ιγώ απ’λέτι ικείν(η) τη μέρα δεν έφαγα καλά του μισμέρ(ι) γιατί μπιζέρσα σταφλαρμιά κιως του βράδ(υ) μ’έκουψι η πείνα, τένιασα, γουργούρζι η κλια μ’. Τι να θκιάσου, τι να θκιάσου, ζγώνου κι γω στα μουλουχτά στη τσιάντα πο’βαλι τα σουκουλατάκια η μάνα μ’, την ανοιώ σιγά-σιγά κι τα βουτάου στη ζούλα! Βγήκα μιτά όξου στην αστρέχα κι τα χλαπάνσα. Μούσχους ήταν κιας τ’ανιμόχαψα στα γλήγουρα. Τότις μ’ήρθι κι νια καλή ιδέα. Απου κεί απ’όξου απ’ τη στράτα, μάζουξα δυο κούμαρα, ντιπ αζέτχια ήνταν κιόλας, κι τα τύλ’ξα στα χαρτάκια απ’ τα τσιουκουλατάκια. Ματαγύρσα σα κύριους στου δουμάτιου κι μι χίλις δυο προυφυλάξεις αν’ξα πάλι τη τσιάντα απ’ τη μάνα μ’ κι τ’απέταξα μέσα. Ούτι γάτα, ούτι ζημνιά!
Του φέξου άπ’ γύρσαμαν μι του καλό στου σπίτι μας, ξύπνησαν οι
νταμαχιάρις οι αδιρφές μ’ κι αρχίνσαν να ρουτάν τη μάνα, αν τσ’ίφιρι μούρσια απ’ του νυχτέρ(ι).
- Ότις αρτίρσι αγιέμ, ότις αρτίρσι…Ιά, πάρτι αυτούια απού ένα τσιουκουλατάκ(ι) η μία, ίσια-ίσια για καλουσκέργιου.
Ιγώ απ’λέτι είχα κουλιακιάσ(ει) στη γουνιά κι κάθουμαν σα τη ζημνιάρα γάτα. Οι αδιρφές μ’ έτσια που’νταν γκαβιτσιασμένις απ’ τ’αγριουξύπνημα, τα ξιτύλξαν τα καλούδια κι τα σβίκουσαν ταγλήγουρα, μη κι χαλέψου κι γω. Κατάπχιαν δε κατάπχιαν νια μπουκουσιά κι του υπόλοιπου πρόκαναν κι του φύτσαν! Για να μη τσι χαμπαριάσ(ει) η μάνα μ’ κι τσι σκουτώσ(ει) που γιόμσαν τουν τόπου, μάζουσαν ουτιτότις απού καταή τα φτύματα κι πήγαν κουσεύουντας όξου στουν απόπατου να τα πιτάξουν μι τ’άλλα. Σι λίγου τσι γλέπου να γκλαγκανάν νια λιγρουμέν(η) κανάτα νιρό, η κάθι μία! Ιγώ ούτι που τσι μαρτύρσα τίπουτα γιατί ήξιρα τι ασχασιάρις ήταν κι θα μι σκώτουναν στου ξύλου. Προυσπάθαγα μαναχά να κρατήσου τα γέλια μ’ όσου αυτές μύρλιζαν.
- Μάρ(η) τι αξφουφάια ήνταν αυτά; Δε τα διάβινι στου ρέμα καλύτιρα…π’μας τα’φιρι να τα φάμι!
- Μαρή αυτά ήνταν ντιπ μουχόζκια! Απ’ τα ιπέρς τα’χι η χριστιανή καϋπουμένα;
Τότις έκανα απλέτι κι γω πως φταρνίσκα, για να δείξου τάχα ότι αλήθεια λέν(ε).
- Γείτσας! μι φώναξι η μία.
- Γειας κι αλήθκεια λέμι, χαλασμένα ήνταν! είπι ουτιτότις κι η αλλνή κι φώναξι δυνατά κα τι μένα:
- Πού’ντιν αυτή η μάνα, να την πούμι τι μας ίφιρι; Μπάκι την είδις;
- Δε τη δουκήθκα… είπα ιγώ κι τήραξα να τσι βάλου για ύπνου μη κι προυδουθώ τώρα στου τέλους …άτι μαρή ματακόψτιτου αυτού στουν ύπνου, να χουρτάσιτι αραλίκ(ι) κι τα λέμι ταχιά, ιί χα, σώθκι η μέρα!
