Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

ΤΑ ΡΟΓΚΑΤΣΑΡΙΑ ΣΤΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ(ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΟ) ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ♥

Του Απόστολου Σβάνα
H αρχαία Mητρόπολη βρισκόταν στους πρόποδες των Aγράφων, στη θέση της σημερινής ομώνυμης κωμόπολης που παλαιότερα έφερε την ονομασία «Παλιόκαστρο», σε απόσταση 9,00 χλμ. δυτικά της Kαρδίτσας. Tην ταύτιση της αρχαίας πόλης οφείλουμε στην επιγραφή «ΠOΛIΣ MHTPOΠOΛITΩN» που βρίσκεται σ’ ένα λίθο στη γωνία ενός παλιού διώροφου σπιτιού μέσα στο νέο χωριό. Η Μητρόπολη είναι ένα χωριό του Δήμου Καρδίτσας, του Νομού Καρδίτσας, με 1.262 κατοίκους, κατά την απογραφή του 2011, και έκταση 11.173 στρέμματα. Η παλαιά ονομασία της είναι Παλιόκαστρο και είναι το τελευταίο καραγκουνοχώρι ανεβαίνοντας προς τη Λίμνη Πλαστήρα.Κράτησε ,ως χωριό, όλα τα έθιμα και παραδόσεις που συνέβαιναν κατά τη διάρκεια του κύκλου του χρόνου και ένα από αυτά είναι τα ρογκατσάρια ,τα οποία δεν αναβιώνουν αλλά συνεχίζουν ,όπως ήταν τον παλιό καιρό.


Οι μεταμφιέσεις αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα του Δωδεκαημέρου και μάλιστα επισφραγίζουν το κλείσιμο αυτής της εορταστικής περιόδου καθώς τελούνται κοντά στη γιορτή των Φώτων. Τα δρώμενα αυτά πολύ παλιά συνηθίζονταν παντού και τελούνται σχεδόν μέχρι σήμερα. 

Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι μεταμφιέσεις αναπαριστούν πνεύματα και δυνάμεις της φύσης καθώς και προγονικές ψυχές, στα οποία γίνεται επίκληση για να βοηθήσουν στην επερχόμενη νέα καλλιεργητική περίοδο και την καλή σοδειά των δημητριακών. Η προσθήκη κουδουνιών σκοπό έχει να διώξει κάθε κακό και ταυτόχρονα με το θόρυβο και τα πηδήματα να ξυπνήσει το σπόρο σταριού που κοιμάται μέσα στη γη για να αρχίσει να βλαστήσει. Τον ίδιο ευετηριακό σκοπό φαίνεται να υποστηρίζουν και οι θίασοι με ανθρώπινους ρόλους όπου κεντρική θέση έχει το γονιμικό ζευγάρι του γαμπρού και της νύφης.


Η λέξη Ρουγκατσάρια φαίνεται πως σχετίζεται με την αρχαιότητα. Οι rogatores των Ρωμαίων που γυρίζουν και μαζεύουν φιλοδωρήματα. Η λέξη Λουγκατζάρια σύμφωνα με ορισμένους προέρχεται από την παραφθορά των λέξεων Λύκος και Κάντζαρος και αποδίδει τις ζωόμορφες μεταμφιέσεις που συνδυάζονται με την πειρακτική και αλλοπρόσαλλη μορφή των Καλικαντζάρων. 

Την αρχέγονη ωστόσο μορφή όπου ο θίασος προβαίνει και σε τελετουργικές δραματοποιημένες παραστάσεις, θα την γνωρίσουμε στα Ρογκατσάρια της πεδινής δυτικής Θεσσαλίας στις κοινότητες των Καραγκούνηδων. Ξεκινούν την 2η ή την 3η ημέρα του Ιανουαρίου και κορυφώνονται τα Φώτα 6 Ιανουαρίου. 

Η σύνθεση του θιάσου στον οποίο συμμετέχουν μόνο νέοι άνδρες συνήθως ανύπαντροι έχει ως εξής: 
Στο κέντρο βρίσκεται ο γαμπρός ντυμένος με φουστανέλα και η νύφη την οποία υποδύεται ένας όμορφος νέος ντυμένος με την επίσημη νυφική καραγκούνικη φορεσιά και τα κοσμήματά της. Η νύφη βαστά τσάντα για τα φιλοδωρήματα και πορτοκάλι με κέρματα τοποθετημένα που το παίζει όταν βαδίζει. Στον αντίποδα αυτού του ζευγαριού υπήρχε το ζευγάρι του παππού ο οποίος κουβαλούσε ζαλίκα στην πλάτη του ομοίωμα μικρού παιδιού (τον ονομαζόμενο Θεοδώση,συναντάται μονο στη Μητρόπολη) και της γιαγιάς – βαβάς. Ο παππούς φορά βαριά μάλλινα ρούχα και κρατά τροβά στον ώμο του. Ο δε άντρας που υποδύεται τη γιαγιά φορά τα μαραγκά ρούχα που συνήθιζαν να φορούν οι ηλικιωμένες καραγκούνες και κρατά στον ώμο του σακί ή τροβά με στάχτη ,για να ρίχνει αυτούς που θα πείραζαν τη νύφη.. Ο παππούς και η γιαγιά κάνουν χοντροκομμένους αστεϊσμούς και μάλιστα σατιρίζουν τις ερωτικές περιπτύξεις. Ο παπάς με το θυμιατό,το βασιλικό και το μπακράτσι με το νερό για τα κέρματα. Ο γύφτος - αρκουδιάρης κρατώντας νταϊρέ και δινοντας παραγγέλματα στην αρκούδα, που επίσης την υποδύεται κάποιος νέος, είναι δύο από τα σημαντικά πρόσωπα του θιάσου. Γύρω τους νέοι με παλιά ρούχα φορώντας από πάνω δέρματα ζώων – προβιές ,ζωσμένοι κουδούνια και κυπριά κρατώντας σπαθιά και ξύλα αναλαμβάνουν να περιφρουρήσουν το ζευγάρι και ιδιαίτερα τη νύφη, από όποιον τολμήσει να την πειράξει ή να την αρπάξει.. Είναι οι αράπ’δες ο φόβος και ο τρόμος των μικρών παιδιών… «Κάτσι καλά θα σι δώσου στουν Αράπ’» φοβέριζαν παλιά οι μανάδες τα άτακτα παιδιά. Αργότερα στο θίασο προστέθηκαν ο γιατρός,ο αγροφύλακας καθώς και πρόσωπα που σατιρίζουν την επικαιρότητα στην σύγχρονη εποχή. 
Απαραίτητος στη συνοδεία ήταν και ρουγκατσιάρης με το γαϊδουράκι σαμαρωμένο με δισάκια,κανίστρες και δοχεία για να μαζεύει τις προσφορές σε φαγώσιμα ,όπως λίπα,λουκάνικα,κρέατα από το χοιροσφάγιο,σιτάρι,καλαμπόκι κλπ. Ο κάθε θίασος προσπαθούσε να έχει και οργανοπαίκτες στην σύνθεση του για να χορεύουν και να διασκεδάζουν τόσο οι ίδιοι όσο και οι νυκοκοίρηδες σε κάθε σπίτι που πήγαιναν. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Μητρόπολη τα ρογκατσάρια τελούνταν με συνοδεία ΓΚΑΪΝΤΑΣ παίζοντας συρτούς σκοπούς και πατινάδες στο δρόμο. 

Σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν τραγουδούσαν διαφορετικά άσματα – παινέματα για το κάθε μέλος π.χ για το νοικοκύρη,αρραβωνιασμένο κορίτσι,παπά,δάσκαλο,μικρό παιδί κλπ,κάτι που δεν το συναντάμε σε άλλα καραγκουνοχώρια της Καρδίτσας. 