Έτσ(ι) απλέτι δε μι πήραν πρέφα κι η θκια μ’ η κλκια θαραπαύκι τσικουλατάκια κι η θκια τς η μπάκα δεν έπαθι τίπουτα, αφού τσ’έκουψι κι τα φύτσαν!»
Καρ-καρ-καρ ξικαρδίσκαμαν στου γέλιου μικροί-τρανοί, ινώ όξου η χιουνιάς το’στρουσι για τα καλά!
-« Ια τέτχοιους ζαντζιάρς ήνταν απού τότις!» μουρμούρσι η γιαγιά η Λισάβου.
-« Ά, μη τηράτι τώρα απ’ γέρασα, τότις ήμαν πουλύ πιο ζιρζιβούλς!» πινεύκι αναστινάζουντας η μπάρμπα Χρήστους.
*******
-« Άι τωραϊά μι τα κούμαρα του Χρήστου, θυμήθκα κι γω νια ιστουρία πάλι μι κούμαρα, να σας την πω να ξιστριφτείτι στου γέλιου», ακούσκι να λέει η γιαγιά η Λισάβου.
-« Πε, πε!..πε, γιαγιά!» φώναξι του πιδουμανιό κι γύρσαμαν κα τη μιριά τς.
-« Νια φουρά κ’ένα κιρό απ’λέτι, στ’αλήθκεια όμους, όταν ήμαν σα κι σας, πάεινα σχουλείου αντάμα μ’άλλα κουρίτσια. Απού γράμματα τα’χαμαν φουρτουμένα στουν κόκουτα! Είμασταν πέντι βόδια, δυο ζιβγάρια, τρία πουλάκια κάθουνταν…ντιπ για ντιπ στ’λιάρια. Ιγώ μιτά τη διφτέρα δημουτικού σταμάτσα, ως ικεί έφτασα κι πουλύ ήταν! Είχαμαν απ’λέτι τότις δασκάλα την κυρία Ειρήν(η), τη μάνα τσι Βίκα. Μέσ’στου μάθημα μία φουρά ανάφιρι για μπανάνις κι μπανανιές, για χουρμάδις κι χουρμαδιές κι ένα σουρό άλλα τέτχοια φρούτα. Ιμείς τότις μαναχά τα θκα μας ήξιράμαν, τα σκάμνια, τα κουρόμπλα, τα σύκα, τα γκόρτζα κι γιαυτό στα τιλιφταία τα θρανία απού’μασταν, τηρούσαμαν πλιότιρου να παίξουμι, παρά ν’ακούμι τη δασκάλα να μας λέει τέτοια ακαταλαβίστικα ουνόματα! Ανάμισα στα πουλλά που αράδιαζι η δασκάλα, ανάφιρι κι του όνουμα κούμαρα.
Πιτάζιτι τότις απάν η Βασίλου, να κάν(ει) την έξυπν(η).
- Τα κούμαρα τα ξέρουμι κυρία!
- Μπράβο Βασιλική! Από πού;
- Μάζουσι η μάνα μ’ κυρία. Να φέρου άμα είνι!
- Πολύ ωραία, αύριο φέρε μερικά, να τα δουν όλα τα παιδιά!
Χαρά που πήραμαν δε λέγιτι. Μαθέ είμασταν τρία πλια κ’ένα τσιόν(ι). Μόλις σκόλασάμαν, ταγλήγουρα πήγαμαν σπίτ(ι) κι ξικρέμασάμαν απ’ τουν τοίχου ένα ταψί, απ’ του πλυσταριό. Βγήκαμαν στσι στράτις κι πήραμαν στου κουντό τα γουμάρια πο’ρχουνταν απού σιακάτ. Καρτιρούσαμαν πότις θα σπουρστούν κι μιτά διαλιγάμαν τα μιγαλύτιρα κι τα πιο αφράτα κούμαρα κι τάβανάμαν μι προυσουχή στου ταψί, σα κουραμπιέδις. Μόλις του γιόμσαμαν τίγκα, του πήγαμαν στου σπίτι μας. Ικείνου του βράδ(υ) κοιμήθκαμαν κατρουμένις απ’ τη χαρά μας, π’θα φχαριστούσαμαν τη δασκάλα.