Οι Ρουγκατσιαραίοι έπρεπε να πάνε σε όλα τα σπίτια του χωριού και μετά σε άλλα γειτονικά χωριά. Μερικοί αψηφούσαν τις άσχημες καιρικές συνθήκες, κρύο, χιόνια, βροχές, λάσπες πήγαιναν και σε μακρινά χωριά με σκοπό να δούν κορίτσια και μετά να στείλουν προξενιό. 

Στο δρόμο οι αράπηδες χόρευαν, και πηδούσαν κουνώντας τα σπαθιά και τα κουδούνια τους σαν δαιμονισμένοι και τρόμαζαν τους περαστικούς. Οι θαρραλέοι προσπαθούσαν να πειράξουν τη νύφη, να την τσιμπήσουν, να τη φιλήσουν ακόμα και να την αρπάξουν και τότε γίνονταν μεγάλος καυγάς. Ήταν αβάσταχτη ντροπή για τα Ρογκάτσια να κλέψουν τη νύφη. Μαθεύονταν σε όλα τα χωριά … Φυσικά δύσκολα τα κατάφερναν να πιάσουν τη νύφη να την «τσακώσουν», αφού τη φρουρούσαν οι αράπηδες. 

Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν πηδούσαν και χόρευαν στην αυλή, έκαναν θόρυβο με τα κουδούνια, πείραζαν τον κόσμο, τους χτυπούσαν ελαφρά με τα μεγάλα ξύλινα ραβδιά και σπαθιά, που κρατούσαν έτσι για το καλό για να είναι γεροί για όλη τη χρονιά. Κάποτε έβαζαν το νοικοκύρη ή άλλο μεγάλο άντρα να ξαπλώσει καταγής και να τον πατήσει η αρκούδα στην πλάτη. Το χαν για καλό… Ακολουθούσαν τα κεράσματα τσίπουρο, κρασί, μεζέδες από τα χοιροσφάγιο συνήθως αλευριά , λουκάνικα, τσιγαρίδες και τηγανιές. Ακόμα κουραμπιέδες καμωμένοι με το λίπος του γουρουνιού. Στον ρουγκατσιάρη που είχε το γαϊδούρι με τα δοχεία και τα ταγάρια έδιναν τις προσφορές τους, τσιγαρίδες, αλευριά (είδος πηκτής) κομμάτια από το χοιροσφάγιο και γευστικά λουκάνικα. 

Οι Ρουγκατσιαραίοι όμως δεν περιορίζονταν στις εθελούσιες προσφορές. Φοβεροί και τρομεροί με τα σπαθιά τους άρπαζαν λουκάνικα που τα είχαν κρεμασμένα έξω στο χαγιάτι του σπιτιού για να στεγνώσουν. Έμπαιναν με το ζόρι μέσα στο σπίτι, ανακάτευαν τα πάντα στη κουζίνα και ότι έβρισκαν το άρπαζαν. Ταυτόχρονα όμως είχαν την ευκαιρία να δούν τα κορίτσια του σπιτιού… που κρυφοκοιτούσαν πίσω από τα παραθύρια…

Στο χορό που γίνονταν στην αυλή άμα ήθελαν χόρευαν και οι ένοικοι και οι επισκέπτες . Ήταν μια καλή ευκαιρία για τα ανύπαντρα παιδιά να δούν τα κορίτσια και πολλές φορές την επόμενη μέρα αντί για Ρογκατσιάρηδες στο σπίτι ερχόταν ο προξενητής. Παρόλο που τα Ρουγκάτσια έκαναν θόρυβο πείραζαν και άρπαζαν φαγώσιμα ήταν πάντα καλοδεχούμενα και οι παλιοί νοικοκυραίοι όσο φτωχοί και αν ήταν έκαναν το κουμάντο τους ώστε τίποτα να μη λείψει την μέρα που θα έρχονταν Ρουγκατσιάρηδες στο σπίτι.