Την άλλ(η) τη μέρα, μι του που έφιξι, σκέπασι η Βασίλου του ταψί μ’ένα μισάλ(ι), να μην αλαμανστούν, του πήγαμαν σκουλείου κι τά’φσαμαν απάν στην έδρα. Μόλις μπήκι μέσα η δασκάλα πήγα να κρίνου πρώτ(η) ιγώ, μπάκι πάρου κάνα μπράβου, αλλά πιτάχκι η Βασίλου, μ’έφραξι του στόμα κι πρόκανι να πει:
- Κυρίίία, κυρίίία, ίφιρα τα κούμαρα!
- Ευχαριστώ πολύ Βασιλική, μπράβο, μπράβο, δεν ήταν όμως ανάγκη να φέρεις τόσα πολλά! είπι απ’ λέτι η δασκάλα, ξισκέπασι του ταψί κι απόμνι σύξυλ(η)!
- Τι είναι αυτά καλέ; τσιούρξι κι πιτάχκι σια πίσου βαστώντας τη μύτη τς.
- Φρέσκα κούμαρα κυρία! πινεύκι η Βασίλου.
- Ααα πα-πα! Πάρτε τα, πάρτε τα καλέ γρήγορα απ’εδώ! φώναζι η δασκάλα κι μι το’να χέρι τς έδειχνι την πόρτα ινώ μι τα’άλλου κρατούσι ακόμα τη μύτη τς .
- Γιατί καλέ κυρία, ιμείς έκανάμαν τόσου κόπου να τα μαζώσουμι!…παραπουνέθκι η Βασίλου.
- Κούμαρα είπαμε παιδί μου, κούμαρα από κουμαριές, όχι από γαϊδούρια! Απα-πα!
- Κούμαρα απού κουμαριές; Ακούς ικεί κούμαρα απού κουμαριές! Θαμαίνουμάσταν μιτά ούλ(η) τη μέρα η Βασίλου, η Αλιξάντρα, η αδιρφή μ’ η Λέν(η) κι γω.
- Άλλου κι τούτου! Ακούς ικεί τα κούμαρα να τα βγάζουν οι κουμαριές! Ποιος ξέρ(ει) τι άλλου χαζό θα μάθουμι Βασίλου ιδώ στου σκουλείου απ’ ‘ρχόμαστι! την έλιγα ιγώ μιτά η έξυπν(η) να την παρηγουρήσου.
- Αμ ιγώ ξέρου τα σκάμνια τα φκιάνουν οι σκαμνιές, τα σούρβα, οι σουρβιές, άμα τα κούμαρα τα φκιάνουν οι κουμαριές, τότις τα γουμάρια τι στα κουμμάτια φκιάνουν, κουρόμπλα; Αναρουτιώνταν απ’λέτι για μέρις η Βασίλου!»
Δώστου πάλι κακαρδίσματα απ’ούλους κι θα’φτασαν αυτή τη φουρά τα χάχανα ως κατ στη Σουσού, στη σπλια του Τσιανάκα.
Μι τέτοια κι μι τέτοια, έφιγγι η Θιός τη μέρα κι ικεί π’αρχινούσαν ούλ(οι) να προυσκ’νάν, τέλιβι κι του νυχτέρ(ι)! Άντι πάλι μιτά για άλλ(η) μέρα συνουιώνταν για βίσδις οι γυναίκις κι ματαμαζώνουνταν σιάλλου σπίτ(ι), ως π’να μπιτίσ(ει) η χειμώνας, μιγαλώνουντας η μέρα κι μικραίνουντας η νύχτα. 

Απόσπασμα από το βιβλίο << Εν Καναλίοις Λεύκωμα Ενθυμήσεων >>
ANAZHTEIΣTE ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΤΩΝ ΕΝ ΒΟΛΩ ΚΑΝΑΛΙΩΤΩΝ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ Τηλ. 24210 46253 και 43994
Εν Καναλίοις - Λεύκωμα Ενθυμήσεων