 Ανησυχούσαν μη τους ξεχάσουν και δεν περάσουν και από το σπίτι τους και τότε… Αλίμονο δεν θα πήγαινε καλά η χρονιά, η σοδειά δεν θα ήταν καλή, τα ζώα δε θα είχαν παραγωγή… Τι θα γένουνταν με τα παιδιά; Θα έρχονταν προξενιές ή θα ξιαπόμειναν κούτσουρα: Οι φόβοι του αφέντη του σπιτιού που στη θέα και μόνο του τρομερού θιάσου και στα παιχνιδίσματα της νύφης διαλύονταν… 

Εδώ θα πρέπει να σχολιάσουμε και μια χαρακτηριστική δραματοποιημένη πράξη που την έκαναν αρκετοί θίασοι άλλοτε στα σπίτια που πήγαιναν άλλοτε στο τελικό γλέντι που έστηναν. Σε κάποια στιγμή λιποθυμούσε τάχατες ο γαμπρός και έπεφτε καταγής. Ο θίασος πάγωνε, οι αράπηδες κουνούσαν ανήσυχοι τα κουδούνια τους, ζητούσαν από τη νύφη να διαβεί πάνω από το γαμπρό τρείς φορές παίζοντας το μήλο και να τον φιλήσει. Αργότερα με την προσθήκη στο θίασο του γιατρού, αναλάμβανε αυτός μέσα από μια πράξη που σατίριζε την ιατρική φροντίδα να θεραπεύσει το γαμπρό και ήταν αυτός που καλούσε την νύφη να φιλήσει το νεκρό. Οπ! Ζωντάνευε μεμιάς ο γαμπρός, η νεκρανάσταση γίνονταν! Ο θίασος χόρευε ξέφρενα για να δείξει την χαρά και το γλέντι συνεχίζονταν. 

Όπως είπαμε τα Ρουγκάτσια πήγαιναν και σε άλλα χωριά. Συχνά τύχαινε δυο θίασοι να διασταυρωθούν στο δρόμο και τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα . Ποιος να πρωτοπεράσει από το δρόμο;. Ποιος να υποχωρήσει; Άλλοτε, με τους ψυχραιμότερους τελείωνε το θέμα, άλλοτε όμως αψήφιστα έπαιρνε άσχημη τροπή, γίνονταν μεγάλη συμπλοκή και ο ηττημένος θίασος έπρεπε να περάσει κάτω από τα υψωμένα σπαθιά του νικητή . Πολύ σπάνια η συμπλοκή έπαιρνε μεγάλη έκταση και δυστυχώς σημειώνονταν τραυματισμοί και θύματα.

Αφού τελείωνε η διορία ο θίασος συγκεντρώνονταν πρώτα στην πλατεία του χωριού όπου εκεί λαμβάνει χώρα και η δραματοποιημένη νεκρανάσταση και η νύφη πετούσε το πορτοκάλι στον κόσμο.Τέλος όλο το μπουλούκι συγκεντρωνόταν σε κάποιο καφενείο, με τα φαγώσιμα που είχαν μαζέψει και έστηναν ένα γλέντι μέχρι το ξημέρωμα. Σήμερα το έθιμο έχει περιοριστεί σημαντικά, ευτυχώς όμως τελείται έστω και σε μικρό βαθμό, ενώ οι πολιτιστικοί σύλλογοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να το διασώσουν και να το διατηρήσουν και οι προσπάθειές τους ομολογουμένως, είναι αξιέπαινες

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ: https://www.facebook.com/apostolos.svanas
Ο Απόστολος Σβάνας ,είναι Δάσκαλος Παραδοσιακών Χορών.
Σπούδασε Ελληνικούς Παραδοσιακούς Χορούς στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Γεννήθηκε  και κατοικεί στη Μητρόπολη Καρδίτσας.